Ο πολυγραφότατος θεατρικός συγγραφέας Μιχάλης Παπαδόπουλος προτείνει αυτή τη φορά ένα έργο με φόντο μια ταραγμένη εποχή του κυπριακού «σύντομου 20ού αιώνα».
«1958». Επέλεξε ως τίτλο μια χρονολογία, καθιστώντας εξαρχής σαφές το ιστορικό πλαίσιο του νέου του έργου. Μετά τη «Μακρόνησο», ο Μιχάλης Παπαδόπουλος συναντάται και πάλι καλλιτεχνικά με το Θέατρο Αντίλογος, εμπνεόμενος τη φορά αυτή από το ηλεκτρισμένο κλίμα λίγο πριν την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας. Με αφορμή τις δολοφονίες ενός Ελληνοκυπρίου κι ενός Τουρκοκύπριου και μετά από προσωπική έρευνα επιχειρεί να ξετυλίξει μια άγνωστη στους πολλούς «κυπριακή πραγματικότητα», θέτοντας προβληματισμούς στο κοινό του σήμερα σε σχέση με το πώς ο πολιτικός φανατισμός μεταμορφώνει τους πολίτες σε δήμιους κι ένα μικρό, γραφικό νησί σε κολαστήριο.
– Τι σε ώθησε να εστιάσεις στη συγκεκριμένη περίοδο; Ήταν αυτή η περίοδος που δεν γνώριζα, που δεν τη διδάχτηκα στο σχολείο. Ήθελα λοιπόν να την ψάξω για να καλύψω τα δικά μου «κενά». Όπως ανακάλυψα μάλιστα αργότερα, δεν είναι μια αδιάφορη περίοδος της Ιστορίας μας και δεν είναι λίγοι αυτοί που ενδιαφέρονται και προσπαθούν να μάθουν γι’ αυτήν.
– Σε ιντριγκάρουν τα γεγονότα που μένουν στη σκιά της επίσημης ιστορίας; Δεν πιστεύω και πολύ στην επίσημη ιστορία κι αυτό γιατί έχω ζήσει πια κάποια κομμάτια της και βλέπω το πώς «σερβίρονται» σήμερα. Αυτό που διδάσκεται σαν ιστορία είναι ένα μικρό κομμάτι αυτού που πραγματικά έγινε. Τώρα κανονικά δεν θα έπρεπε να πιστεύω ούτε τη σκιά της. Μπορεί λοιπόν και να μην πιστεύω, όμως σίγουρα τη βρίσκω πολύ πιο συναρπαστική από την ίδια την επίσημη Ιστορία κι αυτό γιατί με ξεβολεύει, με κάνει να μην νιώθω άνετα στην πολυθρόνα μου, με ξυπνάει από τον λήθαργο.
– Ποια ευρήματα που αγνοούσες σ’ εντυπωσίασαν περισσότερο κατά τη διαδικασία της έρευνας; Αυτά που μ’ εντυπωσίασαν δεν ήταν τα ιστορικά ευρήματα. Αυτά τα υποψιαζόμουν. Γνωρίζω ότι είμαστε μια καινούργια Δημοκρατία, ένα κράτος που διψά να φτιάξει τους δικούς του «ήρωες», τους δικούς του «προδότες», τα δικά του «παραμύθια». Ένα κράτος που θα έκανε και κάνει τα πάντα για να φτιάξει έναν δικό του κορμό. Αυτά που δεν περίμενα ήταν τα κοινά, αυτά που παραμένουν ίδια μέχρι και σήμερα, αυτά που συνεχίζουν να μας βασανίζουν: τα ίδια πάθη, τα ίδια κολλήματα. Κι είναι πάνω σ’ αυτές τις γέφυρες που πάτησα για να γράψω το «1958». Αυτές οι μικρές ανεπιθύμητες συγγένειες είναι που έδωσαν κόκκαλο, φωνή στους ήρωες μου.
– Πόσο δύσκολο είναι να σκάβεις στο «ναρκοπέδιο» μιας τόσο ευαίσθητης και περίπλοκης ιστορικά περιόδου; Πολύ. Δεν υπάρχουν πολλές αχρωμάτιστες πηγές κι αρκετοί άνθρωποι που έζησαν τα γεγονότα δεν είναι πρόθυμοι να μιλήσουν, φοβούνται. Δεν θέλουν με τίποτα ν’ αναλάβουν την ευθύνη της ίδιας τους της μαρτυρίας. Είναι καχύποπτοι, πρέπει να επιμείνεις πολύ, για να καταφέρεις να μιλήσεις μαζί τους. Δεν τους αδικώ, κουβαλούν μεγάλες ενοχές. Άλλοι πάλι ήθελαν να τα πουν, να διεκδικήσουν το δίκιο τους, την αποκατάσταση του ονόματός τους, των ονομάτων των δικών τους ανθρώπων. Εγώ, από την άλλη, δεν είχα συνειδητοποιήσει το μέγεθος του πράγματος, την πυκνότητα του ναρκοπέδιου. Παρόλα αυτά, ακόμη κι όταν αρκετοί φίλοι μου, για το «καλό» μου, μού ζήτησαν να τα παρατήσω, δεν το έκανα. Τους καθησύχασα κι έπρεπε να τους διαβάσω το κείμενο για να πεισθούν πως αυτό που έγραψα ήταν απλά ανθρώπινες ιστορίες γεμάτες συναίσθημα… Στην τελική, βέβαια, αυτό είναι που κάνει ένα θεατρικό κείμενο σωστά πολιτικό: η ικανότητα του ν’ «αποπλανεί» ακόμη κι αυτόν που έρχεται για να του ρίξει πέτρες και να τον κάνει να νιώσει, να τού ξυπνήσει την ενσυναίσθηση.
– Ποια χαρακτηριστικά εκείνης της περιόδου παραμένουν απαράλλαχτα μέχρι τις μέρες μας; Δεν άλλαξαν και πολλά. Η σκιά του αφέντη συνεχίζει να υπάρχει και να μας πλακώνει. Η υπακοή συνεχίζει να θεωρείται αρετή κι οι άνθρωποι, βέβαια, συνεχίζουν να είναι ευθυνόφοβοι. Επίσης, συνεχίζουν ν’ αρνούνται ν’ αντιμετωπίσουν τον γείτονα ως εαυτόν κι ας σταυροκοπιούνται εκατό φορές τη μέρα. Και φυσικά συνεχίζουν να θεωρούν τρελούς όλους αυτούς που τολμούν και ονειρεύονται να γκρεμίσουν αυτή τη φυλακή.
– Η ιστορική ακρίβεια προηγείται της μυθοπλασίας; Όχι πάντα, εκτός αν θέλεις να φτιάξεις ένα ντοκιμαντέρ. Τώρα στο θέατρο νομίζω πως μπορούμε να το «τσιμπήσουμε» λίγο. Είναι ανθρωπίνως αδύνατο να πλάσεις τους ήρωες αν δεν βάλεις και λίγη από τη δική σου «μαγιά». Βέβαια, οφείλεις να είσαι όσο πιο συνεπής γίνεται. Το σίγουρο είναι πως εγώ δεν πηγαίνω στο θέατρο για ν’ αποκτήσω ακαδημαϊκές γνώσεις. Αυτός βέβαια είμαι εγώ, φαντάζομαι πως υπάρχουν άλλοι που βλέπουν αλλιώς τα πράγματα.
– Από τι κινδυνεύουμε περισσότερο; Από την έλλειψη ιστορικής αυτογνωσίας ή από την «εθνική αυτομαστίγωση»; Νομίζω κι από τα δύο εξίσου. Βέβαια, η έλλειψη ιστορικής αυτογνωσίας δεν είναι ουσιαστική, γνωρίζουμε την ιστορία. Απλά οι υπαίτιοι, οι ένοχοι, δεν είναι χρονικά τοποθετημένοι στα βάθη της ιστορίας, είναι δίπλα μας, είναι συγγενείς αδέρφια, πατεράδες μας κι αυτό κάνει δύσκολη την παραδοχή μας. Γυρνάμε λοιπόν το κεφάλι από την άλλη και βαφτίζουμε τη φυγοπονία μας «έλλειψη ιστορικής αυτογνωσίας». Αυτό βέβαια είναι που θα φέρει την επανάληψη του δεινού και θα ταΐσει εν τέλει και την αυτομαστίγωση μας.
– Το κυπριακό θεατρικό έργο ποιο ρόλο μπορεί να διαδραματίσει σε μια ευεργετική διαδικασία ιστορικής αναψηλάφησης; Δυστυχώς, ένα μεγάλο μέρος της κυπριακής θεατρικής γραφής δεν ασχολείται με καμιά ιστορική αναψηλάφηση. Είναι λίγο- πολύ παραδομένη στο παρόν της. Υπάρχουν βέβαια και άλλοι που πραγματικά το παλεύουν και μάλιστα έχουν καταφέρει να μάς δώσουν σημαντικά δείγματα δουλειάς. Δεν ξέρω αν όλη αυτή η προσπάθεια θα μπορούσε να προσφέρει κάτι παραπάνω από το να υποψιάσει τον θεατή ή στην καλύτερη να προκαλέσει μια συζήτηση. Τώρα, πόσο ευεργετικό είναι αυτό, δεν ξέρω. Αυτό που γνωρίζω είναι πως οι επαναστάσεις δεν ξεκίνησαν ποτέ από το θέατρο. Και λέω επαναστάσεις, γιατί για μένα αυτό θα ήταν το ευεργετικό και το θεμιτό.
– Σε απασχολεί το ενδεχόμενο πολιτικής εκμετάλλευσης του έργου σου; Μέσα από το έργο μου καταγράφονται ιστορικές αλήθειες, αλήθειες που προέρχονται από διαφορετικές πλευρές. Η αλήθεια δεν είναι δικιά μου για να διεκδικήσω την κυριότητά της και θεωρώ θεμιτή την προβολή της. Με τον Νεοκλή Νεοκλέους, τον σκηνοθέτη του «1958», το συζητήσαμε, αποφασίσαμε για το πώς θα πρέπει να παρουσιάσουμε την αλήθεια και το κάναμε. Εγώ προσδοκώ πάντοτε σ’ έναν δημόσιο διάλογο γύρω από την ιστορία. Αν αυτό είναι «πολιτική εκμετάλλευση», τότε ναι με απασχολεί και την επιδιώκω, γιατί ένας τέτοιος διάλογος μόνο καλό μπορεί να φέρει.
– Συμφωνείς ότι η πόλωση αποτελεί διαχρονικά την… εθνική μας κατάρα; Το εθνικό μας πάπλωμα καλύτερα. Αυτό που σε καιρούς όξυνσης μπορεί και κουκουλώνει ό,τι δύσκολα θα μπορούσε διαφορετικά να κρυφτεί. Αυτό που μπορεί να διαλύσει κάθε αμφισβήτηση, να μάς φορέσει τις κατάλληλες παρωπίδες ούτως ώστε να μη δούμε την ουσία, τις απαράδεκτες πολιτικές τακτικές, τις αποφάσεις που είναι επιζήμιες για τον πολίτη.
* Το «1958» του Μιχάλη Παπαδόπουλου παρουσιάζεται κάθε Πέμπτη στις 7μ.μ. στο Θέατρο Μασκαρίνι στα Λατσιά, 99251331