Για τον Προκόπη Αγαθοκλέους επιτυχημένος ηθοποιός είναι αυτός που συνέχεια εξελίσσεται.

Στο δραματικό ειδύλλιο του Σπύρου Περεσιάδη «Εσμέ» υποδύεται τον Δρόσο, έναν νέο από τα Καλάβρυτα που ερωτεύεται μια τουρκοπούλα λίγο πριν το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης κι έρχεται αντιμέτωπος με αντιρρήσεις και διλήμματα. Ο Προκόπης Αγαθοκλέους επαναδραστηριοποιείται θεατρικά μετά από ένα μεγάλο διάστημα λόγω της προετοιμασίας της απαιτητικής τηλεοπτικής σειράς «Άγιος Παΐσιος» που θα προβληθεί σύντομα. Έχοντας συνεργαστεί με πολλούς σπουδαίους σκηνοθέτες κι έχοντας φέρει εις πέρας ήδη αρκετούς πρωταγωνιστικούς ρόλους, αναζητεί διαρκώς το ταβάνι του. Στην καλοκαιρινή παραγωγή του ΘΟΚ τίθεται για πρώτη φορά υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της Μαρίνας Βρόντη και αντιμετωπίζει τη νέα αυτή καλλιτεχνική πρόκληση με την πεποίθηση ότι ο έρωτας είναι μια πράξη απόλυτα πολιτική. 

– Τι θυμάσαι από τα παιδικά σου χρόνια στον Αρακαπά; Έζησα εκεί τα πρώτα 18 χρόνια της ζωής μου. Ήταν πολύ ωραία χρόνια. Έχω έντονη ως ανάμνηση την αίσθηση της ελευθερίας. Τουλάχιστον μέχρι και το Δημοτικό, το οποίο βρισκόταν στο χωριό μου. Από το Γυμνάσιο, τα προγράμματα έγιναν απάνθρωπα. Ξυπνούσαμε στις 5.30π.μ., το λεωφορείο για Λεμεσό έφευγε στις 6.15π.μ. και η διαδρομή διαρκούσε σχεδόν μια ώρα. Κι άλλο τόσο για την επιστροφή το μεσημέρι. Η δύσκολη πρόσβαση στον κινηματογράφο, στο θέατρο, στις εξόδους, με περιόριζε. Έχει, όμως, άλλες χαρές η ζωή στην ύπαιθρο και κάπου ισορροπούσε το πράγμα.

– Σου λείπει το χωριό; Πηγαίνω όσο συχνά μπορώ. Οι γονείς μου δεν το κουνάνε από εκεί. Κι είναι σχετικά νέοι. Είναι οι μόνοι ανάμεσα στ’ αδέρφια τους που δεν σκέφτηκαν ποτέ να φύγουν.

– Και πώς ήρθε και σε βρήκε εκεί το «σκουλήκι» του θεάτρου; Η πρώτη επαφή ήταν σε μια σχολική παράσταση στο Δημοτικό. Εγώ δεν το συνειδητοποίησα, αλλά οι υπόλοιποι γέλασαν πολύ. Έγινε χαμός. Όταν πήγα στο Γυμνάσιο ήμουν πολύ χαμηλών τόνων και μαζεμένος. Έκανα ένα «κλείσιμο» όταν κατέβηκα στην πόλη. Όμως, στη Β’ Γυμνασίου ήρθε μια μέρα ο νυν συνάδελφος και τότε συμμαθητής Κλείτος Κωμοδίκης και με πήρε από την τάξη με άδεια της βοηθού διευθύντριας για να κάνω μια αντικατάσταση σε μια παράσταση. Τότε μπήκε το μικρόβιο. 

– Όταν υποδύθηκες τον Ριχάρδο κατά την προετοιμασία είχες πάει στο Λέστερ. Για να παίξεις τον Δρόσο χρειάστηκε να πας στα Καλάβρυτα; (Γέλια) Όχι. Ο Ριχάρδος ήταν ιστορικό πρόσωπο. Υπαρκτό. Εδώ τώρα μιλάμε μόνο για υπαρκτές καταστάσεις. Αγγίζει άλλα ζητήματα. Δεν μπορείς να τον γνωρίσεις καλύτερα επισκεπτόμενος τον χώρο του, όπως π.χ. έκανα με τον Παΐσιο και τον Ριχάρδο. Μπορείς όμως να προσεγγίσεις αυτό με το οποίο καταπιάνεται ο ίδιος ο συγγραφέας, ο Περεσιάδης, βάζοντας τους ήρωές του, την Εσμέ και τον Δρόσο να αντιμετωπίζουν τη μεγάλη πρόκληση ενός απαγορευμένου έρωτα. 

– Πόσο σημερινοί άνθρωποι είναι η Εσμέ και ο Δρόσος; Δεν μπορώ να πω ότι το έργο είναι σημερινό. Γράφτηκε τη δεκαετία του 1890 κι ο συγγραφέας επιδίωκε και λίγο ν’ αναπτερώσει το ηθικό, θρησκευτικό και εθνικό φρόνημα των Ελλήνων. Έγραψε μια εθνική τραγωδία, ένα βουκολικό δράμα με ερωτικές αναφορές κι εκεί κυρίως εστιάζουμε. Αυτό που ενδιαφέρει τη Μαρίνα Βρόντη είναι η ιστορία ενός καταπιεσμένου έρωτα στις παρυφές της Ελληνικής Επανάστασης. Υπάρχει χρονικό πλαίσιο, που όμως δεν αποτυπώνεται ρεαλιστικά από άποψη σκηνικού, κοστουμιών και γλώσσας, προσπαθούμε να περιγράψουμε την ιστορία δύο ερωτευμένων που είχαν την ατυχία να είναι ο ένας χριστιανός και η άλλη μουσουλμάνα. 

– Ο Περεσιάδης το έγραψε ως έργο εποχής. Διαδραματίζεται ήδη 70 χρόνια πριν από τη δική του. Αυτό δεν περιπλέκει ακόμη περισσότερο τα πράγματα ως προς την επιβολή του φολκλορικού στοιχείου; Ελλοχεύει αυτός ο κίνδυνος, αλλά εργαζόμαστε συστηματικά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αισθάνομαι πολύ δημιουργικός μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία. Η πρώτη πρόκληση για τον ηθοποιό είναι να ερμηνεύσει προφορικά έναν διάλογο έμμετρο δεκαπεντασύλλαβο ανομοιοκατάληκτο.

– Υπάρχει όμως και η εθνοαπελευθερωτική πτυχή που σε συνδυασμό με την επέτειο προσδίδει μια διαφορετική δυναμική. Σε καμιά περίπτωση δεν πιστεύω ότι η Μαρίνα Βρόντη έχει στο μυαλό της να εξιτάρει το εθνικό φρόημα στο ελλαδικό ή το κυπριακό κοινό. Εμείς εστιάζουμε στην αγάπη, τη φιλία, τον έρωτα. Επίσης, ο Περεσιάδης ασκεί σαφή κριτική στην πατριαρχία της εποχής του. Ο πατέρας του Δρόσου δεν του επιτρέπει να παντρευτεί μια «Τούρκα» κι αυτός τον αγνοεί. Εκτός από αντίδραση απέναντι στον εθνικισμό είναι και μια αντίδραση απέναντι στην πατριαρχία. Πέρασαν 200 χρόνια από μια Επανάσταση που έδωσε σ’ έναν λαό την ανεξαρτησία του. Ας μην αναλύσουμε τις συνθήκες, τον ρόλο της Εκκλησίας, ή το τι επακολούθησε. Δεν είναι κάτι που εξετάζουμε με αυτή την παράσταση. Δεν αισθάνομαι ότι επωμίζομαι το χρέος να τιμήσω μ’ αυτή τη δουλειά τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, όσο κι αν η μνήμη μου τιμά την επέτειο.

– Το μήνυμα δεν προκύπτει αυτομάτως, μόνο και μόνο με την επιλογή του έργου; Δεν αποφεύγουμε σώνει και καλά να μιλήσουμε για οτιδήποτε εθνικό. Αλίμονο. Αυτό βρίσκεται μέσα στον πυρήνα του έργου. Απλώς, δεν θέλουμε να σταθούμε σ’ αυτό. Νομίζω ότι έτσι υπηρετούμε καλύτερα και τον ίδιο τον Περεσιάδη. 

– Εσύ προσωπικά πώς επεξεργάζεσαι την έννοια της επανάστασης; Επανάσταση για μένα δεν είναι τίποτε άλλο από την ειρηνική συνύπαρξη των λαών, την αλληλεγγύη και τη φιλία. Μιλώντας για την Κύπρο, αυτό θα ήταν ό,τι πιο επαναστατικό. Οι πολιτικές εξελίξεις καθιστούν όλο και πιο επιτακτική αυτή την ανάγκη. 

– Ο Άγιος Παΐσιος, που υποδύεσαι σε τηλεοπτική σειρά, εκλαμβάνεται από πολλούς ως σύμβολο αλυτρωτισμού αλλά και θρησκευτικού δογματισμού. Αυτό δεν αντικρούει την ιδέα της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών; Καταρχάς, μιλάμε για έναν ρόλο τον οποίο υποδύομαι ως επαγγελματίας. Αν με βρίσκει όμως σύμφωνο η κοσμοθεωρία του, η αλήθεια του, οι διδαχές του; Σε πολλά σημεία. Μελετώντας τον βίο του μπορώ κιόλας να πω ότι αποτελεί φωτεινό παράδειγμα για πολλούς ανθρώπους. Μοναχούς και λαϊκούς. Λυπάμαι να παρατηρήσω ότι ο Παΐσιος είναι παρεξηγημένος. Είναι διαστρεβλωμένη η εικόνα που έχει επικρατήσει σήμερα. Δεν ευθύνεται βεβαίως ο ίδιος. Έχουν εκμεταλλευτεί την εικόνα του δογματικοί, σκοταδιστές και επιτήδειοι για τους δικούς τους λόγους. Κυριαρχεί η εικόνα του προφήτη, του αγύρτη, του εθνεγέρτη, αυτού που μας προτρέπει να «πάρουμε την Πόλη», να «περιμένουμε το ξανθό γένος», να προσκυνήσουμε τις παντόφλες του. Αυτά είναι φαιδρά. Ο ίδιος θα ήταν ο πρώτος που θα τα αποδοκίμαζε. Ξέρεις τι όριζε ως θαύμα; Το θαύμα επιτελείται, έλεγε, όταν συμμετέχει κανείς στον πόνο του άλλου. Λοιπόν, εγώ υπηρέτησα με ζήλο τον ρόλο του Ριχάρδου και τον θεσμό της μοναρχίας, τον οποίο ως Προκόπης απορρίπτω μετά βδελυγμίας. Δεν θα υπηρετούσα και τον ρόλο ενός ανθρώπου που εργάστηκε και θυσιάστηκε για τον συνάνθρωπό του και του οποίου η στάση ζωής με συγκινεί;

– Ποιες εμπειρίες αποκόμισες επισκεπτόμενος το Άγιο Όρος; Το επισκέφθηκα τον Οκτώβριο και για πρώτη φορά στο ρεπεράζ τέσσερις μήνες νωρίτερα. Δεν το είχα επισκεφθεί προηγουμένως και δεν ήταν στα άμεσα σχέδιά μου. Μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω τον βίο κάποιων ανθρώπων, τον αγώνα τους και την αγάπη τους για τον Χριστό, η οποία -πρόσεξε- μεταφράζεται σε αγάπη για τα πάντα. Μιλάμε, βέβαια, για μια κοινωνία με «σκληρό» πλαίσιο, κλειστή και με δικούς της κανόνες. Είναι χτισμένη, όμως, από ανθρώπους που αγωνίζονται. Πολλοί τα καταφέρνουν και πολλοί όχι. Δεν είμαι εγώ αυτός που θα κρίνει και θα κατακρίνει ποιος τα καταφέρνει και ποιος όχι.

– Είναι ο έρωτας πολιτική πράξη; Απολύτως. Τα πάντα που επηρεάζουν τη ζωή μας έχουν πολιτικό αντίκτυπο. Ακόμη και το άχρωμο έχει χρώμα. Πολλώ δε μάλλον ο έρωτας, μια έννοια ανώτερη από τα εγκόσμια που έχουν υμνήσει άπειροι ποιητές, συγγραφείς, ζωγράφοι και δεν είμαι σίγουρος αν έχουν καταφέρει έστω και να τον πλησιάσουν. Τα βέλη του πετυχαίνουν ανθρώπινες ψυχούλες κι ο άνθρωπος είναι ον πολιτικό, συνεπώς δεν μπορεί να μην είναι και ο έρωτας. Στην περίπτωση του έργου μας τίθεται σ’ ένα κοινωνικό πλαίσιο. Είναι ένας έρωτας απαγορευμένος από ταξικής, θρησκευτικής, πολιτισμικής, φυλετικής σκοπιάς. Εμείς στην Κύπρο έχουμε το παράδειγμα του Χασάνη και της Χαμπούς. Και δεν είναι βέβαια το μοναδικό, υπάρχουν πολλά μέχρι και τις μέρες μας.

– Έχει αλλάξει η κοσμοθεωρία σου απέναντι στη ζωή και την τέχνη από τότε που έγινες πατέρας; Όχι τόσο ως προς το πώς αντιμετωπίζω την τέχνη, αλλά σίγουρα έχουν αλλάξει πολλά, ακόμη και στην ιδιοσυγκρασία μου. Προκύπτει ένας εκμηδενισμός του Εγώ, ο εγωισμός δέχεται ένα πλήγμα τόσο συντριπτικό που σοκάρεται. Το να έχεις παιδιά και να συνυπάρχεις μαζί τους, να τα φροντίζεις, να τα αγαπάς, να τα ανατρέφεις, να έχεις την έγνοια τους, αυτό είναι η υπέρτατη πράξη ανιδιοτέλειας.

– Ο έρωτας ως ιδανικό κι ως έννοια ευγενική και άδολη δεν έχει ξεπεραστεί λίγο στην εποχή μας; Δεν έχουν γίνει πιο ωφελιμιστικές οι ανθρώπινες σχέσεις; Και τι σημαίνει αυτό; Ότι πρέπει να συμβαδίσουμε κι εμείς; Εγώ το θεωρώ λάθος. Έχουν πράγματι αλλοιωθεί οι ερωτικές σχέσεις στην εποχή μας κι ήρθαν και τα κοινωνικά δίκτυα, οι εφαρμογές κ.τ.λ. να ευτελίσουν τις συναναστροφές, να τις κάνουν πιο επιφανειακές, πιο προσβάσιμες. Ωστόσο, έχω την εντύπωση ότι ο έρωτας στην ουσία του δεν μπορεί να πληγεί και να αλλοιωθεί. Αυτό που πλήττεται είναι ο τρόπος που εκφράζεται. Κρατώ μια πισινή, αλά πιστεύω ότι ο έρωτας ο ανίκητος στη μάχη κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες θα βρει τον τρόπο να επιβληθεί. Θα νικήσει ακόμη και τα αποχαυνωμένα μυαλά.

– Ψάχνεις διαρκώς τρόπους να επανεφεύρεις το πώς λειτουργείς στο θέατρο; Ναι, έτσι θέλω να πιστεύω. Με ιντριγκάρει να ανακαλύπτω συνεχώς καινούρια πράγματα, τα ίδια μου τα όρια. Είχα την τύχη να συναντηθώ με πολλές και διάφορες σκηνοθετικές σχολές: Παπαϊωάννου, Τερζόπουλος, Μαρμαρινός, Ρήγος, Καραθάνος, Μιλιβόγεβιτς, Κακλέας, Αρβανιτάκης, Εύης Γαβριηλίδης, Δρουσιώτης, Κάσιου, Σιλβέστρος, Ερωτοκρίτου και τώρα Βρόντη. Μεταξύ άλλων. Συνεργάστηκα με ανθρώπους που έχουν δικές τους τεχνικές και δική τους αισθητική, ενώ αρκετοί ανέπτυξαν δική τους μέθοδο. Πολλοί ηθοποιοί προτιμούν να μένουν σε μια σχολή ή με συγκεκριμένο σκηνοθέτη του οποίου γνωρίζουν τους κώδικες. Αν με ρωτούσες με ποιον απ’ αυτούς θα ήθελα να μείνω, θα απαντούσα με κανέναν. Αλλά θα ξαναδούλευα μαζί τους με τα χίλια. Απ’ όλους έχω πάρει κάτι, από τον θεωρητικά πιο άσημο μέχρι τον πιο καταξιωμένο δάσκαλο του θεάτρου. Δεν είναι ότι τα έχω έτοιμα, ανοίγω το συρτάρι και τα παίρνω. Είναι κι ένας συνδυασμός προσωπικής δουλειάς, των εκάστοτε συνεργατών, της συγκυρίας. Η ηθοποιία είναι διαρκής αναζήτηση. 

– Αυτή είναι η πρόκληση και η δυσκολία στο θέατρο; Ναι. Καλούμαστε να επικοινωνήσουμε εμείς μεταξύ μας και παράλληλα να επικοινωνήσουμε με το κοινό για να μάς ενώσει η κοινή καλλιτεχνική συγκίνηση, όπως έλεγε κι ο Σεφέρης. Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται κόπος και μόχθος, αλλά αυτή είναι η επιβράβευση της δουλειάς μας.

– Ποια είναι η μεγαλύτερη παγίδα σ’ αυτή τη διαδικασία; Να πιστέψεις ότι το ‘χεις και να επαναπαυτείς.

– Τι ορίζεις ως επιτυχία; Ανά πάσα στιγμή και κάτι άλλο. Αυτό πρέπει να πετυχαίνουμε. Επιτυχημένος είναι ο αναγνωρισμένος; Ο παχυλά αμειβόμενος; Για μένα επιτυχημένος είναι αυτός που συνέχεια εξελίσσεται. Αυτός που δεν νιώθει ποτέ «επιτυχημένος» και αναζητεί διαρκώς το ταβάνι του. Το θέατρο απαιτεί να είσαι μαθητής μέχρι το τέλος.  

– Η σκηνοθεσία σ’ ενδιαφέρει ως αντικείμενο; Μ’ έχει απασχολήσει τα τελευταία 2-3 χρόνια αυτό το κεφάλαιο. Δεν το αποκλείω. Αλλά δεν αισθάνομαι ακόμη ότι έχω να πω κάτι. Αν πρόκειται να σκηνοθετήσω ποτέ θα είναι επειδή θα νιώθω ότι χρειάζομαι κι αυτό το μέσο για να εκφραστώ. Κι όχι απλώς για να δηλώνω ως ιδιότητα «ηθοποιός- σκηνοθέτης». Θα είναι από προσωπική ανάγκη.

– Θα άφηνες το θέατρο για να ασχοληθείς αποκλειστικά με το σινεμά και την τηλεόραση; Ήδη το κάνω φέτος εν μέρει. Σε καλοκαιρινή παράσταση είχα να συμμετέχω αρκετά χρόνια. Εφόσον μια πρόταση με καλύπτει επαγγελματικά και καλλιτεχνικά, θα μπορούσα να αντέξω ένα διάστημα μακριά από τη σκηνή. Δεν ανήκω σ’ αυτούς που ανησυχούν μήπως τους «φτύσει» το θέατρο. Νιώθω ότι πάντα υπάρχει μια πόρτα ανοιχτή που νομίζω ότι δεν θα κλείσει ποτέ. 

– Σε τι φάση σε βρίσκει δημιουργικά το φορτισμένο περιβάλλον στη σκιά της πανδημίας; Ευτύχησα να μην έχω σταματήσει να είμαι δημιουργικός αυτό το διάστημα. Ανήκω στη μειοψηφία. Το λέω και ντρέπομαι κιόλας. Φτάσαμε στο σημείο να ντρεπόμαστε να λέμε ότι είμαστε χαρούμενοι και τα βγάζουμε πέρα, από τη στιγμή που η πλειοψηφία περνάει άσχημα. Το διάστημα αυτό ευτύχησα να έχω τη μελέτη για τον Παΐσιο, αλλά ευτύχησα να περάσω και μεγάλο διάστημα κοντά στην οικογένειά μου. Παράλληλα, είχα κι αυτή την πρόταση του ΘΟΚ που με επαναδραστηριοποίησε θεατρικά. Τι άλλο να ζητήσω; Ως πολίτη, βέβαια, δεν μπορώ να πω ότι με αφήνουν ευχαριστημένο οι πρόσφατες κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις στη χώρα μου. Το κλίμα είναι απαισιόδοξο, η ελπίδα έχει ψαλιδιστεί και το μόνο που μπορούμε να προσδοκούμε είναι ότι οι άνθρωποι που διατηρούν ακόμη μια μικρή σπίθα μέσα τους θα εργαστούμε σκληρά για να την κάνουμε φλόγα ελπίδας. Ο καθένας από το μετερίζι του.

– Σε ποια φάση βρίσκεται η κυπριακή θεατρική παραγωγή; Αν είναι κάτι που με κάνει να αισιοδοξώ είναι τα θεατρικά μας πράγματα τους τελευταίους μήνες. Παρατηρώ μια ξέχειλη δημιουργικότητα και έμπνευση, έτοιμη να σχολιάσει πολιτικά, κοινωνικά, υπαρξιακά ζητήματα. Από τότε που άνοιξαν ξανά τα θέατρα είδαμε πολλές παραστάσεις που μάς συγκίνησαν, μάς προβλημάτισαν, μάς ευαισθητοποίησαν. Και σωρεία κόσμου που διψούσε να τις δει.

– Πώς θα κάνει το επόμενο βήμα το κυπριακό θέατρο; Νομίζω ότι το επόμενο βήμα συντελείται αυτή τη στιγμή. Έπαιξε ρόλο και η πανδημία. Το κοινό είναι πιο διψασμένο για θέατρο από ποτέ. Αγκαλιάζει τις παραστάσεις. Το κυπριακό θέατρο θα αλλάξει όταν ασχοληθεί με τον εαυτό του και πιστέψει περισσότερο στο έμψυχο δυναμικό του. Πιστεύω ακράδαντα ότι θα δούμε πολύ όμορφα πράγματα. 

* Η «Εσμέ» παρουσιάζεται σε Λευκωσία, Δερύνεια, Λεμεσό και Λάρνακα από 24.6 μέχρι 4.8 (9μ.μ. 77772717), ενώ στις 23 & 24.7 συμμετέχει στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου