Η βραβευμένη πρόσφατα για την κοινωνική και πολιτιστική της προσφορά δημοφιλής ηθοποιός, δίνει την πιο προσωπική της συνέντευξη, έπειτα από 33 χρόνια θεατρικής διαδρομής.

Λίγες επισημάνσεις εν είδει προλόγου: Μακάρι όλοι μας -ανεξαρτήτως επαγγέλματος- να είχαμε τη διακριτικότητα, τη σεμνότητα, τη γενναιοδωρία, την δοτικότητα αυτής της γυναίκας, που δεν φείδεται χρόνου και προσωπικού αγώνα για να δίνει χωρίς ποτέ να διατυμπανίζει – η Ζωή της προσφοράς. Τα τελευταία χρόνια που γνωριζόμαστε, λόγω δουλειάς, είναι η πρώτη φορά που συμφώνησε να δώσει μια προσωπική συνέντευξη γιατί πάντα στα «δεν ξέρω καν τι δουλειά έκαναν οι γονείς σου!» π.χ. μου απαντούσε «γιατί να το ξέρεις;», παραμένοντας αυστηρά στις κουβέντες της στα αμιγώς θεατρικά και τηλεοπτικά της – θέτοντας, εξαρχής, συγκεκριμένα όρια στην δημοσιότητα και στην προβολή. Φωτίζοντας, ωστόσο, διάπλατα με τις πράξεις της, με ακτινοβόλο προβολέα, το ήθος και την μέγιστη ποιότητα αυτού του υπέροχου πλάσματος που είναι -ως κάτι αυθεντικά αρχέγονο και σπάνιο ως είδος- η Ζωή Κυπριανού.  

– Γιατί προσφέρεις, χωρίς καμία υλική ανταμοιβή, εθελοντικά, το χρόνο σου, το ταλέντο σου, την εργασία σου, στις Φυλακές, εδώ και 32 χρόνια; Όλο αυτό ξεκίνησε από μία πρόταση που έγινε στον Σοφοκλή Κωμοδρόμο, το 1989, ο οποίος ήταν φωτιστής και ηθοποιός στο Σατιρικό Θέατρο, από ένα πρόγραμμα Νεολαίας, για να οργανώσει μια παράσταση στις Φυλακές. Ήμασταν μια ομάδα ηθοποιών σε εκείνη την πρώτη προσπάθεια, με την αμέριστη συμπαράσταση του τότε Γενικού Διευθυντή του Τμήματος Φυλακών, κ. Ανδρέα Καπαρδή. Έπειτα από πέντε χρόνια παρουσιάσεων θεατρικών έργων με τους φυλακισμένους, κάθε χρόνο, ο Σοφοκλής σταμάτησε, επειδή είχε μικρά παιδιά και ήθελε να διαθέτει τον προσωπικό του χρόνο στην οικογένειά του και σε μία δουλειά από την οποία να πληρώνεται -γιατί όλο αυτό που κάνουμε στις Φυλακές γίνεται αμισθί-, και έτσι το συνεχίζω εγώ ανελλιπώς μέχρι και σήμερα. Σιγά σιγά, όλο αυτό έγινε θεσμός – ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε σε χωριά, σε κοινότητες, σε μεγάλα θέατρα των πόλεων με τα θεατρικά έργα στα οποία έπαιζαν οι κρατούμενοι, και παρατηρούσα πως, χρόνο με το χρόνο, άλλαζε και η νοοτροπία του κόσμου σε ό,τι αφορά αυτούς τους ανθρώπους αλλά και ο τρόπος σκέψης των ίδιων των κρατουμένων· είναι χαρακτηριστικό πως όλοι όσοι συμμετείχαν κατά καιρούς στις παραστάσεις, αυτά τα 32 χρόνια, ποτέ ξανά δεν επέστρεψαν στις Φυλακές για να εκτίσουν ποινές για νέα παραπτώματα. Με την Άννα Αριστοτέλους και την Αθηνά Δημητρίου, τις αναμορφώτριες της όλης νοοτροπίας του Τμήματος Φυλακών, ξεκίνησαν πια να συμμετέχουν και γυναίκες κρατούμενες, μαζί με άντρες, στα θεατρικά έργα που παρουσιάζουμε.  

– Δεν κατάλαβα ακόμα, γιατί το κάνεις… Συνδέομαι με τους ανθρώπους. Ήταν στην αρχή ο Άντρος, ο Γιάννος, ο Βίκτωρας, ο Λάζαρος, ο Πέτρος, δεκάδες άλλοι που ακολούθησαν -άνθρωποι που μάλλον είναι στην ηλικία μου πια-, οι οποίοι δεν είναι εξωγήινοι· είναι σαν εμένα. Θα μπορούσαν να είναι ο αδελφός μου, ο φίλος μου, ο ξάδελφός μου – ξέρεις ποτέ πώς τα φέρνει η στιγμή στη ζωή ενός ανθρώπου; Άλλος στον προσωπικό του χρόνο μπορεί να θέλει να πηγαίνει γυμναστήριο, να πηγαίνει για καφέ, να κάνει βόλτα στα Mall – προσωπικά, επιλέγω να διαθέτω το χρόνο μου στο ανέβασμα θεατρικών έργων με τους κρατούμενους. Αν καταφέρνω να «δει» έστω και ένας κρατούμενος κάτι, μέσα από μια παράσταση, μέσα από την Τέχνη -άνθρωποι που μπορεί να μην έχουν παρακολουθήσει ποτέ στη ζωή τους θέατρο- για μένα είναι το μεγαλύτερο δώρο! Συνδέομαι με αυτούς τους ανθρώπους, με τις οικογένειές τους, με τα παιδιά τους…Το να με σταματά η μητέρα ενός κρατούμενου έξω από τις Φυλακές, μετά το επισκεπτήριο στο γιο της, και να μου λέει «ευχαριστώ που άλλαξες τον γιο μου!», είναι, για μένα, η μεγαλύτερη «ανταμοιβή» – και δεν είναι υλική. Αναπτύσσω σχέσεις με αυτούς τους ανθρώπους – μου λένε καμιά φορά άνθρωποι που με ξέρουν, χαριτολογώντας: «Αν χάσεις καμιά φορά το κινητό σου, το βρει και το ανοίξει η αστυνομία, θα νομίσει ότι είσαι η “νούνα” -όπως λέμε “νονός”- της Κύπρου με τις επαφές που έχεις μέσα σ’ αυτό» (γελάει). Ξέρεις, είναι ευθύνη για μένα αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι με ρωτάνε με αγωνία «τι θα κάνουμε του χρόνου;» ή «πού θα παρουσιάσουμε την παράσταση μας;»· είναι σαν οικογένειά μου. Κι έτσι δεν έχω κανένα δικαίωμα να τους παρατήσω, αφού πλέον -το βλέπω!- πήραν μια άλλη πορεία. Γιατί να τους πάω εγώ προς τα πίσω;

– Είχες ποτέ, προσωπικά, κάποια σχέση με παρανομίες, εγκλήματα, φυλακές – οικογενειακά ή προσωπικά; Όχι, όχι. Μα, αυτό το κάνω επειδή θέλω η ίδια να προσφέρω, όχι για ψυχολογικούς λόγους. Λέω στους συναδέλφους μου μετά από τις πρόβες μας ή έπειτα από τα γυρίσματά μας -όπως τώρα λ.χ στα «Χάλκινα χρόνια»- «πάω στις Φυλακές τώρα, ξανά έρευνα, ξανά δεσμοφύλακες, ξανά έλεγχος, ξανά ασφάλεια, ταλαιπωρία…», αλλά μετά, όταν φεύγω από τις πρόβες με τους κρατούμενους και βλέπω τα φωτισμένα παράθυρά τους στο δρόμο που οδηγεί στην έξοδο, σκέφτομαι πως ίσως, μέσα από ένα θεατρικό κείμενο, κάποιοι άνθρωποι ξεκινούν να αντιμετωπίζουν τη ζωή τους αλλιώς. Και νιώθω ξεκούραστη, αν και έχουν προηγηθεί ήδη δέκα ώρες δουλειάς. Και, επίσης, αντιλαμβάνομαι πόσο τυχερή είμαι! Όλοι είμαστε τυχεροί· γιατί είμαστε ελεύθεροι. Γιατί όλα στη ζωή είναι μία κλωστή, μία κακιά στιγμή. Έμαθα να αγαπώ περισσότερο τους ανθρώπους μέσα από τις σχέσεις μου με τους κρατούμενους, να δικαιολογώ, να σκέφτομαι τι υπάρχει πίσω από το συμβάν, να μην είμαι απόλυτη, να δίνω δεύτερες ευκαιρίες – οι φυλακές με άλλαξαν. 

– Έχεις κι άλλο κοινωνικό έργο – που δεν ξέρουμε; Δεν θέλω να μιλώ για άλλα θέματα. Απλώς να σου πω, επειδή αυτό είναι γνωστό, πως όταν ο Κώστας ο Βήχας -βραβευμένος, επίσης, για την κοινωνική του δράση- δεν μπορεί να μεταφέρει κάποια τρόφιμα, ρούχα ή παιχνίδια με την «Κίτρινη γραμμή», τα παραλαμβάνω και εγώ, παίρνω τη λίστα, και ξέρω πού θα τα πάω. Αυτό μόνο. 

– Έτσι μεγάλωσες; Πάντα στην οικογένειά μου είχαμε ως δεδομένο την φιλανθρωπία, το να προσφέρουμε. Χωρίς να έχουμε, όμως, υλικό περίσσευμα – μεγάλωσα, άλλωστε, σε μια λαϊκή οικογένεια, στη Λεμεσό, στον Άη Γιάννη Χαράκη και ο παπάς μου είχε σουβλιτζίδικο για να ζήσουμε, στο οποίο βοηθούσαμε όλοι από μωρά: Εκτός από τη μητέρα μου, εγώ ως μεγαλύτερο παιδί και τα άλλα τρία μου αδέλφια, ήμασταν πάντα μέσα στο μαγαζί. Ήταν τα -περίφημα- σουβλάκια του Φύτου. Εμένα τα σουβλάκια, οι μιξ και οι σιεφταλιές με μεγάλωσαν, με σπούδασαν και με έκαναν αυτό που είμαι σήμερα. Γι’ αυτό και έμαθα να εκτιμώ. 

– Ευτυχισμένα παιδικά χρόνια; Πολύ! Με παιχνίδι, με κολύμπι στη θάλασσα, με πολλούς φίλους, με μια μοτοσυκλέτα που πήρα αργότερα και πηγαίναμε με τα ξαδέλφια μου στον Απόλλωνα, στα 17 μου…  

– Τι ήθελες να γίνεις μεγαλώνοντας; Ηθοποιός πάντα. Τίποτε άλλο. Θυμάμαι ότι με τα ξαδέλφια μου πιάναμε τα ρούχα της γιαγιάς μου και της μάμας μου, και καλούσαμε την άλλη γειτονιά για να έρθουν να μας δουν να παίζουμε δράματα. Ήταν προδιαγεγραμμένο. Ο παπάς μου έλεγε: «Όταν μεγαλώσει θα βάλει νου!». Μάλλον δεν μεγάλωσα ακόμα. Ούτε φρονιμίτες έβγαλα!

– Το δέχτηκαν μετά οι γονείς σου; Πήγα στην Αθήνα με μία φίλη μου, η οποία είχε πάει εκεί για να σπουδάσει, και έδωσα κρυφά εξετάσεις στο Υπουργείο. Πέρασα. Πήγα στην ελληνική πρεσβεία και η πρώτη Σχολή που μου έδωσαν ήταν ο Πειραϊκός Σύνδεσμος, ημικρατική Σχολή τότε. Πήρα τηλέφωνο τον παπά μου: «Παπά επέρασα!». «Δεν σου είπα να αφήσεις τούτες τες πελλάρες…», άρχισε να μου λέει. Έκλεισα το τηλέφωνο. Ήμουν αποφασισμένη! Από εκείνο τον Ιούνιο, ξαναπήγα στην Κύπρο τα Χριστούγεννα. 

– Ήσουν πάντα τόσο εξωστρεφής ως προσωπικότητα; Στη Σχολή ήμουν πάρα πολύ εσωστρεφής, πολύ κλειστός χαρακτήρας, δεν ανοιγόμουν. Αυτό άλλαξε κάπως με τα χρόνια, αλλά θεωρώ πως αυτή η εξωστρέφεια που βλέπετε είναι η άμυνά μου. Πολύ δύσκολα εμπιστεύομαι για να ανοιχτώ. Είμαι καχύποπτη. Πολύ λίγους φίλους έχω, μην φανταστείς…Έχω το εξής: Βλέπω κάποιες ανεπαίσθητες κινήσεις που μπορεί να κάνει ο άλλος τις οποίες εγώ τις «πιάνω». Και καταλαβαίνω γιατί ο άλλος θέλει να με κάνει παρέα. Είναι μια διαίσθηση που έχω, που σπάνια έπεσε έξω. Κάπως ταξινομούνται τα περιστατικά και οι άνθρωποι στο μυαλό μου…

– Άρα είσαι εσωστρεφής; Χρειάζομαι χρόνο και με τον εαυτό μου. Αλλά μου αρέσει και να βγαίνω έξω, να βλέπω τους φίλους μου, να πηγαίνω στη Λεμεσό εννοείται, να κάνω ωραία ταξίδια, βόλτες…

– Ξέρεις, αν και είσαι 33 χρόνια στο θέατρο, διαπιστώνω ότι δεν ξέρουμε βασικά πράγματα για σένα… Π.χ., υπήρξες ποτέ παντρεμένη; Όχι. Είχα, όμως, μακροχρόνια σχέση. 

– Αγαπήθηκες όσο θα ήθελες στη ζωή σου; Αγάπησα και αγαπήθηκα όπως θα ήθελα: Έντονα. Γιατί θέλω τα έντονα στη ζωή μου, δεν μου αρέσουν οι μεσοβέζικες καταστάσεις. Θέλω να τα ζω τα πράγματα. Μπορεί να μαραζώσω μετά, να λυπηθώ, να κλάψω, αλλά θα σηκωθώ πάλι!

– Σε φοβίζει που είσαι μόνη σου, μεγαλώνοντας; Όχι. Θέλω να είμαι καλά! Δεν μπορώ να συμβιβαστώ. Επίσης, είμαι εργασιομάνης, αγαπώ τη δουλειά μου. Πάω διακοπές τον Αύγουστο και θέλω να γυρίσω στη δουλειά, στις πρόβες, στις Φυλακές. Είναι χαρά θεού για μένα να κάνω πρόβες! Και όχι μόνο αυτό, αλλά να μου κάνουν και παρατηρήσεις, να γίνομαι καλύτερη, να εξελίσσομαι. 

– Σε αφορούσε ποτέ η μητρότητα; Δεν με απασχόλησε ποτέ ιδιαίτερα και πολύ. Τώρα πια, έχω ξεπεράσει και την ηλικία… Άνετα, όμως, θα μπορούσα να υιοθετήσω ένα παιδί, αν δεν υπήρχε όλο αυτό το κόστος, αυτή η ταλαιπωρία… Και σήμερα και αύριο θα μπορούσα να υιοθετήσω ένα μωρό. 

– Ποιες είναι οι «σκοτεινές» πλευρές αυτού του τόσο αισιόδοξου και πάντα χαρούμενου πλάσματος που είσαι; Έχουν συμβεί και δυσάρεστα γεγονότα στη ζωή μου. Όπως π.χ. πέρσι, τέτοιο καιρό, που η μάμα μου ήταν διασωληνωμένη με κορωνοϊό – ήταν τότε που εγώ έπαιζα στο θεατρικό «Σε κρίσιμη κατάσταση», στον ΘΟΚ· σχεδόν καρμικό, γιατί διαδραματιζόταν έξω από την Εντατική. Μπορεί να με έπαιρναν ανά πάσα στιγμή από το νοσοκομείο, να μου πουν τι γίνεται – σταματούσα ό,τι έκανα. Είχα να κοιμηθώ ουσιαστικά τρεις μήνες· δεν ξέρω πώς τα κατάφερα. Ήμουν με ένα κινητό στο χέρι συνέχεια, ήμουν σε διαρκές άγχος, σε ένταση. Αυτό το είχα ζήσει και με τον παπά μου, πριν φύγει από τη ζωή, πριν από πέντε χρόνια. Στα 40 του παπά μου, η μάμα μου έπαθε εγκεφαλικό, αν και με πλήρη διαύγεια, και την είχαμε πάει στο Μέλαθρον για να έχει πιο εντατική φυσιοθεραπεία. Τώρα είναι, ευτυχώς, καλά. 

– Ο θάνατος του πατέρα σου ήταν η πιο δύσκολη περίοδος της ζωής σου; Ναι. Γιατί ξέρω και πώς μεγαλώσαμε, και πώς ζήσαμε, και πώς σπουδάσαμε. Οι γονείς μου έκαναν τα πάντα για να μην μας λείψει τίποτε!

– Ένας χωρισμός θα μπορούσε να επηρεάσει το ίδιο άσχημα την ψυχολογία σου; Βάζω όρια. Αν με πιάσει η κατάθλιψη -για τους χ, ψ, λόγους- θα μείνω δυο μέρες στο σπίτι κλεισμένη, μόνη μου, αλλά την τρίτη μέρα θα ανασυγκροτηθώ, θα ντυθώ, θα βαφτώ, και θα βγω ξανά έξω στον κόσμο. Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να μην είμαι καλά! Μου το απαγορεύω. Έμαθα να είμαι πειθαρχημένη και να με κουμαντάρω. 

– Έχεις το ίδιο εύκολο το κλάμα με το γέλιο; Μπροστά στους άλλους, όχι, δεν κλαίω. Εκτός αν είναι κάποιος πολύ δικός μου άνθρωπος. Αυτό το έπαθα, τελευταία, μετά την πρεμιέρα με το θεατρικό των Φυλακών, με το έργο «Εταιρεία θαυμάτων», στο Θέατρο των Λατσιών, γιατί υπήρχε πολλή πίεση αυτή τη φορά. Ήμουν ιδιαίτερα φορτισμένη. Αλλά δεν το παθαίνω συχνά αυτό. Σπάνια. 

– Θα έλεγες πως είσαι ευχαριστημένη από την πορεία σου στην Κύπρο, Ζωή; Είμαι τυχερή. 33 χρόνια στο θέατρο και δεν έχω μείνει ποτέ άνεργη και εκτός. Έχω κάνει όλα τα είδη του θεάτρου, δούλεψα με πολύ αξιόλογους ανθρώπους· είμαι χορτασμένη. Επίσης, ξέρω πως ζω στην Κύπρο. Και στην Κύπρο δεν υπάρχουν σταρς, ασχέτως αν κάποιοι ηθοποιοί θεωρούν τους εαυτούς τους σταρς. Γι’ αυτό και θέλω να περνώ καλά στις δουλειές που συμμετέχω! Εννοείται πως έχω κάνει και δουλειές -και στην τηλεόραση και στο θέατρο- που έγιναν για καθαρά βιοποριστικούς λόγους, που χρειάστηκε να συμβιβαστώ. Μια φορά π.χ. με πήρε ένας συνάδελφός σου και μου λέει: «Μα, γιατί συμμετέχεις σε αυτό;». Και του απάντησα: «Τότε γιατί δεν με πήρες τηλέφωνο να μου πεις: “Κάτσε, και θα σου πληρώσω εγώ το δάνειό σου, το ρεύμα, το τηλέφωνο και το νερό”;». 

– Για ποια περίοδο της ζωής σου νιώθεις περήφανη; Για όλη μου τη ζωή! Επίσης, έχω την εξής, αν θες, περηφάνια: Θέλω να νιώθει ο άλλος ότι αντέχω! Ότι μπορεί να βασιστεί πάνω μου. Ότι είμαι «εκεί».

– Κι ας σπας; Αυτό δεν θα το μάθει ποτέ. 

– Όσο δυνατή είσαι, είσαι άλλο τόσο ευαίσθητη; Είμαι πιο ευαίσθητη από όσο είμαι δυνατή. Αλλά αυτό δεν το δείχνω. Όσο κι αν με «πατάς», με δυναμώνεις! Ξέρεις, θέλω οι άνθρωποι να μένουν με την εικόνα της Ζωής που είναι χαρούμενη, της Ζωής που είναι αισιόδοξη και δυνατή. Της Ζωής που «αυτή θα τα καταφέρει ό,τι και να γίνει!». Αν και ένα κομματάκι μέσα μου το κρατάω για τη στιγμή που θα επιστρέψω στο σπίτι μου και θα είμαι μόνη μου… 

– Εξήγησέ μου κάτι: Γιατί δεν δίνεις ποτέ προσωπικές συνεντεύξεις; Γιατί δεν βρίσκω κανένα ενδιαφέρον στο να μιλώ για μένα. Αυτά που σου είπα τώρα, τα ξέρουν οι φίλοι μου· αρκεί. Τώρα συνέβη λόγω συγκυρίας· λόγω του τιμητικού βραβείου της ΣΗΔΗΚΕΚ ΠΕΟ -που ευχαριστώ ιδιαιτέρως-, λόγω της εφημερίδας, λόγω εσένα. Δεν νομίζω να ξανασυμβεί· τουλάχιστον όχι σύντομα.  

Ελεύθερα, 19.12.2021.