Ένας τόπος ανάμεσα σε γη και ουρανό, οι τρεις μόνιμοι κάτοικοί του και ένας ολόκληρος αιώνας. Στο βιβλίο του Μιχάλη Φακίνου «Πέτρινο 8» μια χελώνα που θέλει να διασχίσει ένα γκρεμισμένο γεφύρι, ένας αετός που επίμονα διαγράφει οχτάρια στον αέρα κι ένα φίδι που ισχυρίζεται πως ήταν ο Όφις που έδωσε το μήλο στην Εύα παρακολουθούν τις αλλαγές και τους επισκέπτες που φέρνει ο χρόνος στο αινιγματικό αυτό μέρος: ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος περιπλανιέται με τα οράματα των ηρώων τού 1821, Μικρασιάτες πρόσφυγες αναζητούν μια νέα ζωή με μοναδική περιουσία λίγα σπόρια, ένας αντάρτης του Εμφυλίου προσπαθεί να ολοκληρώσει πάση θυσία την αποστολή του, τα φασιστάκια του Μεταξά στήνουν την κατασκήνωσή τους, και ένας κιτς οικισμός χτίζεται επί απριλιανής χούντας για να φιλοξενήσει το καλοκαίρι τις κυρίες των αξιωματικών. Ανάμεσά τους, ένας ποδηλάτης που μάταια αναζητά κάτι.

– Γιατί επιλέξατε ο τόπος να είναι ο πρωταγωνιστής του νέου σας βιβλίου «Το Πέτρινο 8»; Ο τόπος αυτός ορίζεται από ένα αρχαίο λιθόστρωτο που ανάμεσα σε δυο βουνοκορφές σχηματίζει ένα 8 το οποίο αν το κοιτάξεις από ψηλά θυμίζει το σύμβολο του απείρου. Έχει τρεις μόνιμους κατοίκους: Τον Αετό που αενάως πετάει πανωθέ του φτιάχνοντας οχτάρια στον ουρανό σαν να επιτηρεί, τη Χελώνα που διαρκώς στέκεται μπρος στο γκρεμισμένο γεφυράκι ανήμπορη να περάσει απέναντι, και τον Όφι που είναι η μνήμη τούτου του τόπου και που ισχυρίζεται πως αυτός έδωσε στην Εύα το Μήλο. Από το Πέτρινο 8 κατά καιρούς πέρασαν ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος, Μικρασιάτες πρόσφυγες, ένας αντάρτης του Εμφυλίου που έχασε τον δρόμο του, τα φασιστάκια του Μεταξά έστησαν μια κατασκήνωση, επί απριλιανής Χούντας χτίστηκε ένας κιτς παραθεριστικός οικισμός, κι ανάμεσα σε τόσους άλλους πέρασε κι ένας ποδηλάτης που κάτι αναζητά.

– Ποιο ήταν το βασικό ερέθισμα για να γράψετε το μυθιστόρημα; Ο Θεόφιλος. Από ένα πραγματικό γεγονός που του συνέβη όταν ανεβασμένος σε μια σκάλα ζωγράφιζε στον τοίχο καφενείου και οι μάγκες από κάτω για να σπάσουν πλάκα τον έσπρωξαν, έπεσε, χτύπησε το κεφάλι του και σαλεμένος πήρε τα βουνά κι έφτασε στο Πέτρινο 8, όπου μαγεύτηκε από τα ερείπια κι είδε να ζωντανεύουν μπρος στα μάτια του οι ζωγραφιές του κι αυτές που θα ’θελε να φτιάξει. Από εκεί και πέρα πήρα εγώ το πινέλο κι έβαλα στον τόπο τους δικούς μου ήρωες.

– Δουλέψατε πολλά χρόνια ως δημοσιογράφος. Ποια είναι η σχέση δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας; Κάποιες φορές η δημοσιογραφία ερωτοτροπεί με τη λογοτεχνία, αλλά έχεις τον αρχισυντάκτη να φωνάζει «την είδηση. Πες την είδηση, το γεγονός, άσε τις φιοριτούρες». Από την άλλη, η λογοτεχνία οφείλει πολλά στη δημοσιογραφία γιατί της προσφέρει ζωντανούς ήρωες της καθημερινότητας, πράξεις ανθρώπων που υπερβαίνουν τον ρεαλισμό κι ας κρύβονται σ’ ένα μονοστηλάκι.

– Τι έχετε κερδίσει ως τώρα μέσα από τη διαδικασία της συγγραφής; Να δραπετεύω από την καθημερινότητα. Να μου αποκαλύπτεται το μεγαλείο και ο πλούτος της ελληνικής γλώσσας. Να μαθαίνω τους ανθρώπους. Και τον εαυτό μου.

– Με ποιο κριτήριο επιλέγετε τα βιβλία που διαβάζετε; Τώρα πια μ’ ενδιαφέρουν οι συγγραφείς όχι μόνο γι’ αυτό που θέλουν να πουν αλλά για το πώς το περιγράφουν. Δηλαδή, το ύφος και οι λέξεις.

– Τι θα λέγατε σε έναν νέο που θέλει να γίνει συγγραφέας; Να διαβάζει.

– Τι διαβάζετε αυτή την περίοδο; «Πλάνητες» της Όλγκα Τόκαρτσουκ και «Ώσπου οι πέτρες να γίνουν ελαφρότερες απ’ το νερό» του Αντόνιο Λόμπο Αντούνες.

Ελεύθερα, 7.11.2021.