Η Έφη Σαββίδη αναδεικνύει τις ιστορίες των προσφύγων που εγκλωβίστηκαν στο Richmond Village, στη βρετανική βάση της Δεκέλειας, και καταγράφει την αγωνία τους να μην ανήκουν πουθενά, να μην έχουν πατρίδα ούτε πολιτικά δικαιώματα.
-Ποια ήταν η αφορμή για να στρέψεις την πρακτική σου ως καλλιτέχνης σε κοινωνικά θέματα;
Ξεκίνησα μιλώντας σε μετανάστες που έμεναν σε γειτονιές της Λευκωσίας το 2012. Ήταν πιο πολύ μια ματιά στο πώς οργάνωναν τις αυλές τους και τη ζωή σε δημόσια θέα.. Το 2014 γνώρισα την οικογένεια Χασάν που είναι Κούρδοι απάτριδες. Ο μεγαλύτερος γιος έκανε απεργία πείνας έξω από το υπουργείο Εσωτερικών. Η εμπλοκή μου άλλαξε καθοριστικά και τον τρόπο προσέγγισής μου. Η οικογένεια συνέχισε τη διαμαρτυρία με απεργίες πείνας και δίψας μέχρι το 2018. Τα πράγματα υπήρξαν ακραία και αποκαλυπτικά της βίας που ασκείται στα σώματα και τις προσωπικότητες αυτών των ανθρώπων. Δεν είναι απλώς ένα κοινωνικό θέμα αλλά μια συνθήκη που αποκαλύπτει τον συστημικό ρατσισμό στο κράτος και την κοινωνία της Κύπρου.
-Ποια ήταν η αφετηρία για το πρότζεκτ «A territory without terrain»;
Το 2016 πήγα στο Richmond Village, στη βρετανική́ στρατιωτική́ βάση της Δεκέλειας, μετά από μια κουβέντα με λειτουργό της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες (UNCHR). Η ιστορία δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή, γράφτηκαν κάποια άρθρα στον Τύπο όταν οι πρόσφυγες ναυάγησαν στα ανοικτά της Βάσης Ακρωτηρίου το 1998, και έκτοτε όταν υπήρχε κάποια εξέλιξη στις δικαστικές τους διεκδικήσεις. Η Κυπριακή Δημοκρατία απέφυγε να εμπλακεί, θεωρώντας πως είναι υπόθεση του Ηνωμένου Βασιλείου. Πιο πολλά γράφτηκαν στον εδώ αγγλόφωνο Τύπο και στις βρετανικές εφημερίδες παρά στα κυπριακά ΜΜΕ. Στη πρώτη μου επίσκεψη γνώρισα τον 15χρονο Εμμάνουελ, που γεννήθηκε στην Κύπρο το 2000 και ζούσε στο Richmond με τους γονείς του (πατέρας από το Σουδάν, μητέρα από την Αιθιοπία). Η διοίκηση των Βάσεων εγκατέστησε τους ναυαγούς στη Δεκέλεια σε κατοικίες με αμίαντο, τις οποίες στο παρελθόν χρησιμοποιούσε το στρατιωτικό προσωπικό και εγκαταλείφθηκαν ως ακατάλληλες. Ο Εμμάνουελ με τη μητέρα του ήθελαν να μοιραστούν τις ιστορίες τους. Συνέχισα να πηγαίνω, γνωριστήκαμε ουσιαστικά. Με τιμά που με εμπιστεύτηκαν, που ήρθαμε κοντά (στον βαθμό που αυτό μπορεί να συμβεί). Σταδιακά γνώρισα και άλλες οικογένειες, με τις οποίες διατηρούμε σχέσεις ακόμα και τώρα που ζουν πλέον στην Αγγλία.
-Ποια θέματα θέλησες να αναδείξεις με αυτή την έκθεση;
Για παράδειγμα, στο Richmond φαίνεται η σχέση ανάμεσα στα αποικιοκρατικά κατάλοιπα και το μεταναστευτικό σήμερα. Η μετάβαση από την αυτοκρατορία στην ψευδαίσθηση της εθνικής κυριαρχίας. Οι συνθήκες κατά τις οποίες ομάδες πληθυσμών που αποτελούσαν τμήματα της βρετανικής αυτοκρατορίας ζουν σήμερα ως απάτριδες. Η δουλειά μου «The Empire is Perishing; the Bands are Playing» που παράχθηκε στο Richmond, διερευνά, από την προοπτική των κατοίκων του οικισμού, τους μηχανισμούς αναγνώρισης προσφύγων και μεταναστών και τις καθημερινές πρακτικές με τις οποίες βιώνονται τέτοιοι μηχανισμοί ελέγχου. Ακούγοντας τις ιστορίες, παράγω εικαστικές καταγραφές της επίπονης καθημερινότητάς τους, της αντίστασης και της ανθεκτικότητάς τους, μέσα σε ένα τοπίο που μετατράπηκε από στρατιωτική εγκατάσταση σε στρατόπεδο προσφύγων. Καταπιάνομαι επίσης με τις κρυμμένες αντιφάσεις παρελθόντος και παρόντος, οι οποίες συχνά δεν περιλαμβάνονται στις αφηγήσεις που ορίζουν την εθνική ταυτότητα και ιστορία, όμως στηρίζονται στον συστημικό ρατσισμό –και τον στηρίζουν– στις χώρες υποδοχής των αιτητών ασύλου. Εν προκειμένω, στην γκρίζα ζώνη των Βάσεων ανάμεσα στην Κυπριακή Δημοκρατία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
-Τι εικαστικά μέσα χρησιμοποιείς;
Κυρίως βίντεο, φωτογραφία, σχέδιο και αρχειακό υλικό. Η επιλογή του μέσου έχει να κάνει με αυτό που καταγράφεται. Αν είναι κουβέντα που διαρκεί ή κάτι που συμβαίνει στιγμιαία και χρειάζεται μια πιο άμεση αντίδραση για να αποτυπωθεί. Δεν υπάρχει κάτι προσχεδιασμένο, περνάω χρόνο στο Richmond και αποκρίνομαι στις δυναμικές της συνάντησης με τους ανθρώπους και το τοπίο. Πολλές φορές δεν καταγράφω κάτι, επειδή είναι πολύ πιο σημαντικό το ότι περνάμε μαζί μια μέρα από το να παραχθεί μια εικόνα. Η φωτογραφία και το βίντεο μού επιτρέπουν να ανταποκρίνομαι σε αυτό που συμβαίνει, όταν υπάρχει η διάθεση και η θέληση από τους ανθρώπους που με φιλοξενούν. Τα σχέδια είναι ίσως η πιο μοναχική συσχέτιση με το τοπίο και η παραγωγή τους δεν γίνεται επί τόπου, είναι μια διαδικασία αναστοχασμού. Η έρευνα σε αρχειακό υλικό τρέχει παράλληλα, γιατί έχω ανάγκη να μάθω πιο πολλά για την ιστορία του τόπου, πώς καταγράφτηκε, τι συμπεριέλαβε και τι απέκλεισε.
-Πόσο πρόθυμοι είναι οι πολιτικοί πρόσφυγες να συμμετάσχουν στο πρότζεκτ σου;
Θέλουν να μοιραστούν τις ιστορίες τους δημόσια, επειδή τα μέσα επικοινωνίας τούς δίνουν λόγο μόνο με δημοσιογραφικούς όρους, περιορισμένα και ελεγχόμενα. Η σχέση μας στήνεται σιγά-σιγά. Το πρότζεκτ προκύπτει στην πορεία, αν και εφόσον συμβεί, δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι λεπτή η γραμμή που χωρίζει την παρουσίαση του αγώνα και της αξιοπρέπειας αυτών των ανθρώπων από μια ματιά που ψάχνει να κεφαλαιοποιήσει τον πόνο τους. Είναι μια διαρκής αγωνία αυτή η διάκριση: Πώς θα αποδοθεί η ιστορία, ποιος ο ρόλος ο δικός μου, ποια η σχέση μου μαζί τους; Δεν είναι πάντα ξεκάθαρα στο μυαλό μου τα όρια της δράσης μου. Όσο περνά ο καιρός όμως, μαθαίνω καλύτερα, συνειδητοποιώ όλο και περισσότερο τι σημαίνει η προνομιακή μου θέση, το ηθικό και πολιτικό βάρος που συνεπάγεται, και προσπαθώ να βρίσκω τρόπους να ανταποκρίνομαι – υπάρχουν και στιγμές παράλυσης. Με βοηθάνε οι άνθρωποι αυτοί, η κουβέντα μαζί τους, οι προσωπικές σχέσεις που στήνονται.
-Τι σε έχει συγκλονίσει περισσότερο από τις ιστορίες των ανθρώπων του Richmond Village;
Η υπομονή και η ανθεκτικότητα τους. Χρειάστηκαν 21 χρόνια διεκδίκησης για να πάρουν άδεια παραμονής και να μεταβούν στη Βρετανία. Η αγωνία τους να μην ανήκουν πουθενά, να μην έχουν πατρίδα, άρα και πολιτικά δικαιώματα. Το να είναι υποχρεωμένοι να μένουν μόνιμα στην Κύπρο χωρίς να μπορούν να ταξιδέψουν, αφού δεν έχουν διαβατήρια, εγκλωβισμένοι σε μια επικράτεια στην οποία, σύμφωνα τόσο με τη βρετανική όσο και με την κυπριακή κυβέρνηση, δεν ανήκουν. Η Κυπριακή Δημοκρατία χρησιμοποίησε το ό,τι ναυάγησαν στα ανοικτά των Βάσεων για να αποποιηθεί την όποια υποχρέωσή της απέναντί τους. Οι ίδιοι λένε, «είμαστε σε ανοιχτή φυλακή».
-Η τέχνη έχει τη δύναμη να επηρεάσει τους ανθρώπους ευαισθητοποιώντας τους σε θέματα ξενοφοβίας και ρατσισμού;
Ναι, δουλεύω τα τελευταία 10 χρόνια με ομάδες προσφύγων και μεταναστών, ανθρώπους που βρίσκονται σε οριακές συνθήκες, είτε επειδή οι ίδιοι αποφασίζουν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους με διαμαρτυρίες, απεργίες πείνας κ.ά, είτε γιατί το κράτος παρεμβαίνει στις διαδικασίες τιμωρητικά. Τέτοιου είδους καταγραφές στο πεδίο της τέχνης μπορούν να συμβάλουν στο πώς προσλαμβάνουμε, κατανοούμε και αφηγούμαστε κοινωνικά ζητήματα, την ιστορία του τόπου γενικότερα και τις σχέσεις ανάμεσα σε όσους ζούμε σ’ αυτόν. Πιστεύω πως η τέχνη μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες ενσυναίσθησης, διευκολύνοντας τη σύνδεση του θεατή με τις ιστορίες των προσφύγων και των μεταναστών, ώστε να νιώσει τι σημαίνει μισαλλοδοξία και ρατσισμός. Να αντιληφθεί τις συνέπειες που αυτές οι αντιλήψεις έχουν στις ζωές ανθρώπων που παρουσιάζονται μόνο ως ξένοι και απειλή. Να συνειδητοποιήσει εντέλει τον ρόλο που παίζει καθένας και καθεμιά από εμάς στη διατήρηση ή την ανατροπή του συστημικού ρατσισμού. Βλέποντας το πώς εξελίσσονται τα πράγματα στην Κύπρο, είμαι λιγότερη αισιόδοξη για την επιρροή της τέχνης, όμως αυτό κάνει πιο επιτακτική την ανάγκη τού να κάνουμε τέχνη που να θέλει την αλλαγή.
*Η έκθεση της Έφης Σαββίδη A territory without terrain στη Δημοτική Πινακοθήκη Λάρνακας, σε επιμέλεια της Μαρίνας Χριστοδουλίδου, εγκαινιάζεται στις 18/6 στις 18:00 και θα διαρκέσει ως τις 4/9.
Κεντρική φωτο: Memory Forest 2019.
Φιλελεύθερα, 13.6.2021.