Ο Χρήστος Σουγάρης ήθελε από μικρός να φτιάχνει τις δικές του ιστορίες. Έτσι, έκανε επάγγελμα τη νιότη του.
Την πορεία του ως ηθοποιός χαρακτηρίζει το γεγονός της τακτικής συνεργασίας με συγκεκριμένους σκηνοθέτες, όπως ο Στάθης Λιβαθινός και ο παλιότερα ο Γιάννης Ρήγας. Αυτό του έδωσε τη δυνατότητα να εμβαθύνει στη διαδικασία της θεατρικής πράξης. Μέχρι που πριν από πέντε χρόνια άρχισε η ενασχόλησή του με τη σκηνοθεσία κι έτσι έχει πλέον μια συνεπή και αξιοσημείωτη πορεία στο ελληνικό θέατρο και υπό τις δύο ιδιότητες. Στην Κύπρο τον είχαμε δει να ερμηνεύει τον Άδραστο στη συμπαραγωγή Εθνικού- ΘΟΚ με τις Ικέτιδες του Ευριπίδη, που σκηνοθέτησε το 2019 ο Στάθης Λιβαθινός. Εκεί συνεργάστηκε με την Κατερίνα Λούρα που ενσάρκωνε την Ευάδνη. Δύο χρόνια μετά, ο Χρήστος Σουγάρης έρχεται στην Κύπρο με την ιδιότητα του σκηνοθέτη και τη φορά αυτή σκηνοθετεί τη Λούρα στην παραγωγή του Θεάτρου Δέντρο «Λευκές Νύχτες, μια συνάντηση με το ποιητικό και συγκινητικό σύμπαν του νεαρού Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι.
– Πού έγκειται η κύρια δυσκολία στη μεταφορά ενός έργου του Ντοστογιέφσκι στο σανίδι; Όταν έχεις ως βασικό συνεργάτη έναν Ντοστογιέφσκι, έναν Σαίξπηρ, έναν Σοφοκλή, τότε τα πράγματα είναι πιο απλά. Παρόλο που είμαι νεαρός ακόμη σκηνοθέτης, αποφεύγω την ενασχόληση με έργα του σύγχρονου ρεπερτορίου. Κι ο λόγος είναι απλός: στον Σοφοκλή ή στον Ντοστογιέφσκι τα πάντα είναι εκεί. Εσύ αρκεί απλώς να τους δώσεις τον χώρο. Τα μεγάλα έργα στέκονται και μόνα τους. Γι’ αυτό μπορούμε να βλέπουμε ξανά και ξανά- σε κάκιστες παραστάσεις ως επί το πλείστον- τον Οιδίποδα Τύραννο λόγου χάρη. Πόσες φορές όμως θα μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε ένα νεοελληνικό ας πούμε έργο; Ακόμη και σε μια αξιοπρεπή απόδοση. Νομίζω όχι πάνω από δύο. Συνεπώς, για μένα δεν υπάρχει κάποια δυσκολία στον Ντοστογιέφσκι ως μορφή. Μόνο βοήθεια μου παρείχε ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας στο εγχείρημα. Και μάλιστα απλόχερη. Αν υπάρχει κάποιου είδους δυσκολία στη μεταφορά στη σκηνή τέτοιων έργων, αυτή για μένα είναι η διαθεσιμότητα- ικανότητα των θεατών και ακροατών να μείνουν συγκεντρωμένοι και με ανοιχτά αυτιά ώστε ν’ ακουστεί η ιστορία. Δεν είμαστε οι ίδιοι όπως πριν από 20 χρόνια. Δεν μπορούμε να μείνουμε το ίδιο συγκεντρωμένοι, ούτε ν’ ακούμε το ίδιο εύκολα. Έχουμε συνηθίσει να χρησιμοποιούμε πια περισσότερο τα χέρια και τα μάτια κι έχουμε ξεχάσει τον λόγο και την ακοή. Μιλούμε και ακούμε πολύ λιγότερο απ’ όσο στο παρελθόν. Κι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια δραματουργία η οποία μιλιέται και ακούγεται. Για όσους έχουν αυτιά, βέβαια.
– Ποιος είναι ο κύριος στόχος σας σε μια παράσταση; Το ελληνόφωνο θέατρο έτσι όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία 30 χρόνια, νομίζω πως έχει απολέσει τη διαλεκτική του αξία και τον βαθιά υπαρξιακό και ακραία ανθρωπιστικό του χαρακτήρα. Αυτό που μοιάζει να είναι το πρωτεύον πια- χωρίς να θέλω να είμαι απόλυτος- είναι η «ψυχαγωγία» του κοινού. Έχουμε να κάνουμε πια με μια τέχνη ψυχαγωγική. Παραστάσεις θεάτρου που και με την επιλογή του θέματος (έργο), αλλά και με την επιλογή της όψης (παράσταση) αποσκοπούν στο να διασκεδάσουν και να κολακεύσουν το κοινό, προσφέροντάς του αισθητική του χειρίστου είδους. Έχουμε συνηθίσει δυστυχώς στο φθηνό θέαμα, στην ένδεια σκέψης και στην κακογουστιά. Κι όλα αυτά για να έχουμε «ευχαριστημένο» το κοινό. Συνηθίζω να κάνω θέατρο, είτε ως ηθοποιός, είτε ως σκηνοθέτης με μία μόνο προϋπόθεση η οποία τίθεται ως ερώτηση από εμένα στον εαυτό μου ή το αντίστροφο: εγώ θα πήγαινα να δω αυτή την παράσταση;
– Και ποιοι είναι οι ειδικοί στόχοι της συγκεκριμένης παραγωγής; Στη περίπτωση των «Λευκών Νυχτών», θέλουμε να επανεξετάσουμε τις βασικές και θεμελιώδεις αρχές της τέχνης μας. Μπορούμε ως ερμηνευτές να βρισκόμαστε επί σκηνής και να στηριζόμαστε μόνο στην αισθητική του λόγου του συγγραφέα, χωρίς τα συνήθη δεκανίκια του υπερπαιξίματος, των θεατρινισμών, των εφέ όλων των ειδών και του μεγαλείου της ασημαντότητας μας; Μπορούμε ως θεατές- ακροατές ν’ ακούσουμε συγκεντρωμένοι μια αφήγηση η οποία απαιτεί και τη δική μας συμμετοχή; Ή έχουμε επαναπαυθεί στο να παρακολουθούμε εύπεπτα θεάματα που η μόνη απαίτηση που έχουν από εμάς είναι η καταβολή του αντίτιμου του εισιτηρίου; Συγγραφείς όπως ο Ντοστογιέφσκι είναι απαιτητικοί. Χρειάζεται να κοπιάσεις για να τους διαβάσεις. Ποιος μπορεί να ισχυριστεί πως ο «Ηλίθιος» διαβάζεται εύκολα; Συνεπώς πρέπει να κοπιάσουμε και εμείς ως ερμηνευτές αλλά κι ως θεατές για να παρακολουθήσουμε μια τέτοιου είδους και ύφους παράσταση.
– Με ποιον τρόπο γίνεται αξιοποιήσιμη η δραματική δύναμη των κειμένων του Ντοστογιέφσκι; Το μόνο που έχει να κάνει ένας ερμηνευτής είναι να εμπιστευτεί απολύτως τον ρυθμό που ενυπάρχει μέσα στον λόγο ενός σπουδαίου συγγραφέα. Οι μεγάλοι καλλιτέχνες νομίζω πως θυμίζουν τους μαέστρους. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως τους μεγάλους του κινηματογράφου τους αποκαλούν «μαέστρο». Οι σπουδαίοι συγγραφείς τώρα είναι και μεγάλοι κινηματογραφιστές. Είναι αξιοπερίεργο το πώς μπλέκουν οι τέχνες μεταξύ τους. Πόσο συγγενικά είδη είναι. Το κείμενο του Ντοστογιέφσκι είναι μια ηχητική παρτιτούρα. Όλα είναι γραμμένα με εξαιρετικό τρόπο. Αν ακολουθήσεις τα σημάδια θα βρεις τον ρυθμό και την τονικότητα η οποία απαιτείται για κάθε ενότητα. Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να διαβάσεις την παρτιτούρα. Είναι τόσο απλό. Βέβαια η απάντηση στο πόσοι μπορούν να το κάνουν, δεν είναι καθόλου απλή.
– Ο συγγραφέας θεωρείται ο κορυφαίος όλων των εποχών. Από τη δική σας σκοπιά, ποια είναι τα στοιχεία που προσδίδουν αυτή την ιδιαίτερη ποιότητα στο έργο του; Με όλον το σεβασμό στον Ντοστογιέφσκι και σ’ αυτούς που τον θεωρούν τον κορυφαίο, θα έλεγα πως αν υπάρχει κορυφαίος τότε αυτός για μένα είναι ο Όμηρος. Στην περίπτωση του Ντοστογιέφσκι, χωρίς να είμαι ειδικός, αυτό που τουλάχιστον έμενα με συγκινεί είναι ο βαθύτατος υπαρξισμός του. Ο τρόπος με τον οποίο αναλύει τον σύγχρονο άνθρωπο είναι μαεστρικός. Είναι βαθιά μελαγχολικός, δίχως να είναι μίζερος. Έχει εξαιρετικό χιούμορ, χωρίς να είναι φαιδρός. Είναι αυστηρός αλλά παράλληλα αγαπά πολύ τον άνθρωπο. Είναι αιρετικός δίχως να είναι μηδενιστής. Και στην περίπτωση των «Λευκών Νυχτών» ακραία ρομαντικός χωρίς να είναι μελοδραματικός. Η ισορροπία τον καθιστά πραγματικά σπουδαίο.
– Ο ίδιος μελετά, δεν τοποθετείται. Με ποιον τρόπο δημιουργεί τις προϋποθέσεις στον αναγνώστη-κοινωνό-θεατή να γίνει ο ίδιος ποιητής του μηνύματος; Κάθε μεγάλος καλλιτέχνης δημιουργεί τις συνθήκες ώστε το παραγόμενο προϊόν να μοιάζει «κτήμα». Όταν ακούω τα «Κύματα του Δούναβη» του Στράους ή μουσική του Νικ Κέιβ δεν την ακούω απλώς ως ακροατής. Την ερμηνεύω κιόλας. Γίνομαι σολίστ ή ο ίδιος ο Κέιβ, δηλαδή ο ερμηνευτής. Όταν βλέπω τον Πατσίνο ή τον Μπρούνο Γκαντς να παίζουν, παίζω κι εγώ μαζί τους. Έτσι είναι οι μεγάλοι ερμηνευτές: μάς αναγκάζουν να μετακινούμαστε. Να γινόμαστε οι ίδιοι ερμηνευτές. Να παίζουμε μαζί τους ή εμείς γι’ αυτούς. Αυτοί απλώς ανακοινώνουν- παρουσιάζουν τη μελέτη τους.
– Σε ποια εποχή πιστεύετε ότι θα πάψει να είναι επίκαιρος; Ο Ντοστογιέφσκι δυστυχώς δεν είναι επίκαιρος. Όπως και ο Όμηρος. Επίκαιροι γίνονται μόνο αν εμείς θελήσουμε να τους επικαιροποιήσουμε. Το ευχάριστο, βέβαια, γι’ αυτούς, είναι ότι δεν μας έχουν καμία ανάγκη. Μάλλον εμείς έχουμε την ανάγκη τη δική τους. Το έργο τους είναι εκεί. Τα εργαλεία για να προχωρήσουμε ως άτομα, αλλά κι ως σύνολα υπάρχουν. Το θέμα είναι αν υπάρχει και η επιθυμία.
– Ποιος είναι ο δικός σας ορισμός του ανθρώπου- ονειροπόλου; Έχει εκλείψει το είδος στις μέρες μας; Μ’ αρέσει να φτιάχνω ιστορίες. Γι’ αυτό άλλωστε έγινα κι αυτό που έγινα και συνεχίζω να γίνομαι. Υποθέτω πως ο ονειροπόλος δεν είναι ο «αλαφροΐσκιωτος». Δεν είναι μια παθητική, αλλά μια ακραία ενεργητική διαδικασία. Στην επιστήμη υπάρχουν πολλοί τέτοιοι κι ως ανθρωπότητα οφείλουμε πολλά στους ονειροπόλους. Κάποιοι ονειρεύτηκαν να πετάξουν και τώρα πετάμε όλοι. Η αλήθεια είναι πως ο σύγχρονος άνθρωπος μοιάζει να έχει σταματήσει να ονειρεύεται. Ή τα ονειροπολήματά του είναι μόνο οικονομικής φύσεως, διότι οι ανάγκες του δεν καλύπτονται. Όχι, όμως, δεν θεωρώ πως έχει εκλείψει το είδος. Μειοψηφικό ήταν πάντοτε.
– Τι οφείλουμε στον άνθρωπο- ονειροπόλο ως κοινωνικό φαινόμενο; Τα πάντα. Στην καθημερινότητά μας, στην τέχνη, στη διατροφή. Άνθρωποι οι οποίοι ονειρεύτηκαν μια βελτιωμένη εκδοχή του εαυτού τους. Μια βελτιωμένη εκδοχή του ίδιου του Ανθρώπου. Και με τις πράξεις τους το έκαναν πραγματικότητα και συνεχίζουν να το κάνουν.
– Ποιες παθογένειες του θεάτρου θα θέλατε να εξαλείψετε πρώτα αν είχατε τη δυνατότητα; Οι άνθρωποι που θαυμάζω, ασχέτως ειδικότητας, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό στο δρόμο τους προς την καθιέρωση κι αυτό είναι η σκληρή δουλειά και η μελέτη. Το ελληνόφωνο θέατρο και η πλειοψηφία των ανθρώπων που ασχολούνται μ’ αυτό είναι κατά κύριο λόγο από αγράμματοι έως ημιμαθείς. Από τεμπέληδες έως φυγόπονοι. Κανείς όμως δεν έφτασε στο τέλος της διαδρομής δικαιωμένος, ως συνεπιβάτης. Όποιος κατάφερε κάτι, το έκανε ως οδηγός. Η ημιμάθεια και η έλλειψη πλαισίου, λοιπόν, είναι στοιχεία τα οποία μας κρατούν όλους πίσω.
– Τι σας προσφέρει η σκηνοθεσία που δεν σας το πρόσφερε η υποκριτική; Δεν θα σταματήσω ποτέ- εύχομαι- να παίζω ως ηθοποιός. Είχα μέχρι στιγμής την τύχη να παίξω σε πολλές παραστάσεις και με άξιους σκηνοθέτες. Ευτυχώς, στην πορεία μου μέχρι τώρα δεν «μοιράστηκα» σε πολλούς σκηνοθέτες. Συνεργάζομαι μονίμως με τον Στάθη Λιβαθινό τα τελευταία 12 χρόνια και προηγουμένως είχα μια επίσης σταθερή συνεργασία πολλών ετών με τον Γιάννη Ρήγα. Αυτή η εμμονή, μού έδωσε τη δυνατότητα να μελετήσω τη διαδικασία της θεατρικής πράξης. Από πρώτο χέρι, από πολύ κοντά και με ασφάλεια. Πριν από πέντε χρόνια ήρθε και για μένα το πλήρωμα του χρόνου. Αυτό που γνώριζα πως κάποια στιγμή θα συμβεί, τώρα έμοιαζε αναπόφευκτο. Δεν μπορούσα να καθυστερώ άλλο την ενασχόληση με τη σκηνοθεσία. Αυτό το οποίο λατρεύω στη διαδικασία του να είσαι ο οδηγός της θεατρικής πράξης, είναι η συνολική ενασχόληση με το αντικείμενο. Το αντίστοιχο του auteur στον κινηματογράφο. Από μικρό παιδί με ιντρίγκαρε το να φτιάχνω τις δικές μου ιστορίες. Τώρα κάνω επάγγελμα τη νιότη μου.
– Ποια εντύπωση έχετε διαμορφώσει για το κυπριακό θέατρο; Είναι εξαιρετικά παραγωγικό εδώ και δεκαετίες. Έχει παραδώσει στη θεατρική διαδικασία πάρα πολλούς και καλούς ηθοποιούς και σκηνοθέτες. Τόσο ο ΘΟΚ, κυρίως στο παρελθόν, όσο και πολλοί ηθοποιοί, παρέδωσαν και συνεχίζουν να παραδίδουν εξαιρετικό δείγμα γραφής. Είναι επίσης πολλές οι περιπτώσεις ηθοποιών από την Κύπρο, οι οποίοι ξεχωρίζουν με τη δουλειά τους στην Αθήνα: ο Στέλιος Ιακωβίδης, ο Βασίλης Ανδρέου, η Έμιλυ Κολιανδρή, η εξαίρετη και διεθνής πια Κίκα Γεωργίου κ.π.ά. Οι Κύπριοι έχουν επίσης πολύ καλύτερες σπουδές, ειδικά σε ό,τι αφορά τη σκηνοθεσία. Στην Ελλάδα ήταν προνόμιο ελάχιστων ανθρώπων η σπουδή σκηνοθεσίας στο εξωτερικό και σε σχολές επιπέδου. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια κινητικότητα πάνω σ’ αυτό το θέμα. Είναι πολύ περισσότερα τα παιδιά από την Κύπρο που σπουδάζουν σε καλές σχολές του εξωτερικού.
– Ποιο θα λέγατε ότι είναι το μεγαλύτερό του πρόβλημα; Τα μεγάλα προβλήματα κάθε περιφερειακού- επαρχιακού θεάτρου (και τέτοιο είναι στο σύνολό του το ελληνόφωνο, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που απαντώνται στη Μητροπολιτική Αθήνα) είναι η έλλειψη ταυτότητας, η εσωστρέφεια κι ο ακραίος μιμητισμός. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες τη θεατρική ταυτότητα την καθορίζουν τα επαρχιακά- περιφερειακά θέατρα. Η Γαλλία είναι τρανταχτό παράδειγμα. Πολύ δυναμικό θέατρο εκτός πρωτεύουσας υπάρχει επίσης και στη Γερμανία. Αυτό που νομίζω πως θα είχε αξία να συντελεστεί και στη Λευκωσία είναι να αναζητηθεί μια ταυτότητα θεατρική. Δηλαδή, να απεγκλωβιστεί το θέατρο από τον ακραία ψυχαγωγικό χαρακτήρα που έχει αυτή τη στιγμή και να γίνει πεδίο αντιπαραθέσεων, στοχασμού και ανταλλαγής ιδεών. Να εκπαιδευτεί καλύτερα το υπάρχον δυναμικό σε τρόπους θεατρικής ερμηνείας κι όχι απόδοσης. Άλλο το «είναι» κι άλλο το «φαίνεσθαι». Ν’ αναβαθμιστεί το κριτήριο και το αίσθημα της αξιοκρατίας και να ζητηθεί κι από το κοινό να συμμετάσχει κι αυτό παραγωγικά στην εξέλιξη και δημιουργία ταυτότητας. Να γίνουμε όλοι αυστηρότεροι και πιο απαιτητικοί από τους εαυτούς μας κι από το σύνολο. Για μένα δεν υπάρχουν μόνο ταλαντούχοι και εργατικοί καλλιτέχνες, υπάρχουν και ταλαντούχοι θεατές. Κι αν δεν υπάρχουν, θα πρέπει να τους εφεύρουμε.
* «Λευκές Νύχτες», Θέατρο Δέντρο 25/4, 8, 9, 10, 15, 22, 23/5, Λεμεσός, Παλιό Ξυδάδικο 16/5, 8μ.μ. soldouttickets.com.cy, 99520835