Ιάσωνας Σταυράκης: «Ό,τι επέζησε απ’ τη φωνή μας», εκδόσεις Συμεών, 2021
Ο Ιάσωνας Σταυράκης παραμένει πιστός στην πορεία που πρωτοχάραξε με την εμφάνιση του στα κυπριακά γράμματα το 2010. Αυτή η συνέπεια προσυπογράφεται και με τη νέα του ποιητική συλλογή που φέρει τίτλο: «Ό,τι επέζησε απ’ τη φωνή μας» Ο Ι. Στ. γράφει ποίηση – εγερτήριο σάλπισμα, αφυπνιστική ποίηση. Γράφει για να ξεσηκώνει το κοινό του, να το οργίζει και να το οπλίζει. Η ποίησή του αποπνέει δυναμισμό, ανατροπή και ριζοσπαστισμό. Η γραφή του είναι έμπλεη από ρηξικέλευθες προσεγγίσεις, τόσο θεματικά, όσο και υφολογικά.
Παρουσιάζοντας προηγούμενη δουλειά του Ι. Στ. είχα μιλήσει για «ποίηση οργής και κατάρας, που προβάλλει ως ύβρις αλλά και ως κάθαρση επί των κοινωνικών πεπραγμένων» (Φιλελεύθερος, 17 Ιουνίου 2019). Σημειώνω με ικανοποίηση ότι αυτή η επισήμανση επαληθεύεται ακόμα παραπάνω και με το νέο ποιητικό βιβλίο του συγγραφέα.
Για σκοπούς ταξινόμησης των σκέψεων μου θα αναφερθώ πρώτα στα ποιήματα του Ι. Στ. που έχουν αφυπνιστικό χαρακτήρα και ακολούθως σε αυτά που, κατά κύριο λόγο, μπορούν να χαρακτηριστούν ως ποιήματα ποιητικής.
Ο αξιόλογος αυτός λογοτέχνης της νέας γενιάς ανατρέπει τις ορολογίες της καθημερινότητας, τις μεταπλάθει νοηματικά και αισθητικά και, μ’ αυτό τον τρόπο, παράγει ποίηση. Ποίηση ανατρεπτική, δυναμική, ρωμαλέα και κριτική. Εδώ η ορολογία της πανδημίας του κορωνοϊού εκβαραθρώνεται για να φτιαχτεί ένας ύμνος στην ανθρωπιά: «Βρέθηκα θετικός στην αρρώστια / της εποχής. / Είχα λένε άνθρωπο. / Και μ’ έβλεπαν όλοι καχύποπτα. / Οι μπάτσοι. / Οι σπιτονοικοκυρές. / Οι τραπεζίτες και οι κύκνοι. / Έβαζα το άσμα μου να παίξει ανάποδα / μπας και τους ξεγελάσω. / Μα δε μασάνε. / Με τα χρόνια μάθανε ποιος λέει / την αλήθεια. / Είχα λένε άνθρωπο». (σελ. 1)
Πολλά από τα δημοσιολογικής υφής ποιήματα του Ι. Στ. μοιάζουν με μονταρισμένα πλάνα τηλεοπτικών δελτίων ειδήσεων από εμπόλεμες ζώνες, από προσφυγιά, από μιζέρια και δυστυχία. Κι ο ποιητής δε παύει ποτέ να οραματίζεται επαναστάσεις, ρήξεις, ξεσηκωμούς, εξεγέρσεις, αντιστάσεις: « …η εξουσία τονώνει μ’ ενέσεις απανθρωπιάς / τους μυστικοπαθείς γραφειοκράτες. / Κανείς δεν έγινε τίποτα παραπάνω από τον εαυτό του. / Βλέπεις τα γράμματα / δεν έχουν νόημα πια / εκτός κι αν τα βάλεις στη θαλάμη». (σελ. 33)
Στο ποίημα “Chilan Balan” ο Ι. Στ. επιχειρεί μια περιδιάβαση σε όλα τα επαναστατικά αντάρτικα κινήματα της Λατινικής Αμερικής, έχοντας ως τελικό προορισμό το αντάρτικο κίνημα του ΕΛΑΣ στην Ελλάδα. Το «ταξίδι» αυτό έχει ως στρατιωτική απόληξη τον Άρη Βελουχιώτη, αλλά και ως απόληξη προοδευτικής διανόησης τον Χρόνη Μίσσιο. Το σχετικά εκτενές αυτό ποίημα αρχίζει με τους στίχους: «Είναι κάτι νύχτες σιωπηλές σαν φίδια / που χορεύουν πεντοζάλη οι καρωτίδες / και τα μάτια φουσκώνουν ποτάμια πυρκαγιάς». (σελ. 40) Και καταλήγει ως εξής: «Ανοίγω τα μάτια. / Δε σας φοβάμαι. / Φαντασμάτων αγρύπνια / και στο χέρι μελάνι, / όσο στον κόσμο / υπάρχουν χτικιά». (σελ. 41)
Η κριτική φύση του Ι. Στ. είναι το ίδιο έντονη και σκληρή και στα ποιήματα ποιητικής που γράφει. Εδώ συχνά η κριτική θεώρηση είναι μαστιγωτική, ενίοτε και αυτομαστιγωτική: «Οι ποιητές δεν ανήκουν σε γενιές… / Ανήκουν σε φυλές ανθρώπων που δεν τα κατάφεραν. / Ανήκουν σε τάγματα δειλών που προσπάθησαν. / Ανήκουν σε ορδές ψυχών που ναυάγησαν. / Ανήκουν σε ομάδες που τα νιάτα χαράμισαν. / Ανήκουν σε αγέλες ατάκτων που αποστάτησαν.» (σελ. 2)
Και όπως αποδομεί τον εαυτό του και τους γύρω του, αποδομεί και τις προσεγγίσεις του. Αλλού τηρεί μια φαινομενικά απαξιωτική στάση για τους ποιητές. Και αλλού, χωρίς βεβαίως να επαίρεται, θέλει τον ποιητή κατακτητή, πειρατή και λαφυραγωγό: «Δεν είμαι ποιητής. / Είμαι πειρατής. / Μ’ ένα χέρι, / μ’ ένα πόδι / κι ένα αμπάρι ιδέες. / Τις νύχτες δαγκώνω την πένα μου και / ταξιδεύω στις θάλασσες του μυαλού. / Φέρω λάφυρα από άλλους κόσμους». (σελ. 9)
Αλλού πάλι ο ποιητής καγχάζει με τον άλλο του εαυτό. Εξάλλου, τα πλείστα ποιήματα του Ι. Στ. συνιστούν μια αφτιασίδωτη και ντόμπρα συνομιλία του εσωτερικού του κόσμου με τα εξωτερικά ερεθίσματα που δέχεται από το κοινωνικό περιβάλλον. Στους στίχους που παραθέτω στη συνέχεια βλέπουμε την ποιητολογία και την ενδοσκόπηση όχι απλώς να συνυπάρχουν αλλά και να αλληλοπριμοδουτούνται, νοηματικά μα και αισθητικά: «Κρεμασμένος με τα χέρια / απ’ την αορτή μου, / τραμπαλίζεται ο ποιητής / και χαχανίζει. / Μ’ ένα του βλέμμα με σηκώνει ψηλά / και ξεσκίζει ό,τι βιάζει τη ψυχή μου. / Ορμά με δαγκωνιές και γονατιές στις αναστολές / κι απονέμει κατά την κρίση του / δικαιοσύνη». (σελ. 12)
Θέλω να ολοκληρώσω αυτή την παρουσίαση μ’ ένα διαφορετικό ποίημα του Ι. Στ., αμιγώς ταξικής πνοής και στόχευσης. Φέρει τίτλο «Αφεντικό» κι είναι ομοιοκατάληκτο ζευγαρωτό σε στυλ στίχου που γράφεται για μουσική ραπ. Ο ποιητής ριμάρει και ραπάρει οργιωδώς. Καγχάζει, χλευάζει, ειρωνεύεται και σαρκάζει τα αφεντικά, προειδοποιώντας: «Ορκίζομαι να σηκωθώ / γλυκό μου αφεντικό. / Θα έρθω πιο νωρίς. / Θα τρέχω ολημερίς. / Θα τρέξω πιο σκληρά. / Θα φάω τα σκατά». (σελ. 26) Και με την ίδια ανατρεπτικότητα με την οποία μας έχει συνηθίσει, καταλήγει: «Νόμισες πως φοβάμαι / πως τάχα δεν κοιμάμαι. / Μα άκου την αλήθεια / ειν’ όλα παραμύθια. / Δε σκύβω το κεφάλι. / Δε σκύβω το κεφάλι. / Θα είμαι η αντίδραση / μέχρι να πας στον Άδη». (σελ. 27)
g.frangos@cytanet.com.cy