Ο σπουδαίος συνθέτης και ντράμερ Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκης μιλά για την συνεργασία του με την Ελευθερία Αρβανιτάκη και τον τελευταίο του δίσκο «Κύκλοι». Εξηγεί επίσης με ποιον τρόπο η Κρήτη και οι συνεργασίες συμβάλλουν στην εξέλιξη της μουσικής του, αλλά και της ζωής του.
Του δόθηκε το όνομα «Δράκος» από τον παππού του στην Κρήτη. Αυτό που δεν του δόθηκε, αλλά το αναδεικνύει με τη δράση του, είναι η εργατικότητα και η αέναη ανάγκη να διεισδύει στη μουσική όχι μονοδιάστατα αλλά ποικιλοτρόπως. Είναι ενορχηστρωτής και ντράμερ στην ορχήστρα της Ελευθερίας Αρβανιτάκη. Ως τζαζ μουσικός, συμμετέχει σε μουσικές συνθέσεις διάφορων συναδέλφων του και παράλληλα φτιάχνει δικό του υλικό με ένα τριμελές σχήμα, προκαλώντας μια μουσική ζύμωση, όπως την οραματίζεται. Οι πολλαπλές και αξιόλογες συνεργασίες του τον ωθούν σε ένα αλλιώτικο εγχείρημα, αυτό της αποτύπωσης του ανθρώπινου μουσικού πλούτου της εποχής του. Έτσι, επιμελείται μια σειρά συνεντεύξεων-συναυλιών με προσκεκλημένους μουσικούς της τζαζ στο τηλεοπτικό κανάλι της Βουλής αρχικά, και μετέπειτα στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος με γενικότερους αυτοσχεδιαστές που δραστηριοποιούνται στην παραδοσιακή, ρεμπέτικη και ευρύτερη ελληνική μουσική. Η εκπαιδευτική του εμπειρία τον καθιστά για κάποια χρόνια Επισκέπτη Καθηγητή στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου και τώρα Διευθυντή Μουσικών Σπουδών στην Ιδιωτική Εκπαίδευση. Στις 2 Ιουλίου, στον Κήπο του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, παρουσίασε τον τελευταίο του δίσκο «Κύκλοι» με ένα τζαζ κουαρτέτο, 10μελή ορχήστρα υπό τον Στάθη Σούλη, και ερμηνευτές τον Παναγιώτη Λάμπουρα και τη Δήμητρα Σεμελίδου. Στις 18 και 19 Ιουλίου θα βρίσκεται για συναυλίες στην Κύπρο με την ορχήστρα της Ελευθερίας Αρβανιτάκη.
Αν ξεκινήσουμε από εκεί που άρχισαν όλα, από μία οικογένεια και μία πατρίδα, τι είναι εκείνο που σε επηρέασε και σε διαμόρφωσε μουσικά;
Οι γονείς μου. αν και όχι μουσικοί, ήταν και εξακολουθούν να είναι απίστευτα μουσικόφιλοι. Αυτό προφανώς με επηρέασε. Η Κρήτη έχει πολύ ισχυρή παρουσία σε πολλά κομμάτια της ζωής μου γενικότερα, από τον τρόπο που μεγαλώνει ένας άνθρωπος μέχρι το πολιτιστικό κομμάτι, με τους γνωστούς αντιπροσώπους όπως ο Ελ Γκρέκο, ο Καζαντζάκης κ.ά. Στην Κρήτη που μεγάλωσα, γαλουχήθηκα με κρητική μουσική σε όλες τις κοινωνικές περιστάσεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επιδρά πάνω μου μ’ έναν τρόπο που δεν έχει φίλτρα: Όταν ακούω κρητικά, αυτό που δημιουργείται μέσα μου δεν μπορεί να το κάνει καμιά άλλη μουσική. Συνεπώς, όταν συμπεριλαμβάνω στοιχεία της κρητικής μουσικής στη δική μου μουσική, εκφράζομαι με έναν τρόπο που δεν το κάνω με οποιοδήποτε άλλο είδος μουσικής. Πρόσφατα, στο Ίδρυμα Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος, με τον λαουτιέρη Γιώργο Μανωλάκη κάναμε ένα ιδιαίτερο πείραμα: Παίξαμε τον πρώτο συρτό, από τους πιο γνωστούς παραδοσιακούς σκοπούς, με κουαρτέτο εγχόρδων και με τζαζ τρίο, και για κάποιο λόγο ένιωθα ότι δεν έπαιζα κάτι ξένο παίζοντας τύμπανα, το όργανό μου δηλαδή στην τζαζ, ένιωθα είναι κάτι πολύ οικείο. Αυτό μου δημιουργεί πολύ μεγάλη ικανοποίηση, γιατί βρίσκομαι σε ένα στάδιο της ζωής μου που με ενδιαφέρει πολύ να βρίσκω τρόπους να επικοινωνώ πιο άμεσα με τη μουσική, και η κρητική μουσική είναι για μένα ένα μέσο που με βοηθάει να κάνω ακριβώς αυτό.
Και από τον καιρό που μεγάλωνες στην Κρήτη, μέχρι τώρα στην Αθήνα, ζεις για χρόνια «μέσα» στη μουσική. Τι σε χαρακτηρίζει ιδιαίτερα ως μουσική ιδιοσυγκρασία;
Έχω έντονο το αίσθημα της ανιδιοτελούς αγάπης, όσο γενικό και αφηρημένο και αν ακούγεται αυτό. ‘Όλες μου οι επιλογές έχουν αυτό το κίνητρο και κανένα άλλο. Η μουσική με ελκύει να τη μαθαίνω όλο και περισσότερο, να εισχωρήσω πιο πολύ σ’ αυτήν. Υπάρχουν πολλά ακόμη που νιώθω ότι χρειάζομαι να μάθω. Για να καταφέρεις κάποια πράγματα, πρέπει να δουλέψεις ατελείωτα για αυτά. Και τώρα ακόμη μελετάω σύνθεση με συναδέλφους στο εξωτερικό. Στη μουσική είναι αναμενόμενο πολλά πράγματα να τα κάνεις λόγω ταλέντου και διαισθητικά, αλλά θεωρώ πάρα πολύ σημαντικό να καταλαβαίνεις ακριβώς τι κάνεις. Πάλι διαισθητικά θα λειτουργήσεις, αλλά η πραγματική βελτίωση επέρχεται όταν περάσεις από αυτή τη διαδικασία εμβάθυνσης .
Στην Κύπρο θα βρίσκεσαι για συναυλίες της Ελευθερίας Αρβανιτάκη. Η ίδια μόλις πρόσφατα εμφανίστηκε στο Ηρώδειο με την ορχήστρα Καμεράτα, σε μια συναυλία με τον τίτλο «Δύο σταθμοί». Η συνεργασία σου με την Αρβανιτάκη είναι ένας «σταθμός» για σένα;
Είναι πολύ σημαντική εμπειρία η συνεργασία μου με την Ελευθερία Αρβανιτάκη. Η συνεργασία μας άρχισε εδώ και πάνω από δέκα χρόνια με εμένα ως ντράμερ, αργότερα και ως ενορχηστρωτή. Νιώθω τυχερός που βρίσκομαι δίπλα σ’ έναν άνθρωπο που έχει συμβάλει απίστευτα στην ελληνική μουσική. Έχω εντυπωσιαστεί με το αισθητήριο και το κριτήριο τού πώς και τι επιλέγει να τραγουδήσει. Επίσης ο τρόπος που ερμηνεύει τη μουσική είναι μαγικός, δεν έχει να κάνει με τεχνική, απλά συμβαίνει. Έχω συνειδητοποιήσει πόσο δυνατός, υγιής και ισορροπημένος άνθρωπος είναι και πώς χειρίζεται την επιτυχία. Γενικά, θαυμάζω τη δύναμή της στις δυσκολίες. Πολλές φορές, σε περιόδους κρίσεις που σχετίζονται με τη δουλειά μου, σκέφτομαι πώς θα το διαχειριζόταν η Ελευθερία. Στον τελευταίο μου δίσκο «Κύκλοι», η συμβολή της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, είναι καθοριστική, διότι στήριξε και αγκάλιασε αυτή τη δουλειά, δίνοντας μου την ευκαιρία να κυκλοφορήσει κάτω από το δικό της label rEAct, που υπάγεται στην Panik Oxygen Records.Της έχω τεράστια ευγνωμοσύνη.
Γιατί επέλεξες τον τίτλο «Κύκλοι» στον τελευταίο σου δίσκο; Στον πρώτο σου δίσκο πάλι κάνεις αναφορά σε αυτό το σχήμα, ίσως όχι τυχαία.
Ναι, δεν είναι καθόλου τυχαίο. Όπως και εσύ, ίσως και όλοι μας, συνειδητά ή ασυνείδητα, αναζητούμε μοτίβα. Ίσως και από μια ανάγκη να ελέγξει κανείς τη ζωή, ή κυρίως την εξέλιξη. Στην περίπτωσή μου, βλέπω το σχήμα του κύκλου ως επαναλαμβανόμενο μοτίβο σε πολλά πράγματα που βιώνω: Αρχίζει κάτι, φτάνουμε σε ένα σημείο ακμής – παρακμής, κλείνει ένας κύκλος και αρχίζει ένας άλλος. Τώρα, ο δεύτερος αυτός δίσκος μου αναφέρεται και εμπεριέχει τους κύκλους που βιώνω στη μουσική πορεία μου μέσα από την ελληνική, την τζαζ και την κλασική μουσική. Είναι μεν ξεχωριστές πορείες, αλλά σ’ αυτόν τον δίσκο τέμνονται.
Συνδυάζεις τζαζ και κλασική μουσική. Πώς επιτυγχάνεται η συνέργεια των μουσικών ορχήστρας δωματίου, που είθισται να ακολουθούν λεπτομερείς παρτιτούρες, μαζί με μουσικούς της τζαζ, που αναμένεται να κάνουν το… απρόσμενο;
Ένα καλό αποτέλεσμα πιστεύω πως δεν είναι αυτονόητο. Θα ήθελα να αναφέρω, για παράδειγμα, τον κοντραμπασίστα Ντίνο Μάνο ο οποίος, όταν οι απαιτήσεις της ορχήστρας μετατοπίζονται στο κλασικό κομμάτι, απλώς μεταμορφώνεται σε κλασικό μουσικό – είναι εξάλλου και μέλος της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης. Ταυτόχρονα, μπορεί να λειτουργήσει και σαν τζαζ οργανοπαίκτης, κάτι που επίσης είναι. Μιλώντας για τους κλασικούς μουσικούς, οι συνεργάτες μου είναι σε τέτοιο υψηλό επίπεδο μουσικά, έχουν τόσο ανοιχτές τις κεραίες τους, ώστε όταν γίνει το αναπάντεχο -που συμβαίνει συνεχώς στην τζαζ- το αντιλαμβάνονται και προσαρμόζονται αυτομάτως. Στο παρελθόν, όταν απευθυνόμουνα στους κλασικούς οργανοπαίκτες, τους έλεγα να ανταποκριθούν στο αναπάντεχο, δηλαδή στην «αναποδιά» γι’ αυτούς, ως τζαζ μουσικοί, και δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Εξαρτάται δηλαδή ξεκάθαρα από το επίπεδο του μουσικού.
Συνεπώς, φροντίζεις να συνεργάζεσαι σταθερά με πολύ καλούς μουσικούς για να αποφύγεις διαχείριση κρίσεων;
Όταν χρειάστηκε στο παρελθόν να χειριστώ κρίσεις ήμουν εκεί, αλλά το μέγιστο μερίδιο ευθύνης αναλογούσε στον κάθε μουσικό και λιγότερο σ’ εμένα. Όσον αφορά τις συνεργασίες γενικότερα, δεν πιστεύω σε μουσικές αποκλειστικότητες. Έχω απίστευτο σεβασμό και εκτίμηση στον Γιάννη Παπαδόπουλο και τον Ντίνο Μάνο που συμπληρώνουν το τρίο μου, όχι μόνο μουσικά αλλά και ως ανθρώπους. Και οι δύο ήταν φοιτητές μου στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, όπως και πολλά άλλοι σπουδαίοι μουσικοί, η «γενιά του Ιονίου» όπως τη λέμε. Τώρα πια μαθαίνω εγώ από τον Ντίνο και τον Γιάννη. Η κληρονομιά της δουλειάς που έχουμε μαζί αποδίδει πλέον αυτόματα, αφού έχουμε φτάσει σε ένα επίπεδο που δεν χρειάζεται να μιλούμε, ξέρω ακριβώς τι εννοούν και ξέρουν επίσης τι εννοώ. Αλλά σε κάθε συνεργασία μου, όπως π.χ. με τους Δημήτρη Καλαντζή, Δημήτρη Τσάκα, Γιώργο Γεωργιάδη, Τάκη Πατερέλη και με όλους αυτούς που έχω συνεργαστεί στο παρελθόν, βρίσκω πάντα κάτι μοναδικό. Αυτό είναι και το ωραίο στη μουσική. Δεν τελειώνει αυτή η έκπληξη, το τι μπορεί να βγάλει μια μουσική σχέση. Πιστεύω στη χαρά τού να συναντάς κάτι καινούριο, αυτόν τον πλούτο που προκύπτει από τη σχέση σου με έναν μουσικό.
Στους «Κύκλους» συνεργάζεσαι με τις στιχουργούς Λήδα Ρουμάνη και Ελένη Φωτάκη, με σημαντικό έργο στην ελληνική δισκογραφία. Πώς υπηρετεί ένας γερός στίχος τον συνθέτη ή πώς και ο συνθέτης υπηρετεί έναν καλό στίχο;
Ας αρχίσουμε με το συναισθηματικό κομμάτι, γιατί κατά την άποψή μου είναι η βασική παρόρμηση, η ορμή και το κίνητρο για να γράψει κάποιος. Το αναφέρω αυτό γιατί το βλέπω στον εαυτό μου. Όταν διαβάσω έναν πολύ ωραίο στίχο, το συναίσθημα που μου δημιουργείται θα μετουσιωθεί σε μελωδία, όσο δύσκολο τεχνικά κι αν φαντάζει αυτό καμιά φορά. Αν μιλήσω λίγο πιο τεχνικά, στο τραγούδι «Όταν γυρνάς ανθίζω», ζήτησα και μου έστειλε στίχους η Λήδα Ρουμάνη και έγραψα πάνω σ’ αυτούς. Είναι ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος. Όλες οι μαντινάδες στην Κρήτη είναι δεκαπεντασύλλαβες – έχω μια εξοικείωση με αυτόν τον στιχουργικό ρυθμό, οπότε μου ήταν σχετικά εύκολο να γράψω πάνω σε αυτόν. Έγινε και το αντίθετο όμως, δηλαδή σε κάποια κομμάτια έστειλα τη μελωδία στην Ελένη Φωτάκη και στη Λήδα Ρουμάνη για να γράψουν τους στίχους, κάτι που εγώ τουλάχιστον το θεωρώ πολύ δύσκολο, και το έκαναν άψογα, αν και αυτά που έγραψα και τους έστειλα θεωρώ ήταν δύσκολα για στιχουργούς. Θεωρώ μεγάλη πρόκληση για έναν στιχουργό να γράψει πάνω σε μια μελωδία, τηρώντας τους κανόνες της ποίησης και της στιχουργικής, π.χ. να μη αλλάξει τον τονισμό των λέξεων, να κρατήσει το συναίσθημα της μελωδίας και να το στηρίξει με σωστό γράψιμο. Αν δεν συνεργαζόμουνα με αυτές τις δύο στιχουργούς, δεν ξέρω ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα.
Στον δίσκο αυτό έγραψες στίχους κι εσύ, όπως στο «Δυο φορές να πέσω, τρεις να σηκωθώ». Ισχύει και στη ζωή σου αυτό;
Συνεχώς, γιατί όλη την ώρα πέφτω. Και σηκώνομαι, γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Αυτό ήταν κάτι που μου το έμαθε καλά η πανδημία. Ακόμη και σε μία χρονική περίοδο που δεν μπορούσα να «σηκωθώ», με την έννοια ότι δεν μπορούσαμε να εργαστούμε ως μουσικοί, που ήταν υπαρξιακή ανάγκη για εμάς, η πανδημία δεν μας άφηνε. Σηκώθηκα γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, υπήρχα ως μουσικός στο δωματιάκι μου, περνούσα καλά και δημιουργούσα μουσική.
Δημιουργώντας μουσική, αυτοκριτική κάνεις;
Παρακάνω.
Πώς βγαίνεις από ένα πιθανό σπιράλ αυτοκριτικής που μπορεί να σταθεί εμπόδιο στη δημιουργία;
Λέγοντας ότι ο δημιουργός δεν πρέπει να ταυτίζεται με το έργο του. Μεγαλύτερη σημασία έχει να είσαι ενεργός και ας μην κάνεις αριστουργήματα, παρά να μην κάνεις τίποτα από τον φόβο της μετριότητας. Έτσι βγαίνω.
Τα μουσικά σου βήματα είναι ποικίλα, αλλά έχουν μια συνέπεια ως προς την εξέλιξη. Πώς βρίσκει, εν τέλει, κάποιος τον δρόμο του;
Αυτό είναι μια ερώτηση που και εγώ κάνω στον εαυτό μου, κάθε μέρα έχω την αγωνία να βρίσκω τα σωστά μονοπάτια. Η πανδημία μου έδωσε τον χρόνο να αποτιμήσω το παρελθόν. Πριν από την πανδημία, είχαμε όλοι μπει σε ένα κανάλι που μας είχε παρασύρει. Δεν αξιολογούσα συνεχώς αν αυτό το θέλω ή όχι. Είμαι και άνθρωπος των προκλήσεων. Παλαιότερα, δεχόμουνα με σνθουσιασμό οποιαδήποτε μουσική πρόκληση. Συνειδητοποιώ πλέον ότι δεν αρκεί να ανταποκρίνομαι σε όλες τις προκλήσεις, επειδή κάποιες μπορεί να με ξεστρατίζουν.
Και ποιο είναι το κριτήριο με το οποίο δένεις στο κατάρτι τον εσωτερικό σου Οδυσσέα, για να μην παρεκτραπεί προς τις Ερινύες;
Αξιολογώ πλέον τις προκλήσεις που βρίσκω στο δρόμο μου με το φίλτρο του πώς νιώθω όταν κάνω αυτό που κάνω. Πολλές φορές μπορεί να κάνω κάτι το οποίο να θεωρείται πολύ αξιόλογο, να αναγνωρίζεται, αλλά εγώ να μη νιώθω καλά. Και άλλες φορές να κάνω κάτι το οποίο να μην έχει καμιά ανταπόκριση και αναγνώριση, αλλά να νιώθω υπέροχα. Αυτή είναι η πυξίδα μου πια.
Συναυλίες Ελευθερίας Αρβανιτάκη: Κυριακή 18 Ιουλίου στο αρχαίο θέατρο Κουρίου στις 21:00 – Δευτέρα 19 Ιουλίου στο αμφιθέατρο Σκαλί Αγλαντζιάς στις 21:00.
Φιλελεύθερα, 4.7.2021.