Η μουσικός και ερμηνεύτρια, με αφορμή τις προσεχείς εμφανίσεις της στην Κύπρο, μιλάει για όλα όσα την καθορίσαν στη ζωή της, όσα μεταβλήθηκαν και όσα συνεχίζει να αγαπά.
– Από την στιγμή που μπήκες στον χώρο και κάνεις αυτό που αγαπάς, υπήρξε κάποιος σκόπελος που σε έκανε να χάσεις τον ρομαντισμό σου -αυτόν που κάποιοι διακρίνουμε στα τραγούδια σου-, απέναντι στον τρόπο που έβλεπες τη δουλειά αυτή; Όχι, δεν αντιμετώπισα κανέναν σκόπελο από την στιγμή που αποφάσισα να κάνω αυτή την -ας την πούμε, χάριν λόγου τώρα- δουλειά, γιατί για μένα δεν είναι μία απλή «δουλειά», αλλά κάτι άλλο.
– Τι είναι; Η μουσική δεν είναι δουλειά, ούτε και χόμπι. Απλά, μέσα από τη μουσική, πληρώνω το ενοίκιό μου, τους λογαριασμούς μου, το σουπερμάρκετ μου. Τελεία. Εκεί σταματά ο χαρακτηρισμός «δουλειά». Η μουσική, όμως, είναι κάτι άλλο! Η μουσική θέλει αφοσίωση. Δεν μπορείς -κατά τη γνώμη μου- να την κάνεις παράλληλα και με κάτι άλλο μαζί – θέλει πίστη, αφοσίωση, κόπο, προσήλωση. Δεν αντιμετώπισα, λοιπόν, σκοπέλους, ούτε δράκους. Ποτέ δεν βίωσα αθέμιτους ανταγωνισμούς, ούτε έχω να σου πω «ζουμερές» ιστορίες με συναδέλφους που με «πολέμησαν». Εγώ δεν τα βρήκα όλα έτοιμα, τα κατέκτησα. Υπάρχουν ορισμένα στάδια που πρέπει να περάσεις, κάποια «μαξιλαράκια» που πρέπει να κατακτήσεις, για να πεις «ok, καλά πάω». Όλο αυτό θέλει χρόνο και κόπο. Αυτές τις δυσκολίες αντιμετώπισα, αλλά κανείς δεν μου αποδυνάμωσε ούτε την όρεξη, ούτε το πάθος μου γι’ αυτό που κάνω.
– Φύσει αισιόδοξη και μαχήτρια, λοιπόν; Γι’ αυτό που αγαπώ, ναι. Δεν σκύβω το κεφάλι από ηττοπάθεια. Για παράδειγμα, έχω τραγουδήσει μπροστά σε 50 άτομα, αντί για 5.000 και ήταν και πολύ φυσιολογικό. Έπρεπε να σχηματίσω την αυτοπεποίθησή μου και να κινηθώ στα πρώτα μου βήματα, όπως θα έκανε ο οποιοσδήποτε άλλος. Με τα χρόνια ήρθε και ο κόσμος, και η αγάπη του και η αναγνωρισιμότητα και η αποδοχή. Χρόνος χρειάστηκε. Τίποτε άλλο. Στην καριέρα μου όλα ήρθαν πολύ πολύ αργά και σταδιακά. Είναι ένας προσωπικός δρόμος και οφείλεις να είσαι πολύ δραστήριος για να καταφέρεις τους στόχους σου. Με φοβίζουν τα απότομα ανεβάσματα, γιατί ακολουθούν μετά και τα απότομα κατεβάσματα. Ζούμε κιόλας στην εποχή της τεχνολογίας και του Internet, που ο οποιοσδήποτε μπορεί να δει στο YouTube και να σε ακούσει. Όλοι έχουμε πρόσβαση παντού, σε όλα. Ποιος μπορεί να σε σταματήσει τότε; Επειδή λέγαμε για «ανταγωνισμούς»…Εσύ πρέπει να είσαι έτοιμος να ανταπεξέλθεις, όταν σου ζητηθεί. Εσύ και μόνο εσύ.
– Επομένως, ο εαυτός μας είναι ο μεγαλύτερος εχθρός μας; Ισχύει αυτό για σένα; Σαφέστατα! Ο εαυτός μας είναι ο καλύτερός μας φίλος και ο χειρότερός μας εχθρός. Είναι θέμα ψυχολογίας. Πού θα αποφασίσεις να κουρδιστείς είναι μία προσωπική υπόθεση. Αν θα σκεφτείς ότι «ο κορωνοϊός μπορεί να με σκοτώσει» ή «ότι δεν θα πάθω τίποτα αν θα κολλήσω», είναι μία απόφαση. Το αν θα πάθεις πανικό ή θα το χειριστείς ψύχραιμα, επίσης είναι μία προσωπική υπόθεση. Αντίστοιχα, το ίδιο γίνεται και στη δουλειά μου: Εγώ αποφασίζω το πώς θα πορευτώ. Κι αυτό είναι το πιο δύσκολο και το πιο εύκολο μαζί.
– Ποια ήταν η πρώτη σου επαφή με την μουσική; Ήταν στην Ε’ δημοτικού. Όταν η δασκάλα μου, η Ειρήνη Σαντοριναίου, με έβαλε να τραγουδήσω μόνη μου ένα τραγούδι. Θυμάμαι είχα πει το «Εφτά τραγούδια θα σου πω». Εκεί κατάλαβα ότι αυτό με διασκεδάζει πολύ και με ψυχαγωγεί κι αυτό, αν θυμάμαι καλά από τότε, είχε τον ίδιο αντίκτυπο, και στους παραβρισκόμενους. Εκεί έγινε το πρώτο «κλικ» μέσα μου.
– Πού έχεις μεγαλώσει; Στο Νέο Ηράκλειο, στην Αθήνα. Εδώ ήρθαμε όταν οι δικοί μου, μαζί με μένα, στα τρία μου χρόνια, έφυγαν από την Άρτα για την πρωτεύουσα. Οι γονείς μου είναι γιατροί, στην Άρτα έκαναν το αγροτικό τους και μετά ήρθαμε στην Αθήνα. Όλα μου τα καλοκαίρια τα πέρασα στην Κύπρο, όμως.
– Πώς κι έτσι; Η μαμά μου είναι από το νησί σας, κατάγεται από το Πισσούρι. Εκεί πέρασα όλα μου τα παιδικά καλοκαίρια, τα οποία ήταν ζεστά, ανέμελα και γλυκά. Κάποια καλοκαίρια μου όμως, τα πέρασα στο Πόρτο Ράφτη, όπου είχαμε ένα σπίτι και πηγαίναμε εκεί για να κάνουμε μπάνια. Εκεί ήταν τα εφηβικά μου καλοκαίρια. Τα πρώτα μου ερωτικά ραντεβού, οι πρώτες μου βόλτες, μέχρι πιο αργά το βράδυ, έγιναν εκεί. Εκεί ήταν και τα πρώτα μου καρδιοχτύπια.
– Ήσουν ανεξάρτητο παιδί ή ήσουν προσκολλημένη στο θέλημα τον γονιών σου; Αχ, μεγάλη κουβέντα μου ανοίγεις τώρα! (γελάμε). Δεν νομίζω ότι η μέση παραδοσιακή ελληνική οικογένεια αφήνει πολλά περιθώρια στο νέο πλάσμα για να ανακαλύψει τι θέλει. Και δεν το κάνει γιατί τους αρέσει να περιορίζουν τα παιδιά· το κάνει από αγάπη και από προστατευτικότητα. Αλλά αυτή η «αγάπη» δεν είμαι σίγουρη ότι πλέον με κάνει να συμφωνώ με την έννοια της ανιδιοτελούς αγάπης…Με γοητεύει που πήγαμε εκεί την κουβέντα, πολύ ψυχαναλυτικά…Τελοσπάντων, η ευκαιρία μας να δούμε εμείς τι πραγματικά θέλουμε, έρχεται μετά τα 30. Μέχρι τότε δεν ξέρεις σίγουρα αν είναι δικές σου οι επιλογές που κάνεις ή στις έχουν περάσει οι δικοί σου. Στα 30 μου κλώτσησε το «είναι» μου – τι μου αρέσει εμένα και τι στους γονείς μου. Παρόλο που ήμασταν πολύ αγαπημένη οικογένεια. Σήμερα είμαι 34 ετών και έχω σπουδαία επικοινωνία με τους δικούς μου, έχω πολύ χώρο πια και επιλέγω εγώ τι με κάνει χαρούμενη και τι όχι. Έχουμε σεβασμό και επικοινωνία.
– Έχουν χαραχτεί μέσα σου παρατηρήσεις που έγιναν «από αγάπη» -από τους δικούς προς σε σένα-, ώστε να μην τα επαναλάβεις, στα δικά σου παιδιά, όταν και εάν θελήσεις να γίνεις μητέρα; Κοίτα, εμείς είμαστε μία γενιά με μεγαλύτερη συνείδηση του εαυτού μας από την προηγούμενη. Φυσικά και μου είπαν διάφορα οι δικοί μου κατά καιρούς. Όμως, ακόμα κι όταν κάνουμε κάποιο λάθος, εμείς οι νεότεροι θα έχουμε την πληροφορία πια να μην επαναλάβουμε κάτι που μας καταπίεσε στα δικά μας τα παιδιά. Κάτι που μπορεί να λειτουργήσει ως επιβλαβές ή ως εμπόδια στα «θέλω» του παιδιού. Να μην τα καπελώσουμε με τις δικές μας φοβίες και τα δικά μας ζητήματα. Τα στερεότυπα που υπήρχαν κάποτε, στην γενιά των γονιών μας, δεν υπάρχουν πλέον σήμερα. Μία γυναίκα π.χ 40 ετών που δεν έχει παιδί, για τον όποιο λόγο, σήμερα δεν είναι -και δεν πρέπει να είναι- άξια λόγου ή κουτσομπολιού. Τότε ήταν ταμπού. Όπως τότε ήταν ταμπού το να είσαι παιδί χωρισμένων γονιών. Ή το να ήταν ένας άντρας ή μία γυναίκα ανύπαντροι. Τότε έλεγαν τους χαρακτηρισμούς «αστεφάνωτη» ή «θα μείνεις στο ράφι» ή «μαγκούφης». Στη δική μας τη γενιά, όλα άλλαξαν. Δεν τα έχουμε τόσο αυτά, έχουν αποχρωματιστεί. Και καλύτερα, γιατί όλα αυτά είναι προσωπικές επιλογές. Δε γίνεται να κάνει κάποιος οικογένεια, επειδή του το επιβάλλει η όποια κοινωνία ή το όποιο κοινωνικό στερεότυπο. Ο άλλος μπορεί να μην είναι κατάλληλος για πατέρας ή για μάνα. Μπορεί να μην θέλει. Σήμερα, εμείς, νομίζω παλεύουμε πιο πολύ για τα δικά μας «θέλω», σε σχέση με τη γενιά των γονέων μας.
– Οι γονείς σου πώς αντιμετώπισαν την κλίση σου στην μουσική; Αρχικά το αντιμετώπισαν με πολύ φόβο, έπειτα επιφυλακτικά και στην πορεία αρκετά υποστηρικτικά. Χωρίς τους γονείς μου και χωρίς την οικονομική τους βοήθεια για να βγάλω τους δύο πρώτους μου δίσκους, δεν θα κατάφερνα κάτι θεωρώ.
– Είσαι από τους λίγους καλλιτέχνες που σπούδασαν. Είσαι απόφοιτος του Παντείου Πανεπιστημίου, τελειώνοντας επικοινωνία και ΜΜΕ. Το έκανες σαν «χάρη» στους γονείς σου; Όχι, το έκανα για μένα. Ναι, σαφώς και με ώθησαν να σπουδάσω, διότι οι δικοί μου ήταν γιατροί στο δημόσιο και έχουν άλλη θέαση απέναντι στα πράγματα. Είχαν τη νοοτροπία του δημοσίου, την σταθερότητα που σου παρείχε και το «μήνας μπει, μήνας βγει, ο μισθός να πέφτει». Κάτι παρόμοιο οραματίστηκαν και για μένα και ήθελαν την ασφάλεια. Εντελώς συμπτωματικά, σήμερα, πριν από την κουβέντα μας, πήγα για καφέ με τον μπαμπά μου. Εκεί του έλεγα ότι, από μικρή, η ιδέα του να ξυπνάω και να πηγαίνω στο ίδιο μέρος, κάπως με τρόμαζε. Μου έφερνε αμηχανία. «Θυμάσαι που στο έλεγα;» του είπα. Αργότερα κατάλαβα ότι η ασφάλεια δεν σημαίνει και χαρά. Έτσι, πολλές φορές, παίρνουμε τα ρίσκα μας και όταν δεν μας βγαίνουν εκείνη την στιγμή, βγαίνουν πιο μετά. Αν δεν είχα ασχοληθεί με την μουσική, θα έκανα κάτι άλλο που κάθε μέρα δεν θα μου έφερνε το ίδιο πρόγραμμα. Το θεωρώ βαρετό και περιοριστικό. Ήμουν μαθήτρια του 19, οι δικοί μου με πίεζαν να διαλέξω Νομική. Εγώ δεν ήθελα καθόλου και επέλεξα την επικοινωνία και τα ΜΜΕ, που έχει ωραία μαθήματα. Και, όχι, δεν μετάνιωσα που σπούδασα!
– Ήσουν εξωστρεφές παιδί; Από όσα μου λένε, ναι. Ήμουν αρκετά επικοινωνιακή και έντονη.
– Έχεις παρατηρήσει αλλαγές στον χαρακτήρα σου από τότε που έγινες αναγνωρίσιμη; Έχω παρατηρήσει αλλαγές στον χαρακτήρα μου από τότε που κάνω ψυχοθεραπεία. Τα τελευταία χρόνια, δηλαδή, έχω αλλάξει πολύ. Απ’ την άλλη, το κοινωνικό κομμάτι και εκείνο της αναγνωρισιμότητας, είναι πολύ έξω από τον προσωπικό μας πυρήνα. Και ο πυρήνας μας, αν είναι αναστατωμένος, θα αντιμετωπίσει εκρηκτικά ό,τι γίνεται έξω. Αν είναι συμπαγής, ήρεμος και γαλήνιος, θα τα κοντρολάρει όλα φυσιολογικά. Έκανα «δουλειά» με τον εαυτό μου, μαζί με τον ψυχοθεραπευτή μου, ώστε να γίνω πιο κατασταλαγμένος, πιο ήρεμος και πιο ευτυχισμένος άνθρωπος. Ακόμα διανύω αυτή τη διαδρομή που έχω κάνει, οι αλλαγές ήταν μικρές, αργές, αλλά όσο πάνε εδραιώνονται. Πιστεύω ότι έγινα καλύτερος άνθρωπος και με αγάπησα πιο πολύ.
– Τι ήταν αυτό που σε ώθησε να στρέψεις το βλέμμα σου προς τα μέσα; Είχα μπλέξει με μοτίβα που δεν με έκαναν χαρούμενη εν τέλει. Κινήσεις μου συναισθηματικές και πρακτικές, στις σχέσεις μου τις προσωπικές, που δεν μπορούσα να ελέγξω· αλλά ήταν σταθερές και δεν μου άρεσαν. Έτσι άρχισα να αναρωτιέμαι από πού πηγάζουν αυτές οι συμπεριφορές, με τι σχετίζονται και πώς θα μπορούσα να τις μετακινήσω με τέτοιον τρόπο ώστε να γίνω πιο ευτυχισμένη και πιο ήρεμη.
– Ακούς μουσική άλλων καλλιτεχνών, που δεν ανήκουν στο δικό σου ρεπερτόριο; Ναι, αμέ! Ακούω πολύ διαφορετική μουσική. Και δεν έχω κανένα στεγανό, ως προς το τι είναι Τέχνη και τι δεν είναι. Απεχθάνομαι τις ταμπέλες «ποιοτικό», «έντεχνο», «άτεχνο» και «εμπορικό». Ενοχλούμαι βαθύτατα από τους συναδέλφους μου που έχουν τέτοια κολλήματα. Οι μουσικές δεν είναι πολλές, είναι μία. Είναι εικαστικό το ζήτημα. Ή σου ταιριάζει ή δεν σου ταιριάζει. Απλά τα πράγματα. Αν κάτι δεν μου αρέσει, δεν σημαίνει ότι δεν είναι καλό ή δεν πρέπει να υπάρχει. Γιατί αρέσει σε άλλους.
– Υπάρχουν τραγούδια σου που αγαπάς περισσότερο από κάποια άλλα; Εννοείται! Υπάρχουν κομμάτια μου που είναι μία πολύ ωραία «πόρτα» για πιο μεγάλο κοινό, τα οποία είναι απαραίτητα και τα ευγνωμονώ -όπως είναι το «πετάω»- κι υπάρχουν και πιο εσωτερικά κομμάτια, τα οποία τα έγραψα σε πολύ δικές μου στιγμές, και είναι εγώ 100%. Όπως, ας πούμε, το «πάμε μια βόλτα» ή «πόσο βλάκας». Όταν τα λέω στα live μου και ο κόσμος από κάτω τα τραγουδάει, νιώθω ότι αγκαλιάζουν την ψυχή μου…Σα να μου λένε: «δεν είσαι η μόνη που τα έχει ζήσει αυτά, τα έζησα κι εγώ. Άρα είμαστε μαζί». Κατάλαβες; Σα να τους διαβάζω το ημερολόγιό μου κι εκείνοι να με αγκαλιάζουν και να μου λένε «είναι εντάξει, καταλαβαίνω!». Σα να κάνουμε ένα μεγάλο group therapy. Λέω το «σαν», γιατί η μουσική δεν είναι ψυχοθεραπεία. Μοιάζει, αλλά δεν είναι.
– Τι είναι, λοιπόν, για σένα η μουσική; Ξέρω κι εγώ; Τι να σου πω…Είναι εγώ! Είναι ο τρόπος που υπάρχω. Πώς έχω, ας πούμε, λαμπάκια στο μπαλκόνι μου, γιατί τα λατρεύω; Κι όλο μου το σπίτι, αν έρθεις ποτέ, είναι γεμάτο με λαμπιόνια, γιατί τα αγαπώ, όπως μου αρέσει να έχω έναν ωραίο βασιλικό που κάθε τόσο τον πασπατεύω για να σκάνε τα αρώματα του στον αέρα; Αντίστοιχα έχω και την μουσική. Είναι άλλος ένας τρόπος ύπαρξης.
Info: Η Μαρίζα Ρίζου θα εμφανιστεί τη Δευτέρα 28 Ιουνίου, στο Κηποθέατρο Λεμεσού, και την Τρίτη 29 Ιουνίου στο Σκαλί Αγλαντζιάς, στις 21:00 (Πληροφορίες: tickethour.com.cy και στο τηλέφωνο 77777040). Τα τελευταία singles της Μαρίζας «Πάμε πιο πέρα» και «Το Καλοκαίρι», σε μουσική και στίχους δικούς της, κυκλοφορούν από την Walnut Entertainment.
dadaleks@yahoo.gr
Φιλελεύθερα, 20.6.2021.