Με το νέο του βιβλίο, ο δημοφιλής συγγραφέας μάς οδηγεί, μέσα από μια προβληματική και «γκρίζα» εποχή, στην κατανόηση και στην θέαση της φωτεινότητας του κόσμου που μας περιβάλλει.

– Αυτή η αισιοδοξία τού «Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί» σε χαρακτήριζε πάντα; Θα έλεγα πως όχι. Είναι μια συνειδητή επιλογή. Ωστόσο, πολλοί αναγνώστες μού λένε πόσο ευεργετικά λειτουργεί αυτό το βιβλίο, ιδιαίτερα στην περίοδο του κορωνοϊού, πόσο ανακουφιστικά για τους ίδιους. Αλλά, είναι και προϊόν ενός συνδυασμού παραγόντων: Πρώτον, ενός ντοκιμαντέρ που γύρισε ο Σάββας Χουλιαράς για μένα -τα γυρίσματα κράτησαν περίπου ενάμιση χρόνο και δεν υπήρχε παραγωγός, ήταν μία no budget δουλειά-, κάτι που με ώθησε να συνοψίσω τα πράγματα, να οδηγηθώ σε μια ανακεφαλαίωση όσων με αφορούσαν, και, δεύτερον, η ψυχοθεραπεία που είχα κάνει πριν από μερικά χρόνια και με βοήθησε να προχωρήσω σε μια ανασκόπησης της ζωής μου. Τον προηγούμενο καιρό, την εποχή της «φούσκας», όταν κυριαρχούσε η χαριτωμενιά, το «χαμογελάτε, είναι μεταδοτικό», σαν από αντίδραση, έγραψα πολύ «μαύρες» ιστορίες, εξερεύνησα πολύ σκοτεινά πράγματα. Το όφειλα, λοιπόν, τώρα στους ανθρώπους που με διαβάζουν, να γράψω και κάτι θετικό.  

– Την προηγούμενη περίοδο, έτσι ήσουν και μέσα σου; «Σκοτεινός»; Όχι υποχρεωτικά. Αλλά, όπως λέει και ο Νίτσε, «όταν κοιτάς για πολύ την άβυσσο, στο τέλος και η άβυσσος θα κοιτάξει εσένα»· άμα αρχίσεις και παραεξερευνάς αυτό το πράγμα, μαυρίζει και η δική σου ψυχή. Αλλά, όχι, δεν μπορώ να πω ότι είμαι ένας άνθρωπος που πέρασα δύσκολα, δε νομίζω. Απ’ την άλλη μεριά, το να εξερευνάς δύσκολα πράγματα, αυτές τις σκοτεινές όψεις της πραγματικότητας που η ζωή τις κουκουλώνει, αποτελεί και υποχρέωση ενός συγγραφέα – δεν μπορεί να γλιστράει όπως το μαχαίρι στο βούτυρο ένας συγγραφέας. Στο προηγούμενο βιβλίο μου, π.χ., «Ο άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα», έχω δώσει τον λόγο σε έναν άστεγο. Παρά την κρίση που μεσολάβησε, η εποχή είναι τόσο κομφορμιστική για την Ελλάδα, που οι Έλληνες διαβάζουν σχεδόν αποκλειστικά ιστορικά μυθιστορήματα, προϊόν ενός κομφορμισμού γενικευμένου, με τη διαφθορά ίσως που προκάλεσε το χρήμα που εισέρρευσε επί ΠΑΣΟΚ – και ο κόσμος εξακολουθεί να είναι συντηρητικός, σε μια προβληματική κατάσταση ψυχική, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που μεσολάβησε. Ο κόσμος μπορεί να μη θέλει να διαβάσει για έναν άστεγο, αλλά είναι καθήκον ενός συγγραφέα να μιλήσει για ανθρώπους που βρίσκονται σε μεγάλη ανάγκη, που είναι στριμωγμένοι, αδικημένοι, που είναι καταφρονημένοι, περιθωριοποιημένοι. Αν δεν ασχοληθεί ένας συγγραφέας, ποιος θα γράψει γι’ αυτά τα θέματα; Ή, για τις λεσβίες, π.χ., όπως είχα κάνει με το μυθιστόρημά μου «Λεσβία», όπου έρχονταν να μου μιλήσουν κορίτσια που έμεναν στην επαρχία, σε μια κλειστή κοινωνία, όταν πήγαινα να παρουσιάσω το βιβλίο μου. Τις λεσβίες που συνεχίζουν να είναι στο περιθώριο ακόμη και σήμερα, το 2021, και δεν μπορούν ακόμη να το ομολογήσουν, γιατί η κοινωνία τους φέρεται με χυδαίο τρόπο, τις πολεμάει και τις καταδιώκει. Ο Κουμανταρέας, ο Ταχτσής, ο Βασιλικός έγραψαν για σύγχρονα πράγματα – σήμερα, αν δεν έγραφαν ιστορικά μυθιστορήματα, δεν θα τους διάβαζε κανείς! Θέλω να πω πως δεν νιώθω ότι κάνω κάτι πρωτοποριακό· αλλά ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας είναι οπισθοδρομικό. Δεν κάνω κάτι «προχωρημένο», και δεν έκανα ούτε στο παρελθόν, ούτε με τη «Λεσβία», ούτε με τη «Λούλα», π.χ. 

– Τι είδους συγγραφέας είσαι; Απομονώνεσαι «μοναστικά» στο σπίτι για να γράψεις ή μπορείς και να κουβαλήσεις το laptop και τα χαρτιά σου σ’ ένα καφενείο, ανάμεσα σε κόσμο και να είσαι το ίδιο δημιουργικός; Δεν γράφω μυθιστορήματα σε καφενεία, εκτός από κάτι επιφυλλίδες ή συνεργασίες για εφημερίδες και περιοδικά. Κρίνοντας, όμως, πώς ήμουν ως παιδί και ως έφηβος -ένας άνθρωπος πολύ κοινωνικός, με παρέες, ένας καθόλου κλειστός τύπος-, εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, έχω γράψει τόσο πολύ, που λέω ότι έχω περάσει τη μισή μου ζωή κλεισμένος μέσα και να γράφω. Ένας άνθρωπος που γράφει πολύ, όσο κοινωνικός κι αν είναι, περνάει άπειρες ώρες μόνος του. Δεν έχει σημασία αν είσαι στο καφενείο ή κλεισμένος στο σπίτι σου – είσαι κλεισμένος κάπου και γράφεις.  

– Τα ελαττώματά σου -τα οποία αναφέρεις και σε ένα κείμενο σου, στη σελίδα 103 του τελευταίου σου βιβλίου- σε έκαναν συγγραφέα τελικά; Το άγχος, ο ψυχαναγκασμός, η υπερανάλυση; Μπαίνεις στον πειρασμό να δώσεις διάφορες εξηγήσεις, ειδικά όταν περνάς τη ζωή σου με αυτοπαρατήρηση, η οποία σε βοηθάει στο γράψιμο – προχωρώντας, βέβαια, μετά και στην εξονυχιστική παρατήρηση των άλλων. Μπαίνεις, λοιπόν, στον πειρασμό να ερμηνεύσεις φαινόμενα, τα οποία όμως είναι στο βάθος μυστήρια. Θεωρώ ότι η δημιουργικότητα, και γενικά ο εγκέφαλος κι αυτό που λέμε «ψυχή», είναι μυστηριώδη πράγματα, που αμφιβάλλω αν θα μπορέσει ποτέ η επιστήμη να εξηγήσει, να φωτίσει κάθε γωνιά τους κρυφή. Είναι ένα μυστήριο από πού πηγάζει η δημιουργικότητα. Ακόμη κι όταν μπαίνω στον πειρασμό να το κάνω, να την εξηγήσω -μέσα από ελαττώματά μου, να σκεφτώ τι είδους πλευρές μου αναπληρώνει-, πάντα στο τέλος ανακαλύπτω κι άλλες όψεις ανεξήγητες, που δεν το εξηγούν τελικά όλο αυτό. Ζούμε σε μια εποχή εξαιρετικά απομαγεμένη, εξαιρετικά αντιπνευματική, εξαιρετικά αποϊεροποιημένη -έχω κι ένα κομμάτι στο βιβλίο που λέω πως «το να ανακαλύψουμε την χαμένη αίσθηση του ιερού, είναι πρωτεύον»-, όπου η κοινωνία μας έχει βάλει σε όλα μια χρησιμοθηρική ταμπέλα: Για όλα αξία και μέτρο είναι το χρήμα και η οικονομική επιτυχία. Και μετά καθόμαστε και συζητάμε γιατί υπάρχει η κλιματική αλλαγή και δεν σταματάει, γιατί καταστρέφεται η φύση κ.λπ. Αυτός που γράφει, λοιπόν, αντιλαμβάνεται ότι ο τρόπος που λειτουργεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος, και ο τρόπος που λειτουργούμε ως άνθρωποι γενικά, έχει πολύ μεγάλο μέρος σκοτεινό, ανεξήγητο, ανεξιχνίαστο· και η δημιουργικότητα το ίδιο. Δεν είναι μόνο αναπλήρωση μειονεκτημάτων ενός ανθρώπου η δημιουργικότητα, δεν έχουμε βρει ότι τα τάδε κοινά ελαττώματα παράγουν δημιουργό και τα τάδε κοινά προτερήματα δεν παράγουν· δεν υπάρχει «συνταγή».

– «Εν ολίγοις», γράφεις στη σελίδα 90, «θα απευθύνομαι πάντα στους πολλούς, και ας μη με διαβάζει κανένας»… Α, ναι, σίγουρα. Αυτό έχει να κάνει με πολλά, έχει να κάνει και με την καταγωγή μου από μια λαϊκή, μικροαστική συνοικία. 

– Πάντως μου έκανε εντύπωση κάτι που γράφεις (σελ.162) σε σχέση με την επιτυχία: «Χαίρομαι, κι ας ακούγεται προκλητικό και τρελό και κυριολεκτικά αδιανόητο, που δεν είμαι το ίδιο επιτυχημένος», μιλώντας για ξένους πασίγνωστους συγγραφείς. Γιατί; Έχει «βάρη» η επιτυχία; Για σκέψου τώρα να ήμουν διεθνώς επιτυχημένος, να είχα μια γραμματέα, να μη μιλούσαμε τώρα έτσι όπως μιλάμε, να μου κανόνιζε αυτή τα ραντεβού, να μου λέει «κάνε το ένα και κάνε τ’ άλλο» (γελάει). Με πιάνει κρύος ιδρώτας. Λέω «Χριστέ μου, ευτυχώς που δεν συνέβη αυτό!» Όπως, όμως, έχει «βάρη» η επιτυχία, «βάρη» έχει και η αποτυχία. Όλα έχουν «βάρη» – η ζωή είναι μπελάς, μόνο νεκρός δεν έχεις μπελάδες, μόνο στο νεκροταφείο είσαι «ήσυχος». Αλλά είναι ένας γλυκός μπελάς· και στα στραβά της και στα άσχημά της, για να μην πούμε πως ευτυχώς που υπάρχουν κι αυτά. 

– Γιατί το λες αυτό; Γιατί τα άσχημα της ζωής σού ακονίζουν την οπτική γωνία για να εκτιμήσεις τα καλά. Το κλασσικό: Άμα αρρωστήσεις με κάτι, τότε αρχίζεις και εκτιμάς την υγεία. Και οι κακοί μπελάδες σε κάνουν να φρεσκάρεις το πώς βλέπεις τους καλούς μπελάδες – η ζωή έχει βάσανα, έχει θέματα, τι θα είναι η ζωή, μόνο τριαλαρί τριαλαρό; 

– Παρατηρώ, επίσης, γνωρίζοντάς σε ή μ’ αυτά που αναρτάς στο Facebook, πως έχεις μια «κανονικότητα» ως άνθρωπος, μια λειτουργία «μέσου ανθρώπου» – αυτό είσαι; Είμαι το μισό αυτού που λες. Ο «κανονικός» άνθρωπος δεν περνάει τη ζωή του γράφοντας και βασανίζοντας τόσο τα πράγματα, ούτε κάθεται να σκάει με διάφορα που σκάω εγώ για να γράψω, ούτε έχει τέτοιες φιλοδοξίες εν πάση περιπτώσει. Έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε ένα κλισέ ότι δημιουργός ίσον κάποιος εκκεντρικός, ο οποίος κάνει πράγματα της μειοψηφίας μόνο. Αλλά αυτό έχει να κάνει με μία ιδιοσυγκρασιακή ταυτότητα, με το «πώς είναι ο Βαγγέλης». Μερικές φορές παίζω με την ιδέα ότι έγινα «κανονικός» άνθρωπος, αν δεν ήμουνα ήδη τέτοιος, ή το συντήρησα για να μπορώ να έχω περισσότερο χρόνο να γράφω – ήταν βαθύτερη η επιθυμία μου να γράφω, και να γράφω πολύ· την άνοιξη που μας έρχεται, π.χ., θα βγει το επόμενό μου μυθιστόρημα που λέγεται «Ανέγγιχτη»: Η ερωτική του ζωή του Νίκου Καζαντζάκη, μέσα από τα μάτια της πρώτης του γυναίκας, που τον κατηγορούσε ότι δεν την είχε αγγίξει ερωτικά. Ξέρεις, αν δεν ζούσα τη ζωή ενός «μέσου ανθρώπου», όπως λες, και ζούσα μια ζωή περιπετειώδη, δεν θα είχα το ίδιο περιθώριο -χρονικό, ψυχικό- να αφοσιωθώ στο γράψιμο, όπως το ‘χω κάνει. Έτσι νομίζω. Προσωπικά, θα έλεγα ότι δεν είμαι μόνο μέσος άνθρωπος, είμαι λίγο Κένταυρος – το μισό μου είναι αλογίσιο και το άλλο μισό ανθρώπινο. Σίγουρα, ωστόσο, παρατηρώντας γύρω μου, οι περισσότεροι καλλιτεχνίζοντες και καλλιτέχνες είναι μόνο η μία πλευρά, δεν είναι και τα δύο. Το χειρότερο, όμως, δεν είναι αυτό που συζητάμε, το χειρότερο είναι να είσαι μέσος άνθρωπος και να ποζάρεις ως κάτι διαφορετικό. Και, φυσικά, εκεί, ψεύτικη είναι και η Τέχνη σου – άμα φοβάσαι να πεις την αλήθεια για σένα, ψεύτικα θα είναι και τα έργα σου· τα γραπτά, εξάλλου, είναι σημαντικά, αν έχουν μεγάλο ποσοστό αλήθειας μέσα τους. Υπάρχουν άνθρωποι που επιδεικνύουν μια εκκεντρικότητα η οποία είναι φάλτσα, δεν είναι αληθινή, κι επομένως δεν παράγουν και κάτι ενδιαφέρον.

– Πάντα είχες αυτή την αλήθεια; Μακάρι να την είχα. Γιατί μπορεί και να αυταπατώμαι. Έχω, όμως, μια ροπή προς την ωμότητα, την αμεσότητα, δεν είναι το ταλέντο μου η υποβολή, θέλω να τα λέω πιο χύμα· δεν είναι τυχαίο ότι οδηγήθηκα στο να γράφω πορνογραφία. 

 

– Διατηρείς ακόμη εκείνον τον ρομαντικό εαυτό που είχες όσο έγραφες και παλιά; Νομίζω ότι παρότι μεγαλώνοντας γίνεσαι ακόμη πιο ρεαλιστής ως άνθρωπος -πράγμα που δικαιολογείται από το γεγονός ότι οδεύεις προς το τέλος σου, οπότε και οι αυταπάτες σου μειώνονται- πιστεύω ότι άνθρωπος δημιουργικός χωρίς ρομαντική πλευρά δεν υπάρχει. Και μόνο η υπερβολική χρήση της φαντασίας, γεννάει ρομαντισμό. Αν δεν είχες την διαφυγή, μέσω της φαντασίας, να αναπληρώνεις τις απογοητεύσεις -και άρα να διατηρείς έναν ρομαντισμό στο πώς βλέπεις ορισμένα πράγματα-, δεν θα έγραφες, δεν θα έκανες μια δημιουργική δουλειά. 

– Πάντα πίστευες αυτό που λες και μέσα στο βιβλίο, πως «η ζωή συνεχίζεται»; Πάντα. Κατά βάθος δεν είσαι και τίποτα τρομερό· είσαι μέρος μιας αλυσίδας πραγμάτων και όντων, και η ζωή συνεχίζεται, και μετά από σένα, και πριν από σένα, και πάνω από σένα. Τι είσαι; Ένα τίποτα είσαι. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, αν καταφέρεις με ένα έργο σου να συντονιστείς με τον ευρύτερο συμπαντικό ρυθμό, τότε αποκτάει το πράγμα και κάτι συμπαντικό. Αλλά και πάλι, εσύ δεν είσαι τίποτα – γιατί το «εγώ» είναι πηγή δυστυχίας, αυτό καταλαβαίνω. Και ο σύγχρονος πολιτισμός απαιτεί, όλο και περισσότερο, να είμαστε εγωιστές και ατομικιστές. Πιστεύω ότι η πηγή δυστυχίας των ανθρώπων ξεκινάει από ένα «εγώ» που ζητάει τα ρέστα από την πραγματικότητα. Και ίσως, αν καταλάβαινε ότι είναι κάτι ασήμαντο, σαν το φυλλαράκι ενός δέντρου, δεν θα είχε τόσες απαιτήσεις, τόση τρέλα να είναι «κάποιος».

– Άρα τι είναι η ευτυχία, Βαγγέλη; Το να ισοπεδώσεις το «εγώ» σου όσο περισσότερο γίνεται. Ευτυχής νιώθεις όταν, για κάποιο λόγο, το «εγώ» σου μπαίνει σε αναστολή. Ακόμη και στον έρωτα. Ο έρωτας είναι η αυταπάτη ότι τα δύο «εγώ» γίνονται ένα, και η πιο γλυκιά ισοπέδωση του «εγώ» γίνεται μέσα στον έρωτα, γιατί δεν έχει καμία σημασία το «εγώ» το δικό σου, αφού ενδιαφέρεσαι για το «εγώ» του άλλου πιο πολύ. Ευτυχία είναι όταν το «εγώ» μπαίνει σε καραντίνα.

– Οι μέρες σου πια είναι περισσότερο φωτεινές, όπως είναι και το εξώφυλλο του βιβλίου σου; Πολλές φορές, γράφοντας αφιερώσεις για το βιβλίο, γράφω στους αναγνώστες «ελπίζω να έκανες κι εσύ μια λίστα με τα πράγματα που είναι ό,τι καλύτερο σου έχουν συμβεί». Και το λέω, όχι μόνο ως λογοπαίγνιο, επειδή είναι ο τίτλος του βιβλίου, αλλά ως μια ευχή, ότι αν κάνει κάποιος μια λίστα με τα πράγματα για τα οποία πρέπει να είναι ευγνώμων στη ζωή, τότε θα είναι και πιο φωτεινές οι μέρες του. Είναι θέμα συνήθειας όλα αυτά: Όσο πιο πολύ εθίζεσαι να εξερευνήσεις αυτές τις πλευρές της ζωής σου, τόσο πιο πολύ σου επιστρέφεται αυτό. 

Info: Το βιβλίο του Βαγγέλη Ραπτόπουλου «Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί», κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κέδρος. 

xatzigeorgiou@yahoo.com

Φιλελεύθερα, 15.8.2021.