Ο σπουδαίος κεραμίστας συνεχίζει στα 92 του χρόνια να δημιουργεί με τον πηλό, να γράφει ποίηση και να μας εκπλήσσει με τα μοναδικά έργα του.

Οδός Αυγούστας Θεοδώρας, λίγα μόνο μέτρα από τους ουρανοξύστες που ορθώθηκαν στο παραλιακό μέτωπο της Λεμεσού: Εκεί βρίσκεται το εργαστήρι και το σπίτι του Βαλεντίνου Χαραλάμπους. Ανεβαίνοντας τη μικρή στενή σκάλα, στον όροφο σου αποκαλύπτεται ένας λιτός αλλά πλούσιος σε εικόνες, υλικά και μυρωδιές χώρος. Εδώ εγκαταστάθηκε ο σπουδαίος Αμμοχωστιανός κεραμίστας όταν επέστρεψε από τη Βαγδάτη το 1983. Νιώθει τυχερός, μου λέει, που η έντονη ανάπτυξη στην πόλη δεν τον εμποδίζει να απολαμβάνει τη θέα προς το γαλάζιο της θάλασσας. Σε μια γωνιά του εργαστηρίου είναι σε εξέλιξη ένα έργο του, μια κούπα πάνω στην οποία ο Βαλεντίνος χαράζει στίχους του Καβάφη. Στα 92 του χρόνια, συνεχίζει να απολαμβάνει τη δημιουργία με τον πηλό, να γράφει ποίηση, να κάνει χιούμορ και να αυτοσαρκάζεται. Επιτοίχια έργα, σχέδια, γλυπτά, κούπες, αλλά και πολλά βιβλία – όλα αυτά συνθέτουν τον μοναδικό κόσμο ενός ξεχωριστού Κύπριου δημιουργού, το έργο του οποίου η πολιτεία δεν τίμησε όσο θα έπρεπε. Τον συναντήσαμε με αφορμή την έκθεσή του, που παρουσιάζεται ως τις 11 Δεκεμβρίου στις Αποθήκες Παπαδάκη στη Λεμεσό, σε επιμέλεια του στενού του φίλου αρχιτέκτονα Γιάννου Αναστασίου.

– Ποια πράγματα σας δίνουν ικανοποίηση σήμερα; Μικρές χαρές. Εξακολουθεί να με εκπλήττει, για παράδειγμα, το γεγονός ότι τα έργα βγαίνουν από το φούρνο καμιά φορά διαφορετικά απ’ ό,τι περιμέναμε. Επίσης μου δίνει χαρά να με επισκεφθεί ένας φίλος και να πάμε έναν περίπατο δίπλα στη θάλασσα. 

– Έχετε φανταστεί ποτέ τον εαυτό σας χωρίς να δημιουργεί; Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ, ούτε μπορώ. Θα είναι ένας βίος άχαρις. Δεν θα μπορούσα με κανένα τρόπο να αποσυνδεθώ από την κεραμική. 

– Σας απασχολεί ο χρόνος που φεύγει; Δεν φοβάμαι τον θάνατο. Φοβάμαι την ώρα της μετάβασης. Επίσης δεν θέλω να ενταφιαστώ. Θέλω να καώ και έχω ετοιμάσει και την τεφροδόχο μου. 

– Συνηθίζετε να λέτε ότι ο πηλός κυλάει μέσα στο αίμα σας. Από πότε θυμάστε τον εαυτό σας να ασχολείται με τον πηλό; Μεγάλωσα κυριολεκτικά μέσα στο κουζαρκό του πατέρα μου στην Αμμόχωστο. Ήταν ο γνωστότερος αγγειοπλάστης της περιοχής, ο πρωτομάστορας. Το εργαστήρι του ήταν στην άκρη του περβολιού μας που άρχιζε από τις παρυφές του προμαχώνα Μαρτινέγκο. 

– Ζήσατε όμορφα χρόνια στην Αμμόχωστο; Μικρός ήμουν πολύ ατίθασος, διέφευγα από τους γονείς μου και, αφού περνούσα από το περιβόλι με τις πορτοκαλιές, κατέβαινα στην τάφρο που ήταν γύρω από τα τείχη της Αμμοχώστου. Εκεί έβρισκα μια μικρή δίοδο, ένα κρυφό στενό, από το οποίο περνούσα και ανέβαινα στον προμαχώνα. Έμπαινα στα ωραία τεράστια δωμάτια. Τώρα έγινε πολιτιστικό κέντρο των Τουρκοκυπρίων. Την εποχή που ζούσα στην Αμμόχωστο δεν υπήρχε ο διαχωρισμός σε Τουρκοκύπριους και Ελληνοκύπριους. Πάνω στον προμαχώνα παίζαμε ποδόσφαιρο με παιδιά Τουρκοκυπρίων. Ζήσαμε έντονα τη ζωή δίπλα από το σύνοικο στοιχείο το οποίο αγαπούσαμε. Από τον προμαχώνα απολάμβανα να βλέπω από ψηλά τη θάλασσα, τον Άγιο Νικόλαο, όλη την Αμμόχωστο, και κατά προέκταση τη θάλασσα της αγαπημένης Αιγύπτου.

– Θυμάστε τις πρώτες σας δημιουργίες; Πήρα πηλό στα χέρια μου από έξι χρονών. Έφτιαχνα στρατιωτάκια, μαχητές, ζωάκια, πρόσωπα, καρέκλες τα οποία παρουσίαζα με πολύ περηφάνια στους περιηγητές που έρχονταν στην Αμμόχωστο στο εργαστήρι μου με λεωφορεία απ’ όλα τα μέρη του κόσμου. Όταν έκανε μια προέκταση στο εργαστήρι του ο πατέρας μου, έγραψα στον τοίχο ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΕΤΩΝ 7. 

– Ο πατέρας σας ήταν ο πρώτος σας δάσκαλος; Μέρος του επαγγέλματος του πατέρα μου το είχα αποτυπώσει στο μυαλό μου σε εικόνες. Δηλαδή την τεχνική, τον τροχό, την κίνηση των χεριών του, τον τρόπο που δούλευε – τα είχα αποτυπώσει σαν φωτογραφική μηχανή. Ήταν άριστος κουζάρης. Όχι μόνο τα έκανε ωραία αλλά τα έφτιαχνε λεπτά, ήταν δεξιοτέχνης και πολύ καλός καλλιγράφος. Επίσης έπαιζε ωραιότατα μαντολίνο. Ήταν γραμμένος στη Μαντολινάτα της Αμμοχώστου και ήταν ενεργό μέλος της κοινωνικής ζωής. Υπήρχε μια έντονη πολιτιστική δραστηριότητα στην πόλη. Θυμάμαι το αναγνωστήριο της Ανορθώσεως, όπου έβρισκες όλα τα περιοδικά της Ελλάδας και της Κύπρου και πολλά βιβλία.​

– ​Αγαπήσατε από μικρός την ποίηση και την λογοτεχνία. Ποιος σας μύησε στον κόσμο των γραμμάτων; Στο Γυμνάσιο έτυχε να πέσω σε χέρια εξαιρετικών δασκάλων. Είχα δάσκαλο τον σπουδαίο για μένα Νίκο Κρανιδιώτη και τον Τηλέμαχο Κάνθο. Αυτοί οι δυο ήταν στενοί φίλοι και συνεργάζονταν στα κυπριακά γράμματα. Έχοντας τις ίδιες απόψεις στην εκπαίδευση ήταν πολύ δεμένοι. Όταν ήρθαν στο Βαρώσι και ανέλαβαν την τάξη μου, βρήκαν ένα πρόσφορο έδαφος. Συμμαθητές μου ήταν ο Παναγιώτης Σέργης, η Νέλλη Σαβεριάδου, ο σημερινός αρχιτέκτονας Άγγελος Δημητρίου. 

– Τι είναι αυτό που σας έκανε να τους ξεχωρίσετε; Ο Κρανιδιώτης και ο Κάνθος ήταν σπουδαίοι δάσκαλοι γιατί αφαίρεσαν το προσωπείο του καθηγητή, κατέβηκαν από την έδρα και κάθισαν με τους μαθητές μέσα στη μέση της τάξης. Με τον Κρανιδιώτη αγάπησα την ποίηση, τη λογοτεχνία. Τα αρχαία ελληνικά τα αγάπησα με τον  Κυριάκο Χατζηιωάννου. Με τον Κρανιδιώτη συναντηθήκαμε πολλά χρόνια αργότερα, όταν εγώ ήμουν 70 χρονών και εκείνος 90. Μου χάρισε την ποιητική του συλλογή με τίτλο «Πορεία στον χρόνο» και μου έκανε μια αφιέρωση: 11.11.91 «Στον καλό μαθητή μου Βαλεντίνο Χαραλάμπους. Με πολλή αγάπη Νίκος Κρανιδιώτης». Από τη συλλογή αυτή ξεχωρίζω το εξαιρετικό ποίημα «Οι δεινόσαυροι»: Σήμερα οι δεινόσαυροι ζουν στα γραφεία, δυσκίνητοι/ καταλαμβάνουν τόσο χώρο που δεν αφήνουν στους νέους ανθρώπους πεδίο δράσης./ Ως πότε θα αντιδρούν με τη νοοτροπία του κατεστημένου χωρίς συναίσθηση της νέας πραγματικότητας;/ Χωρίς την πίστη στις νέες αξίες της ζωής;/ Δεινόσαυροι δεν σας ταιριάζει τίποτε άλλο πια, παρά μια ήσυχη θέση στα μουσεία. Αυτό το ποίημα, αντανακλά τις απόψεις του Κρανιδιώτη διά βίου. Όταν ήρθε στην Αμμόχωστο πολεμούσε πάντα το κατεστημένο, τους ταγούς, τους δεινόσαυρους, που δυστυχώς όσο περνούν τα χρόνια πληθαίνουν. Γεμίσαμε δεινόσαυρους που δεν τους συγκινεί η τέχνη. 

– Στα έργα σας χρησιμοποιείτε συχνά στίχους του Καβάφη. Ο Κρανιδιώτης σάς σύστησε την ποίησή του; Για τον Καβάφη μας μίλησε ένας άλλος καθηγητής, ο Παναγιώτης Κυδωνόπουλος. Θυμάμαι, επέλεξε να μη μας παρουσιάσει ένα ερωτικό ποίημα, αλλά διάλεξε την Ιθάκη. Όμως το Δημοτικό Συμβούλιο του Βαρωσιού αντέδρασε και πολέμησε τον καθηγητή. Η Σχολική Εφορεία σχεδόν τον εκδίωξε από το προσωπικό του Γυμνασίου. Να σας απαγγείλω ένα αγαπημένο μου στίχο από το ποίημαά του «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον»: Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτα ακουσθεί,/ αόρατος θίασος να περνά/ με μουσικές εξαίσιες, με φωνές/ την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου/ που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου/ που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις./ Σαν έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέος,/ αποχαιρέτα  την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.

– Αν ταξιδεύατε πίσω στα χρόνια εκείνα, τι εμπειρίες θα θέλατε να ξαναζούσατε; Θα ήθελα να ακούσω τη φωνή του Χασάν, που πουλούσε γιαούρτι πάνω στην καρότσα και το διαλαλούσε στον δρόμο.  Θυμάμαι τη μητέρα μου την Παρασκευή που έτρεχε να αγοράσει. Θα ήθελα να καβαλούσα το ποδήλατό μου και να πήγαινα στη Γλώσσα. Εκεί, τα πρωινά που δεν είχαμε σχολείο μαζεύονταν όλα τα παιδιά, ο Σταύρος ο Καραμοντάνης, ο Παναγιώτης ο Σέργης, ο Άγγελος Δημητρίου, όλοι συμμαθητές και συνομήλικοι. Κολυμπούσαμε και παίζαμε πόλεμο με την άμμο για τρεις ώρες. Θυμάμαι το καλοκαίρι το ράντισμα του χωματόδρομου του Βαρωσιού με αυτοκίνητο και την ανάδυση της μυρωδιάς από το χώμα. 

– Γιατί οι γονείς σας δεν ήθελαν να γίνετε αγγειοπλάστης; Όταν τέλειωσα το Γυμνάσιο και έφτασε η περίοδος να αποφασίσω τι μέλλει γενέσθαι, οι γονείς μου δεν ήθελαν να ακολουθήσω το επάγγελμα του αγγειοπλάστη επειδή θεωρούσαν ότι ήταν δύσκολη και σκληρή δουλειά. Είχα δυο επιλογές, να γίνω γυμναστής ή φιλόλογος. Στο Γυμνάσιο ήμουν πρωταθλητής στο άλμα εις ύψος, είχα μάλιστα πάρει μέρος με την ομάδα της Ανόρθωσης ΓΣΕ στους αγώνες στην Αθήνα. Υπάρχει μια φωτογραφία που είμαστε με την ομάδα στο Καλλιμάρμαρο. Με τον αθλητισμό ήμουν παθιασμένος. Μου άρεσε πολύ το άλμα εις ύψος και τα 400 μέτρα. Είχα πάρει το έπαθλο του καλού αθλητή, στην πέμπτη τάξη, του Σχολικού Κυπέλλου για το άλμα εις ύψος. Τελικά σκέφτηκα ότι αν γίνω φιλόλογος ή γυμναστής θα είμαι δάσκαλος, κάτι που δεν μου άρεσε. Παρόλο που μελλοντικά η ζωή τα έφερε να γίνω δάσκαλος στη Βαγδάτη. Και τελικά μου άρεσε πολύ. Έτσι, έπεισα τους γονείς μου ότι θα πάω στην Αγγλία να μάθω διακόσμηση αγγείων, όπου σπούδασα στο Central School of Fine Arts (1947-1951). 

– Στην Αγγλία υπήρξατε μαθητής του του Bernard Leach. Πόσο επηρέασε τη δουλειά σας; Ο Leach είναι το ανάλογο του Σεζάν στη ζωγραφική. Είναι ο άνθρωπος που έφερε τις νέες, μοντέρνες ιδέες στον χώρο της κεραμικής. Με έχουν κατατάξει ως μέρος της ομάδας του. Δεν έμαθα τίποτε που δεν ήξερα πρακτικά, όμως έμαθα έναν νέο τρόπο σκέψης.

– Γυρίσατε στην Αμμόχωστο το 1951 και δημιουργήσατε δικό σας εργαστήρι. Ποιες δυσκολίες συναντήσατε αρχικά; Όταν γύρισα από το Λονδίνο, ο Ευάγγελος Λουίζου, φίλος της τέχνης, με αγκάλιασε ως καλλιτέχνη και με βοήθησε στηρίζοντάς με οικονομικά με εγγυήσεις για να αποκτήσω φούρνους και τα σχετικά μηχανικά χρειώδη για το εργαστήρι μου. 

– Θυμάστε την επίσκεψη του Σεφέρη στο εργαστήρι σας; Τότε τον Σεφέρη τον ήξερα ως τον κύριο  Σεφεριάδη, πρέσβη της Ελλάδας στη Βηρυτό. Ο Σεφέρης ήρθε δυο φορές στο κουζαρκό συνοδευόμενος από τον Ευάγγελο Λουίζου. Την πρώτη φορά που μπήκε στο εργαστήρι μαζί με τη Μαρώ, ήταν κάπως απόμακρος. Κάποια στιγμή έπεσε το μάτι του σε δυο βιβλία, του Έλιοτ και του Wystan Hugh Auden. Από μικρός ασχολούμουν με την ποίηση. Πήγαινα συχνά στο μοναδικό βιβλιοπωλείο της Αμμοχώστου όπου ανακάλυψα το μοναδικό έντυπο ,«Τον χρυσό μύθο» του Νίκου Νικολαΐδη. Και με λίγα γρόσια που είχα είπα στον βιβλιοπώλη «αυτά έχω, τα υπόλοιπα να τα φέρω άλλη μέρα». Αυτός μου είπε «παρ’ το παιδί μου και δεν υπάρχει πρόβλημα». Το είχα σαν φυλαχτό αυτό το βιβλίο. Όταν ο Σεφέρης είδε τα βιβλία μου, είπε «μα κύριε Βαλεντίνο διαβάζετε ποίηση;». Με ρώτησε τι ήξερα να απαγγέλλω από τον Auden. Του απάγγειλα το «Time that is intolerant/ Of the brave and the innocent/ And indifferent in a week/ To a beautiful physique/ Worships language and forgives/ Everyone by whom it lives;/ Pardons cowardice, conceit,/ Lays its honours at their feet». Και τότε ανοίχτηκε μαζί μου. Μου ζήτησε να βγάλω όλα τα αντικείμενα έξω στο προαύλιο, να τα φωτογραφίσει και να τα κατονομάσω για να τα καταγράψει.

– Αλήθεια, πώς πήρατε την απόφαση να φύγετε από την Αμμόχωστο και να εγκατασταθείτε στη Βαγδάτη; Ήταν μια παράξενη συγκυρία. Οι Ιρακινοί ήθελαν να δημιουργήσουν Τμήμα Κεραμικής στο Ινστιτούτο Καλών Τεχνών. Εμένα με πρότεινε η Dora Billington, επικεφαλής του Τμήματος της Κεραμικής του Central Scool of Arts and Crafts, και ο Bernard Leach. Αυτοί έστειλαν συστατικές επιστολές στην πρεσβεία του Ιράκ στο Λονδίνο. Ήμουν 27 χρονών όταν πήγα στη Βαγδάτη για να διδάξω, και τελικά έμεινα 30 χρόνια. 

– Τι κρατάτε ως πιο πολύτιμο από την εμπειρία σας στη Βαγδάτη; Έχω έντονα την ανάμνηση της διάχυτης καλωσύνης του ιρακινού λαού και της φιλοξενίας των ανθρώπων. Της διάθεσης να σε γνωρίσουν, να σε αγαπήσουν, να σε φιλοξενήσουν. Είναι στα γονίδια του λαού τους η αγάπη για τον ξένο και η φιλοξενία. 

– Νιώθετε ότι στην Κύπρο δεν έχει εκτιμηθεί όσο θα έπρεπε το έργο σας; Είχα κάποιου είδους επιβράβευση από τον τόπο μου. Όμως, οι άνθρωποι που παίρνουν τις αποφάσεις περί όνου σκιάς τυρβάζουν. Δεν έχουν συνειδητοποιήσει το μέγεθος της προσφοράς της Κύπρου στην παγκόσμια κεραμική, που είναι εντελώς δυσανάλογη με το μέγεθος του τόπου. Πριν απο δυο χρόνια έφεραν και παρουσίασαν στην Κύπρο έργα του Πικασό επηρεασμένα απο την κυπριακή κεραμική. Αρκετά μουσεία στον κόσμο έχουν στις συλλογές τους αρχαία κυπριακά κεραμικά. Όταν όλα αυτά συμβαίνουν, εμείς γιατί εθελοτυφλούμε; 

– Γιατί λέτε ότι εθελοτυφλούμε; Όταν ιδρύθηκε το ΤΕΠΑΚ, είχα προτείνει από την αρχή να παραχωρήσω το εργαστήρι μου για τη δημιουργία Τμήματος Κεραμικής, χωρίς όμως ανταπόκριση. Και εξακολουθώ να απευθύνω την πρόσκληση. Βλέπεις αυτή την κούπα εδώ; Μου την έφερε κάποιος πριν από χρόνια να την κολλήσω και την ξέχασε εδώ. Είναι αυθεντικό κυπριακό έργο του 7ου αιώνα π.Χ. Δες με πόση δεξιοτεχνία είναι φτιαγμένο. Είμαι έτοιμος να προσφέρω όλα τα μυστικά που συσσώρευσα διά βίου από τους γονείς μου αλλά και από την εμπειρία που απέκτησα στη Βαγδάτη. 

Ελεύθερα, 5.12.2021.