Χαρακτηρίστηκε ακάματος εργάτης των γραμμάτων, αληθινός δάσκαλος, αθεράπευτος εραστής της λαϊκής θυμοσοφίας. Ο λόγος για τον Παύλο Ξιούτα, που θέλησε να μείνει στη μνήμη αυτών που θα έρθουν μετά από αυτόν, για το έργο και τις υπηρεσίες του στον τόπο του, όπως επισημαίνεται στο ντοκιμαντέρ του κρατικού καναλιού για τη ζωή του και τις απόψεις του που ετοιμάστηκε σε σκηνοθεσία της Πόπης Δανιήλ. Συμπληρώνονται 30 χρόνια από τον θάνατο του Κύπριου εκπαιδευτικού και λαογράφου, στις 2 Ιουλίου, και ανασύραμε με τη συμβολή της οικογένειας του, στοιχεία από μια εκ βαθέων συνομιλία του με τον Κλείτο Ιωαννίδη στο ΡΙΚ, που μεταδόθηκε στις 14.12.1979.
Ο Παύλος Ξιούτας διηγείται: «Γεννήθηκα μέσα στη φτώχεια, σ’ ένα ασήμαντο χωριό της Κύπρου, την Κάτω Πάφο, αν και αρκετά ωραίο, με ζωντανή παράδοση. Έτσι, από μωρό, γνώρισα τις δυσκολίες της ζωής. Η φύση ίσως μας προίκισε με καλό μυαλό. Τελείωνα εγώ πρώτος το δημοτικό σχολείο της Λεμεσού και ο αδελφός μου, ο Νικόλας Ξιούτας, πρώτος το γυμνάσιο της Λεμεσού. Συγκινήθηκε η πόλη και μας βοήθησε, μας έκανε τα ναύλα να πάμε στην Αθήνα. Εκεί στην Αθήνα συνεχίστηκε η φτωχική ζωή, αλλά και η θέληση να μάθουμε γράμματα. Έτσι, τέσσερα χρόνια που έκανε ο αδελφός μου να τελειώσει φιλόλογος, τέλειωσα κι εγώ τις τέσσερις πρώτες γυμνασιακές τάξεις και γυρίσαμε πίσω στη Λεμεσό. Εκεί, τόσο ο αδερφός μου, όσο και όλοι μας είχαμε να συντηρήσουμε μια πενταμελή φτωχή οικογένεια».
Η συμβολή του στα κοινά άρχισε νωρίς στην εκπαίδευση, όπου εργοδοτήθηκε μετά τις σπουδές του. Και έκανε έργο κόντρα στις συνθήκες της εποχής. Ως διευθυντής της Σχολής Σολέας προχώρησε σε αρκετές μεταβολές στο σχολείο, «του προσέθεσα μια τάξη, έδιωξα τον Άγγλο υποδιευθυντή της Παιδείας που ήρθε σε ώρα που σχόλαζαν τα παιδιά για να τα εξετάσει στα εγγλέζικα, επειδή πλήρωνε δέκα λίρες επιχορήγηση η τότε αγγλική κυβέρνηση και τις πλήρωσα εγώ τις δέκα λίρες από τον μισθό μου. Έγινα μέλος, από τα πρώτα, της Εθνικής Οργανώσεως, και αρχίσαμε πολιτική δράση με τον μητροπολίτη Κυρηνείας, τον Μακάριο Β΄».
Εξηγεί ότι «το ’30 είχε ιδρυθεί στην Κύπρο για πολιτικούς σκοπούς διότι η αποικιοκρατία γινόταν όλο και πιο βαριά, η Εθνική Οργάνωση Κύπρου, της οποία γραμματέας ήταν ο Αχιλλέας Αιμιλιανίδης και μέλη οι μητροπολίτες και άλλοι. Με τον Μακάριο Β΄ κάναμε την πρώτη παράνομη παρέλαση στην Πέτρα και μας πήραν στο δικαστήριο. Από κει και πέρα έφυγα και πήγα ως διευθυντής της Σχολής Πλατρών. Εκεί είδα ότι ήταν ανάγκη να μορφωθεί η ορεινή ύπαιθρος, διότι δεν είχε ευκολίες μορφώσεως, έπρεπε να πηγαίνουν, διανύοντας αρκετά μεγάλες αποστάσεις, στη Λεμεσό ή στον Πεδουλά, για να μορφωθούν τα παιδιά τους. Με δικά μου έξοδα, αγόρασα γη και τους ίδρυσα εκεί μια τετρατάξια Πρακτική Σχολή, στην οποία μάθαιναν ξένες γλώσσες και ελληνικά, επίσης γεωπονικά και σχετικά με τ’ αμπέλια τους. Αλλά, δυστυχώς, η απειρία μου και ο ενθουσιασμός μου να μορφώσω τον κόσμο μ’ έριξαν στο στόμα του λύκου κι έτσι μετά από δύο χρόνια πολύ γόνιμης δράσης, αφού είχαμε εκατόν τριάντα μαθητές από εξήντα γύρω χωριά, και αφού με την καθοδήγηση μου τα παιδιά ανέλαβαν να καλλωπίσουν τους δρόμους των Πλατρών και να τις κάνουν «ελβετικό» εξοχικό κέντρο, μου πούλησαν το σχολείο για ένα χρέος κάπου τρακόσιων εβδομήντα πέντε λιρών που είχα κάνει για σανίδια που χρειαζόμασταν στο σχολείο».
«Μετά την καταστροφή, λόγω απειρίας κι ενθουσιασμού, με έφερε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο ο Αντώνης Τριανταφυλλίδης, που ήταν τότε έφορος του Παγκυπρίου. Μόλις ήρθα εδώ, επηρεασμένος από τους αγώνες μου στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών για τη γλώσσα, για τη λογοτεχνία και για την πρόοδο, κι επηρεασμένος πολύ από τον Γληνό και τον Δελμούζο, εισήγαγα τις μεθόδους του σχολείου εργασίας στο Παγκύπριο Γυμνάσιο για πρώτη φορά, παρά τις αντιδράσεις των υπέρ-συντηρητικών υπαλλήλων. Μετά με έπαυσαν από το Παγκύπριο Γυμνάσιο λόγω της αντιθέσεώς μου, για λόγους αξιοπρέπειας και αρχής, με τον πρόεδρο της Εφορείας. Δεν δέχθηκα, παρά την προσφορά, να πάω γυμνασιάρχης Λαπήθου, διότι δεν ήμουν ευχαριστημένος από την τότε Εφορεία του επαρχιακού αυτού κέντρου, και προτίμησα να πάω στην Κερύνεια. Εκεί έκανα τρία χρόνια και μπορώ να σας πως χωρίς ψευδο-υποκρισίες ότι ήμουν ένα από τα δημοφιλέστερα πρόσωπα της πόλεως. Έκανα μορφωτικές διαλέξεις παντού, πολιτική καθοδήγηση, τέτοια, που ο Άγγλος διοικητής με κάλεσε και με απείλησε ότι θα με εξορίσει.
Μετά την Κερύνεια, όπου συνέβησαν ιλαροτραγικά πράγματα με τους άκρους εθνικόφρονες και τους ακραίους προδότες, ευνοουμένους των Άγγλων, έφυγα και πήγα στη Μόρφου, ως γυμνασιάρχης. Εκεί, ατυχώς, όπως και στην υπόλοιπη Κύπρο, υπήρχαν κομματικές διαιρέσεις, πράγματα τα οποία δεν ευνοούν φυσικά την πρόοδο του λαού, και κυρίως τις χαμηλές τάξεις. Σηκώθηκα κι από κει κι έφυγα και ήρθα ξανά στη Λευκωσία το 1943. Το 1943 ήταν η ακμή του Πολέμου και ο εφοδιασμός της νήσου ήταν δύσκολος. Για να εξυπηρετήσω την πατρίδα μου, με συμφωνία του δημάρχου, έκατσα είκοσι οκτώ νύχτες και μέρες κι έκανα το σχέδιο αγορανομίας κι ενώ ήμουν καθηγητής του Παγκυπρίου Γυμνασίου, ταυτόχρονα ήμουν και διευθυντής της αγορανομίας που διένειμε με δελτία τα τρόφιμα, το κρέας, τα ρουχικά. Εκεί μου δόθηκε η ευκαιρία να δείξω την αξιοπρέπεια του Κυπρίου, όταν διαχειρίζεται δημόσια πράγματα, αρνούμενος να δώσω κρέας στον τότε κυβερνήτη, ο οποίος μου έστειλε αλλεπάλληλους απεσταλμένους για να παρανομήσω. Του απήντησα ότι ο κυβερνήτης μιας χώρας είναι ο πρώτος που πρέπει να τηρεί τον νόμο και όχι να τον παραβαίνει, και συνεπώς, επειδή σύμφωνα με τον νόμο δεν δικαιούται κρέας, δεν του έδωσα. Και χάλασε έτσι το πάρτι του! Σκεφθείτε ότι αυτή η προσπάθεια, που διατήρησε την αξιοπρέπεια ενός λαού, επικρίθηκε και από ελληνική εφημερίδα. Είναι ντροπή».
Κι έμεινα ώς το 1937. Το 1937, όταν ένας έφορος προσέβαλε την αξιοπρέπειά μας ως καθηγητών, από τους εξήντα καθηγητές του Παγκυπρίου Γυμνασίου, ο μόνος που διαμαρτυρήθηκε ήμουνα εγώ. Είχα γράψει τότε στην Ελευθερία ότι δεν επιτρέπω σε κανένα να μειώνει το κύρος μου ως ανθρώπου και ως καθηγητού. Ο καυγάς κράτησε κάπου τρεις μήνες. Η Ελευθερία από λίγες εκατοντάδες φύλλα, ανέβηκε στις 4.500. Τότε ακριβώς, μεταξύ του 1936 και 1937, λίγο πριν με παύσουν, είχα αντιδράσει μαζί μ’ ένα άλλο μέλος της Εθνικής Οργανώσεως στην αγγλοποίηση των σχολείων, στην επιχορήγηση, δηλαδή, των γυμνασίων από την αποικιοκρατική κυβέρνηση και προσφέρθηκα κι εγώ και ο Καραγιάννης να εργασθούμε δωρεάν, αλλά να μην δεχθούν τα σχολεία μας την επιχορήγηση. Το ίδιο έκανα μετά από δύο χρόνια στην Κερύνεια και νομίζω ότι συνήργησα αρκετά στη μη αγγλοποίηση των γυμνασίων αυτών, της Λευκωσίας και της Κερύνειας».
Ο Παύλος Ξιούτας πρωτοπορούσε όπου υπηρετούσε : (…) «οι προσπάθειες μου, παρά την αντίθεση του τότε διευθύνοντος τα πνευματικά πράγματα της Κύπρου, του Κ. Σπυριδάκι, ήταν να χτίσω όσα μπορώ και να δημιουργήσω όσα μπορώ σχολεία στην ύπαιθρο, για να είναι ευκολότερα προσιτή η παιδεία στον αγροτικό κόσμο. Και το κατάφερα. Έκτισα αμέσως δύο γυμνάσια στις αγροτικές περιοχές, βοήθησα, και υλικά και ηθικά, να χτιστεί το Γυμνάσιο του Ομόδους, και ηθικά να χτιστεί το Γυμνάσιο του Αγίου Αμβροσίου.
Κατόπιν, για να εφαρμοσθούν νέες μέθοδοι διδασκαλίας και νέες μέθοδοι συμπεριφοράς του καθηγητού προς τον μαθητή, εξέδιδα κάθε χρόνο, ως Γυμνασιάρχης του Παγκυπρίου Γυμνασίου Θηλέων Κύκκου, οδηγίες με αναλυτική γενική διδακτική και παρότρυνα όλους τους καθηγητές μου να συζητούν όλα τα προβλήματα με τους μαθητές τους, τα προβλήματα των ίδιων των παιδιών, τις ειδήσεις των εφημερίδων, και πολιτικά προβλήματα ακόμη – απρόσωπα πάντοτε και όχι κομματικά – να προσπαθούν να επισκέπτονται τα παιδιά στο σπίτι, και να τα πλησιάζουν πολύ μέσα στο σχολείο, ώστε να είναι πραγματικά ικανοί να ξέρουν τις κλίσεις και τις κατευθύνσεις τους.
Η υποθήκη Ξιούτα προς τον κόσμο της Κύπρου όπως την κατέθεσε στον Κλ. Ιωαννίδη:
«Αγάπησα τον τόπο μου, ο οποίος πράγματι είναι ένας τόπος ωραιότατος, είναι από τα ωραιότερα μέρη του κόσμου, απ’ όσα τουλάχιστον έχω δει, και είδα πολλά. Ο λαός του, λαός που έζησε καταπιεσμένος αιώνες, ένας απλοϊκός και αγνός λαός, αξίζει της συμπάθειας σου. Έτσι μέσα από τη λογοτεχνία προσπάθησα να τον ανυψώσω, να του δώσω κουράγιο, να τον κάνω περισσότερο μαχητή. Έγραψα μια μυθιστορηματική βιογραφία του Διγενή ακριβώς γι’ αυτόν τον σκοπό. Έκανα ένα θεατρικό έργο, την Τζοάνα, που διαδραματίζεται τον καιρό της Φραγκοκρατίας, για να του δείξω ότι το δουλικό φρόνημα δεν του προσπορίζει την ελευθερία, ούτε τη δικαίωση, και ότι πρέπει κάποτε να επαναστατήσει εναντίον αυτής της δουλείας στην οποία τον υπέβαλαν. Κατόπιν, για να του δώσω περίγραμμα της ομορφιάς του τόπου του, να τον κάνω να τον αγαπήσει και ν’ αγωνισθεί γι’ αυτόν, έγραψα ένα ολόκληρο βιβλίο από μικρές, αισθητικά όμορφες εικόνες του τόπου, για λουλούδια, για τοπία, για μοναστήρια, για θάλασσες, για βουνά, και προσπάθησα να τον μορφώσω γλωσσικά, να του δώσω μια γλώσσα ομαλή, καλή δημοτική. Είναι “Τα ταξίδια της ψυχής μου”, που από αγάπη τα εξέδωσαν οι μαθήτριές μου του 1945, για να μάθουν να γράφουν καλές εκθέσεις».
Για την ποίηση και τις υποθέσεις της ψυχής, αναφέρει: «Η ποίηση για μένα είναι ο φιλοσοφότερος λόγος. Για μένα η ποίηση ήταν ένα ξέσπασμα. Όταν βρισκόμουν σε δύσκολες στιγμές, ως επί το πλείστον, ξέσπαγα κι έγραφα ποιήματα, γι’ αυτό και τα ποιήματά μου τα ονομάζω τροπάρια ανί(οί)ας. Τώρα μερικοί μπορεί τη λέξη να τη θέλουν με γιώτα, οπότε σημαίνει τροπάρια αηδίας. Μερικοί μπορεί να τη θέλουν με όμικρον γιώτα, οπότε σημαίνει τροπάρια τρέλας. Όπως θέλουν ας το πάρουν».
Η υπόδειξή του προς τη νέα γενιά καθάρια και πάντα επίκαιρη: «Θέλω οι νέοι ν’ αφήσουν πολλά από τα σημερινά επιπόλαια ενδιαφέροντά τους και ν’ ασχοληθούν σοβαρά με την πολιτική. Να μελετήσουν, από τους αρχαίους τον Θουκυδίδη, τον Αριστοτέλη, τον Πλάτωνα, να μελετήσουν την πολιτική και τη διπλωματία του Βυζαντίου, να μελετήσουν τις σύγχρονες διεθνείς σχέσεις και πολιτικές συναλλαγές που γίνονται στον κόσμο και να βγάλουν ένα θετικό συμπέρασμα για την καλυτέρευση της τύχης και των ιδίων αλλά και της πατρίδας τους, που είναι ένας όμορφος τόπος και αξίζει πολύ καλύτερης τύχης. Μπορεί και πρέπει να την κάνουν την Κύπρο μια Ελβετία της ανατολικής Μεσογείου».
Πραγματικός πνευματικός άνθρωπος το ευρύ κι ανεξάρτητο μυαλό
Για τους ανθρώπους του πνεύματος ο Παύλος Ξιούτας αναφέρει σε εκείνη τη συνομιλία με τον Κλ. Ιωαννίδη: «Με βάζετε να σας απαντήσω σε ένα πρόβλημα που τελευταίως έγινε της μόδας στον νεοελληνικό, αλλά και στον κυπριακό κόσμο: το χρέος του πνευματικού ανθρώπου. Αλλά τι είναι πνευματικός άνθρωπος, δεν έχει καθορισθεί. Πνευματικός άνθρωπος κατ’ εμέ, δεν είναι ο φορτωμένος διπλώματα και δοκτοράτα, ή ο άχρηστος ασκητής ενός δωματίου, ή ο πληρωμένος υπηρέτης ενός κατεστημένου, ή ακόμη, και στον ελληνικό κόσμο, ο άεργος ή ο φυγάς ή ο ξενιτεμένος τυχοδιώκτης. Πνευματικός άνθρωπος, αληθινός, είναι ο βαθύς και κριτικός μελετητής του ανθρώπου, της ζωής του, της ιστορίας του και του πολιτισμού του, που από βαθιά αγάπη κι εκτίμηση αυτού του μεγαλειώδους όντος που λέγεται άνθρωπος, θέλει, επιδιώκει, επιμένει σταθερά να τον οδηγήσει στην πρόοδο και την καθολική του ανάπτυξη κι ευτυχία. Πραγματικός πνευματικός άνθρωπος είναι το ευρύ κι ανεξάρτητο μυαλό, που ύστερα από εξαντλητική μελέτη και απροκατάλυπτη κρίση, ανέλυσε την κοινωνική και πολιτική δομή και πορεία του ανθρώπου, πίστεψε σ’ ένα δρόμο που δεν είναι ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, ούτε κέντρο, αλλά ένας επαναστατικός ανθρωπισμός, βασισμένος στην αγάπη και την εκτίμηση του ανθρώπου, ως ατόμου, ως του όντος εκείνου που χωρίς αυτό τίποτα δεν υπάρχει. Αυτός είναι για μένα ο ορισμός του πνευματικού ανθρώπου. Εκείνο που ξέρω είναι ότι πρέπει να είναι πολύ δυνατός χαρακτήρας ο πνευματικός άνθρωπος για ν’ αντέξει σ’ αυτή την πολύπλευρη και δυνατή και οργανωμένη από τα κατεστημένα επίθεση που διαρκεί όσο ο πνευματικός άνθρωπος τούς είναι επικίνδυνος ή ωσότου γίνει δούλος τους, ή τελικά εξοντωθεί.
Στεκόμενος στις αρχές και τις αξίες, λέει: «Έχει επέλθει ολοκληρωτική μεταβολή στα κριτήρια των αξιών. Η γνώση σήμερα έχει πλατύνει τόσο πολύ που δεν φτάνει η ζωή του ανθρώπου να μάθει αρκετά. Έτσι πρωταρχικό χρέος του σχολείου είναι, στο πιο σύντομο χρονικό διάστημα, να δώσει στον άνθρωπο από τη μια τη βάση για αυτομόρφωση διά βίου και από την άλλη να του δώσει την άμεσα ωφελιμιστική και πρακτική γνώση, που θα τον κάνει ικανό σε δύο ή τέσσερα χρόνια το πολύ φοίτησης να βρει δουλειά αμέσως και να ζήσει. Ένα πολύ μικρό ποσοστό από τους νέους των θρανίων πρέπει να μορφωθούν σε ειδικά και πλούσια τεχνικά εξοπλισμένα σχολεία σαν ερευνητές και προωθητές της επιστήμης και της πολιτικής. Ναι, της πολιτικής, γιατί η πολιτική, η τέχνη της διακυβερνήσεως των ανθρώπων είναι η υψίστη δύναμη στον κόσμο που καθορίζει, είτε το θέλεις είτε όχι, όχι μονάχα τους τρόπους της ζωής σου, αλλά και αν θα ζήσεις, ακόμη κι αν θα γεννηθείς, ή πρόωρα να πεθάνεις. (…) Μονάχα μετά το θάνατό του ο πραγματικός οδηγητής, πνευματικός άνθρωπος, μερικώς δικαιώνεται, γιατί οι νεκροί είναι ακίνδυνοι. Ύστερα απ’ αυτά ποιοι και πόσοι τολμούν, αντί της εύκολης, πλούσιας κι ευτυχισμένης ζωής, και αυτών των ιδίων και των οικογενειών τους, να εκπληρώσουν το χρέος προς τον άνθρωπο, την κοινωνία, την πολιτεία, τον κόσμο ολόκληρο; Μόνο τρελοί. Και πράγματι, όπου ακούτε για κάποιον πνευματικό άνθρωπο να τον τιτλοφορούν «πελλό», να είστε σίγουροι πως έκανε το χρέος του. Άλλως, θα τον βρείτε γιομάτο αηδία, ασκητή, κλεισμένο σ’ ένα δωμάτιο να γράφει, να γράφει απλά για να ξεσπάσει και να κρατάει ζωντανή την περηφάνια του».
Για τον άνθρωπο σημειώνει: «Η καταναλωτική κοινωνία επέβαλε στον άνθρωπο μια κτηνώδη πολιτική απάθεια, ένα ατομικιστικό υπερεγωισμό, αντικοινωνικό και αντιπολιτικό, γιατί μόνο έτσι θα μπορεί πλέον το άτομο να καλύπτει περισσότερες ανάγκες του ή ευκολίες της ζωής του. Συνεπώς, σήμερα απλώνεται στον κόσμο μια οικονομική δουλεία και μεταβάλλεται ο άνθρωπος από πολιτικό και κοινωνικό ον σε ένα κτήνος, έναν εκούσιο δούλο των πολλαπλασιασμένων αναγκών και επιθυμιών του και των κατωτέρων ενστίκτων του, ένα δεσμώτη των αγαθών που του προσφέρει η μηχανή, χωρίς πολιτικές ή πνευματικές, ή άλλες αξίες, δραστηριότητες και φιλοδοξίες του σοφού ανθρώπου. Ώς πού θα πάει αυτή η φρικτή δουλεία; Εδώ είναι το πρόβλημα. Ας το σκεφθούν οι νέοι μας που θα τη ζήσουν και εντονότερα και σε μακρύτερο χρονικό διάστημα αυτή τη ζωή της αφόρητης δουλείας, που τους επιβάλλει η μηχανή και η οποία ήδη έχει την επίδρασή της απάνω τους».