Ο διεθνώς καταξιωμένος Κρητικός χορογράφος πιστεύει ότι το σώμα συχνά αφηγείται πράγματα που δεν μπορούμε να πούμε με το στόμα.

Μια μόλις εβδομάδα πριν την αποκάλυψη της πολυαναμενόμενης νέας του παραγωγής «Salema revisited» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και δύο εβδομάδες πριν το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, ο Αντώνης Φωνιαδάκης πραγματοποιεί άτυπη παγκόσμια πρεμιέρα στη Λευκωσία, στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Κύπρια. Η πρόταση συνιστά μια συνομιλία της παράδοσης με τον σύγχρονο χορό με τον δημιουργό να τιμά παράλληλα τη μουσική και τους χορούς της ιδιαίτερης πατρίδας του, ερμηνεύοντας με το προσωπικό του στυλ τη λεβεντιά, την ομορφιά, τον λυρισμό αλλά και τον πόνο της Κρητικής ψυχής. Αυτή είναι η πρώτη φορά που ο Αντώνης Φωνιαδάκης παρουσιάζει δουλειά του στην Κύπρο και μ΄αυτή την αφορμή μοιράζεται σκέψεις σχετικά με την κοσμοθεωρία του και το προσωπικό του μονοπάτι εξέλιξης.

– Ποια στοιχεία καθορίζουν το «προσωπικό στιλ» ενός χορογράφου; Όλα ξεκινούν από μια προδιάθεση να ταυτιστούμε με κάτι που μας έχει συγκινήσει και μας έχει δώσει ενέργεια, κίνητρο, έμπνευση. Ενίοτε είναι μια επιθυμία να δούμε τον εαυτό μας μέσα από ήδη προϋπάρχοντα έργα. Στην πορεία αποκωδικοποιούμε, ζυγίζουμε και συνειδητοποιούμε τις δυνάμεις μας, τα δυνατά μας σημεία. Τότε το πράγμα αρχίζει και διαμορφώνεται σε κάτι πιο προσωπικό. Ο δικός μου χορός έχει δημιουργηθεί στην πορεία, από διάφορες στιγμές και εμπειρίες στη ζωή και την τέχνη. Έτσι διαμορφώνεται σταδιακά το προσωπικό στιλ. Αυτό δεν είναι καθαρό από την αρχή της πορείας.

– Δηλαδή, πώς βλέπατε τον εαυτό σας μέσα από τον χορό στα αρχικά βήματα; Ήθελα να εκφράζομαι μέσα από το σώμα μου, να προσεγγίζω στα όριά μου, να μπορώ να φτάσω πέρα από τις δυνατότητες του ανθρώπινου κορμιού. Από εκείνο το σημείο μέχρι να φτιάξουμε τον δικό μας χορό και να καθοδηγήσουμε το κοινό στο δικό μας όραμα, είναι μια διαδρομή πιο σύνθετη και διαρκής. Αυτό που υπήρχε πάντα ήταν ένας συγκεκριμένος παλμός, μια ζωτικότητα, μια δωρική εμβέλεια στην κίνηση. Εμφανίζεται σχεδόν σε όλες τις δουλειές μου, αν και υπάρχουν διαβαθμίσεις. Είναι μια αντιστροφή από έξω προς τα μέσα, προς κάτι σχεδόν ακατανόητο που αισθανόμαστε ότι υπάρχει μέσα μας. 

– Έχετε βρει κάποια εξήγηση γιατί οι Κρητικοί έχουν αυτή τη ροπή να καταπιάνονται και να μεγαλουργούν σε όλες τις εκφάνσεις της καλλιτεχνικής δημιουργίας; Γεωγραφικά, οπωσδήποτε υπάρχει κάτι μαγικό στη φύση, στον χώρο. Ενδεχομένως να υπάρχει κάτι στην Κρήτη το οποίο σμιλεύει καλλιτέχνες. Προσωπικά, μεγάλωσα σε παραθαλάσσια πόλη στη νότια Κρήτη όπου είναι έντονα τα στοιχεία της φύσης κι ένα χαρακτηριστικό στοιχείο είναι ο αέρας. Από μικρό παιδί στην Ιεράπετρα δεν θυμάμαι να είδα ποτέ τη θάλασσα ήρεμη, υπάρχει διαρκώς αυτή η κίνηση των κυμάτων, ο άνεμος κινεί τα πάντα. Η κίνηση είναι συνεχής. Το περιβάλλον από μόνο του διαθέτει μια αγριάδα, μια φόρτιση. Θεωρώ ότι αυτό έχει ενστικτωδώς περάσει στα βιώματά μου, χωρίς να λέω ότι είναι ο μόνος λόγος. Για μένα ήταν και μια αίσθηση απομόνωσης, ως έφηβος τη δεκαετία του ‘80, μια τάση να φανταστώ τον κόσμο όπως τον διάβαζα σε βιβλία και τον έβλεπα σε ταινίες. Ήταν η έξαψη της απόδρασης από τους γεωγραφικούς περιορισμούς. Φυσικά, είναι ακόμη περισσότερα που διαμορφώνουν τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου.

– Δεν παραλείπετε να επιστρέφετε συχνά στην ιδιαίτερη πατρίδα σας. Είναι αυτό μια διαδικασία ανατροφοδότησης ή οφείλεται απλώς σε νοσταλγία; Είναι γλυκό και πικρό μαζί όσο περνά ο καιρός. Στα πρώτα χρόνια που επέστρεφα από το εξωτερικό τα πράγματα ήταν ακόμη πιο αγνά και άδολα, η ανάπτυξη δεν είχε ακόμη αλλάξει τόσο επιθετικά το νησί. Αναγνώριζα περισσότερα πράγματα που μ’ ευχαριστούσαν. Εσχάτως, προέκυψε μια πικρή αίσθηση ότι το μέρος έχει μεταμορφωθεί ριζικά. Η αχαλίνωτη ανάπτυξη κατατρώει το νησί. Μέσα μου προέκυψε μια πάλη ανάμεσα σ’ αυτό που υπήρχε κι αυτό που είναι σήμερα. Πλέον, περισσότερο στεναχωριέμαι παρά χαίρομαι όταν επιστρέφω. Υπάρχει μια αλλοίωση, μια φθορά. Ίσως να μην έχει να κάνει μόνο με τον τόπο. Έχω κι εγώ αλλάξει ηλικιακά, έφτασα να αισθάνομαι διαφορετικά τον κόσμο γύρω μου. Προκύπτουν βέβαια όλο και περισσότερες απώλειες αγαπημένων προσώπων. Η αλλαγή είναι δεδομένη και το ζήτημα είναι αν θα την αποδεχτούμε και θα τη διαχειριστούμε ή αν θα αντισταθούμε και θα την απορρίψουμε. Είναι ένα περίεργο μείγμα συναισθημάτων. Δεν μπορώ να πω ότι αναχωρώ κάθε φορά με γεμάτες μπαταρίες. Μάλλον εξαντλημένος ή θλιμμένος φεύγω από την Κρήτη.

– Αυτή η ένταση, αυτή η σύγκρουση που περιγράφετε υπάρχει μέσα στο έργο που θα δούμε τώρα; Το αυτοβιογραφικό στοιχείο είναι κυρίαρχο στη δουλειά μου. Οι ερμηνευτές δεν μπορούν να προσποιηθούν αυτό που μεταφέρουν στους θεατές, χρειάζεται να το ζήσουν. Ο παλμός, ο ρυθμός, η τεχνική δυσκολία, η ψυχική φόρτιση, όσα ζητώ να μεταδώσει ο ερμηνευτής απαιτούν βαθιά κι εσωτερική επεξεργασία. Είναι μια μικρογραφία της ζωής. Ποτέ δεν πέρασα από κάποιο στάδιο στην εξέλιξη της ζωής και της δουλειάς μου όπου να ένιωσα σιγουριά και ασφάλεια και να είπα «εδώ είμαστε, το έχω, το καθιερώνω, το κατοχυρώνω». Είναι μια κατάσταση ευμετάβλητη. Προκαλώ τις αντιθέσεις, τις συγκρούσεις, τρέφομαι απ’ αυτές. Επιδιώκω ενέργειες αυτοαναίρεσης με μόνο στόχο να γεννηθεί κάθε φορά κάτι καινούριο. Αν είχα τάσεις φυγής από τους ανθρώπους και τον τόπο που αγαπούσα ήταν επειδή επιδίωκα να φτιάξω μια δική μου, ρευστή πραγματικότητα. Προσπαθώ να ισορροπήσω σε μια γλύκα και μια ευφορία που κλονίζεται από μια αόρατη απειλή, μια ένταση, ένα πάθος, έναν φόβο, μια ορμή. 

– Πώς φτάνει αυτό στον θεατή; Είναι ένα στοιχείο αξιοπερίεργο για τους θεατές. Τους κρατά σε εγρήγορση, τους κάνει να θέλουν να αποκωδικοποιήσουν αυτό που συμβαίνει, αυτό που κινεί τα πράγματα. Είναι κομβική στη ζωή μου η συνεχής τριβή με αβέβαιες καταστάσεις. Είναι το δικό μου μονοπάτι εξέλιξης. Το συγκεκριμένο έργο, το «Salema Revisited», έχει να κάνει με την κρητική μουσική που έχει ωραίες μελωδικές στιγμές και μια φόρτιση που προκύπτει από τη συνάντηση των στοιχείων της φύσης με τις προσωπικές ιστορίες κι αυτό το γλυκόπικρο αίσθημα της επιστροφής. Προκύπτει ένα μείγμα που δεν έχει να κάνει με την ηρεμία, τον καθησυχασμό και τη γαλήνη· είναι ένα μείγμα αναβράζον. 

– Το στοιχείο του γλεντιού έχει να κάνει με την αποφόρτιση, ή είναι ένας τρόπος να ξορκίσουμε τους φόβους μας; Είναι ένα σημαντικό στοιχείο της παραδοσιακής ζωής. Ανάλογα με την κουλτούρα, τα έθιμα και την ιδιοσυγκρασία ωθεί κάποιον στην εγκράτεια, τους κανόνες και την εθιμοτυπία ή και τον αλληλοσεβασμό. Υπάρχει όμως και το γλέντι που εδράζεται στην τάση φυγής, στην ανάγκη μας να ξεφύγουμε για λίγο από την καθημερινότητα που μας καταπλακώνει, να μπούμε σε μια κατάσταση τρανς, σχεδόν οργασμική. Τα δικά μου βιώματα στην Κρήτη τείνουν προς τη δεύτερη εκδοχή. Κάθε φορά που πήγαινα σε γλέντι, πολύ σύντομα το εκλάμβανα ως μια απελευθερωτική στιγμή παρά ως μια κατάσταση όπου πρέπει να τηρήσω τα προσχήματα.

– Η δημιουργία, εν προκειμένω η χορογραφία, είναι ένα είδος γλεντιού; Μπορεί να γίνει μια μορφή ευχαρίστησης, υπό την έννοια ότι μέσα στην πειθαρχία της τεχνικής και τον έλεγχο του κορμιού μπορούμε να απολαύσουμε οριακά συναισθήματα, σχεδόν εκτός ελέγχου. Να νιώσουμε την ευχαρίστηση ότι πετυχαίνουμε μια «ανισόρροπη ισορροπία». Αυτό μπορεί να προκαλέσει φόβο και απώλεια αυτοκυριαρχίας, αλλά από την άλλη και μια αίσθηση χαράς κι ελευθερίας, μια απολαυστική παρόρμηση. Ναι, υπάρχει αυτή η αίσθηση ότι η τέχνη του χορού είναι κάτι γιορτινό, αλλά δεν μπορείς να αγνοήσεις ότι είναι κάτι εξειδικευμένο, που απαιτεί τεχνικές δεξιότητες.

– Πόσο κοντά είναι μια δουλειά σας στη συνειδητή αφήγηση και πόσο αφορά τη διαίσθηση και το ένστικτο; Δεν θα με αποκαλούσα αφηγηματικό χορογράφο. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη ροή. Δεν καταπιάνομαι με ιστορίες που πρέπει ντε και καλά να είναι κατανοητές και να υπάρχει τήρηση χρονοδιαγραμμάτων και συνέπεια στους χαρακτήρες. Ρίχνω το βάρος μάλλον στην αφαίρεση και το συναίσθημα, δουλεύω περισσότερο με το ένστικτο. Θεωρώ ότι το κορμί καθαυτό έχει τη δύναμη να εξιστορεί πανανθρώπινες ιστορίες χωρίς να περιορίζεται από συγκεκριμένα γεωγραφικά μήκη και πλάτη. Το έχουμε όλοι. Αναγνωρίζουμε ας πούμε τι σημαίνει μια αγκαλιά. Υπάρχει ένα κοινό λεξιλόγιο, μια παλέτα πάνω στη σωματικότητα κι έτσι, χωρίς να γνωρίζω πραγματικά το δικό σου υπόβαθρο, τις δικές σου προσλαμβάνουσες και σκέψεις, μπορώ να χτυπήσω κάποιο νεύρο, ν’ αγγίξω κάποια χορδή που δεν υποψιάζομαι καν. Προτιμώ να δουλεύω με τρόπο που να παράγω πιθανότητες ανάγνωσης για τον θεατή. Να χαράσσω μονοπάτια όπου ο καθένας εντοπίζει τα δικά του παρακλάδια για ν’ ακολουθήσει.

– Αυτό δεν ενέχει κι ένα ρίσκο ως προς την προσιτότητα μιας χορογραφίας για τον θεατή; Είναι εγγυημένο το άγγιγμα των χορδών; Εννοείται ότι υπάρχει ρίσκο. Αλλά, ξέρετε, υπάρχει μια κοινή λογική και μια εμπειρία, μια διαύγεια ως ένα σημείο. Κατανοώ πλέον μέχρι ποιο βαθμό μπορώ να σε αγγίξω. Το υπόλοιπο δεν μπορώ να το γνωρίζω, γι’ αυτό υπηρετώ τον χορό που μου δίνει την άνεση να ρισκάρω, δηλαδή να κάνω πράγματα που προϋποθέτουν την υποκειμενικότητα στην αντίληψη. Στο θέατρο υπάρχει ο μπούσουλας του κειμένου. Ο χορός είναι μια σχεδόν αρνητική μορφή τέχνης, που την ασπάζομαι γιατί αυτό περισσότερο από πρόβλημα ή ρίσκο είναι επίσης ένα μεγάλο όπλο για μένα. Άλλωστε, προτιμώ το ρίσκο από την ακλόνητη σαφήνεια. Είναι περιοριστικό να γνωρίζεις τι ακριβώς προκαλεί μια δουλειά στον θεατή. Ψαλιδίζει τα περιθώρια συζήτησης.

– Δεν αναζητείτε το αισθητήριο του θεατή; Δεν έχετε προσδοκίες και απαιτήσεις από το κοινό; Δεν θέλω να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι δεν νοιάζομαι για το κοινό. Τι αποκαλούμε «κοινό» όμως σε μια αίθουσα με χίλια άτομα; Μιλάμε για χίλια διαφορετικά μυαλά, χίλιες διαφορετικές ζωές. Πώς μπορώ να κατηγοριοποιήσω και να μαντέψω πώς σκέφτεται ο καθένας; Είναι αδύνατον να το διαβάσουν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Πρέπει να αποσαφηνίσουμε την έννοια του κοινού και να του αποδώσουμε μεγαλύτερη ευθύνη για την παρουσία του στην παράσταση. Δεν απευθύνομαι στον καθένα ξεχωριστά, μ’ ενδιαφέρει να συγκινήσω στο σύνολό του το πλήθος. Είναι μια δική μου ανάγκη που μοιάζει σχεδόν με ερωτοτροπία. Είναι άγνωστο αν θα υπάρξει ανταπόκριση, αν θα προκύψει ερωτική πράξη. Όμως, υπάρχει η συνθήκη του άλλου στο μυαλό μου. Δεν κάνω ότι μου κατέβει εμένα. Μου αρέσει να σκέφτομαι ότι το κοινό είναι ομοιογενές, αυτό εξιτάρει την περιέργειά μου για το πώς θα λειτουργήσει. Επίσης, ο θεατής έχει κι αυτός ευθύνη πού βάζει τα μάτια του. Υπάρχουν πλέον αστείρευτες πηγές πληροφόρησης, βίντεο και εικόνων.

– Με ποιον τρόπο εμπλουτίζεται η τέχνη του χορού στην εποχή μας; Ποιες είναι οι νέες τάσεις; Μεγάλη συζήτηση. Υπάρχει μια σύγχυση για το τι είναι χορός, διαπιστώνεται μια συσσώρευση εννοιών σε μια τόσο μικρή λέξη. Ο χορός έχει πλέον μπει γερά σε όλες τις μορφές παραστατικών τεχνών. Κι έχει επιτρέψει να εισχωρήσουν σ’ αυτόν άλλες τέχνες. Έχουν δημιουργηθεί υβριδικές μορφές παραστατικών τεχνών. Υπάρχει ένα ντιμπέιτ σχετικά με το ποιος μπαίνει στα χωράφια ποιου. Όλα είναι ρευστά. Μια τελευταία τάση, που αγκαλιάζει περισσότερο τη νεολαία, είναι ένα είδος μινιμαλιστικού και επαναληπτικού χορού σε κλειστούς χώρους. Οι τάσεις είναι πολλές και συνεχείς. Τους καλλιτέχνες το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι να εκφραστούμε και το αποτέλεσμα να είναι έξυπνο, πανανθρώπινο, κατανοητό και τίμιο. Είμαι ανοιχτός σε όλα τα είδη χορού, αγαπώ τον χορό όπως κάθε μορφή τέχνης που αγκαλιάζει τη σωματικότητα κι έχει σαφήνεια, τιμιότητα και αυθεντικότητα. 

– Υπάρχει κάτι που σας βασανίζει καλλιτεχνικά αλλά δεν το έχετε τολμήσει μέχρι τώρα; Δεν είναι ότι δεν έχω τολμήσει, μάλλον δεν έτυχε. Μ’ ενδιαφέρουν οι προκλήσεις. Επιζητώ να προκαλέσω τον ίδιο μου τον εαυτό, δεν υπάρχει κάτι που φοβάμαι να κάνω ή θα ήθελα αλλά δεν μπορώ. Δεν έτυχε να ασχοληθώ με το μιούζικαλ, που ενδεχομένως να μ’ ενδιέφερε να είμαι μέρος του πυρήνα σύλληψης μιας τέτοιας παραγωγής. Όμως όλα είναι εκεί, όλα είναι πιθανά.

– Πώς φαντάζεστε τον καλλιτεχνικό σας εαυτό στο μέλλον; Το 2023 έχω επέτειο 20 ετών ως ελεύθερος επαγγελματίας χορογράφος. Αν μπορώ να μιλήσω για μένα, έχω οργανώσει την καλλιτεχνική μου ύπαρξη και τη ζωή μου στη συνθήκη αυτή και ξέρω καλά τι κάνω και πώς το κάνω. Ποτέ δεν επαναπαύομαι σε μια πιθανή επιτυχία του παρελθόντος, ποτέ δεν ακολουθώ συνταγές επιτυχίας και αναγνωρισιμότητας. Με την έρευνά μου πάντα προκαλώ τον εαυτό μου να εξελιχθεί. Σήμερα, χορογραφώ ηλικιακά σχεδόν τα παιδιά μου, από 19 μέχρι 25 ετών. Είναι μια άλλη γενιά. Προσπαθώ να είμαι κοντά τους και να κατανοώ τι τους κινεί, τι τους εκφράζει, τι τους προβληματίζει.

– Με ποια κριτήρια γίνεται η επιλογή των συνεργατών σας; Το πρώτο που με καθηλώνει είναι η ποιότητα της δουλειάς. Να διαπιστώνω ότι η δουλειά κάποιου όταν χορεύει ή όταν σκιτσάρει κοστούμια είναι αυθεντική, συναρπαστική και αιχμηρή. Μετά είναι η ιδιοσυγκρασία και η προσωπικότητα, να ταιριάζουν τα χνώτα μας. Να μπορέσουμε να βρούμε κοινή γραμμή και γλώσσα, να έχουμε χημεία και παραπλήσια κοσμοθεωρία πάνω στην τέχνη. 

– Το ανθρώπινο σώμα έχει δική του νόηση και ευφυία; Φυσικά. Το κορμί είναι ένας πολυσύνθετος οργανισμός. Εν μέρει τα όργανά μας από μόνα τους έχουν δική τους νοημοσύνη. Υπάρχουν μικρές αυτόνομες μονάδες που μας κινούν. Και βιολογικά να το πάρουμε, σε καθετί αναλογεί μια συγκεκριμένη και σχεδόν χειρουργικά ακριβής λειτουργία για να μπορέσουμε να υπάρχουμε. Υπάρχει μια ευφυία σχεδόν κοσμική στο πώς το σύστημά μας οργανώνεται. Από εκεί και πέρα, ναι, το κορμί «μιλά» από μόνο του. Αφηγείται πολλές φορές πράγματα που δεν μπορείς να πεις με το στόμα. Συχνά σε αποκαλύπτει, θες δε θες. Πόσες φορές δεν έχουμε παρατηρήσει το πρόσωπό μας να ομορφαίνει μετά από ένα φιλί, από ένα φλερτ που αναστατώνει χημικά το σώμα; Είναι μια ψυχοσωματική διεργασία που φτάνει στα κύτταρα. Φωτίζουμε ολόκληροι. Αντίθετα, όταν στενοχωριόμαστε πονάει το κεφάλι μας ή βγάζουμε σπυριά. Η νόηση του συναισθήματος επηρεάζει το πώς είσαι. Είσαι ό,τι νιώθεις.

* «Salema Revisited», 8 & 9 Οκτωβρίου, Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας, 8.30μ.μ.  tickethour, 77777040