Ο Κύπριος ντιζάινερ Μιχάλης Αναστασιάδης μπορεί να μην θεωρεί τον εαυτό του καλλιτέχνη, ωστόσο έργα του βρίσκονται στις συλλογές μεγάλων μουσείων του κόσμου όπως το MoMA, το Victoria & Albert ή το MAK της Βιέννης, ενώ οι μοναδικές δημιουργίες του προωθούνται από φημισμένες εταιρείες ντιζάιν. Δεν είναι τυχαίο που τον έχουν χαρακτηρίσει «ποιητή του φωτός».
– Ήταν μια περίοδος αναστοχασμού η τελευταία χρονιά; Γενικότερα, η περίοδος του κορωνοΐού είχε τεράστια επιρροή στη ζωή όλων μας. Σε ό,τι με αφορά, στο επιχειρηματικό κομμάτι της δουλειάς μου που είναι η παραγωγή και πωλήσεις φωτιστικών κάτω από το δικό μου μπραντ, ήταν μια δύσκολη συνθήκη. Στο δημιουργικό κομμάτι όμως λειτούργησε θετικά για μένα. Αναθεώρησα πολλά πράγματα και στο τέλος κατέληξα να αναπτύξω μια δουλειά που εξέπληξε κι εμένα τον ίδιο. Βγήκε μέσα από τις συνθήκες του lockdown: Ακριβώς πριν από έναν χρόνο, αποφάσισα να ξεκινήσω μια δουλειά με φωτιστικά χρησιμοποιώντας μπαμπού. Η ιδέα πίσω από τη χρήση του υλικού αυτού ήταν να μη χρησιμοποιήσω καθόλου βιομηχανικές διαδικασίες. Δηλαδή να το χειριστώ ακριβώς όπως το βρίσκεις στη φύση.
– Μέσα από ποιες αναζητήσεις επέλεξες να μη χρησιμοποιήσεις τις τεχνολογίες; Μπροστά σ’ αυτή την μεγάλη πρόκληση που μας έφερε η πανδημία, είχα αρχίσει να θέτω διάφορα ερωτήματα στον εαυτό μου για τον βιομηχανικό σχεδιασμό και παραγωγή αντικειμένων. Γιατί να σχεδιάζω; Γιατί να υπάρχει αυτός ο καταναλωτισμός; Τι επιπτώσεις μπορεί να έχει η ανθρώπινη επέμβαση στο περιβάλλον; Επιπλέον, όλα τα εργοστάσια που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω ήταν κλειστά, οπόταν σκέφτηκα να παράγω δουλειά που μπορώ να δημιουργήσω μόνος μου στο στούντιο από την αρχή ως το τέλος. Ήταν μια σημαντική άσκηση και διαδικασία.
– Είσαι ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα; Είναι μια δυνατή δουλειά, όμως πάντα με ενδιαφέρει και η αντίδραση του κόσμου.
– Πού θα δούμε αυτές τις νέες δημιουργίες σου; Η συλλογή αυτή θα παρουσιαστεί τον Σεπτέμβριο στο Μιλάνο, στο ICA (Institute Contemporary Art).
– Σε περιόδους κρίσεις, το ντιζάιν και η τέχνη θεωρούνται είδη πολυτελείας. Ο χώρος αυτός θα ανακάμψει εύκολα τους επόμενους μήνες; Έχω ζήσει πολλές κρίσεις από την ημέρα που αποφοίτησα ως τώρα. Σ’ ένα βαθμό ισχύει αυτό που λες. Όμως εξαρτάται τι είδους ντιζάινερ είσαι. Εγώ πιστεύω πως, αν τα ερωτήματα που θέτεις κατά τη δημιουργία του αντικειμένου είναι σωστά, τότε δεν είναι πολυτέλεια τα προϊόντα που παράγεις. Πολυτέλεια είναι να αγοράσεις ένα χρηστικό αντικείμενο το οποίο δεν χρειάζεσαι. Αν όμως σου προσφέρει κάτι πολύ δυνατό πέραν της χρήσης, τότε σταματά να είναι πολυτέλεια και γίνεται ανάγκη. Μιλούμε για ποιότητα στην καθημερινή μας ζωή, η οποία ίσως να μην είναι άμεσα συνδεδεμένη με το κόστος.
– Η πανδημία σε έχει οδηγήσει να αναθεωρήσεις πράγματα και στην προσωπική σου ζωή; Σίγουρα. Στη δική μου περίπτωση, επειδή είχα ασχοληθεί πολλά χρόνια με τη γιόγκα -και συνεχίζω να ασχολούμαι- είναι ένα στοιχείο που με βοήθησε πάρα πολύ στον τρόπο με τον οποίο βλέπω τα πράγματα. Με έχει βοηθήσει να εστιάζω στα σημαντικά της ζωής και να προσπαθώ να ζω την κάθε στιγμή ουσιαστικά.
– Η γιόγκα σε έχει επηρεάσει και στο ντιζάιν; Ναι, βέβαια. Με έχει επηρεάσει στο θέμα της χρήσης του αντικειμένου αλλά και στην αισθητική του σχεδιασμού.
– Απλότητα και αφαίρεση χαρακτηρίζουν τα ντιζάιν σου. Πώς καταλήγεις σ’ αυτό το αποτέλεσμα; Προσπαθώ να αφαιρώ οτιδήποτε πιστεύω πως είναι περιττό. Δηλαδή, ακόμα και η ιδέα της διακόσμησης πρέπει να υπάρχει μόνον αν υπάρχει πραγματικά ανάγκη. Στη δική μου διαδικασία σχεδιασμού, ξεκινώ αφαιρώντας πληροφορίες από το αντικείμενο. Αφαιρώ σε διάφορα επίπεδα και φτάνω στο σημείο που, αν αφαιρέσω ακόμη περισσότερο, δεν θα υπάρχει το αντικείμενο. Κρατώ τα πολύ απαραίτητα.
– Γιατί απορρίπτεις τον όρο «μινιμαλισμός» στη δουλειά σου; Ο μινιμαλισμός ξεκίνησε ως ένα κίνημα στην τέχνη. Όταν αποφοίτησα την δεκαετία του ’90, όλοι μιλούσαν για μινιμαλισμό και μινιμαλιστική αρχιτεκτονική. Όμως είχε παρεξηγηθεί αρκετά ο όρος: Μινιμαλιστικό θεωρείτο οτιδήποτε ήταν απλό.
– Σε δυο εκθέσεις που έκανες στην Κύπρο, είχες αναφορές στην επαφή σου με τον Νεοπτόλεμο Μιχαηλίδη. Ήταν ένας άνθρωπος που επηρέασε έντονα τη σκέψη σου; Όταν μεγαλώνεις σ’ έναν μικρό χώρο όπως η Κύπρος και ψάχνεις ερεθίσματα, προσπαθείς να έρχεσαι σε επαφή με ανθρώπους που σε εμπνέουν. Ο Νεοπτόλεμος ήρθε στη ζωή μου μέσω του πατέρα μου, ο οποίος του ζήτησε να σχεδιάσει το εξοχικό μας στη Λεμεσό. Ήταν μια καινούργια, σημαντική σχέση, δεν ήταν απλώς επαγγελματική.
– Τι θυμάσαι από την επίσκεψή σου στο μοναδικό σπίτι του Νεοπτόλεμου; Τι σου άφησε αυτή η εμπειρία; Την πρώτη φορά που επισκέφθηκα το σπίτι του, έπειτα από πρόσκληση από τον ίδιο και τη γυναίκα του, ήταν αργά το απόγευμα. Μου έκανε εντύπωση που ο φωτισμός ήταν τόσο χαμηλός, αλλά ικανοποιητικός για να μετακινηθείς στους διάφορους χώρους. Αμέσως είχα σκεφτεί ότι ήταν ένας όμορφος τρόπος για να επιβραδύνεις τον ρυθμό κάποιου, ώστε να εκτιμήσει ένα περιβάλλον με τέτοια ομορφιά. Ο πατέρας μου είχε παραπονεθεί ότι όλα γύρω ήταν σκοτεινά και ο Νεοπτόλεμος του απάντησε: «Υπάρχει λόγος που υπάρχει η μέρα και η νύχτα και δεν θα πρέπει να προσπαθούμε να κάνουμε τη νύχτα μέρα ή το αντίθετο». Μερικές φορές σκέφτομαι ότι αυτή η θέση του ήταν ο λόγος που έγινα σχεδιαστής φωτιστικών.
– Τι άλλο έχεις μάθει από τον Νεοπτόλεμο; Θυμάμαι που είχαμε πάει μια εκδρομή μαζί του με σκοπό να βρούμε κρυστάλλους. Ψάχναμε για ώρες χωρίς τύχη, όταν ξαφνικά πήρε μια τέλεια διαμορφωμένη στρογγυλή πέτρα στην παλάμη του και μου την προσέφερε. «Να, μια πραγματική σφαίρα!», είπε. «Δεν μπορείς να νικήσεις τη φύση!». Έμαθα πολλά από τον Νεοπτόλεμο, αλλά το πιο σημαντικό είναι η ειλικρίνεια, όχι μόνο στο ντιζάιν αλλά και στην αρχιτεκτονική. Πιστεύω ότι γίνεται μια υπερπροσπάθεια από ορισμένους να αποδείξουν κάτι στον κόσμο, στον εαυτό τους σε τελική ανάλυση. Αυτό το φιλοσόφησε ο Νεοπτόλεμος. Δηλαδή ότι δεν υπάρχει λόγος να προσπαθούμε να εντυπωσιάσουμε, να σοκάρουμε για να αποδείξουμε κάτι. Το βλέπουμε σε πολλά παραδείγματα γύρω μας. Αν δεις την Πλατεία Ελευθερίας, για παράδειγμα, είναι ένα δυνατό παράδειγμα αποτυχίας.
– Ποια λάθη πιστεύεις πως έγιναν στον σχεδιασμό της Πλατείας; Δεν έχει καμιά σχέση με την Κύπρο, το κυπριακό τοπίο, τον τρόπο ζωής. Κάτι που έλεγε πάντα ο Νεοπτόλεμος είναι πως οι γιατροί μπορούν να θάψουν τα λάθη τους, αλλά οι αρχιτέκτονες, δυστυχώς, ποτέ. Δεν χρειαζόταν σχεδιασμός πλατείας. Μπορούσε να φυτευθεί ο χώρος της τάφρου και να αναδειχθεί ως πάρκο, όπως έγινε, και να στοίχιζε λιγότερο. Έτσι δεν θα γινόταν όλη αυτή η τεράστια επέμβαση στην πόλη.
– Ποια είναι η πρόκληση κάθε φορά που αρχίζεις να σχεδιάζεις ένα νέο κομμάτι; Έχεις την αγωνία να επινοήσεις κάτι νέο; Πιστεύω ότι δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο. Όλες οι ιδέες υπήρχαν στο παρελθόν και τα πάντα έχουν ξαναγίνει, ίσως όχι απόλυτα με τον ίδιο τρόπο. Δηλαδή αν κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι ο πρώτος που δημιούργησε κάτι καινούργιο, κάνει ένα τεράστιο λάθος. Αυτό που μπορείς να προσφέρεις ως σχεδιαστής, είναι μια προσωπική ματιά στον σχεδιασμό ενός αντικειμένου. Η προσέγγισή σου θα πρέπει να είναι ειλικρινής και σωστή, σύμφωνα με τις δικές σου ευαισθησίες.
– Σε ποιο βαθμό σε ενδιαφέρει η αλληλεπίδραση των αντικειμένων που σχεδιάζεις με τον χρήστη; Με τη δουλειά μου δεν θέλω να επιβάλω έναν συγκεκριμένο τρόπο χρήσης ή έναν τρόπο αντιμετώπισης του αντικειμένου. Με ενδιαφέρει να αφήνω περιθώρια ώστε ο χρήστης να αντλεί διάφορα ερεθίσματα. Η μεγαλύτερη χαρά μου και έκπληξη είναι όταν ανακαλύπτω ότι κάποιος βλέπει κάτι πολύ διαφορετικό, το οποίο εγώ ως δημιουργός δεν έχω σκεφτεί.
– Στην αναδρομική σου έκθεση στο Κέντρο Τεχνών το 2017 είχες παρουσιάσει μια μεγάλη συλλογή με πέτρες. Τι σε ώθησε να δημιουργήσεις αυτή τη συλλογή; Είναι μια συλλογή που άρχισα να δημιουργώ από μικρός. Με ενδιαφέρει να παρατηρώ το πώς η φύση έχει δημιουργήσει την τέλεια φόρμα. Με ελκύει η ιδέα να συλλέγω κάτι που δεν δημιουργήθηκε από μηχανές και δεν σχεδιάστηκε από τον άνθρωπο. Παρόλο που μοιάζουν μεταξύ τους, δεν είναι ίδιες. Υπάρχουν τόσα πολλά στοιχεία που μπορείς να ανακαλύψεις αν τις παρατηρήσεις καλά. Το σχήμα, η φόρμα τους, το πόσο σκληρές ή μαλακές είναι. Αν κοιτάξουμε πίσω στην ιστορία, τα πρώτα κομμάτια ντιζάιν πιθανόν να είναι τα νεολιθικά εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι. Το τοπίο της Κύπρου επίσης υπήρξε πηγή έμπνευσης και έχει επηρεάσει την αισθητική μου. Ο τόπος που έχουμε μεγαλώσει μας προσφέρει δυνατές εμπειρίες και ερεθίσματα. Σε μια ατομική μου έκθεση, στο Point Centre, παρουσίασα έργα με έμπνευση τα βουνά στα Λύμπια και τον Πενταδάχτυλο, που τα είχα δημιουργήσει μέσα από τοπογραφικούς χάρτες.
– Η γερμανική εφημερίδα Die Zeist σε αποκάλεσε «ποιητή του φωτός». Πόσο σε εκφράζει αυτή η προσέγγιση; Σίγουρα είναι μεγάλο κομπλιμέντο αυτό, επειδή ασχολήθηκα πολύ με το φως, λόγω και της εταιρείας που δημιούργησα το 1997 για την παραγωγή φωτιστικών, και μετά για τη συνεργασία μου με τη Flos η οποία ήταν επικεντρωμένη στο φως.
– Είσαι ένας άνθρωπος που ταξίδεψες πολύ. Τι σου έχουν δώσει αυτά τα ταξίδια; Με έχουν επηρεάσει και θετικά και αρνητικά. Στα ταξίδια έρχεσαι σε επαφή με πολλούς διαφορετικούς τόπους και ανθρώπους. Τα περισσότερα ταξίδια ήταν στο Μιλάνο, στη Νέα Υόρκη και στο Παρίσι, αλλά ταξίδεψα και σε μέρη πολύ διαφορετικά, όταν χρειάστηκε να επισκεφθώ κάποια εργοστάσια σε μικρές πόλεις. Τα ταξίδια στην Ιαπωνία μου έχουν δώσει επίσης μεγάλη χαρά. Οι Γιαπωνέζοι έχουν μια πολύ διαφορετική φιλοσοφία στον τρόπο που βλέπουν τα πράγματα από άλλες χώρες. Ορισμένα ταξίδια έγιναν για να δω κάποια υλικά σε λατομεία ή κάποια πετρώματα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η επαφή μου με δημιουργούς που κατασκευάζουν αντικείμενα χωρίς τη χρήση τεχνολογίας. Η ιδέα του αυθορμητισμού στη δημιουργία είναι ένα πολύ δυνατό στοιχείο, που με ενδιαφέρει και με συγκινεί. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η δουλειά του γλύπτη Κώστα Αργυρού, ο οποίος ήταν μοναδικός και εξαιρετικός καλλιτέχνης. Είχα την τύχη να τον γνωρίσω, χάρη στην Γκλόρια Κασσιανίδου.
– Τι σου έλειψε περισσότερο στη διάρκεια της πανδημίας; Σε προσωπικό επίπεδο μου έλειψε η ανθρώπινη επαφή. Σε ό,τι αφορά τη δουλειά, μου έλειψε η ζωντανή επαφή με το φυσικό στοιχείο. Ως δημιουργός, μου αρέσει να βλέπω τα αντικείμενα. Τον τελευταίο χρόνο αυτή την επαφή την είχα μέσω κομπιούτερ. Ήταν μεγάλο πρόβλημα το γεγονός ότι έβλεπα διαδικτυακά την ανάπτυξη αντικειμένων που είχα σχεδιάσει για κάποια εργοστάσια στην Ιταλία. Αυτό μου δημιουργούσε μεγάλο πρόβλημα.
– Το Λονδίνο τι σου έχει προσφέρει ως δημιουργό; Οι μεγάλες πόλεις όπως το Λονδίνο λειτουργούν ως μαγνήτης για δημιουργικό κόσμο, όχι μόνο στο ντιζάιν αλλά και στον χώρο της τέχνης, του θεάτρου, της μουσικής, του χορού. Τα μουσεία, οι γκαλερί, τα θέατρα, σου προσφέρουν μια πληθώρα εμπειριών.
– Ποια είναι τα αγαπημένα σου κομμάτια στον χώρο σου; Γενικά, επιλέγω με προσοχή οτιδήποτε θα μπει στο άμεσο περιβάλλον μου. Το κάθε αντικείμενο έχει τη δική του ιστορία και λόγο για να υπάρχει στον χώρο. Όταν δημιουργούσα το σπίτι μου, αποφάσισα να ζω με τα αντικείμενα που σχεδιάζω, έτσι πολλά από αυτά βρίσκονται εδώ. Και ο λόγος είναι ότι δεν με ικανοποιούσε κάτι που έβρισκα στην αγορά. Επίσης έχω πολλές πέτρες στο σπίτι μου, που τις μάζεψα από την Κύπρο.
– Είσαι πρεσβευτής της Κύπρου στη διαδικτυακή πλατφόρμα αριστοτεχνίας Homo Faber Quide. Ποιος είναι ο ρόλος ο δικός σου; Πριν από ένα χρόνο μου ζήτησαν να γίνω πρεσβευτής της Κύπρου σ’ αυτή την πλατφόρμα. Έτσι, χρειάστηκε να κάνω μια έρευνα για να προτείνω κάποιους δημιουργούς που ειδικεύονται σε κάποια τεχνική ή ένα υλικό από τη Λευκωσία και τη Λεμεσό. Έχω προτείνει, επίσης, και άλλους πρεσβευτές από την Κύπρο.
– Αυτή η προβολή θα δώσει νέα ώθηση στο έργο των δημιουργών; Οποιαδήποτε ευκαιρία να δείξουν την τέχνη τους σε ένα ευρύ κοινό είναι πολύ σημαντική.
– Οι δημιουργίες σου παρουσιάζονται σε φημισμένα μουσεία του κόσμου και έτυχαν αποδοχής από σημαντικές εταιρείες. Αυτό σου έδωσε μια ασφάλεια ή εξακολουθείς να έχεις μια αγωνία για τη δουλειά σου; Εκείνο που ανακαλύπτεις, είναι ότι μεγάλη σημασία έχει η διαδρομή που έκανες για να φτάσεις σ’ αυτό το σημείο. Όλες αυτές οι αναγνωρίσεις είναι πολύ σημαντικές, διότι σε ενθαρρύνουν να συνεχίσεις. Από την άλλη, νομίζω ότι η μεγαλύτερη κατάκτηση που μπορεί να έχει ένας δημιουργικός άνθρωπος είναι η ελευθερία.
Φιλελεύθερα, 6.6.2021.