100 χρόνια από τη γέννησή του.
Μια δίωρη συνάντηση ένα σαββατιάτικο πρωινό, στα τέλη του 2010, που έμελλε να ήταν η τελευταία συνέντευξη της ζωής του. Τη θυμόμαστε με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή του σπουδαίου δημιουργού, στις 11 Ιουνίου.
Ζούσε σε ένα υπέροχο τρίπατο στου Φιλοπάππου, με θέα την Ακρόπολη. Στο μικρό, ψηλοτάβανο γραφείο είχε κρεμασμένες φωτογραφίες με τις πρωταγωνίστριές του: τη Μερκούρη, τη Λαμπέτη, την Παππά αλλά και του αιώνιου Ζορμπά του Anthony Quinn. Δίπλα απ’ αυτές υπήρχαν κορνιζαρισμένες δεκάδες διακρίσεις του: απ’ τα Oscar, τις Κάννες και από φεστιβάλ του κόσμου όπου προβλήθηκαν οι ταινίες που σκηνοθέτησε. Στη μεγάλη βιβλιοθήκη, είχε κορνιζαρισμένο ένα ιδιόχειρο σημείωμα του Μακάριου με χρονολογία το ’78, λίγο μετά τα γυρίσματα που έκαναν για τον Αττίλα, παραδίπλα υπήρχαν τα σενάρια των ταινιών του, άλμπουμ με φωτογραφίες και κολλημένες κιτρινισμένες απ’ το χρόνο ετικέτες. «Στο πλατό», «Με φίλους», «Απ’ το ’99 εντεύθεν». Είχε καθίσει στην αγαπημένη του γωνιά, στην μπλε πολυθρόνα του και ξεκίνησε να μου αφηγείται τη ζωή του.
Έζησα στην Κύπρο μέχρι τα 17 μου. Κρατώ τις εικόνες που έζησα με την οικογένεια και του φίλους μου στη Λεμεσό και στις Πλάτρες. Δεν έχω πάει ποτέ στην Αμμόχωστο γιατί στο αυτοκίνητο ζαλιζόμουν και τα ταξίδια ήταν απαγορευτικά. Και μέχρι τις Πλάτρες που πηγαίναμε ήταν υπεραρκετό αφού κάθε φορά ήταν ένα μαρτύριο. Ζητούσα να σταματήσει συνεχώς το αυτοκίνητο γιατί ζαλιζόμουν.
Παιδί βέβαια ήμουν λιγάκι ύπουλος. Παρουσίαζα το καλό παιδί αλλά δεν ήμουν καθόλου έτσι. Στο σπίτι, συναγωνιζόμαστε ο ένας τον άλλο. Η Στέλλα ήταν πάντα έξυπνη και πρώτη σε όλα. Η Γιαννούλα απ’ την άλλη, μικρή ήταν γεμάτη ανασφάλειες και κόμπλεξ. Και για κάποιο λόγο, της είχε καρφωθεί στο μυαλό ότι ήταν υιοθετημένη επειδή ήταν πιο μελαχρινή από εμάς. Τα Χριστούγεννα, επειδή είχε πλούσιο νονό έπαιρνε τα καλύτερα δώρα σε αντίθεση με μένα που είχα φτωχό νονό. Όταν έβλεπα λοιπόν τι δώρα της έκαναν, την εκβίαζα για να μου τα δώσει. Πίστευε για παράδειγμα πως αν την καταραστώ να μην περάσει τις εξετάσεις της, όντως δεν θα έγραφε καλά και έντρομη μου έδινε ό,τι της ζητούσα.
Μικρός δεν σκεφτόμουν τίποτα άλλο απ’ το θέατρο. Οργάνωνα συνεχώς παραστάσεις στον κήπο του σπιτιού μας, στο πίσω μέρος. Είχαμε ένα υπερυψωμένο μπαλκονάκι όπου το χρησιμοποιούσα ως σκηνή και καλούσα τους γείτονες για να δουν ό,τι ανέβαζα κάθε φορά. Έγραφα, σκηνοθετούσα, έπαιζα, σατίριζα. Συνήθως, το θέμα με το οποίο καταπιανόμουν ήταν για κάτι που μπορούσε να συμβεί σε ένα σπίτι. Ένα παιδί για παράδειγμα που άργησε να επιστρέψει στο σπίτι και η μητέρα του πανικοβλήθηκε και κλαίει και οδύρεται.
Λάτρευα την Marlene Dietrich. Εκείνα τα κοντινά πλάνα, με εκείνα τα μάτια που σε αιχμαλώτιζαν. Είχα και μια φωτογραφία της, που έκοψα από ένα περιοδικό και έγραψα: «Στον αγαπημένο μου Μιχάλη, Μάρλεν». Την παρουσίαζα σε όλους, σαν αυτόγραφό της με αφιέρωση…
Η σχέση με τη μητέρα μου ήταν καταπληκτική. Την λάτρευα και με λάτρευε. Ήταν συνεχώς μια ανοικτή αγκαλιά. Μας έδειχνε την αγάπη της σε αντίθεση με τον πατέρα μου που δεν τον θυμάμαι ποτέ στο σπίτι εξαιτίας της δουλειάς του. Δεν τα πήγα ποτέ καλά μαζί του, αφού δεν ενέκρινε καθόλου τις καλλιτεχνικές μου τάσεις και προσπαθούσε να τις περιορίσει. Για να καταλάβεις ήταν απαγορευτικές οι έξοδοι στον κινηματογράφο και στο θέατρο. Αν είναι ποτέ δυνατόν!
Βέβαια ενώ ο πατέρας μού απαγόρευε να πηγαίνω σινεμά ή στους περιοδεύοντες θιάσους που περνούσαν από την Κύπρο, η μάνα μου με βοηθούσε. Μου άνοιγε το παράθυρο και το έσκαγα και περίμενε να μου ανοίξει την πόρτα κρυφά όταν γύριζα.
Ο πατέρας μου ήθελε να ακολουθήσω το επάγγελμά του και να γίνω δικηγόρος. Γι’ αυτό όταν τελείωσα το σχολείο, επιβιβάστηκα σε ένα πλοίο και πήγα στο Λονδίνο. Ήταν ένα προδιαγεγραμμένο ταξίδι. Όταν σπούδαζα ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος, ο οποίος κατά κάποιο τρόπο καθόρισε την πορεία της ζωής μου. Έπρεπε να αυτοσυντηρηθώ και απεγκλωβίστηκα απ’ την υποχρέωση του επαγγέλματος που έπρεπε να ακολουθήσω. Αξιοποίησα τις δικές μου δυνάμεις και ανεξαρτητοποιήθηκα.
Έπρεπε να βγάλω το ψωμί μου γι’ αυτό πήρα δουλειά στο BBC. Ήμουν μεταφραστής στην ελληνική υπηρεσία ενώ όταν ύστερα από λίγο καιρό δημιουργήθηκε εκπομπή για την Κύπρο –έβγαινε στον αέρα δυο φορές την εβδομάδα- έγινα ο εκφωνητής.
Η φιλοδοξία μου τότε δεν ήταν η σκηνοθεσία. Προέκυψε… Άλλωστε ποτέ δεν ξεκινάς να γίνεις σκηνοθέτης. Εγώ ξεκίνησα με τη φιλοδοξία να κάνω θέατρο γι’ αυτό έγινα ηθοποιός. Όταν πήρα το πτυχίο της νομικής ήδη σπούδαζα θέατρο και συγχρόνως επιβίωνα εισπράττοντας μισθό από το BBC. Κάποια στιγμή ανέλαβα ένα πρόγραμμα του BBC, το «Κυπριακή Ώρα» όπου ουσιαστικά ερχόντουσαν καλεσμένοι καλλιτέχνες που ταξίδευαν στο Λονδίνο. Εκεί γνώρισα ανθρώπους σαν τον Καζαντζάκη, την Παξινού, τον Μινωτή, τον Νάνο Βαλαωρίτη…
Στην Ελλάδα πήγα πρώτη φορά το ’44. Ξεκίνησα από τη Μέση Ανατολή, πέρασα από το Κάιρο, πήγα Κύπρο και Ρόδο και από εκεί πετώντας με στρατιωτικό αεροπλάνο στην Αθήνα. Ουσιαστικά ήταν ένα ταξίδι επαγγελματικό-πρόσχημα για να μαζέψω υλικό για το πρόγραμμά μου στο BBC.
Όταν ξεκίνησα να γυρίζω το «Κυριακάτικο Ξύπνημα» με τη Λαμπέτη και τον Χορν δεν ήξερα καν τι είναι φακός. Ήξερα όμως τι ήθελα σαν κάδρο. Είχα έναν καλό βοηθό Λιβανέζο, ο οποίος με βοηθούσε πολύ. Για τη μουσική της ταινίας προσέλαβα τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Γιάννη Τσαρούχη για τα σκηνικά. Τα εσωτερικά πλάνα της ταινίας θα γινόντουσαν στην Αίγυπτο και τα εξωτερικά στην Ελλάδα. Ο Τσαρούχης λοιπόν, έφτασε με πλοίο στην Αίγυπτο μιας και φοβόταν τα αεροπλάνα. Έκανε θαύματα με τα σκηνικά, μπορούσε να σχεδιάσει ένα πόμολο και πήγαινες να το πιάσεις. Τόσο αληθινό ήταν. Ήταν ένας άνθρωπος που μας έκανε και γελούσαμε πολύ αλλά υπήρξαν και φορές που με εξόργιζε! Για παράδειγμα, μου είχε ζητήσει για χάρη να εμφανιστεί σε μια σκηνή, να περνά έξω απ’ το παράθυρο που υποτίθεται ήταν στη Νεάπολη. Δέχτηκα και του ζήτησα να περάσει αργά αλλά όχι θεατρικά. Μέσα στο σπίτι, οι ηθοποιοί είχαν ένα διάλογο που πήγαινε μια χαρά, περνά ο Τσαρούχης, κοίταξε λίγο προς την κάμερα και πριν βγει απ’ το πλάνο, με ρώτησε «Εντάξει;» καταστρέφοντας έτσι τη σκηνή. Έβαλα τις φωνές, ζήτησε χίλια συγνώμη και πρότεινε να το κάνει ξανά. Βλέποντας την επιμονή του, του είπα ακριβώς τι πρέπει να κάνει και πως δεν πρέπει να κοιτάξει προς την κάμερα κάτι που δεν έκανε ποτέ αφού στην ταινία βλέπεις ξεκάθαρα πώς ποζάρει περνώντας απ’ το παράθυρο.
Απ’ όλους τους ηθοποιούς με τους οποίους συνεργάστηκα, θυμάμαι περισσότερο τη Λαμπέτη. Συνεργαστήκαμε στον κινηματογράφο και στο θέατρο. Την παρακολούθησα μέχρι τέλους. Την είχα ερωτευτεί. Γιατί δεν της το είπα; Είναι μια ολόκληρη ιστορία. Η Έλλη ήταν μια πολύ ερωτική γυναίκα. Και δεν αισθανόμουν ικανός να αντιμετωπίσω ή να διαχειριστώ τον ερωτισμό που εξέπεμπε. Θυμάμαι πως κάποια περίοδο η ανάσα της μου είχε γίνει απαραίτητη. Ξυπνούσα το πρωί και έπρεπε να τη βρω, να τη δω, να μιλήσουμε. Το ίδιο και εκείνη. Είχε μια απίστευτη γοητεία. Κατ’ αρχήν ήταν το πιο αρωματικό πλάσμα που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Μύριζε γάλα παιδιού και γιασεμί.
Όταν γύριζα τη Στέλλα, πολλοί πίστευαν πως θα ήταν ένα αποτυχημένο φιλμ λόγω της Μελίνας αφού την έβρισκαν αντικινηματογραφική. Σκεφτόμουν όμως πως η Μελίνα ήταν ένα συναρπαστικό πλάσμα στη ζωή. Γιατί να μην ήταν και στο σινεμά; Σε μάγευε με τη ζωντάνια της. Βέβαια, της είχα κάνει ένα δοκιμαστικό που ήταν τραγικό. Σκέτη αποτυχία! Δεν μπορούσε να κρατήσει τα μάτια της ανοικτά. Παρόλα αυτά επέμενα. Ήξερα ότι παίζοντας ένα ρόλο θα πειθαρχούσε. Ήταν μαθήτρια, ένας πιστός στρατιώτης. Ο Φίνος, έλεγε πως το τεράστιο στόμα της ήταν προκλητικό αλλά αυτό το στόμα ήταν που εκμεταλλεύτηκα. «Όταν γελάς» της έλεγα «να το κάνεις λες και θα ρουφήσεις όλο τον κόσμο». Και έγινε το σήμα κατατεθέν της.
Με τον Καζαντζάκη είδαμε το «Τελευταίο Ψέμα» στις Κάννες απ’ το θεωρείο των επισήμων. Όταν τελείωσε η ταινία, μου έπιασε το χέρι και μου είπε πως θέλει να κάνω μια ταινία πάνω σε κάποιο απ’ τα βιβλία του. Του εξήγησα πως ούτε τα χρήματα είχα για να κάνω κάτι τέτοιο, ούτε στην Ελλάδα γινόντουσαν τόσο μεγάλες παραγωγές. Όταν λοιπόν μου πρότειναν να κάνω το Ζορμπά από τη Fox, ήξερα πως αν δεν είχα τον σωστό ηθοποιό, η ταινία δεν θα έπειθε. Πήγα στον Anthony Quinn, στο καμαρίνι του στη Νέα Υόρκη και του άφησα ένα αντίτυπο του βιβλίο. Ύστερα από τρεις μέρες μου απάντησε ότι θέλει να συμμετάσχει στην ταινία.
Όταν ξεκινήσαμε βέβαια τα γυρίσματα είχαμε συγκρούσεις με τον Quinn γιατί ήξερα από πριν πως επιχειρούσε να διευθύνει τους σκηνοθέτες με τους οποίους δούλευε ενώ ζήλευε τους συναδέλφους του. Σε κάποιες σκηνές, έπαιζε με υπερβολή και πίστευε ότι ήταν πολύ καλός ενώ δεν ήταν και δεν ήθελε να τις ξαναγυρίσει. Ή τσακωνόμασταν γιατί δεν μάθαινε συρτάκι. Προσέλαβα δάσκαλο, ένα λαϊκό παιδί για να του μάθει αλλά δεν έκανε τις πρόβες του. Μέχρι το τέλος δεν έμαθε να χορεύει. Στην ταινία, αν προσέξεις, θα δεις ότι το κλέβουμε…
Με την Katharine Hepburn ήμασταν χρόνια φίλοι. Κάθε φορά που βρισκόμουν στο Hollywood ερχόταν και με έπαιρνε απ’ το ξενοδοχείο με το αυτοκίνητό της και ανεβαίναμε στο σπίτι της. Εκεί γνώρισα πολλούς σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Ήταν μια μεγάλη ηθοποιός με τεράστιο υποκριτικό ταλέντο. Όταν θα κάναμε μαζί τις Τρωάδες ήρθε μια βδομάδα νωρίτερα στην Ισπανία για κάνουμε πρόβες. Και είχε μελετήσει απίστευτα. Ήξερε τον ρόλο της αλλά και τον ρόλο στο αντίστοιχο θεατρικό έργο. Μου είπε ότι μπορούσα να αφαιρέσω ή να προσθέσω ό,τι χρειαζόταν. Πήγα στο ξενοδοχείο της, έπεσε στο πάτωμα και ξεκίνησε. Ήταν ένα πλάνο που κράτησα και στην ταινία. Ήξερε ότι δεν είχαμε ψηλό budget γι’ αυτό εκτός του ότι πληρώθηκε με ψίχουλα δεδομένου του ποια ήταν, δεν ήθελε ούτε καμαρίνια, ούτε πολυτέλειες. Στην ίδια ταινία έπαιζε και η Vanessa Redgrave. Ήξερε τα λόγια του ρόλου της αλλά τα έλεγε όπως ήθελε αυτή, σαν μαθήτρια σχολείου. Τη θαύμαζα και τη θαυμάζω, έκανε τρομερά πράγματα αλλά σε μένα ήρθε απροετοίμαστη.
Όσες φορές πήγα στο Hollywood έφυγα στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού. Εκεί παιδί μου αν αποφασίσεις να μείνεις απομονώνεσαι από την υπόλοιπη ζωή σου. Κοιμάσαι και ξυπνάς κάνοντας υπολογισμούς για το τι εισπράξεις είχε η ταινία σου. Είναι ένας αγώνας που δεν σταματά. Άσε που μετά από μια ορισμένη ηλικία οι άνθρωποι, όσο σημαντικοί κι αν είναι, περνάνε στο περιθώριο και δεν κάνουν τίποτε.
Σαφώς και υπήρξαν φορές στη δουλειά που ήμουν καταπιεστικός. Για να κάνεις κινηματογράφο πρέπει να είσαι δικτάτορας. Έχεις να διαχειριστείς ένα ολόκληρο πλήθος και πρέπει να το κάνεις καλά για να έχει ένα καλό αποτέλεσμα. Είσαι σαν Θεός αφού πλάθεις ζωή.
Τόσο η επιτυχία όσο και η αποτυχία έχουν να κάνουν με το τι εσύ θέτεις στον εαυτό σου. Τι προσπαθείς να διατηρήσεις και τι να ξεπεράσεις. Είναι προσωπική υπόθεση αφού έχουν πάντα να κάνουν με τις αρχικές προθέσεις σου και όχι με κάτι που θεωρείται κοινά αποδεκτό.
Δεν κάνω ποτέ πλάνα καθαρά καλλιτεχνικά εις βάρος των ηθοποιών, δεν τους έχω σε 500 μέτρα απόσταση μέσα σε ένα ωραίο τοπίο. Βρίσκω ωραία τα πρόσωπα των ηθοποιών που επιλέγω να δουλέψω μαζί τους – τη λέω γεωγραφία του ανθρώπινου προσώπου. Και δεν υπάρχει άλλο μέσο έκφρασης που να σου το φέρει τόσο κοντά και τόσο μεγάλο μπρος στα μάτια σου.
Ο έρωτας ήταν ένα μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή μου. Είχα έντονη ερωτική διάθεση απέναντι στη ζωή και αρκετές περιπέτειες. Με ερωτεύτηκαν μετά μανίας χωρίς πάντα να είναι αμοιβαίο. Είμαι δύσκολος στις σχέσεις μου. Όχι μόνο τις ερωτικές. Γενικά… Όταν με προσέγγισε η Sofia Loren και η Elizabeth Tailor για να κάνουμε κάποια ταινία, αρνήθηκα. Δεν μου άρεσαν και δεν έκανα χημεία μαζί τους. Δεν είχα ποτέ τη φιλοδοξία να τις σκηνοθετήσω γι’ αυτό και τους γύρισα την πλάτη. Το ξέρω πολύ καλά πως κάποιες φορές είμαι δύσκολος άνθρωπος, δύστροπος. Όταν κάποιος μου σπαταλάει χρόνο ή προσπαθεί να με εκμεταλλευτεί τότε νευριάζω. Άλλες φορές, όταν συμπαθώ ανθρώπους είμαι εύκολος. Δεν νομίζεις;
Ο Αττίλας ‘74 δεν ήταν μια ταινία που σκηνοθέτησα εγώ αλλά η ίδια η Ιστορία. Κατέγραψα απλώς τα γεγονότα. Πήγα με το συνεργείο, ουσιαστικά μια μηχανή είχα στη διάθεσή μου και έναν ηχολήπτη και κάτσαμε για ένα μήνα, αμέσως μετά την εισβολή. Όταν έφτασα στην Κύπρο δεν ήξερα από πού να αρχίσω. Ήταν οι καταυλισμοί, τα νεκροταφεία γεμάτα κόσμο που πέθανε, οι συγγενείς που περίμεναν τους εγκλωβισμένους ή τους αγνοούμενους και ακόμη ήλπιζαν… Ήταν λες και έβλεπα τις Τρωάδες μπροστά στα μάτια μου.
Δεν βλέπω παλιές μου ταινίες. Τι να δω; Αφού τις ξέρω. Ίσως να βάλω σύντομα τον Βυσσινόκηπο που πεθύμησα. Αν τύχει και δω κάποια, ναι, υπάρχουν φορές που εντοπίζω λάθος παίξιμο σε κάποιους ηθοποιούς αλλά δεν βρίσκω λάθη στη σκηνοθεσία. Όχι, δεν μου λείπουν τα κινηματογραφικά πλατό. Έζησα σε αυτά αρκετά. Υπάρχει και μια σωματική αναπηρία ενώ από κάποια ηλικία και έπειτα εξαντλείσαι πνευματικά.
Στην ηλικία που είμαι, δεν θα μπορούσα να μη σκέφτομαι το θάνατο… Έχω χάσει τόσους πολλούς φίλους και γνωστούς που και να θέλω να μην τον σκέφτομαι δεν μπορώ. Έχουμε μείνει λίγοι σε αυτή την ηλικία. Προσπαθώ να μην τρομάζω παρόλο που έχω μια περιέργεια να δω πώς θα είναι.
Δεν νοσταλγώ και δεν αναπολώ. Δεν ήμουν ποτέ παρελθοντολάγνος. Όσο για το ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη το έφτιαξα μάλλον από φιλοδοξία. Να μείνει το όνομά μου στην ιστορία. Είναι ένα μέρος που μέρα με τη μέρα κερδίζει έδαφος. Με νοιάζει η υστεροφημία μου αλλά δεν πανηγυρίζω κιόλας ότι θα πεθάνω. Νομίζω πως θα επιβιώσω και μετά το θάνατό μου. Τώρα σε ποιο βαθμό και για πόσο καιρό δεν ξέρω.
Φιλελεύθερα, 13.6.2021.