Ο Ιζέλ Σεϊλανί πιστεύει ότι το «διαφορετικό» είναι ο πλούτος μας.
Έχει κερδίσει τις εντυπώσεις παίζοντας τον ρόλο του Εστραγκόν σε μια από τις πιο συζητημένες θεατρικές παραγωγές των τελευταίων ετών. Ο λόγος για το «Περιμένοντας τον Γκοντό» που παρουσιάζεται στην ελληνική και τουρκική κυπριακή διάλεκτο στην ταράτσα του Σπιτιού της Συνεργασίας στη Νεκρή Ζώνη. Ο Ιζέλ Σεϊλανί περιμένει κι αυτός καρτερικά τον «Γκοντό» μιας Κύπρου κοινής, χωρίς διαχωριστικές γραμμές και σημεία ελέγχου, αλλά στο μεταξύ δεν κάθεται με σταυρωμένα χέρια. Οι συνεργασίες ουσίας με συντελεστές από όλη την Κύπρο είναι κάτι που επιδιώκει και πολλοί ελληνόφωνοι θεατές μπορεί να τον θυμούνται από τη συμμετοχή του στην παραγωγή του Σατιρικού Θεάτρου με το έργο της Αλιγιέ Ουμανέλ «Αγνοούμενος» το 2017, όπου μάλιστα ερμήνευε τον ρόλο του στα ελληνικά. Με την παραγωγή, ωστόσο, με το έργο του Σάμιουελ Μπέκετ που σκηνοθετεί ο Κώστας Σιλβέστρος «συστήθηκε» πιο δυναμικά στο ευρύ κοινό. Και συμβάλλει καθοριστικά, μαζί με τον Γιώργο Κυριάκου, στην καλλιτεχνική επιτυχία ενός εγχειρήματος που μάλιστα γεννήθηκε εν μέσω αυστηρών περιορισμών λόγω πανδημίας, όπου οι οι επαφές ανάμεσα στις δύο κοινότητες είχαν καταστεί ακόμη δυσκολότερες. Όπου, όμως, υπάρχει θέληση, υπάρχει και τρόπος.
– Τι θα έλεγε, πιστεύεις, ο ίδιος ο Μπέκετ αν παρακολουθούσε αυτή την παράσταση; Θέλω να πιστεύω ότι θα ένιωθε ολοκληρωμένος, περήφανος κι ενθουσιασμένος από κάθε άποψη: τη σκηνοθεσία του Κώστα, την επιλογή του χώρου, τον συσχετισμό με το Κυπριακό. Από την άλλη πλευρά, νομίζω ότι ο Μπέκετ θα αγαπούσε τη χημεία που έχουμε ο Γιώργος κι εγώ επί σκηνής. Μερικές φορές νιώθω ότι δεν παίζουμε, αλλά ΕΙΜΑΣΤΕ ο Γκόγκο κι ο Ντίντι. Ο τρόπος με τον οποίο εξερευνούμε το κείμενο, πέρα από τις περισσότερες αναγνώσεις του Γκοντό, είναι βαθύτερος, πιο πραγματικός, ουσιαστικός και διασκεδαστικός.
– Ποιο ερώτημα ελλοχεύει στον πυρήνα του έργου; Για μένα, πέρα από τα πολλά ερωτήματα που θέτει το έργο, ο πυρήνας του είναι το ερώτημα «πώς συνεχίζουμε να ζούμε, τι μας κρατά ζωντανούς»;
– Θα έλεγες ότι είναι μια αισιόδοξη ή μια απαισιόδοξη ανάγνωση του κειμένου; Ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε το κείμενο θα έλεγα ότι είναι περισσότερο μια αισιόδοξη ανάγνωση, σε συνδυασμό με την ανάγκη για αγώνα, ελπίδα και αλληλεγγύη.
– Τον ίδιο Γκοντό περιμένει σήμερα ένας Ελληνοκύπριος κι ένας Τουρκοκύπριος; Δεν μπορούμε να πούμε ότι περιμένουν τον ίδιο Γκοντό. Στην πραγματικότητα, δεν γνωρίζουμε τι είδους είναι αυτή η δύναμη, αυτός ο άνθρωπος ή οτιδήποτε άλλο είναι αυτό που περιμένουμε. Η αναμονή για έναν σωτήρα και η παράλληλη αναμονή για διαφορετικούς σωτήρες αποτέλεσε διαχρονικά το μεγαλύτερό μας πρόβλημα, νομίζω, αυτό που δημιούργησε τελικά το δίλημμα της Κύπρου. Πάντως, στο έργο παρατηρούμε ότι ο Ελληνοκύπριος και ο Τουρκοκύπριος είναι ευτυχισμένοι μαζί και βρίσκουν πάντα κάποιον τρόπο να επιβιώσουν δημιουργώντας και καταστάσεις μέσα στις καταστάσεις, με όλα τα δυναμικά στοιχεία της ζωής.
– Είχες οποιονδήποτε δισταγμό πριν αποδεχτείς τη συμμετοχή σου στην παράσταση αυτή; Προέκυψε οποιαδήποτε επιφύλαξη που χρειάστηκε να ξεπεραστεί; Δεν έκανα την παραμικρή δεύτερη σκέψη για το αν θα αποδεχτώ ή όχι τη συμμετοχή μου σ’ αυτό το πρότζεκτ. Αρκούσε ένα τηλεφώνημα διάρκειας περίπου οκτώ λεπτών κι όλα ήταν ξεκάθαρα για μένα, αποφασισμένα και συμφωνημένα. Δεν πιστεύω μόνο στον σχεδιασμό δικοινοτικών εγχειρημάτων, αλλά επίσης πιστεύω στην καλλιτεχνική αλληλεγγύη κάτω από την οποία βρίσκεται η βαθύτερη εξερεύνηση της ζωής, της πολιτικής και της ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον.
– Επιδιώκεις τις συνεργασίες με Ελληνοκύπριους συντελεστές; Δεν είναι η πρώτη ούτε η τελευταία συνεργασία αυτού του είδους για μένα. Πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της καλλιτεχνικής μου πορείας σε διεθνή πρότζεκτ ανά τον κόσμο, αλλά ειδικά η καλλιτεχνική συνεργασία μεταξύ των δύο κοινοτήτων μού έδινε πάντα ένα επιπλέον κίνητρο. Μεταξύ άλλων, σκηνοθέτησα διαπολιτισμικά θεατρικά έργα με θεματικές από το παρελθόν, τις αυταπάτες και το χάος, σε μια τριλογία επί τρία συναπτά έτη όπου εξερευνούσαμε το τραύμα του πολέμου για τις νέες γενιές και το μεταπολεμικό τραύμα ως πολιτιστικό κληροδότημα. Μετά απ’ αυτό, το 2015 σκηνοθέτησα μια παράσταση βασισμένη στον «Οθέλλο» του Σαίξπηρ κατά την επαναλειτουργία του Πύργου του Οθέλλου με πρωταγωνιστές τους ηθοποιούς Μάριο Στυλιανού, Βασιλική Ανδρέου, Θέμιδα Νικολάου. Έπειτα ήρθε κι η παραγωγή του Σατιρικού.
– Από αυτές τις συνεργασίες, ποια άποψη έχεις σχηματίσει για το ελληνοκυπριακό θέατρο; Μπορούμε να συζητάμε για το θέατρο και τις καλλιτεχνικές και θεσμικές του πτυχές με πολλούς τρόπους και για τις δύο πλευρές, ωστόσο, θεσμικά κυρίως, στον βορρά η πολιτεία δεν υποστηρίζει τα ιδιωτικά θέατρα. Επαγγελματικά, είναι αδύνατον να επιβιώσεις αν δεν συμμετέχεις στο (Τουρκοκυπριακό) Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας ή στο Τουρκικό Κρατικό Θέατρο Κύπρου. Την ίδια στιγμή, στον νότο υπάρχουν πολλά θέατρα που διοργανώνουν παραγωγές κυρίως για περίοδο τριών μηνών, κάτι που επίσης προϋποθέτει μια αγχωτική ζωή για τον ηθοποιό που εργάζεται σε μια παραγωγή και είναι ήδη υποχρεωμένος να σχεδιάζει ή να αναζητεί την επόμενη. Ωστόσο, η καλλιτεχνική δημιουργική διαδικασία απαιτεί και λίγη ξεκούραση και χαλάρωση για να τροφοδοτεί το δημιουργικό μυαλό και να εμπνέει την καλλιτεχνική πράξη. Υπό αυτές τις συνθήκες, το θέατρο δεν είναι ένας αρκετά υποστηρικτικός θεσμός για τους καλλιτέχνες ώστε να νιώσουν ελεύθεροι να δημιουργήσουν μοναδικές και ποικίλες αισθητικές φόρμες.
– Πιστεύεις ότι αυτό έχει επιπτώσεις και στο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα; Αναπόφευκτα, σ’ αυτό το πλαίσιο, πιστεύω ότι δεν είναι βιώσιμο για τους ηθοποιούς να είναι και αποτελεσματικοί ως προς την ποιοτική δημιουργία. Έχω παρακολουθήσει παραστάσεις στα περισσότερα θέατρα και φεστιβάλ σε όλη την Κύπρο, όπου παρατηρώ ότι οι περισσότερες από τις μισές πραγματοποιούνται και επιτελούνται ως «δουλειές». Υπογραμμίζω τη λέξη «δουλειά» γιατί όταν λείπει το καλλιτεχνικό πνεύμα, η δυναμική και το πάθος, απομένει η «δουλειά» και η ίδια τέχνη δεν είναι ζωντανή, πνευματική και δυναμική. Όμως, οι λόγοι που το προκαλούν αυτό πρέπει να συζητηθούν προκειμένου να αναβαθμιστεί η ευημερία των εργαζομένων στο θέατρο.
– Το θέατρο είναι ένα. Δεν θα έπρεπε να υπήρχαν περισσότερες ευκαιρίες και προϋποθέσεις για επαγγελματικές συνεργασίες και λιγότεροι διαχωρισμοί; Δεν πιστεύω στις απλές συνεργασίες, στη «συνεργασία για τη συνεργασία», όταν αυτό αφορά τις τέχνες. Πρέπει να είναι ποιοτική συνεργασία. Εδώ και χρόνια πολλοί άνθρωποι, φορείς, θεσμοί και ΜΚΟ κάνουν συνεργασίες. Όμως εμείς οι καλλιτέχνες πρέπει πάντα να αναζητούμε την ποιότητα, το βάθος και το αισθητικό νόημα σ’ αυτό που κάνουμε. Πιστεύω ότι οι καλλιτέχνες κι από τις δύο κοινότητες θα πρέπει να σχεδιάζουν πρότζεκτ που δεν θα στοχεύουν απλά και μόνο στη δικοινοτική συνεργασία, αλλά σε μια κοινή φιλοσοφία και καλλιτεχνική γλώσσα. Και κατόπιν, όσον αφορά τις φόρμες και τη σκηνοθεσία, να προσβλέπουν στη δικοινοτική συνεργασία. Οι καλλιτέχνες πρέπει να σκέφτονται πρώτα την έκφραση, την αισθητική, τα νοήματα και την πολιτική διάσταση. Τα δικοινοτικά πρότζεκτ οικονομικά ανήκουν στην ομάδα ρίσκου. Πριν τον σχεδιασμό των πρότζεκτ αυτών, οι καλλιτέχνες ποτέ δεν φροντίζουν για την οικονομική βιωσιμότητα της διαδικασίας. Επομένως, αυτές οι συνεργασίες χρειάζονται υποστήριξη ώστε οι καλλιτέχνες να νιώσουν ελεύθεροι και σίγουροι για να επικεντρωθούν στην καλλιτεχνική ποιότητα. Διαφορετικά, δεν έχουν κίνητρο για συνεργασία κι επίσης δεν παίρνουν το ρίσκο να δοκιμάσουν νέες φόρμες ή μια νέα καλλιτεχνική γλώσσα.
– Οι υφιστάμενες πολιτικές συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιείται η παράσταση πιστεύεις ότι επηρεάζουν το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα; Οπωσδήποτε πιστεύω ότι το «Περιμένοντας τον Γκοντό» διασυνδέεται ισχυρά με την πολιτική κατάσταση. Η πολιτική είναι η αιτία, η πολιτική είναι το πρόβλημα, η πολιτική είναι η αναμονή, η πολιτική είναι το χάος, η πολιτική είναι η απογοήτευση, τη στιγμή που το θέατρο είναι η ελπίδα, οι τέχνες είναι ο αγώνας, η συνεργασία είναι το κίνητρο. Οι τέχνες έχουν μέγα χρέος να εκφράζουν τα διαφορετικά συναισθήματα, τις ποικίλες σκέψεις και ιδέες και να δημιουργούν κριτική ευαισθητοποίηση στην κοινωνία.
– Ποια απήχηση έχει μέχρι τώρα η παράσταση στην τουρκοκυπριακή κοινότητα; Λόγω των περιοριστικών μέτρων της πανδημίας η τουρκοκυπριακή κοινότητα μόλις πρόσφατα κατάφερε να έχει πρόσβαση ώστε να έρθει να παρακολουθήσει την παράσταση. Το κοινό φαίνεται εντυπωσιασμένο από τη σκηνοθεσία, την ερμηνεία και τον ίδιο τον χώρο όπου λαμβάνει χώρα η πρότασή μας. Επίσης, υπάρχουν ήδη πολλές προσκλήσεις από πόλεις στον βορρά για να φιλοξενήσουν τον «Γκοντό». Η παράσταση αντιπροσωπεύει την «αναμονή» της γενιάς μας με τις πολλές ασαφείς εντυπώσεις, ελπίδες και συναισθηματικές διακυμάνσεις που όλοι βιώνουμε. Δεν επιθυμούμε σύνορα, σημεία ελέγχου και τοποθετήσεις που εστιάζουν στην ανομοιότητα των ανθρώπων που ζουν στο ίδιο νησί. Θέλουμε μια κοινή γη, με πολύχρωμη ποικιλία γλωσσών, θρησκειών, πολιτιστικών στοιχείων. Το «διαφορετικό» είναι ο πλούτος μας.
– Ποια είναι σήμερα η παρεμβατική ισχύς του τουρκοκυπριακού θεάτρου σ’ αυτή την ευαίσθητη, πολιτικά και κοινωνικά, συγκυρία; Το τουρκοκυπριακό θέατρο, από τη δεκαετία του ’80, αγωνίζεται για συνεργασίες και για να ενώσει τη χώρα στον τομέα της τέχνης. Οι παλαιές γενιές πέρασαν τη ζωή τους επιδιώκοντας τη δημιουργία κοινών πρότζεκτ, έπαιξαν επίσης σε παραγωγές με παγκόσμια κείμενα που αφορούν τα τραύματα του πολέμου, τις μεταπολεμικές γενιές, τις συγκρούσεις με επίκεντρο τον άνθρωπο. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, με το μομέντουμ του ανοίγματος των σημείων διέλευσης, κυρίως το Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο σε δικοινοτικά πρότζεκτ. Η Ειρήνη, η Λυσιστράτη, υπό τον Χρίστο Ζάνο και τον Γιασάρ Ερσόι, ήταν τα πιο αναγνωρίσιμα από αυτά και παρουσιάστηκαν και στις δύο πλευρές του νησιού. Μετά το 2010, η Αλιγιέ Ουμανέλ είχε σημαντικό ρόλο σε περιοδείες σε όλη την Κύπρο με τον «Αγνοούμενο», σκηνοθετώντας το ίδιο έργο και στα ελληνικά στο Σατιρικό. Εκτός από τις θεσμικές δικοινοτικές πρωτοβουλίες, χρόνο με τον χρόνο οι καλλιτέχνες ατομικά συνεργάζονται και σχεδιάζουν πρότζεκτ όλο και περισσότερο.
* «Περιμένοντας τον Γκοντό» στο Σπίτι της Συνεργασίας, κάθε Τετάρτη, Παρασκευή & Σάββατο στις 7μ.μ. μέχρι τις 30.6, 99251331. Στις 29.6 παρουσιάζεται στο Θερινό Ριάλτο στη Λεμεσό στις 8.30μ.μ. 77777745