Η Έλενα Χριστοδουλίδου κάνει ένα ταξίδι στις βαθύτερες χορογραφημένες μνήμες.
Απαρχή μιας νέας διαδρομής στο πεδίο του installation body performance ενδέχεται να είναι η νέα της δουλειά με τίτλο «Void Spaces». Αυτά τα κενά διαστήματα αναφέρονται στις μικρές ή μεγαλύτερες παύσεις που προκύπτουν στη ζωή, χωρίς τις οποίες τα πάντα θα λειτουργούσαν αυτόματα, μηχανιστικά. Μια τέτοια, διαφορετική ταλάντωση του χρόνου προέκυψε κατά τον πολύμηνο εγκλεισμό εξαιτίας της πανδημίας, κατά τη διάρκεια του οποίου ξεκίνησε να δημιουργείται το έργο αυτό. Αναπόφευκτα, το τοπίο που δημιουργείται επί σκηνής, σαν ακόμη ένα κινούμενο σώμα, θυμίζει έντονα την περίοδο που βιώνουμε. Αποτελεί παράλληλα έναυσμα για αναστοχασμό αλλά και απολογισμό, μια αναδρομή σε μνήμες από προηγούμενες δουλειές της τελευταίας δεκαετίες.
– Πώς θα περιέγραφες αυτή τη νέα δουλειά; Είναι ένα έργο πολυεπίπεδο. Η εικαστική προσέγγιση θέλει τα σώματα επί σκηνής να δημιουργούν μια σειρά εικόνες αλλόκοτες, αφήνοντας περιθώρια στον θεατή να νιώσει, να σκεφτεί, να βιώσει με τον δικό του ξέχωρο τρόπο την παρουσία στον χώρο. Τεχνικά μιλώντας, πρόκειται για μια ιδιαίτερη περφόρμανς εικαστικής σωματικής εγκατάστασης (installation body performance). Ένα παιχνίδι ανάμεσα σε εικόνες πραγματικές και σε εικόνες που δημιουργήθηκαν με την τεχνολογία.
– Πόσο καθοριστικά είναι στη ζωή μας τα κενά διαστήματα; Οι μικρές ή μεγαλύτερες παύσεις της μονότονης συνέχειας μάς επιτρέπουν να είμαστε κι εξωτερικοί παρατηρητές του εαυτού μας, ν’ αφουγκραζόμαστε και ν’ αντιλαμβανόμαστε την εκτός των ορίων του μικρόκοσμού μας πραγματικότητα. Χωρίς αυτές τις λυτρωτικές παύσεις, τις αποστασιοποιήσεις, τα κενά διαστήματα, τα πάντα απολήγουν να λειτουργούν αυτόματα και μηχανιστικά. Κι εμείς εκφυλιζόμαστε σταδιακά σε διεκπεραιωτές, χάνοντας την ουσία κάθε στιγμής.
– Τι ήταν αυτό που πυροδότησε το ενδιαφέρον σου για το συγκεκριμένο θέμα; Είχα κατά νου έναν τρόπο εξελικτικής δημιουργίας βασισμένο στη περισυλλογή και τον αναστοχασμό, στα κενά μεταξύ των χορογραφικών ενοτήτων διαστήματα, ώστε να προσφέρεται η δυνατότητα στις χορεύτριες συνεργάτιδές μου εκ περιτροπής ν’ αποστασιοποιούνται και να ταυτίζονται, ανανεώνοντας έτσι διαρκώς τη σχέση τους με την εξέλιξη του έργου. Ψάχνοντας στις μνήμες μας τις βασικές συντεταγμένες για να χαράξουμε τη γραμμή συνέχειας του έργου, επισκεφτήκαμε προηγούμενα έργα μου από το 2010 ως σήμερα, συζητήσαμε τις πάμπολλες διαφορετικές θεματικές, αλλά και τους ακόμα περισσότερους κοινούς εκφραστικά τόπους τους κι όσο πιο απλά γινόταν– κουβαλώντας τη μνήμη των έργων της δεκαετίας– με αγάπη παραδίδουμε ένα νέο έργο. Ξεκινώντας από ένα νοητό σημείο μηδέν, αυτό το οποίο υποχρεωτικά μάς όρισε η πανδημία, ο εγκλεισμός πολλών μηνών, η αναμόρφωση των θεμελιωδών στοιχείων της καλλιτεχνικής μας ταυτότητας.
– Ποια οφέλη θα κρατούσες από τη συνθήκη εγκλεισμού; Την τελετουργική συμπόρευση με τους αργούς ρυθμούς, την έμπρακτη υπενθύμιση πως ακόμα κι η πιο βίαιη παύση μπορεί να λειτουργήσει ως σταθμός ανανέωσης, επανασύνδεσής μας με το χαμένο μέσ’ την αδιάκοπη ροή του χρόνου βαθύ νόημα των πραγμάτων. Αν δεν μας επιβαλλόταν αυτή η τελευταία βίαιη παύση, ίσως θα ‘πρεπε να την εφεύρουμε.
– Σε ανησυχεί αυτή η «θεσμοθέτηση» της απόστασης, η απουσία της σωματικής επαφής που είναι και κυρίαρχο συστατικό της δουλειάς σου; Απομακρυνθήκαμε σωματικά αλλά παράλληλα συνδεθήκαμε πνευματικά. Βίωσα ως παρατηρήτρια μετά τη δημιουργική μου επανεκκίνηση πολλές στιγμές ακινησίας, μέρες που τα σώματα στη δημιουργική διαδικασία είχαν απόλυτη ανάγκη να αφουγκραστούν τη σιωπή, ν’ ακούσουν τους ήχους του χώρου, τις ανάσες, να δικαιολογούν την κάθε μετακίνηση με ειλικρίνεια σε αντίθεση με τις πιο έντονες στιγμές δράσης κι αντίδρασης που ανταλλάξαμε στην προ πανδημίας εποχή. Είμαι σε θέση να πιστοποιήσω πως υπάρχει μια φροντίδα, ένας βαθύτερος πλέον σύνδεσμος μεταξύ των ανθρώπων που δημιουργούν, αλλά και μια εντονότερη συνειδητότητα της αξίας της κάθε στιγμής.
– Είναι η τέχνη είδος πρώτης ανάγκης; Ζούμε σε μια χώρα φερόμενη ως προηγμένη, σε μια εποχή όπου σε ό,τι αφορά τις φερόμενες ως προηγμένες χώρες η κάλυψη των λεγόμενων πρώτων/ βασικών αναγκών θεωρείται θεμελιώδες για όλους τους ανθρώπους δικαίωμα. Η πρόσβαση στη τέχνη για όλους τους ανθρώπους, με όλα όσα αυτό by the book συνεπάγεται, προφανώς είναι ενταγμένη στα θεμελιώδη δικαιώματα. Υπό αυτή την κρίσιμη έννοια, αδιαμφισβήτητα η τέχνη είναι –για όλους, και θεατές και καλλιτέχνες, οι ρόλοι άλλωστε στην ευμετάβλητη κι ευέλικτη σύγχρονη ζωή είναι εναλλασσόμενοι– είδος πρώτης ανάγκης. Το γεγονός πως μόνο ως τέτοιο δεν αντιμετωπίζεται στη χώρα μας, αυτόματα μάς επιβάλλει να αναρωτηθούμε πόσο πραγματικά προηγμένη χώρα είναι ή όχι…
– Αισθάνεσαι ότι το κοινό είναι το ίδιο όπως το άφησες πριν από αυτή τη δύσκολη παγκόσμια εμπειρία; Άλλαξαν πολλά με την πανδημία. Οι άνθρωποι οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι πραγματικά με τις τέχνες, που αγαπούν αληθινά τη τέχνη και τον κόσμο της, δεν είναι δυνατό παρά να ένιωσαν εκείνο το αίσθημα της αφόρητης ασφυξίας που η άξαφνη και βίαιη απώλεια αυτού που πραγματικά αγαπάς σημαίνει. Είναι σήμερα εντονότερη από ποτέ η ανάγκη για ανάσα, μετά από ένα τόσο μακρύ διάστημα βίαια επιβεβλημένης ασφυξίας. Κι αυτή η εντονότερη από ποτέ ανάγκη είναι κοινή για το κοινό της τέχνης και για τους καλλιτέχνες. Έχω την αίσθηση πως η κοινή αυτή ανάγκη δημιουργεί έναν νέο κοινό τόπο επαφής των καλλιτεχνών και του κοινού που μπορεί στη πορεία –αν δεν αφήσουμε να ξεγλιστρήσουν από τη μνήμη μας αυτά τα κενά διαστήματα που μας δυνάμωσαν και μας έφεραν πιο κοντά– να αποδειχθεί βαθύτατα απελευθερωτικός.
– Ποια είναι η ευθύνη του κοινού, του θεατή απέναντι στη τέχνη; Κάποια ερωτήματα, όσο ερεθιστικά κι αν είναι, όσο κι αν μας απασχολούν, δεν απαντώνται ποτέ δημόσια, παρά μόνο μέσα μας. Δεν μου αρέσει να σηκώνω το δάκτυλο, δεν ταιριάζει αυτός ο αστυνομικός ρόλος στον όποιο άνθρωπο νιώθει τον εαυτό του αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου της τέχνης και την τέχνη ως αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού του. Θα απαντούσα λοιπόν πως η ευθύνη απέναντι στην τέχνη είναι αυτή που ο κάθε άνθρωπος νιώθει διαθέσιμος, αλλά κι έτοιμος ν’ αναλάβει.
– Σε ποια πεδία έχει μετακινηθεί τώρα η έρευνά σου; Το έργο αυτό ίσως είναι η αρχή για μια νέα διαδρομή στο installation body performance. Προτιμώ, καλλιτεχνικά μιλώντας, να επιμείνω στην απόλαυση του παρόντος, αυτή που μας έλειψε τόσο όλο αυτό τον καιρό. Ν’ αφήσουμε το μέλλον να μιλήσει για τον εαυτό του και να προτείνει τα επόμενα ερεθίσματα για δημιουργία. Εξάλλου, κάθε στιγμή, κάθε σκέψη, κάθε ανθρώπινο αχνάρι γύρω μας αποτελεί στοιχείο μελέτης και παρατήρησης.
– Ποιο στοιχείο της ανθρώπινης κίνησης είναι αυτό που σε ιντριγκάρει περισσότερο; Η αργή κίνηση. Αυτή που μαγικά διαγράφει κάθε νοητό όριο και αποδυναμώνει ή και εκμηδενίζει κάθε χωρικό περιορισμό χωρίς καν αυτός που παρακολουθεί να έχει τη δυνατότητα να το καταλάβει. Να νιώθεις, ν’ απολαμβάνεις, να σκέφτεσαι χωρίς να είσαι υποχρεωμένος με αυστηρό τρόπο να το καταλάβεις.
* «Void Spaces», Εγκώμιο Πολιτιστικό Κέντρο, 12, 13 & 27 Ιουνίου, 8.30μ.μ. tickethour.com.cy