Το όραμά της για τη Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου μας μεταφέρει η νέα πρόεδρος του Ιδρύματος, και εξηγεί πώς μπορεί η Κύπρος να γίνει κέντρο πολιτισμού της Μεσογείου, υιοθετώντας μια «επιθετική πολιτιστική πολιτική».
Γεννημένη στο Ζαΐρ από Κύπριο πατέρα και Ελληνίδα μητέρα, η πιανίστα Έλενα Μουζάλα εγκαταστάθηκε το 1964 με την οικογένειά της στην Αθήνα. Εκεί φοίτησε στο Εθνικό Ωδείο, αποφοίτησε το 1971 και συνέχισε στο Παρίσι μεταπτυχιακές σπουδές με υποτροφία. Φοίτησε στο Conservatoire National Superieur de Musique μέχρι το 1976 που ολοκλήρωσε τις σπουδές της. Έχει κερδίσει το 2ο βραβείο στον διεθνή διαγωνισμό πιάνου «Τζιαν Μπατίστα Βιότι», στο Βερτσέλι της Ιταλίας, καθώς και τιμητικό δίπλωμα στον διεθνή διαγωνισμό πιάνου «Βασίλισσα Σοφία» στη Μαδρίτη. Η Έλενα Μουζάλα έδωσε πολλά ρεσιτάλ και πήρε μέρος σε σημαντικές μουσικές εκδηλώσεις σε διάφορες χώρες – Γαλλία, Βέλγιο, Γερμανία, ΗΠΑ, Αυστρία, Ιταλία, Ισπανία, Ελβετία, Ουγγαρία, Ελλάδα, Κύπρο, Καναδά, Αγγλία, Πολωνία, Σουηδία, Σιγκαπούρη κ.ά. Από το 2004 διδάσκει πιάνο στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου στην Κέρκυρα. Έχει ηχογραφήσει πολλούς δίσκους διεθνώς, και με τον Μίκη Θεοδωράκη. Έζησε 25 χρόνια στο Παρίσι, μετά στην Αθήνα, και από το 2011 μόνιμα στη Λευκωσία. Το 2019 εξελέγη ανάμεσα στα 12 ιδρυτικά μέλη της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών, και από τον φετινό Ιούλιο ανέλαβε το τιμόνι του Ιδρύματος της Συμφωνικής Ορχήστρας Κύπρου.
– Η σχέση σας με τη μουσική πώς ξεκίνησε; Ζούσα σ’ ένα μουσικό περιβάλλον καθώς η μητέρα μου ήταν καθηγήτρια πιάνου, και από πολύ μικρή ήμουν σε επαφή με τη μουσική. Άρχισα το πιάνο με τη μητέρα μου σε ηλικία 33 μηνών.
– Θυμάστε την πρώτη σας δημόσια εμφάνιση; Διάβασα ότι σε ηλικία πέντε χρόνων παίξατε μπροστά στη βασίλισσα Ελισάβετ του Βελγίου. Και πριν παίξω μπροστά στη βασίλισσα του Βελγίου, η οποία ήταν πολύ καλή βιολονίστα η ίδια και ίδρυσε έναν από τους μεγαλύτερους διεθνείς διαγωνισμούς στο Βέλγιο, είχα κάνει και άλλες συναυλίες σε ηλικία τεσσάρων ετών. Τις θυμάμαι αυτές τις συναυλίες και όταν, πολύ αργότερα, πρωτοάκουσα τις ηχογραφήσεις που έκανε πάντα η μητέρα μου, έμεινα άφωνη για την ορθότητα του παιξίματος, παρόλο που δεν διάβαζα νότες. Τα έπαιζα όλα με το αυτί. Δηλαδή, μου τα έπαιζε η μητέρα μου και κατόπιν της τα έπαιζα κι εγώ.
– Στα 25 χρόνια που ζήσατε στο Παρίσι και τα 15 στην Ελλάδα, συνεργαστήκατε με σπουδαίους μουσικούς, μαέστρους και συνθέτες. Πόσο σας καθόρισαν ως μουσικό και ως άνθρωπο αυτές οι συνεργασίες; Η αλήθεια είναι ότι όταν έχεις την τύχη να φθάσεις στο επίπεδο μιας διεθνούς καριέρας, η ευθύνη που αισθάνεσαι είναι μεγάλη. Παίζεις σε μεγάλα και σπουδαία θέατρα, είτε σε ρεσιτάλ είτε με συμφωνική ορχήστρα. Είχα την ευκαιρία να παίξω με πολύ γνωστές ορχήστρες και με σπουδαίους μαέστρους. Κάθε μια από αυτές τις εμπειρίες είναι ένα τεράστιο μάθημα. Το ίδιο ισχύει και για τη στενή συνεργασία με συνθέτες. Είχα την τύχη να γνωρίσω και να συνεργαστώ με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Θεόδωρο Αντωνίου, τον Γιάννη Κωνσταντινίδη και άλλους.
– Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συνθέτες; Ξέρετε, στην πορεία της ζωής σου και ανάλογα με τις εμπειρίες που αποκομίζεις, η επιλογή των συνθετών αλλάζει. Υπήρξαν περίοδοι που έπαιζα μόνο ρομαντικούς συνθέτες, περίοδοι με Γάλλους συνθέτες, τώρα μελετώ και θέλω να παίζω κλασικούς. Πάντα όμως, σε όλη μου την καριέρα, είχα στο πρόγραμμά μου έναν Έλληνα συνθέτη, Ελλαδίτη ή Κύπριο. Θεωρώ ότι έχουμε υποχρέωση να κάνουμε, εμείς οι εκτελεστές, γνωστούς στο εξωτερικό τους συνθέτες μας. Έχουμε πολλούς και καλούς!
– Έπειτα από μια πολύχρονη παραμονή στο εξωτερικό, τα τελευταία 10 χρόνια ζείτε στην Κύπρο. Τι σας έφερε εδώ; Στο νησί με έφερε η αγάπη που του έχω.
– Ποιες αδυναμίες και κενά εντοπίζετε στην πολιτιστική ζωή της Κύπρου; Κοιτάξτε, για την αγαπημένη μας Κύπρο πάντα λέω ότι, εκτός από την ιστορία του νησιού από αρχαιοτάτων χρόνων, η ανάπτυξη στα πολιτιστικά δρώμενα πέρασε σε νέα φάση μετά την Ανεξαρτησία της. Και μέσα σε αυτά τα 61 χρόνια έγιναν βήματα. Η κάθε κυβέρνηση που πέρασε άφησε το λιθαράκι της. Έχουμε πολύ σπουδαίους καλλιτέχνες σε όλους τους τομείς των τεχνών. Αυτή είναι η βάση για να κάνουμε την Κύπρο μας κέντρο πολιτισμού της Μεσογείου. Μπορούμε και πρέπει να υιοθετήσουμε μια «επιθετική πολιτιστική πολιτική». Οπωσδήποτε, βέβαια, χρειάζεται η στήριξη από το κράτος κι από χορηγούς.
– Ήσασταν για 13 χρόνια καλλιτεχνική διευθύντρια ενός από τα μεγαλύτερα διεθνή φεστιβάλ στην Ελλάδα, το φεστιβάλ Μανώλης Καλομοίρης. Η εμπειρία αυτή θα σας είναι χρήσιμη, υποθέτω, στο νέο σας πόστο ως πρόεδρος του ΔΣ του ΙΣΟΚ; Αυτό είναι γεγονός. Για 13 χρόνια, στο φεστιβάλ Μανώλης Καλομοίρης στη Σάμο είχα την καλλιτεχνική διεύθυνση, την παραγωγή, τη διαφήμιση κ.ά. Έφερνα γύρω στους 300 καλλιτέχνες κάθε χρόνο – ορχήστρες, θέατρα, μπαλέτα, εκθέσεις, συνέδρια… όλα υψηλής ποιότητας και μεγάλης εμβέλειας.
– Ποιο το όραμα σας για τη Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου και την Ορχήστρα Νέων; Το όραμά μου είναι να μεγαλώσει και να γίνει κάποτε πραγματική Συμφωνική Ορχήστρα, με όσο το δυνατόν περισσότερους Κύπριους μουσικούς, να συνεχίσει το εκπαιδευτικό της έργο η Συμφωνική Ορχήστρα Νέων και να λυθούν θέματα που διαιωνίζονται εδώ και χρόνια.
– Προκηρύξατε πρόσφατα τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή στην ΣΟΚ. Τι καθήκοντα θα έχει; Η πλήρωση της θέσης θα λειτουργήσει σε πλαίσιο παροχής υπηρεσιών με συμβόλαιο διάρκειας 28 μηνών. Δικαίωμα υποβολής αιτήσεων έχουν πολίτες κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και άτομα τα οποία έχουν άδεια εργασίας στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Το πρόσωπο που θα επιλεγεί θα είναι ο βασικός μαέστρος της Ορχήστρας, ενώ ταυτόχρονα θα έχει και την ευθύνη του καταρτισμού και υλοποίησης του καλλιτεχνικού της προγράμματος. Θα έχει επίσης την ευθύνη για τη διεύθυνση της Ορχήστρας στο 30% των προγραμμάτων της ετησίως (σειρές συναυλιών), σύμφωνα με το εκάστοτε πρόγραμμα συναυλιών που θα εγκρίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο. Το υπόλοιπο 70% των προγραμμάτων θα διευθύνεται από φιλοξενούμενους μαέστρους, οι οποίοι θα προτείνονται από τον καλλιτεχνικό διευθυντή ακούγοντας και τις προτάσεις της Καλλιτεχνικής Επιτροπής της Ορχήστρας.
– Είστε ικανοποιημένη από το επίπεδο των μουσικών της ΣΟΚ; Το επίπεδο της ορχήστρας είναι πολύ καλό, αλλά ποτέ δεν πρέπει να επαναπαυόμαστε. Πάντα η προσπάθεια κάθε μουσικού είναι να βελτιώνεται κάθε μέρα.
– Ένα αίτημα των μουσικών ήταν η μονιμοποίησή τους. Πώς θα χειριστείτε αυτό το θέμα; Έπειτα από πολλά χρόνια, το αίτημα τους ικανοποιήθηκε πρόσφατα με χειρισμούς του νυν Διοικητικού Συμβουλίου. Επ’ ευκαιρία, θέλω να ευχαριστήσω το υπουργείο Οικονομικών και ευελπιστώ να μας βοηθήσει στην υλοποίηση και των υπόλοιπων οραμάτων και στόχων που έχουμε για το ΙΣΟΚ.
– Μέσα στις προτεραιότητες σας είναι και η διεύρυνση του κοινού που παρακολουθεί τις συναυλίες της ΣΟΚ και της Ορχήστρας Νέων; Φυσικά, πρωταρχικός στόχος μας είναι το κοινό. Ένας από τους λόγους διεύρυνσης της Ορχήστρας είναι να μπορεί να παίζει έργα του μεγάλου λεγόμενου ρεπερτορίου, κάτι που δεν έχει αυτή τη στιγμή τη δυνατότητα να κάνει. Ενώ το ΙΣΟΚ πρέπει να αποκτήσει και τη χορωδία του.
– Σας έχει απασχολήσει το γεγονός ότι οι δυο Ορχήστρες υπάγονται στο υπουργείο Οικονομικών; Είναι κάτι που σκεφτήκατε να τροποποιήσετε; Όντως, αυτό είναι λίγο περίεργο! Έχω διαβεβαιώσεις από τον υπουργό Παιδείας κ. Πρόδρομο Προδρόμου ότι, όταν ιδρυθεί το Yφυπουργείο Πολιτισμού, η ορχήστρα θα επιστρέψει στο σπίτι της.
– Πιστεύετε ότι η δημιουργία του Yφυπουργείου Πολιτισμού θα συμβάλει στην ανάπτυξη του παραμελημένου χώρου του πολιτισμού; Το πιστεύω ακράδαντα, αλλά θα πρέπει να στελεχωθεί αναλόγως. Πιστεύω, και το λέω πάντα, ότι μόνον όταν οι κατάλληλοι άνθρωποι είναι στις κατάλληλες θέσεις προχωρεί μια κοινωνία. Το αντικείμενο ενός υφυπουργείου Πολιτισμού είναι τεράστιο, αφού ο πολιτισμός περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία, πνευματικά και υλικά, διανοητικά και συναισθηματικά, που χαρακτηρίζουν μια κοινωνία, περιλαμβάνει την αισθητική και το σύνολο των αξιών της, την πολιτιστική κληρονομιά, τις τέχνες κ.λπ.
– Αλήθεια, θα λέγατε ότι η Κύπρος έχει περισσότερη ανάγκη από άλλες χώρες να επενδύσει στις τέχνες; Οι ιδιαίτεροι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν ορισμένοι λαοί και ορισμένοι πολιτισμοί, δημιουργούν πρόσθετες ανάγκες. Όλα αυτά απαιτούν την ανάγκη ύπαρξης ενός αρμόδιου φορέα, με πολύ βαρύ έργο. Η Κύπρος, που ο πολιτισμός αποτελεί το ισχυρότερο ίσως όπλο στη φαρέτρα της για να αντιμετωπίσει τις απειλές της αλλοίωσης στον χαρακτήρα και στη φυσιογνωμία της, έχει ακόμη περισσότερο την ανάγκη ίδρυσης αρμόδιου φορέα πολιτισμού. Θα συμβάλει στη διατήρηση της ταυτότητάς της και να μην αφεθεί να παρασυρθεί από ισχυρά ξενόφερτα ρεύματα και πρότυπα. Η όσο το δυνατόν πιο άρτια οργάνωση, η σωστή στελέχωση και η προσεκτική στοχοθέτηση, αποτελούν αναγκαιότητα και προτεραιότητα.
– Είστε μέλος της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών. Ποιος είναι ο ρόλος της στην πνευματική ζωή του τόπου; Η Ακαδημία Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών θεωρείται το ανώτερο πνευματικό ίδρυμα μιας χώρας. Άργησε να ιδρυθεί στην Κύπρο, αλλά επιτέλους έγινε κι αυτό. Το οφείλουμε στον κ. Λουκά Χριστοφόρου, ο οποίος αυτή τη στιγμή είναι και ο Προέδρος της Ακαδημίας Αθηνών. Ο ρόλος μιας Ακαδημίας είναι, μεταξύ άλλων, η προώθηση της Αριστείας σε όλες τις εκδηλώσεις του πνεύματος, η καλλιέργεια και η προαγωγή των Επιστημών, των Γραμμάτων και των Τεχνών, η ανάπτυξη της έρευνας και της καινοτομίας, η υποστήριξη της παιδείας. Νομίζω πως τέτοια γεγονότα πρέπει και οφείλουμε να τα τιμάμε. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, και είναι καθήκον της πολιτείας να υπενθυμίζει στα παιδιά μας την ιστορία της χώρας τους. Δυστυχώς –και στην Ελλάδα και στην Κύπρο– οι νέοι μας πολύ ολίγα γνωρίζουν περί αυτών των ιστορικών γεγονότων.
– Στη δύσκολη εποχή που ζούμε, με την οικονομική κρίση και την πανδημία, έχουμε ακόμη περισσότερο ανάγκη την τέχνη στη ζωή μας; Ο πολιτισμός είναι το οξυγόνο στη ζωή μας, είναι αναπόσπαστο στοιχείο της ύπαρξής μας. Δεν είναι πολυτέλεια, είναι ανάγκη. Είναι το οξυγόνο μας. Είναι ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος όχι μόνο εξασφαλίζει τα απαραίτητα προς το ζην, αλλά δημιουργεί και τις προϋποθέσεις για το ευ ζην, για την ευζωΐα, που φυσικά δεν ταυτίζεται με την ευμάρεια, αλλά έχει να κάνει με την ποιότητα της ζωής. Σίγουρα ο άνθρωπος χρειάζεται να ικανοποιήσει πρώτα τις βασικές του ανάγκες, αλλά όσο αληθές είναι αυτό, άλλο τόσο αληθές είναι ότι ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται, αφού δεν έχουμε μόνο σώμα αλλά και ψυχή και πνεύμα με αντίστοιχες ανάγκες. Και πάλι θα επικαλεστώ τις αξίες του δικού μας πολιτισμού που, ως γνωστόν, από την αρχαιότητα στόχευε στην ολόπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου, στην υγεία του σώματος και ταυτόχρονα στην ψυχοπνευματική καλλιέργεια και την ικανοποίηση των αντίστοιχων αναγκών. Το μεγάλο πρόβλημα σήμερα είναι, νομίζω, ότι ο μεν τεχνικός και υλικός πολιτισμός εξελίσσεται με άλματα, όμως η εξέλιξη των άλλων πλευρών του πολιτισμού είναι πολύ κατώτερη. Αυτό που χρειαζόμαστε περισσότερο σήμερα, τουλάχιστον στις δυτικού τύπου κοινωνίες, είναι η εξισορρόπηση των δύο αυτών πλευρών.
– Πιστεύετε ότι ο πολιτισμός θα μπορούσε να αξιοποιηθεί στην εξωτερική πολιτική; Το Yφυπουργείο Πολιτισμού μπορεί να δράσει και να ασκήσει θετική επίδραση εντός Κύπρου, σε στενή συνεργασία πρωτίστως με το Yπουργείο Παιδείας, διαδραματίζοντας σπουδαίο ρόλο στο να απολαύσει ποιοτικά προϊόντα το ευρύ κοινό του τόπου. Διαθέτουμε ένα τεράστιο και πολύτιμο πολιτισμικό κεφάλαιο χιλιάδων χρόνων, κεφάλαιο παραγωγικό, το οποίο έχουμε χρέος να το σεβαστούμε και να επενδύουμε διαρκώς σ’ αυτό αυξάνοντας τις καταθέσεις μας. Από την άλλη όμως μπορεί, σε συνεργασία με το υπουργείο Εξωτερικών, να συμβάλει στη σύναψη σταθερών σχέσεων με άλλα κράτη και τους πολίτες τους, στοχεύοντας σε μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Θα συμβάλει έτσι στη δημιουργία κλίματος κατανόησης και εμπιστοσύνης με αυτά και τους πολίτες, αναλαμβάνοντας και πραγματοποιώντας πολιτιστικές δραστηριότητες και ανταλλαγές που βελτιώνουν και συσφίγγουν τις διακρατικές σχέσεις. Χρησιμοποιεί δηλαδή μια χώρα στοιχεία από τον πολιτισμό της, με σκοπό την προβολή της στο εξωτερικό. Καμιά φορά, μάλιστα, οι πολιτιστικές δραστηριότητες –μέσω των τεχνών, των εθίμων, των παραδόσεων, των πολιτιστικών αξιών– συμβάλλουν στις προσπάθειες της εξωτερικής πολιτικής, όταν οι πιο παραδοσιακοί δρόμοι δεν αρκούν ή είναι κλειστοί. Καταλαβαίνετε λοιπόν γιατί επιμένω τόσο πολύ και θεωρώ τη λειτουργία του Yφυπουργείου Πολιτισμού και αναγκαία και επείγουσα.
Ελεύθερα, 12.12.2021.