Το πέμπτο βιβλίο της Τζούλιας Γκανάσου «Γόνιμες Μέρες» είναι ένα κυνήγι θησαυρού στα πρώτα χρόνια της ζωής, μια αφήγηση από και προς το σώμα, μια πορεία ανασύστασης μετά από πτώση σε γκρεμό, ένα παζλ που ξορκίζει την απώλεια κι ο πόθος του νέου προορισμού με αφορμή την επιβίωση, το όνειρο και την ελπίδα.

– Πώς γεννήθηκε η ανάγκη να γραφτεί αυτή η ιστορία; Οι βασικές αφορμές ήταν δύο. Η πρώτη σχετίζεται με το γεγονός ότι ένας καρδιακός φίλος πέρασε πολύ χρόνο σε κώμα μετά από ένα δυστύχημα. Κάθε φορά που τον επισκεπτόμουν, φανταζόμουν τη ζωή που ζούσε μέσα στην ακινησία, το σκοτάδι, τη μνήμη με μόνο εφόδιο, ίσως, την όσφρηση και την ακοή. Αναρωτιόμουν αν αρκούσαν αυτά τα ερεθίσματα ώστε να παλέψει για να επιστρέψει ξανά στη ζωή. Διερωτόμουν αν υπήρχε ζωή μέσα σ’ αυτό το κλουβί. Φανταζόμουν τι μπορεί να ανακάλυπτε όσο βρισκόταν εκεί. Ήθελα απεγνωσμένα να του δώσω φωνή. Η δεύτερη αφορμή σχετίζεται με τα πρώτα χρόνια της ζωής μας, την περίοδο όπου συμβαίνουν τόσα πολλά τα οποία καθορίζουν τον άνθρωπο και στα οποία δεν έχει συνειδητή πρόσβαση ώστε να τα διαχειριστεί. Με απασχολεί τι θα γινόταν αν μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε σκηνές από εκείνη την εποχή… Θα ήμασταν άραγε οι ίδιοι;  

– Πόσο εύκολο είναι να περιγράψει κανείς μια ζωή όπου κυριαρχούν μόνο η όσφρηση κι η ακοή; Ο εγκλεισμός μες στο σώμα, μέσα σε τοίχους, μέσα στα σκοτεινά σοκάκια του νου, ο πάσης φύσεως εγκλεισμός χρειάζεται διεξόδους παροχής οξυγόνου, διόδους επαφής με τον κόσμο, κίνητρα επιστροφής στη ζωή. Ο ήρωας στις «Γόνιμες Μέρες» χρησιμοποιεί τις αισθήσεις της όσφρησης και της ακοής για να συλλέξει πληροφορίες, εμπιστεύεται τα αποτυπώματα της καθημερινότητας επάνω στο δέρμα του ώστε να αντλήσει δύναμη, ιχνηλατεί τις θύμησες για να προσεγγίσει εκ νέου τον εαυτό του, να ανακατασκευάσει την ιστορία του. Ως εκ τούτου, οι δυνατότητες της αφήγησης είναι άπειρες ακόμη και στην ιδιαίτερη συνθήκη στην οποία βρίσκεται ο πρωταγωνιστής. Μιας κι εκείνες τις μέρες ο ήρωας πραγματοποιεί σταδιακά μια επανεκκίνηση ή όπως χαρακτηριστικά συνοψίζει: «Ξεκινάμε… Όχι απ’ τη μήτρα αλλά απ’ όπου βρίσκεται ο καθένας μισός». Πρόκειται για ημέρες που αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο ο ήρωας διεκδικεί τη ζωή. Μέρες όπου ο φόβος, η φθορά, η αγάπη, η ματαίωση, ο έρωτας συγκατοικούν τολμηρά. Μέρες όπου ξαναγράφεται η προσωπική (και όχι μόνο) ιστορία. Μέρες όπου από τις χαραμάδες «φυτρώνουν» νέα ξεκινήματα. Κι από τα χαλάσματα ξεπηδάει η ελπίδα… Γόνιμες μέρες.

– Μπορεί ένας συγγραφέας να βασιστεί στους ήρωές του για να τον βοηθήσουν ή και να τον σώσουν; Πιστεύω ακράδαντα στην ιαματική δύναμη της Τέχνης. Οι «Γόνιμες Μέρες» είχαν γραφτεί εν μέρει προτού μπω η ίδια στο νοσοκομείο, προτού βρεθώ έγκλειστη για καιρό μες στο σώμα, προτού βιώσω την υποταγή στους νόμους της φύσης, της σάρκας, της έγνοιας. Κατά τη διάρκεια της ανάρρωσης, συνέχισα την συγγραφή του βιβλίου και ο πρωταγωνιστής με παρηγόρησε όσο κανένας άλλος άνθρωπος εν ζωή. Αυτό οφείλεται στο κύριο θέμα του βιβλίου το οποίο είναι η αναγέννηση, η εν δυνάμει Ανάσταση αλλά και στο γεγονός ότι, προς το τέλος, η αφήγηση «αρθρώνεται» αλλιώς. Πιστεύω ότι ο μητρικός λόγος που απευθύνει η μάνα τα πρώτα πέντε χρόνια στο παιδί, το καθορίζει εφ’ όρου ζωής, του δίνει φτερά ή το παραλύει. Εξαιτίας των δυσκολιών τις οποίες αντιμετώπισα, θέλησα να γράψω ένα βιβλίο το οποίο να παρηγορεί σαν μητρικός λόγος, να παρακινεί σαν μητρικός λόγος, να μας κάνει να λαχταράμε ξανά τη ζωή.

– Έχετε βρει μια πειστική απάντηση στο ερώτημα «γιατί γράφετε»; Γράφω άρα υπάρχω, κατά το γνωστό: «Σκέφτομαι άρα υπάρχω» του Ρενέ Ντεκάρτ.  

– Ποια αναγνώσματα θεωρείτε καθοριστικά για τη διαμόρφωσή σας ως συγγραφέα; Τα διηγήματα του Βιζυηνού, τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη, τη «Μεγάλη χίμαιρα» του Καραγάτση, τον «Νάνο» του Λάγκερκβιστ, «Το πέμπτο παιδί» της Λέσσινγκ, «Το κουαρτέτο του Χάρλεμ» του Μπάλντουιν, το «Έγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι, τη «Δίκη» του Κάφκα, την «Κυρία Νταλογουέι» της Γουλφ, το «Η βουή και η μανία» του Φώκνερ, «Τα παιδιά του Μεσονυχτίου» του Ρουσντί, το «Ζαντίγκ» του Βολταίρου, τις «Εξομολογήσεις» του Ρουσσώ.