Μία από τις πιο αναγνωρίσιμες και ευπώλητες Ελληνίδες συγγραφείς μιλά για το νέο της βιβλίο, αφιερωμένο στην εμβληματική Διδώ Σωτηρίου, αλλά και για έναν κόσμο που αλλάζει δραματικά, με τη βαθιά γνώση του ανθρώπου που ξέρει την πορεία της Ιστορίας διατηρώντας, όμως, πάντα την αισιοδοξία της – όπως ακριβώς και τα ινδάλματα της ζωής της.

– Νομίζω πως θα σας λάτρευε η Διδώ Σωτηρίου – επιτρέψτε μου να επισημάνω πως «μοιάζετε», από όσα τουλάχιστον γνωρίζουμε για την ίδια: Έχετε την ίδια εξωστρέφεια, την ίδια μαχητικότητα απέναντι σε οτιδήποτε και οποιονδήποτε χωρίς να λογαριάζετε το «κόστος», την μεγάλη αγάπη σ’ αυτό που κάνετε χωρίς, όμως, να «απορρίπτετε» και τις χαρές τις καθημερινότητας «φορώντας» τον δήθεν μανδύα του «πνευματικού ανθρώπου». Έτσι δεν είναι; Η αλήθεια είναι ότι από παλιά, πιο συγκεκριμένα από τη στιγμή που την είδα στην πρώτη της τηλεοπτική συνέντευξη -είχα ήδη διαβάσει το πρώτο της βιβλίο- ένιωσα βαθιά και εντελώς παράλογα ότι αυτή η γυναίκα ήταν συγγενής μου, δικός μου άνθρωπος. Αυτό το έπιανα στον αέρα γιατί πολλές πληροφορίες δεν είχα τότε – απλώς την ένιωθα σαν μια φωτεινή ύπαρξη, ζωογόνα. Ε, λοιπόν, όταν άρχισα να ψάχνω λεπτομερώς τη ζωή της διαπίστωσα με τεράστια έκπληξη ότι μοιάζαμε σε πάρα πολλά σημεία, μικρά και μεγάλα. Τι να σας πρωτοπώ; Ότι δεν θέλαμε να γίνουμε μητέρες αλλά λατρεύουμε τα παιδιά, ότι μας αρέσει να μαγειρεύουμε αλλά βαριόμαστε να πλύνουμε τα πιάτα, ότι δεν επιτρέπουμε δίπλα μας τοξικούς ανθρώπους, ότι στα δύσκολα βρίσκουμε πάντα δυνάμεις να σταθούμε στους αγαπημένους μας – ο κατάλογος είναι μακρύς. Η μεγαλύτερη ομοιότητα, όμως, είναι ότι και οι δύο διαλέξαμε την ευτυχία – γιατί η ευτυχία είναι επιλογή, να ξέρετε, και η Διδώ το απέδειξε: Αναποδογύρισε κάθε ατυχία της ζωής της και την μεταμόρφωσε σε τύχη βουνό, με το έτσι θέλω!

– Επειδή το συγκεκριμένο βιβλίο το «δουλεύετε» εδώ και πέντε χρόνια, είχατε προλάβει να μιλήσετε με τον Νίκο Μπελογιάννη γι’ αυτό; Ή ακόμη και, γενικότερα, να του εκφράσετε τον θαυμασμό σας προς τη Διδώ που τον μεγάλωσε, και να σας μιλήσει για εκείνην; Ευτυχώς, πρόλαβα να μιλήσω ώρες πολλές με τον Νίκο Μπελογιάννη τζούνιορ, τον ανιψιό της Διδώς, που εγκατέλειψε τα πάντα για να τον μεγαλώσει. Με βοήθησε πάρα πολύ να πιάσω τον αέρα της καθημερινότητας και όλα τα τρελά και παράτολμα σουσούμια της Διδώς. Το παιδάκι αυτό, ορφανό από πατέρα και με μάνα φυλακισμένη, χρειαζόταν μια τεράστια αγκαλιά για να επιβιώσει – και του την έδωσε, χωρίς δεύτερη σκέψη, η Διδώ. Μου την περιέγραψε λεπτομερώς και με τα πιο τρυφερά «χρώματα». Είναι χαρακτηριστικό, ότι όσο μιλούσε γι’ αυτήν χαμογελούσε συνέχεια σα να την έβλεπε να του γνέφει από ψηλά. Η αγάπη δεν κρύβεται βλέπετε, και το σώμα μας πάντα «προδίδει» αυτό που νιώθουμε…

– Πώς «μελετήσατε» για εκείνην, προτού την «ονειρευτείτε»; Ακολούθησα όλα τα ίχνη της σαν ντετέκτιβ! Μελέτησα όλα τα βιβλία της, διάβασα όλες τις συνεντεύξεις της, είδα όλες τις εκπομπές της στην τηλεόραση και μίλησα ώρες πολλές γι’ αυτήν, όχι μόνο με τον Νίκο, αλλά και με το άλλο στενό και αγαπημένο της πρόσωπο, την ανιψιά της, Άλκη Ζέη. Η Άλκη μου εξιστόρησε νοσταλγικά τις καλοκαιρινές βραδιές που η Διδώ τραγουδούσε γαλλικά σανσόν με φωνή ψευτο-υψιφώνου, για να γελάσει η παρέα. Ο Νίκος, ξεκαρδισμένος, μου έλεγε ότι ανησυχούσε τόσο γι’ αυτόν που νοίκιαζε εξοχικά σπίτια απέναντι από γιατρό, για να τον έχει πρόχειρο αν αρρώσταινε «το παιδί». Ομολογώ ότι υπήρξα τυχερή που άρχισα την έρευνα νωρίς, γιατί αμέσως μετά -και προτού αρχίσω να γράφω το βιβλίο- απροσδόκητα χάθηκαν και οι δύο πιο στενοί και πολυαγαπημένοι συγγενείς της. Αν άρχιζα αργότερα την έρευνα θα ήταν λειψή, το βιβλίο που της αφιέρωσα δεν θα είχε αυτή τη ζεστή «πινελιά» των ανθρώπων που την αγάπησαν και την έζησαν σε όλη τη διάρκεια της «κινηματογραφικής» ζωής της. 

– Η Διδώ είναι το «ιδανικό» της γυναίκας, έτσι όπως την έχετε εσείς στο μυαλό σας;  Ναι. Γιατί, κατ’ εμέ, ήταν η πιο φωτεινή γυναίκα του 20ου αιώνα. Πρώτ’ απ’ όλα προχωρούσε πολύ πιο μπροστά από την εποχή της – φανταστείτε ότι επί του απόλυτου σκοταδισμού της Μεταξικής δικτατορίας, η Διδώ επέμενε να ζει τη ζωή της όπως τραβούσε η όρεξή της: Ήταν γυμνίστρια, φεμινίστρια, είχε σύζυγο καταπληκτικό, πολλούς θαυμαστές, οδηγούσε μηχανή με side car, ταξίδευε στα Παρίσια, έγραφε, δεν λογάριαζε το χρήμα, λάτρευε τους φίλους της, και κυρίως δεν σταματούσε να αγωνίζεται για τους αδικημένους όλου του κόσμου. Ήταν η κατεξοχήν πολεμίστρια του φωτός, αν και η ζωή και η Ιστορία τής έδωσαν πολύ σκοτάδι να διαχειριστεί! Από τη Μικρασιατική καταστροφή που την ξέβρασε μικρό κοριτσάκι στον Πειραιά ως τη Χούντα, που την ανάγκασε να κρυφτεί σ’ ένα τρελοκομείο για να μην συλληφθεί. Δεν ήταν ζωή αυτή, κινηματογραφική περιπέτεια του Χόλυγουντ ήταν!

– «Μέσα στον ζόφο των αλλεπάλληλων κρίσεων, ένιωσα ξαφνικά την έντονη ανάγκη να ανασάνω λίγο φρέσκο αέρα, να αισιοδοξήσω», γράφετε. Είστε κι εσείς αυτό το θετικά διακείμενο πλάσμα προς τη ζωή, όπως ήταν και το ίνδαλμά σας – ή, τουλάχιστον, προσπαθείτε γι’ αυτό; Ναι, προσπαθώ φανατικά, αλλά είναι δύσκολο να μοιάσει κανείς ούτε στο δαχτυλάκι στη Διδώ. Το ‘χω πάρει απόφαση όμως, από μικρό παιδί, να μην αφήσω τη ζωή να με τσακίσει και να μην αφήσω κανέναν που αγαπώ να τσακιστεί. Αν ήμουν στο Παρίσι, όταν ξετυλίγονταν τα γεγονότα του Μάη του ‘68, θα έγραφα στους τοίχους το περίφημο «Plutôt la vie», πάνω απ’ όλα η ζωή! Ο θάνατος θα μας βρει κάποια στιγμή φυσικά, αλλά μέχρι τότε θα τον παρακαλέσουμε να καθίσει στη γωνία του και να μη μας χαλάει το πάρτυ!

– Παρακολουθώντας κανείς όσα κατά καιρούς γράφετε στο Facebook, αναφέρεστε και στις «αλλεπάλληλες μας κρίσεις». Ποια ήταν εκείνη που σας συντάραξε πιο πολύ – ίσως όχι τόσο λόγω του πραγματικού της μεγέθους, αλλά μπορεί λόγω των τόνων τοξικότητάς της: Η υγειονομική, η οικονομική -που επίκειται, κατά τα φαινόμενα, μεγαλύτερη-, οι γυναικοκτονίες, οι βιασμοί ή οι παρενοχλήσεις στο χώρο του θεάτρου, μία μάνα που φέρεται να σκότωσε τα παιδιά ή το παιδί της κ.λπ.; Η πρώτη οικονομική κρίση ήταν η πιο συγκλονιστική, γιατί πιστεύω ότι ήταν η «μητέρα» όλων των επόμενων που προστέθηκαν πάνω της. Το ξέρουμε όλοι άλλωστε, αν οικονομικά πάει καλά μια κοινωνία, όλα ρέουν κάπως ομαλά, καλύπτονται τα χάσματα. Μόλις, όμως, οι άνθρωποι στριμωχτούν οικονομικά, ανοίγουν οι τρύπες εντός μας και βγαίνουν όλα τα σκοτάδια – μίσος, κατάρες, ανταγωνισμός, ζήλεια. Δεν μπορώ να ξεχάσω πόσο τραυματικά το βίωσα όλο αυτό…Ακόμα ανατριχιάζω όταν βλέπω τη λέξη «ψόφος» να εκτοξεύεται σαν πυροβολισμός στα social media. Το ότι δεν «ψόφησα» ψυχικά τότε, το οφείλω στην τεράστια δόση Διδώς που έχω καταπιεί!

– Σας τρομάζει ο τρόπος που «στέκεται» ο πιο πολύς κόσμος απέναντι στα περισσότερα από όλα αυτά; Που κοιτάμε μόνο τον μικρόκοσμο και την «ζωούλα» μας, ρίχνοντας την ευθύνη σε όλους τους άλλους εκτός από τον ίδιο μας τον εαυτό για ό,τι μας αφορά και μας συμβαίνει; Με τρομάζει πάνω απ’ όλα η απόλυτη απαξίωση της αυτοκριτικής, της μοναδικής στάσης που μπορεί να βοηθήσει μια κοινωνία και έναν άνθρωπο να πάει μπροστά.

– Πού οφείλεται, νομίζετε, αυτή η πρωτόγνωρη «κρίση» αξιών και βασικών θεμελιωδών δικαιωμάτων που ζούμε; Ή μήπως πάντα υπήρχε, απλώς τώρα «φωτίστηκε» περισσότερο, λόγω των social media και των ΜΜΕ; Είναι πολύπλοκη και μακρά η απάντηση που έχω να σας δώσω – μπορείτε να μου αφιερώσετε όλες τις σελίδες της εφημερίδας; (γελάει). Θα πω μόνο ότι ζούμε ένα τέλος εποχής, ενώ η καινούρια δεν έχει ανατείλει. Ζούμε, δηλαδή, σ’ αυτό που οι κινέζοι ονομάζουν «ενδιαφέρουσα εποχή». Θα τα δούμε όλα να γκρεμίζονται, για να χτιστούν ξανά!

– Εσείς, πώς «ανασαίνετε»; Με τις βόλτες σας στην Κυψέλη, με το σινεμά που λατρεύετε, με τους φίλους σας, με το γράψιμο, με τους μαθητές σας στο Πανεπιστήμιο που -αν κρίνω από τα δικά μας χρόνια- είστε η «αγαπημένη τους καθηγήτρια» στα γεμάτα αμφιθέατρα όπου διδάσκετε Ιστορία Εξωτερικής Πολιτικής; Εγώ στρέφομαι συστηματικά, όπως τα ηλιοτρόπια, προς όποια αχτίδα φωτός σκάσει μύτη στον ορίζοντα. Διαβάζω υπέροχα βιβλία, γράφω συνέχεια, γεννάω ιδέες, περπατάω στην πόλη, ταξιδεύω σε όλο τον κόσμο, μιλάω με ηλιόλουστα πλάσματα, βλέπω ταινίες και θέατρο, μαγειρεύω για τους αγαπημένους μου, χτυπάω τρυφερά τις πλάτες που καμπουριάζουν από στεναχώρια και αποστρέφομαι τη μιζέρια. Από το πανεπιστήμιο παραιτήθηκα ακριβώς όταν η μιζέρια του έφτασε σ’ ένα μη ανεκτό όριο. Δεν έχω κανένα παράπονο. Ζω ακριβώς όπως ήθελα από μικρή.

– Η Διδώ έζησε όλες τις μεγάλες στιγμές της Ιστορίας – ήταν παρούσα σ’ αυτές. Μέσα από αυτές τις «ζόρικες» περιόδους, νομίζετε πως είχε τελικά την «τύχη» να «μετρηθεί» και το μεγάλο της ανάστημα; Οι μεγάλες -δηλαδή, οι δύσκολες- στιγμές, είναι ο δείκτης της δύναμης που έχει ένας χαρακτήρας. Ή θα σε ανεβάσουν σε βάθρο ή θα σε καταβαραθρώσουν. Όπως έλεγε συνέχεια η Διδώ, «ο άνθρωπος είναι σαν το σκόρδο: Αν δεν τον λιώσει η ζωή, δεν βγάζει το πραγματικό του άρωμα!».

– Στη σημερινή αντιστοιχία και σε όλη αυτή την συζήτηση που ξεκίνησε τις τελευταίες μέρες στην Ελλάδα ως προς την αναφορά π.χ. ή όχι της λέξης «εισβολή» στα κείμενα συμπαράστασης στους Ουκρανούς πρόσφυγες, νομίζετε πως «μετριέται» και η δική μας γενναία αντιμετώπιση απέναντι στην Ιστορία – ή περισσότερο οι αγκυλώσεις και η βλακεία μας; Αυτό που βλέπω εγώ -και πραγματικά στεναχωριέμαι- είναι πως δεν έχουμε καθαρά μάτια. Οι ιδεοληψίες, κάθε πλευράς, μας έχουν στραβώσει. Άσε που πρέπει να επιλέξεις το άσπρο ή το μαύρο, να μπεις στην στείρα αυτή αντιπαράθεση βλακείας. Είναι γνωστό, όμως, ότι η ζωή κινείται στις 50 αποχρώσεις του γκρι – ούτε άσπρη, ούτε μαύρη είναι. Εν προκειμένω, ναι, βεβαίως το τάγμα Αζόφ είναι φασίστες αλλά, ναι, ακόμα πιο βεβαίως, η Ρωσία εισέβαλε και διαλύει μια χώρα χωρίς κανένα απολύτως δικαίωμα. 

– Έχοντας την μεγάλη τύχη να υπάρξω μαθητής σας στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, θυμάμαι κάποτε που μας είχατε πει καθισμένη -ως συνήθως- ανάμεσά μας, αφού ποτέ δεν μας κάνατε μάθημα καθ’ έδρας: «Η εξωτερική πολιτική δεν είναι ερωτική σχέση, είναι στεγνό γεωπολιτικό συμφέρον». Παραμένω στην επικαιρότητα: Νομίζετε πως είναι στη λάθος πλευρά της Ιστορίας όσοι επιμένουν να στηρίζονται στο «ξανθό γένος που θα μας σώσει», στον «ομόδοξο Πούτιν», στους «Ρώσους που συνέβαλαν αποφασιστικά στην ίδρυση του ελληνικού κράτους και άρα ειν’ αδέλφια μας»; Κι εδώ η απάντηση είναι μικτή: Ο ομόδοξος -και καθόλου «άγιος»- Πούτιν ενδιαφέρεται για την πάρτη του μόνο. Όμως το «ξανθό γένος» μας βοήθησε πράγματι όταν επαναστατήσαμε να ιδρύσουμε κράτος – όχι, όμως, από την καλή του την καρδιά, ούτε επειδή ήταν ομόδοξο. Απλούστατα, ήθελε πάση θυσία να διαλύσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία και η ίδρυση ενός ελληνικού κράτους βοηθούσε το τούρκικο πουλόβερ να αρχίσει να ξηλώνεται. Ελπίζω να τα θυμόσαστε από τις παραδόσεις, αλλιώς θα σας κόψω αναδρομικά! (γελάει). 

– Οι Έλληνες γνωρίζουμε από Ιστορία, κυρία Διβάνη; Ή, τουλάχιστον, μαθαίνουμε από αυτήν – έστω, βιώνοντάς την; Ή μας αρέσουν περισσότερο οι «μύθοι» και με βάση αυτούς πορευόμαστε, αφού «είμαστε οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων που δημιουργήσαν τον Πολιτισμό του πλανήτη όταν οι άλλοι λαοί ήταν ακόμη επάνω στα δέντρα»; Η μαύρη αλήθεια είναι πως, ενώ έχουμε διαρκώς το ένδοξο Ιστορικό παρελθόν μας στο στόμα, δεν έχουμε ανοίξει ούτε μια εφημερίδα, όχι βιβλίο, να διαβάσουμε μια σοβαρή ανάλυση μήπως και καταλάβουμε τι μας συμβαίνει. Ευτυχώς, στην κρίση άρχισε λίγο να αλλάζει αυτό – οι Έλληνες στράφηκαν στα βιβλία της Ιστορίας, όπως μαρτυρούν τα στοιχεία των βιβλιοπωλείων. Αυτό που δεν άλλαξε είναι το οπαδικό πνεύμα: Αν κάτι το ‘κανε δικός μου, είναι καλώς καμωμένο. Αν το έκανε αντίπαλος, θα τον στείλω στη φυλακή.

– Επιμένω στην Ιστορία, μια και τα προηγούμενα δύο σας βιβλία -«Ζευγάρια που έγραψαν την Ιστορία της Ελλάδας», «Το πικρό ποτήρι»- σε ιστορικές μορφές αναφέρονταν: Αν σκεφτούμε πως η Ιστορία κάνει κύκλους, νομίζετε πως είμαστε στην απαρχή μιας επικείμενης μεγάλης καταστροφής παγκόσμια, με αφορμή το Ουκρανικό – με βάση τις αδιαμφισβήτητες γνώσεις και τις μελέτες σας, αλλά και την αντικειμενικότητα που σας διακρίνει; Κι αυτό, αναρωτιέμαι, σας τρομάζει; Ή, σαν τη Διδώ, ό,τι κι αν μας συμβεί, θα πρέπει το ποτήρι να το κοιτάμε πάντοτε μισογεμάτο; Πιστεύω ότι τώρα μπαίνουμε στον 21ο αιώνα και, όπως σας είπα και πριν, ο κόσμος όπως τον ξέραμε θα έρθει τα πάνω κάτω πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά, κλιματολογικά και επαγγελματικά. Φυσικά δεν πρέπει να απελπιστούμε. Πρέπει να είμαστε ευέλικτοι, ανοιχτοί στις αλλαγές που θα φέρει ο καιρός και κυρίως συνειδητοί και ενημερωμένοι. Αλλιώς, θα πάμε σαν πρόβατα στον χασάπη μας.

– Έχετε φόβους, εσείς; Ή μήπως η γνώση -των πραγμάτων, του κόσμου, των ανθρώπων- τους διέλυσε στην πορεία των χρόνων; Φυσικά και έχω φόβους, όπως όλος ο κόσμος. Η Διδώ μού δίδαξε, όμως, πως ό,τι κι αν μου συμβεί αφού θα έχω τα βιβλία μου, τις μουσικές μου, τους δικούς μου ανθρώπους και ένα καλό καπουτσίνο, θα τα ξεπεράσω όλα!

Ελεύθερα, 17.4.2022.