Μετά το μυθιστόρημά του «Εάλω η Κύπρος» (2009), ο Πανίκος Ελευθερίου αποδύθηκε στη δεύτερη συγγραφική του απόπειρα, επεκτείνοντας με τον ίδιο σπαραγμό τις επώδυνες σκέψεις και τους ευθαρσείς προβληματισμούς, τα πικρά αισθήματα της συντριβής και της εναγώνιας υπαρξιακής αντίδρασης μπροστά σε δραματικά αδιέξοδα. Όχι λοιπόν αναιτιολόγητα, αλλά με την ευστοχία του προϊδεασμού της κεντρικής θεματικής και των επί μέρους συνυφάνσεών της με διακριτούς κόμβους συναρμογής στον δεκάλογο του στέρεου αφηγηματικού του νήματος,  επιγράφει τη νέα διηγηματική του συλλογή «Τελικά… δεν υπάρχει ευτυχία». Δέκα διηγήματα, που παρά την αφηγηματική τους αυτοτέλεια συνθέτουν ένα ενιαίο σπονδυλωτό μυθιστόρημα είτε μια εκτεταμένη πολυπρόσωπη νουβέλα. 

Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής, σε αυτοαναφορική, εν πολλοίς, συνταύτιση με τον συγγραφέα λόγω των έκδηλων βιωματικών του εμπειριών, αναδεικνύει το ανεπούλωτο τραύμα του τόπου του και της προσφυγιάς της γονικής του οικογένειας, μέχρι τα προβλήματα μιας τεταμένης οικογενειακής ή επαγγελματικής ατμόσφαιρας, τα πλήγματα και τις βαθιές χαρακιές από τις αναπάντεχες ανατροπές του βίου με τραγικό αποκορύφωμα τα επισφαλή δρώμενα της πολιτικής σκηνής στην υπό κατοχή δύστηνη μισή του πατρίδα. 

Θα έλεγε κανείς ότι και τα δέκα διηγήματα αποπνέουν μια  πεσιμιστική διάθεση βαρύθυμης απαισιοδοξίας μέσα από τις καθημερινές εκδηλώσεις και τις ασθμαίνουσες πλην εκκωφαντικές φωνές των ασυμβίβαστων με την παραχάραξη και την αλλοτρίωση των πατροπαράδοτων αρχών, των ηθικοπνευματικών αξιών  και των εθνικών πεποιθήσεων του κεντρικού τους προσώπου.  Επίμονες εκκλήσεις στον απομονωτισμό μιας αποπνικτικής ατμόσφαιρας και ενός σκοτεινού  ψυχοδιανοητικού λαβύρινθου χωρίς τον μίτο καμιάς μυθολογικής ή υπαρκτής Αριάδνης. Και όμως τα διηγήματα, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο διαβάζονται απνευστί, παρότι από το ένα στο άλλο ο λυγμός της λύπης, η ενσυναίσθηση του πόνου και η συναντίληψη της τυραγνισμένης ψυχής των διηγηματικών ηρώων ουδόλως συνοδεύονται από ελεγειακούς τόνους. Απηχούν μόνο τη συνοικοίωση με γνώριμες προβληματικές καταστάσεις, προβλεπτά φαινόμενα έως αναμενόμενα παράδοξα και απρόβλεπτες αντιφάσεις του περιβάλλοντος κόσμου μας. Στο πολυφασματικό πρίσμα και στις αλλεπάλληλες διαθλάσεις των οδυνηρών αλλοπρόσαλλων συνθηκών, όσο παραμορφωτικά ανεστραμμένες κι αν παρουσιάζονται στον μεγεθυντικό φακό του Ελευθερίου, κατορθώνουν να φωτίσουν όχι τους μαγικούς καθρέφτες ψευδεπίγραφων ειδώλων και φαντασιακών αναπαραστάσεων μιας εικονικής πραγματικότητας. Αποτυπώνουν, απεναντίας, αληθινές μορφές και αληθοφανείς συμπεριφορές μιας πραγματιστικής εικόνας είτε εικονοκλαστικής μυθοπλασίας. 

Ο γέρο-πρόσφυγας του πρώτου διηγήματος, ασκώντας καθ’ υπέρβαση της ηλικίας και της υγείας του τις ψυχοσωματικές αντοχές του μέχρι να ανατείλει η μέρα της πολυπόθητης επιστροφής, αντλεί δύναμη από τους επικούς αγώνες του 1955-59. Αγανακτεί όμως, καθώς διατρέχοντας τον ανηφορικό δρόμο για τα ψώνια του, διαβάζει την πινακίδα του δρόμου με την ονομασία οδός «Ηνωμένων Εθνών»· ένα γράμμα κενό στην πρόσληψη του λεβεντόγερου, καθότι ο παγκόσμιος αυτός Οργανισμός με την επαμφοτερίζουσα διαχρονική του στάση αυτοαναιρεί την αποστολή του, μη εφαρμόζοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα απέναντι στα δίκαια της Κύπρου. Δυσφορεί και με τα περίεργα βλέμματα και τα σχόλια πίσω από την πλάτη του, αλλά και δεν ξεχνά το αγαπημένο του Τρίκωμο μέχρι την τελευταία του πνοή που αφήνει «Στο τέλος του δρόμου», σύμφωνα με τον τίτλο αμφισημίας ή πολυσημίας του βραβευμένου σε πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος. Έντονος ο συνειρμός αναγωγής στους Σεφερικούς αποφθεγματικούς στίχους: «Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα […] δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς».

Συγκινητικό και το δεύτερο διήγημα ενός άλλου πρόσφυγα-πατέρα, προδήλως, του συγγραφέως, του οποίου οι δύο επιθυμίες λίγο πριν πεθάνει εκπληρώνονται με την απόκτηση του αγαπημένου του ενδημικού πουλιού, του τράσιηλου, και τη συγκέντρωση της οικογένειάς του γύρω από το γιορτινό τραπέζι για να τους αποχαιρετήσει. «Ταξίδι στο όνειρο» επιγράφεται το βραβευμένο επίσης διήγημα στον ίδιο διαγωνισμό με τον φίλαθλο να φεύγει από τη δουλειά του, για να παρακολουθήσει το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα και το θαύμα της μεγάλης νίκης από την ελληνική εθνική ομάδα, υψώνοντας το καταρρακωμένο ηθικό του Ελληνισμού. Το κόστος των παρατηρήσεων που υφίσταται αργότερα δεν εξισώνεται με τις ενθουσιώδεις ιαχές «Ελλάς», «Ελλάς» και τις ελληνικές σημαίες που κυμάτιζαν περήφανα. 

«Το Σαββατοκυριάκο» του επόμενου διηγήματος δεν είναι η ανέμελη ανάπαυλα του τέλους της εβδομάδας για τον τραπεζικό υπάλληλο, που ύστερα από ένα ατελέσφορο ειδύλλιο ζει το φάσμα της απόρριψης και της μοναξιάς μέσα στα «Καβαφικά» τείχη. Στο «Σταυροδρόμι» θα μπορούσε να ήταν ο ίδιος ή κάποιος άλλος διηγηματικός χαρακτήρας, που τον στοιχειώνει ο ανεκπλήρωτος έρωτας λόγω διαφορετικών καταβολών. «Το δώρο των γενεθλίων» τού ομότιτλου διηγήματος τονίζει μεταξύ άλλων την εκδήλωση αγάπης των παιδιών προς τους ηλικιωμένους γονείς με τη χαρά της έκπληξης ενός ομαδικού δώρου. Παρεμφερώς ψυχογραφικό το διήγημα «Η επέτειος», όπου στην υπέρβαση της τραγικής απώλειας του αγαπημένου προσώπου σε δυστύχημα συμβάλλει η συγκυριακή συνάντηση με ένα άγνωστο κοριτσάκι. Το διήγημα «Μόνος» δεν ανακινεί απλώς τη μοναξιά αλλά και την ανθρωπιά του συνανθρώπου της φιλικής συμπαράστασης, ενώ το διήγημα «Σχέδιο εθελούσιας αποχώρησης» αποτυπώνει ανάγλυφη την αναλγησία και τη σκληρότητα κάποιων προϊσταμένων στην εργασιακή ιεραρχία. Οι ζωηρές σκηνικές περιγραφές του είναι παραδειγματικά πειστικές. Στο τελευταίο διήγημα της συλλογής, που τιτλοφορείται «Χριστουγεννιάτικη βόλτα», ο πρωταγωνιστής της ιστορίας δυσανασχετεί τόσο με την παρείσφρηση της αγγλικής στην ελληνική γλώσσα όσο και με την προκλητική συμπεριφορά κάποιων νεαρών Τουρκοκύπριων, που θέλουν επιδεικτικά να επιβάλουν την παρουσία τους σε ένα πολυσύχναστο εστιατόριο. 

Στο σύνολό τους τα διηγήματα στοιχειοθετούν όψεις της ζωής με τις ψυχικές εμβαθύνσεις και τις συμβολικές τους προεκτάσεις.