Για τη χορογράφο Μάχη Δημητριάδου Λίνταλ ο χορός είναι ένας τρόπος να φιλτράρει τη ζωή. 

Το νέο της έργο «Land of Darkness/ Land of Light» σηματοδοτεί τη συμπλήρωση 25 ετών στη δημιουργική πορεία της ομάδας της, των Ασώματων δυνάμεων. Η παράσταση σμίγει τον σύγχρονο χορό με την κλασική μουσική, σε συνεργασία με το κουαρτέτο Fusionia που ερμηνεύει το έργο του Σούμπερτ «Ο θάνατος και η κόρη». Οι έξι περφόρμερ χορευτές/ χορεύτριες μεταφέρουν μέσα από τις ιστορίες των σωμάτων τους την προσωπική και τη συλλογική τους αναμέτρηση με τη ζωή και τον θάνατο, το σφιχταγκάλιασμα του σκοταδιού με το φως, την αιώνια πάλη, τη νίκη του ενός πάνω στο άλλο, την συνύπαρξη, την αναγκαιότητα του περάσματος απ’ το ένα στο άλλο, την ισορροπία. Με αφορμή το δημιουργικό πέρασμα από το σκοτάδι στο φως, η Μάχη Δημητριάδου Λίνταλ ανακαλεί όσα πυροδότησαν μια πορεία που είχε σταθμούς τη Γαλλία, τη Σουηδία και την Κύπρο, η οποία της στάθηκε πιο πολύ κι από πατρίδα. 

– Θυμάσαι τα πρώτα βήματα στον χορό; Δύο είναι οι αναμνήσεις που έχω ως πρώτες εμπειρίες. Η μία είναι ο χορός με τη μητέρα μου. Μου μάθαινε να χορεύω swing και μπούγκι γούγκι στις μυτούλες, με μικρά βηματάκια, να κάνω στροφές, να περνώ κάτω απ’ το υψωμένο χέρι της και ν’ αλλάζουμε θέσεις. Λικνιζόμασταν μέσα σε μια αγκαλιά τρυφερότητας κι αγάπης κι αυτό ήταν μια όαση χαράς και παρηγοριάς στα δύσκολα χρόνια της χηρείας της και της ορφάνιας μας. Η δεύτερη ανάμνηση είναι ο χορός με το είδωλό μου. Πρέπει να ήμουν 7 ή 8 χρονών και θυμάμαι να χορεύω μπροστά στη τζαμαρία του σαλονιού μας που έβλεπε προς την παραλία της Θεσσαλονίκης. Σούρουπο, έβλεπα τη φιγούρα μου να καθρεφτίζεται στο σκοτεινό γυαλί, σχεδόν άυλη, να ζωγραφίζει τον χώρο, τον αέρα, να δημιουργεί σχήματα και σκιές και φανταζόμουν ότι κάποιος ή κάποιοι με βλέπουν από την άλλη πλευρά, χωρίς εγώ να μπορώ να τους ξεχωρίσω, κι αυτό μου έδινε ανακούφιση κι ελευθερία να βγάλω το φορτίο της ψυχής μου. 

– Πότε κατέληξες ότι ήταν αυτό που ήθελες να κάνεις; Ήμουν εξαιρετικά ντροπαλή, ο θάνατος του πατέρα μου στα έξι μου χρόνια άφησε τεράστιο κενό και μια μελαγχολία που ο χορός κατάφερνε να απαλύνει. Εκεί που δεν υπήρχαν λέξεις να εκφράσουν τα συναισθήματα υπήρχε η κίνηση κι η μουσική. Ο χορός έγινε η συντροφιά μου, ο κόσμος μου, ο τρόπος να φιλτράρω τη ζωή. Δεν υπήρχε θέμα ν’ αποφασίσω ή να συνειδητοποιήσω ότι αυτό ήθελα να κάνω, απλά κατάφερα να το επικοινωνήσω στα 12 μου χρόνια με αφορμή την ταινία του Χέρμπερτ Ρος «Η κρίσιμη καμπή», όταν και ζήτησα απ’ τη μητέρα μου να ξεκινήσω μπαλέτο. Σπούδασα με πολλές δυσκολίες, όμως από νωρίς βρήκα στήριξη από την οικογένειά μου, από ανθρώπους, σχολές και ιδρύματα όπως η Φιλιώ Κύρου, η πρώτη μου δασκάλα Βίκη Σιάνου, η Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης, η Ντόρα Τσάτσου, το Ίδρυμα Ωνάση και η υποτροφία που πήρα να συνεχίσω τις σπουδές στη Νέα Υόρκη. 

– Ποιες σκέψεις κάνεις κοιτάζοντας πίσω σ’ όλη αυτή την πορεία; Νιώθω χαρά, έκπληξη, συγκίνηση. Βλέπω όλα τα έργα που δημιούργησα σε τόσο διαφορετικούς τόπους όπως η Γαλλία, η Σουηδία, η Κύπρος, τους υπέροχους ταλαντούχους ανθρώπους που συνεργαστήκαμε, ανταλλάξαμε, ταξιδέψαμε μαζί, δημιουργήσαμε μαζί, κι αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για τις συγκυρίες που μας έφεραν κοντά, για τις συναντήσεις μας, για όσα πήρα κι έδωσα, όσα έμαθα από τους συνεργάτες μου όχι μόνο για τον χορό αλλά και για τον εαυτό μου και την ίδια τη ζωή. Αισθάνομαι ανακούφιση στη σκέψη ότι εμπιστεύθηκα αυτή τη βαθιά επιθυμία και δεν την εγκατέλειψα, δεν με πρόδωσα. Αν είχα κάποια κλίση, την καλλιέργησα στο μέτρο που μπορούσα και μου επέτρεψε ο χαρακτήρας μου κι οι συνθήκες. Είναι παράξενο πως το δυναμικό της ψυχής ενός ανθρώπου μορφοποιείται σιγά- σιγά με τον χρόνο, κομματάκι- κομματάκι και φτάνει μια στιγμή που κοιτά πίσω και σχεδόν δεν το πιστεύει, αλλά τελικά βλέπει σαν σε καθρέφτη τον εαυτό του μέσα στο έργο του κι ίσως αναγνωρίζει ότι αυτό που ονειρευόταν, τελικά αυτό ήταν. 

– Τι χάνει και τι κερδίζει ένας άνθρωπος μεγαλώνοντας; Χάνει στην καλύτερη περίπτωση τις ψευδαισθήσεις του, πράγμα που είναι κέρδος. Χάνει τον «άσκοπο χρόνο», τον σπαταλημένο. Ο χρόνος είναι πλέον το μοναδικό του κεφάλαιο, σκέφτεται κανείς λίγο περισσότερο πού και πώς θα τον διαθέσει. Στο πεδίο του χορού, χάνει σαφώς σε σφρίγος, δεξιότητες, αντοχή, στο φυσικό επίπεδο. Τα κερδίζει όμως στο συναισθηματικό και στο πνευματικό. Πρέπει να μπορεί να υπερβεί κανείς τις προκατασκευασμένες ιδέες για το τι είναι χορός, τις νόρμες για το αποδεκτό σκηνικά σώμα. Να τολμήσει να βουτήξει στον πλούτο των εμπειριών του. Τότε ανακαλύπτει έναν νέο θησαυρό στάσεων, κινήσεων, ρυθμών, όλων καταγεγραμμένων σ’ αυτό το μουσείο του χρόνου που είναι το σώμα. Έτσι κι αλλιώς, αναγνωρίζει κανείς όσο περνά ο χρόνος ότι δεν ήταν το κορμί που χόρευε, αλλά η ψυχή του. Καθώς μεγαλώνουμε αποκτούμε μια σωτήρια απόσταση από τον εαυτό μας και τις καταστάσεις. Αρχίζει μια διαδικασία απόσταξης. Το καλύτερο έρχεται είτε στην αγνή μας νιότη, είτε στην ωριμότητα που δεν την ορίζω αναγκαστικά σύμφωνα με την ηλικία. Είναι γεγονός πως στην κόψη της ζωής λέμε τα πιο όμορφα τραγούδια.  

 – Πώς το βιώνεις αυτό ως χορογράφος; Η δυνατότητα να χορογραφώ για την ομάδα μου είναι το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσα να σκεφτώ. Το να έχω μαζί μου μια ομάδα ταλαντούχων, ευαίσθητων και δημιουργικών ανθρώπων είναι μια υπέροχη αίσθηση. Πάνω στις χορεύτριες και τους χορευτές μου προβάλω κομμάτια της ψυχής μου. Όλοι τους κρατούν και εκφράζουν κάτι από τον δικό μου ψυχισμό. Υπάρχει ταύτιση. Δίνουν ζωή στα όνειρά μου, σώμα και ψυχή, γίνονται συνδημιουργοί προσφέροντας το δικό τους υλικό, τις ιστορίες, τις ιδέες και το δικό τους όραμα για τον χορό. 

– Η νοσταλγία αφορά το μέλλον; Είναι σαν ένα ανομολόγητο, κουτσουρεμένο πένθος. Μια συνεχόμενη μετάθεση της επιθυμίας της ζωής στον μέλλοντα χρόνο και στον χαμένο τόπο. Και ζει κανείς με την εικόνα ενός ευτυχισμένου, πραγματικού ή φανταστικού παρελθόντος, όπου επιθυμεί να επιστρέψει. Εμείς οι απόδημοι ζούμε με μια νοσταλγία διαρκείας, για κάτι που μάλλον δεν υπάρχει πια. Η απόσταση βοηθά στην ωραιοποίηση: η μνήμη επιλέγει ό,τι θέλει και φτιάχνει στη φαντασία μας τον δικό της κόσμο. Η νοσταλγία μπορεί να μετατραπεί σε παγίδα αν μένεις προσκολλημένος στο παρελθόν. Αν καταφέρεις να τη μετατρέψεις σε προβολή της επιθυμίας στο μέλλον, τότε πυροδοτεί τη δημιουργία. Για μένα είναι κινητήριος δύναμη. Δεν ξέρω ποια θα ήμουν και τι έργα θα έφτιαχνα αν δεν νοσταλγούσα ανθρώπους και τόπους που έχασα. 

– Φανταζόσουν όταν πρωτοήλθες στην Κύπρο ότι θα γινόταν το μόνιμο σπίτι σου; Όταν πήραμε μετάθεση για την Κύπρο, ένιωσα σαν να ερχόμουν σπίτι μου και μάλιστα σε κάτι που είχα αφήσει πίσω ίσως στην παιδική μου μνήμη. Καφενεδάκια, ήχοι, μυρωδιές, γιασεμιά, ήσυχα σοκάκια, λεμονιές μέσα στο αστικό τοπίο, ακόμα κι ο ήχος της καμπάνας μαζί με τη φωνή του ιμάμη: ήταν λες και με πήγαιναν πίσω σε μια Θεσσαλονίκη που δεν έζησα η ίδια ακριβώς έτσι, όμως υπήρχε στη συλλογική μνήμη. Μου πήρε καιρό να καταλάβω πως η Κύπρος είναι μια διαφορετική κουλτούρα με τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η Κύπρος με τις δικές της συγκρούσεις, την ιστορία της, τα τραύματα, τις απώλειες, τα όνειρά της, μάς αγκάλιασε και μάς κάλεσε να εργαστούμε με τον τρόπο που μπορούσαμε για ένα καλύτερο αύριο· ο Ίγκεμαρ μέσα από τη διπλωματία, εγώ μέσα από την τέχνη.

– Σε ενέπνευσε το νησί; Οι εντυπώσεις, οι ζυμώσεις, οι συγκινήσεις και οι ελπίδες αυτά τα πρώτα χρόνια ήταν έντονες, οι άνθρωποι που συναντήσαμε κι έγιναν επιστήθιοι φίλοι, οι κουβέντες που κάναμε, η προσπάθεια να κατανοήσουμε και να νιώσουμε τον παλμό και την ιστορία του τόπου, το όραμα μιας Κύπρου ενωμένης, ανεξάρτητης, ειρηνικής, όλα στάθηκαν έμπνευση για μένα και τροφοδότησαν τα έργα μου. Η Κύπρος μου έδωσε τον χώρο και τη στήριξη να εκφραστώ καλλιτεχνικά, να ταυτιστώ και να δημιουργήσω τις δικές μου αφηγήσεις που με τόσους τρόπους συνάντησαν τη δική της ιστορία. Στάθηκε πιο πολύ κι από πατρίδα μου. Είμαι ευγνώμων.

– Πόσο απέχουμε από το να χαρακτηρίσουμε και στην Κύπρο τους καλλιτέχνες «εργάτες του πολιτισμού»; Ακόμα απέχουμε πολύ!  Μάλλον θα τους χαρακτήριζα σκλάβους παρά εργάτες του πολιτισμού. Δυστυχώς, ακόμα δεν υπάρχει πλήρης αναγνώριση του έργου που παράγει ο καλλιτέχνης στο πολιτιστικό οικοδόμημα, ούτε από το κοινωνικό ούτε από το πολιτικό περιβάλλον. Οι Τέχνες δεν θεωρούνται ακόμα αναγκαίες ως παιδεία, ως καλλιέργεια, ως απόλαυση, ως τροφή πνευματική, αισθητική και ηθική που διαμορφώνει συνειδήσεις, δημιουργεί γέφυρες επικοινωνίας με άλλους λαούς.  

 – Ποιες ελλείψεις εντοπίζεις στον τομέα του χορού; Υπάρχουν ακόμα τεράστιες ελλείψεις και κενά π.χ. εργασιακού πλαισίου, ασφαλιστικής κάλυψης κ.λπ. Υπάρχει κενό στην παρουσία των τεχνών στα σχολεία, είτε με τακτικά μαθήματα, είτε με παρακολούθηση παραστάσεων. Υπάρχει έλλειψη υποδομών, προβολής, όσο και ελλιπής στήριξη των ομάδων σε μακροχρόνια βάση. Δεν υπάρχει μια κρατική ομάδα, λ.χ. μικτού ρεπερτορίου. Έχω δει ήδη τρεις γενιές νέων χορευτών και χορογράφων να επιστρέφουν στην Κύπρο και να προσπαθούν να επιβιώσουν, ενώ θα μπορούσαν να προσφέρουν τη γνώση και τις ικανότητές τους σ’ ένα κρατικό σχήμα. Θαυμάζουμε τους ξένους, αλλά δεν τιμούμε τους ανθρώπους εδώ που είναι εφάμιλλοι δημιουργών του εξωτερικού και τους οδηγούμε στην απογοήτευση και την παραίτηση ή τη μετανάστευση. Δεν βάζουμε βάσεις για να δημιουργηθεί μια συνέχεια. Λειτουργούμε εποχιακά. Οι επιχορηγήσεις ευνοούν τη δημιουργία έργων που παίζονται σε μία, δύο, τρεις παραστάσεις και μετά χάνονται. Υπάρχει ανάγκη πολιτιστικής στρατηγικής κι ελπίζω με τη δημιουργία Υφυπουργείου Πολιτισμού σύντομα να συζητηθούν όλα αυτά με την κοινότητά μας, που παρόλες τις αντιξοότητες επιμένει να είναι δραστήρια, δημιουργική και πολύπλευρη.

– Ο τόπος έξω ή το τοπίο μέσα λειτουργούν πιο καθοριστικά κατά τη συλλογή των ερεθισμάτων που οδηγούν στη δημιουργία; Όταν αναχωρούσα για μεταπτυχιακές σπουδές στη Νέα Υόρκη, η μέντορας και δασκάλα μου Ντόρα Τσάτσου, διευθύντρια τότε της ΚΣΟΤ, μού έγραψε: «Μακάρι όσο πλαταίνει το βλέμμα σου, άλλο τόσο και να βαθαίνει». Η εμπειρία της επαφής με τον εξωτερικό κόσμο, οι συνειρμοί, τα συναισθήματα κι οι ιδέες που απορρέουν από αυτή την επαφή, περνούν μέσα από το φίλτρο  της κουλτούρας στην οποία ανήκουμε, ζούμε ή μεγαλώσαμε, του φύλου, της κοινωνικής τάξης, της γλώσσας. Αυτή η διαδραστική διαδικασία που συμβαίνει στη συνάντησή μας με τον κόσμο, διαμορφώνει αυτό που είμαστε, την ταυτότητά μας. Σε κάθε τόπο θα λέγαμε υπάρχουν τα ανάλογα σώματα και σε κάθε σώμα είναι εγγεγραμμένο το ανάλογο φυσικό και πολιτιστικό τοπίο. Στη δική μου δημιουργική διαδικασία τα ερεθίσματα που έρχονται απ’ έξω συναντούν τις δικές μου εγγραφές. Αυτό που διαλέγω να πω απ’ όσα συμβαίνουν εκεί έξω είναι αυτό που αναγνωρίζω με κάποιον τρόπο ως δικό μου. Καθρεφτίζω αυτό που συμβαίνει έξω, ή προβάλω αυτό που συμβαίνει μέσα μου. Υιοθετώ μια ξένη ιστορία για να πω τη δική μου. Μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία ελπίζω ότι δημιουργώ έναν τόπο κοινό, τόπο συνάντησης του προσωπικού με το συλλογικό, του τοπικού με το πανανθρώπινο. Μία είναι η ανθρώπινη εμπειρία, τόσο στη χαρά όσο και στον πόνο.   

– Πόσο απέχει η «χώρα του σκότους» από τη «χώρα του φωτός»; Μια γραμμή- πολλές φορές καθόλου ευδιάκριτη.  

– Ποιο ρόλο παίζει η μουσική στη δουλειά σου; Παίζει τεράστιο ρόλο στη ζωή μου, όχι μόνο στη δουλειά μου. Μ’ έμαθε να σκέφτομαι, να εκφράζομαι, να ονειρεύομαι. Μου έμαθε έννοιες, όπως αρμονία, σύγκρουση, ελευθερία, στοχασμός, πάθος και τόσες άλλες. Ο τρόπος που σκέφτομαι και δουλεύω είναι μουσικός. Η συνεργασία με συνθέτες είναι από τις πιο προσωπικές και δημιουργικές φάσεις της δουλειάς μου. Είναι συνήθως η στιγμή που καλούμαι να μεταφέρω με λόγια, να μοιραστώ το εσωτερικό μου τοπίο, να περιγράψω το έργο που θέλω να κάνω, πριν ακόμα να είναι τελείως ξεκάθαρο. Η συμβολή των συνθετών στη δημιουργία, την ατμόσφαιρα, τη δραματουργία του έργου είναι καθοριστική. Υπάρχει μια βαθιά ψυχική σύνδεση ανάμεσα μας, η διαδικασία χορογραφίας και μουσικής σύνθεσης πηγαίνουν χέρι- χέρι και ολοκληρώνονται μαζί. Δεν χορογραφώ δηλαδή ένα μουσικό έργο που δημιουργείται πριν τη χορογραφία. 

– Πώς λειτουργεί στην όλη διαδικασία; Οι συνθέτες που συνεργάζομαι έρχονται, βλέπουν πρόβες, κινηματογραφούν, στηρίζουν τη χορογραφική δράση, αναπνέουν μαζί με τα σώματα των χορευτών, προσφέρουν υλικό, διαμορφώνουμε μαζί το πλαίσιο της σύνθεσης. Κάτι παρόμοιο, με λιγότερη όμως ελευθερία, συμβαίνει όταν συνομιλώ μ’ ένα ήδη υπάρχον μουσικό έργο, όπως η «Σονάτα του Κρόιτσερ» του Μπετόβεν ή το «Κουαρτέτο Εγχόρδων» του Μέντελσον. Η ακρόαση φέρνει εικόνες, συναισθήματα, ιδέες και δημιουργώ τη δραματουργία σε σχέση με τη μουσική σύνθεση. Όμως, σχεδόν ποτέ δεν ερμηνεύω ή επεξηγώ χορογραφικά τη μουσική. Ο χορός είναι ακόμα μια φωνή που συνδιαλέγεται με τη μουσική όσο και με τη σιωπή.

– Το «Κουαρτέτο εγχόρδων αρ.14» του Σούμπερτ, που έχει εμπνεύσει πολλούς, διαπνέεται από τη σκοτεινή σκέψη του θανάτου. Με ποιον τρόπο λειτουργεί σ’ αυτή την περίπτωση; Είναι ένα έργο σπαραχτικό κι εκφραστικά πλούσιο. Το έγραψε όντας άρρωστος και σε βαθιά κατάθλιψη και πραγματικά διαποτίζεται από τη σκέψη του Θανάτου, τον οποίο διαπραγματεύεται με πολλούς τρόπους. Άλλοτε με εξέγερση, άλλοτε με αποδοχή, άλλοτε με ειρωνεία, άλλοτε με θρήνο η απελπισία, άλλοτε με οργή. Η βίαιη και απειλητική εμπειρία της πανδημίας και του πολέμου που βιώνουμε στις μέρες μας, στάθηκε αφορμή για τη θεματική, για ν’ αναστοχαστούμε τη σχέση με τον φόβο, την απώλεια, τη φθορά, την απελπισία, την απομόνωση, όλα όσα σηματοδοτούν την έννοια του σκότους, αλλά ταυτόχρονα και την ασίγαστη έλξη του φωτός, της δύναμης της ζωής, της ελπίδας, της δημιουργίας, της αλληλεγγύης και επαφής με τον άλλον. 

 – Υπάρχει στην πραγματικότητα τέλος; Υπάρχει λένε ένας αέναος κύκλος, ενσαρκώσεων, μεταμορφώσεων, διάλυσης και ανασύνθεσης. Είμαστε μέρος αυτού του κύκλου. Οι θρησκείες και κάποιες φιλοσοφίες μιλούν για την αθανασία της ψυχής κι οι μύστες για τη δημιουργία μιας ψυχής αθάνατης που μέσω της άσκησης, της αρετής και της ενθύμησης φτάνει στην τελείωση κι έτσι καταφέρνει να ολοκληρώσει το ταξίδι της. Μ’ αρέσει να σκέφτομαι το τέλος με την έννοια της τελείωσης, της προσωπικής ολοκλήρωσης, όμως είμαστε άνθρωποι και κανένας δεν υπάρχει από μόνος του. Ως καλλιτέχνης αισθάνομαι ότι είναι σημαντικό να παραδίδει κανείς τη σκυτάλη στους επόμενους που θα την πάνε παρακάτω. Αυτή η έννοια της συνέχειας με συγκινεί περισσότερο, με συνδέει με τον κόσμο, τη ζωή, τους τόπους και τους ανθρώπους.

– Είναι οι φόβοι αυτοί που τελικά καθοδηγούν την έμπνευση; Είναι το φορτίο του καθενός, οι εμπειρίες του, αυτά που θέλει να ξορκίσει, να διαπραγματευτεί, να καθησυχάσει, να γιορτάσει, να εξομολογηθεί, να λύσει, να μοιραστεί. Πηγή έμπνευσης είναι τις πλείστες φορές το ασυνείδητο. Μετά εκλογικεύει κανείς τις επιλογές του. Στη δική μου περίπτωση, η έμπνευση μπορεί να είναι μια επιθυμία, ένα όνειρο, μια σκέψη που με καταλαμβάνει κι αρχίζει σιγά- σιγά να μορφοποιείται. Όταν καλώ τους συνεργάτες να ξεκινήσουμε πρόβες, αρχίζουμε με αυτοσχεδιασμούς. Τους καθοδηγώ μέχρι ν’ αρχίσουν να εμφανίζονται τα στοιχεία, τα κομμάτια, που ταιριάζουν μ’ αυτό που είχα κατά νου. Υπάρχει μια εσωτερική πυξίδα που καθοδηγεί και διαλέγω αυτά που η ψυχή μου αναγνωρίζει ως οικία και σημαντικά. Κάθε έργο ξεκινά από μια έμπνευση, όμως είναι η τριβή, η δουλειά, η συνεχής επεξεργασία που το φτιάχνει τελικά. Και δεν ολοκληρώνεται παρά μονάχα όταν συναντήσει το βλέμμα του θεατή.

  • INFO: «Land of Darkness/ Land of Light», 3/5 Λεμεσός, Θέατρο Ριάλτο, 77777745, 10 & 11/5 Λευκωσία, Δημοτικό Θέατρο, soldoutticketbox.com, 8.30μ.μ.