Ελάχιστα κατάφερε η ανθρωπότητα σε σχέση με την αρμονία και τη συνύπαρξη των δύο φύλων, σχολιάζει η σκηνοθέτρια με αφορμή το θεατρικό «Silent Sky». Παράλληλα μας θυμίζει πως όταν το μέλλον κρίνεται με βάση μόνο τους οικονομικούς δείκτες, τότε οι Τέχνες κινδυνεύουν περισσότερο απ’ όλα.

 

– Με ποιο κριτήριο επιλέγεις τα έργα που σκηνοθετείς;  Η επιλογή του έργου έχει να κάνει πάντα με αυτό που αισθάνομαι και προκύπτει ως ανάγκη που σιγοβράζει στο μυαλό μου. Αυτή η ανάγκη γεννιέται από την περιρέουσα κοινωνική συνθήκη και το πώς εγώ τη βιώνω, την προσλαμβάνω και την υφίσταμαι κάθε φορά, ως αναπόσπαστο μέρος του συνόλου. Αν δεν έχω κάτι ουσιαστικό να πω, προτιμώ να μη μιλώ καθόλου. Όταν όμως συμβαίνει αυτό, έρχεται σαν χείμαρρος. Έτσι, κάθε φορά, ψάχνω να βρω το κατάλληλο μέσο, τη γλώσσα και το περιεχόμενο ώστε να μπορέσω εκφράσω όσο πιο ανάγλυφα μπορώ αυτό που αισθάνομαι και να το μοιραστώ τη δεδομένη στιγμή που έχω την ανάγκη να το κάνω. 

– Πώς ανακάλυψες την ιστορία της αστρονόμου Ενριέτα Λέβιτ. Τι σου τράβηξε το ενδιαφέρον σ’ αυτήν; Πάντα με γοήτευαν οι βιογραφίες συναρπαστικών υπαρκτών προσώπων. Κι αυτό γιατί, ενώ εκείνοι δεν είχαν επίγνωση της συνέχειας, εφόσον δεν ήξεραν τί θα συναντήσουν στη ζωή τους, εμείς, μπορούμε να δούμε σφαιρικά και από απόσταση ολόκληρη την πορεία τους μέχρι το τέλος.  Μπορεί να διακρίνει κανείς πίσω από κάθε τέτοια προσωπικότητα, τον στόχο και την προσωπική πίστη που κουβαλά, προκειμένου να φτάσει σε αυτόν, μέσα όμως από όλα τα εμπόδια, τις δυσκολίες και τις ανατροπές που συνάντησε μέχρι το τέλος. Κι αυτό από μόνο του, έχει μια τεράστια δύναμη. Η Λέβιτ ήταν μια τέτοια προσωπικότητα σε καιρούς άκρως απαγορευτικούς για το φύλο της. Όμως, η δίψα της να γνωρίσει το άγνωστο, το πάθος της για την Αστρονομία κι η ιερή αφοσίωσή της στο αντικείμενό της ήταν τόσο μεγάλα που καμία κοινωνική νόρμα δε θα μπορούσε να τα περιορίσει. 

– Τι θαυμάζεις στον χαρακτήρα της; Το πάθος της για το αντικείμενό της, την πίστη της ότι θα τα καταφέρει, παρά τα τεράστια, φαινομενικά ανυπέρβλητα εμπόδια, την αγάπη της για τη ζωή και τον άνθρωπο που ήταν η πυξίδα της στα όσα πρόσφερε η ίδια, και τη μεγάλη ταπεινότητά της. Όταν έφυγε από τη ζωή, πολύ νωρίς δυστυχώς, από αρρώστια, οι άνθρωποι που ήταν γύρω της, είπαν ότι θα τους λείψει πολύ το χαμόγελο κι η αισιοδοξία της για τη ζωή, το φως που άφηνε πίσω της. Θα μείνω μέχρι εδώ. 

– Γράφεις σε σκηνοθετικό σημείωμα σου ότι οι ιδέες των γυναικών  στα τέλη του 19ου αιώνα υποτιμούνταν. Πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα μέχρι σήμερα; Δυστυχώς, το μόνο που αλλάζει κάθε φορά σε κάθε ανακαίνιση είναι η βιτρίνα. Το περιεχόμενο παραμένει το ίδιο, με ελάχιστες μετατροπές και προσθήκες, ανάλογα με τη μόδα της κάθε εποχής, έτσι, για να πλασαριστεί καλύτερα το εμπόρευμα, έστω κι αν είναι παλιό, χρόνια στοιβαγμένο στις ίδιες σκοτεινές αποθήκες. Ελάχιστα κατάφερε η ανθρωπότητα σε σχέση με την αρμονία και τη συνύπαρξη των δύο φύλων. Κι αυτό έχει άμεση σχέση με τη διαμόρφωση των κοινωνιών και τη θλιβερή κατάντια μας. 

– Το γεγονός ότι είσαι και ηθοποιός πως έχει επηρεάσει την σκηνοθετική σου δουλειά; Απεριόριστα. Γιατί, σε κάθε περίπτωση, πέρα από το συνολικό όραμα, έχω την ανάγκη να  αναλύσω, να δικαιολογήσω και να τεκμηριώσω εξονυχιστικά την πορεία του κάθε ήρωα, όπως θα έκανα αν ήμουν ηθοποιός, ώστε να έχει συνέπεια σε κάθε δευτερόλεπτο της σκηνικής ύπαρξης του. Αυτή είναι μια διαδικασία που μοιραζόμαστε με τους συναδέλφους, κτίζοντάς την από κοινού και ως σύνολο, δανείζοντας ο ένας στον άλλο εργαλεία, σκέψεις  και ιδέες. Κι αυτή είναι μια από τις πιο πολύτιμες  φάσεις της όλης διαδικασίας. Συγκινητική και απλόχερη. Ουσιαστική. 

– Πώς έχει επιδράσει το θέατρο στη δική σου προσωπικότητα; Σίγουρα με έχει διαμορφώσει. Ήμουν ένα πολύ εσωστρεφές, ήσυχο και λιγομίλητο παιδί. Οι ήρωες με τους οποίες καταπιάστηκα, μου άνοιξαν μια δίοδο επικοινωνίας με τον έξω κόσμο, με έμαθαν να μιλώ, αρχικά μέσα από το δικό τους στόμα, αλληγορικά και συμβολικά. Στη συνέχεια μου έδωσαν τη δύναμη να μιλώ και να εκφράζομαι απευθείας, όταν έχω να πω κάτι ουσιαστικό. Το θέατρο μου έμαθε το μέτρο, την πειθαρχία την είχα πάντα, με έκανε όμως παράλληλα να συνειδητοποιήσω ότι μπορώ και οφείλω να διεκδικώ τα δικαιώματά μου ως άνθρωπος, και πιο πολύ απ’ όλα, το δικαίωμα να εκφράζομαι, ως μέλος αυτού του κοινωνικού συνόλου.  Χωρίς ασυδοσία ή φανατισμό. Κάτι που δυστυχώς επικρατεί στις μέρες μας. 

 

– Πιστεύεις ότι η ψήφιση του νόμου για την ίδρυση υφυπουργείου Πολιτισμού δημιουργεί νέες προοπτικές για τον κόσμο των γραμμάτων και των τεχνών; Θα πρέπει να υπάρχει ένα σαφές και δυνατό όραμα, πρώτα απ’ όλα για να πετύχει οτιδήποτε. Βρισκόμαστε σε ένα κομβικό σημείο επιβίωσης κι όταν το μέλλον κρίνεται με βάση μόνο τους οικονομικούς δείκτες, τότε οι Τέχνες κινδυνεύουν περισσότερο απ’ όλα, γιατί έχουν να κάνουν με το πνεύμα κι όχι με την ύλη. Αν δεν υπάρχει λοιπόν όραμα, τότε δεν υπάρχει κι η ανάλογη βάση, ένας σοβαρός σχεδιασμός, ο οποίος να μπορεί να φέρει και τα ανάλογα επιθυμητά αποτελέσματα. Σίγουρα, το υπερφορτωμένο σήμερα Υπουργείο, δύσκολα μπορεί να λειτουργήσει πια άμεσα και αποτελεσματικά, ειδικά σε σχέση με τα απαιτητικά χρονοδιαγράμματα και την τεράστια πίεση χρόνου. Όμως, παρά τις διακηρύξεις, δεν υπήρξε κανένας σοβαρός σχεδιασμός και καμία ουσιαστική παρέμβαση του κράτους, ώστε το εγχείρημα αυτό να καταστεί λειτουργικό από την έναρξή του. Εύχομαι να κάνω λάθος, αλλά το παραδέχτηκε εμμέσως κι ο ίδιος ο Υπουργός σε συνάντηση που είχαμε με τον κύριο Θεοπέμπτου. Μετακινείται η ευθύνη από τον υπουργό, στον μέχρι πρόσφατα διευθυντή των Πολιτιστικών Υπηρεσιών, ο οποίος αλλάζει τίτλο και γίνεται υφυπουργός και ο οποίος θα αρχίσει να παλεύει μόνος του, με το ίδιο ολιγάριθμο προσωπικό και χωρίς καμία αύξηση κονδυλίων, προκειμένου να διαμορφώσει την πολιτιστική πολιτική των επόμενων χρόνων ή μηνών, μέχρι να έρθει κάποιος άλλος να αναποδογυρίσει το καράβι και ξανά από την αρχή. Όμως αυτό είναι θέμα υπερκομματικό, άκρως ουσιαστικό και δεν χωράει επιπολαιότητες. 

– Έχουν ληφθεί υπόψη οι προτάσεις των ανθρώπων της τέχνης για την ετοιμασία του νομοσχεδίου που κατοχυρώνει το επάγγελμα του καλλιτέχνη; Μα το Νομοσχέδιο που μας δόθηκε αρχικά προς μελέτη, αποσύρθηκε τελικά από τους ίδιους τους νομικούς του κράτους, οπότε τώρα συζητούν πάνω σε άλλη βάση, με κάποιους μεμονωμένους φορείς, αγνοώντας και πάλι το σύνολο των ανθρώπων του Πολιτισμού. Και πάλι, αφήνοντας απ’ έξω το σημαντικότερο: ένα ειδικό σχέδιο κοινωνικής πρόνοιας, όπως υπάρχει σε κάθε πολιτισμένη χώρα της Υφηλίου. Στεναχωριέμαι που το λέω, αλλά όλο αυτό πιστεύω τελικά πως ήταν ένα πολιτικό πυροτέχνημα, άνευ περιεχομένου, χωρίς να υπάρχει πραγματική βούληση να δοθεί επιτέλους λύση στο όλο θέμα. 

 

– Στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές ήσουν υποψήφια με το Κίνημα των Οικολόγων. Θα επιχειρούσες ξανά να μπεις στην πολιτική σκηνή; Δεν ανήκα ποτέ και δεν ανήκω σε κανένα κόμμα. Επίκεντρο για μένα ήταν και παραμένει ο άνθρωπος. Κι όποτε έχω την ανάγκη να πω κάτι, θα το πω. Έτσι προέκυψε κι η υποψηφιότητά μου τη δεδομένη χρονική στιγμή. Θέλω να μπορώ να είμαι αποτελεσματική, άμεσα, τη στιγμή που πρέπει. Όμως, συνειδητοποιώ όλο και περισσότερο, ότι η πολιτική αναλώνεται στα διαδικαστικά και χάνει την ουσία. Είναι ένας σκουριασμένος μηχανισμός που ρίχνει σπασμωδικά λάδι στα γρανάζια του, απλώς και μόνο για να λειτουργεί, χωρίς αποτελεσματικότητα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Χρειάζονται ριζικές τομές εκ βάθρων. Και φωτισμένοι άνθρωποι σε θέσεις κλειδιά. Με τις υφιστάμενες νοοτροπίες που κουβαλούμε ως λαός και που τις βλέπουμε κάθε φορά στις εκλογές να ανανεώνονται και να διαιωνίζονται, δε βλέπω να αλλάζει κάτι.  

-Τι ρόλο μπορεί να παίξει το θέατρο σε μια περίοδο κρίσης με την πανδημία και ένα πόλεμο σε εξέλιξη; Ουσιαστικό. Δραματικά ουσιαστικό. Πρέπει να παραμείνουμε άνθρωποι, πάνω απ’ όλα. 

Ελεύθερα, 17.4.2022.