Όποιον ρόλο κι αν ερμηνεύσει ο Κώστας Βήχας, παραμένει ο εαυτός του: ένας υπεύθυνος πολίτης.

Του απονεμήθηκε το Βραβείο Ευρωπαίου Πολίτη για την ανθρωπιστική του δράση, αλλά ο ίδιος θα προτιμούσε να μη συνέτρεχαν οι λόγοι για τη συγκεκριμένη διάκριση. Ο Κώστας Βήχας επιστρέφει στον ΘΟΚ μετά από 19 χρόνια, μ’ ένα έργο που τον κατατρέχει από το 1979. Το 1996 είχε ενσαρκώσει στο «Ντα» του Χιου Λέοναρντ τον Όλιβερ και το 2021 αναλαμβάνει τον φερώνυμο ρόλο. Και είναι η πρώτη φορά στα 40 χρόνια πορείας στο θέατρο που νιώθει τόση σιγουριά για έναν ρόλο.

– Τι σημαίνει για σένα το γεγονός ότι επιστρέφεις στο έργο αυτό έπειτα από 25 χρόνια; Το έργο αυτό με κυνηγά. Το 1979, ο Μάνος Κατράκης, δάσκαλός μου στη Σχολή του Πέλου Κατσέλη, μού ζήτησε να πάω μαζί του στο θέατρο όταν έπαιζε για πρώτη φορά τον Ντα στην Ελλάδα. Μάλιστα, μού έκανε δώρο και την πίπα που είχε τότε ο Ντα στην παράσταση. Εννοείται ότι την έχω ακόμη κι ενδέχεται να την εμφανίσω και στη δική μας. Πρόσφατα, είδα ξανά όνειρο τον Κατράκη ως Ντα. «Κοίτα να δεις κάτι παιχνίδια που παίζει η μνήμη» σκέφτηκα. Δύο μέρες αργότερα μού τηλεφώνησε ο καλλιτεχνικός διευθυντής για να μου πει ότι ο ΘΟΚ επιθυμεί ν’ αναλάβω τον ρόλο! Αμέσως είπα: «Όπα! Αυτό είναι μήνυμα από τον Κατράκη».

– Ποιες σκέψεις κάνεις γυρίζοντας το μυαλό πίσω στην εποχή που εντάχθηκες στον θίασο του ΘΟΚ; Πρώτη μου παράσταση στην Κεντρική Σκηνή ήταν ο «Φιλάργυρος» του Μολιέρου. Έπαιζα τον υπηρέτη. Έπεσα κατευθείαν στα βαθιά, αφού ήμουν μαζί με ιερά τέρατα. Φιλάργυρος ήταν ο Ανδρέας Μούστρας κι έπαιζαν ακόμη η Δέσποινα Μπεμπεδέλη, ο Στέλιος Καυκαρίδης, ο Κώστας Δημητρίου, η Αννίτα Σαντοριναίου, ο Βαρνάβας Κυριαζής, ο Σταύρος Λούρας και δεν συμμαζεύεται. Η τελευταία ήταν τα «Σκουπίδια» του Γιάννη Ξανθούλη το 2002. Την εποχή που ήμουν στον ΘΟΚ ήταν ένας θίασος ζηλευτός σ’ όλον τον ελληνικό χώρο. Ο Εύης Γαβριηλίδης είχε θέσει τον πήχη πολύ ψηλά κι όλα τα παιδιά είχαν επιλεγεί προσεκτικά. Ακόμη και κάθε μικρός ρόλος γινόταν ένα μικρό διαμάντι. 

 

– Ποιες ήταν οι πρώτες σου δουλειές στην Κύπρο; Όταν επέστρεψα εντάχθηκα στο δυναμικό του Θεάτρου 81, του μοναδικού ελεύθερου θεάτρου της εποχής. Ήμασταν μαζί με τον Νεόφυτο Ταλιώτη, τον Μιχάλη Παπαευαγόρου, τον Χρύσανθο Χρυσάνθου, τη Λιάνα Χαλκιά, τη Μόνικα Βασιλείου. Κάποια στιγμή, στα γυρίσματα της ταινίας του Χρίστου Σιοπαχά «Η κάθοδος των εννιά» έμαθα ότι με προσέλαβαν στον ΘΟΚ! Χωρίς να έχω μιλήσει με κανέναν προηγουμένως. Απλά με ήθελε ο Εύης και με πήρε.

 – Εξακολουθείς να νιώθεις οικεία στον ΘΟΚ, 20 χρόνια μετά; Οπουδήποτε υπάρχει θεατρική σκηνή νιώθω οικεία. Εξακολουθώ να νιώθω μέλος της οικογένειας του ΘΟΚ. Δεν είναι μόνο οι αμέτρητες συνεργασίες. Δεν είναι μόνο ότι επιστρέφω μ’ ένα έργο που αγάπησα. Με το «Ντα» εγκαινιάσαμε το 1996 τη Νέα Σκηνή στις Αποθήκες. Με τη «Βαβυλωνία» εγκαινιάσαμε το 1999 το νέο Θέατρο Ριάλτο στη Λεμεσό. Είναι κάποιες πρωτιές που θεωρώ σημαδιακές. Είμαι ο τελευταίος μαυρόασπρος ηθοποιός κι ο πρώτος έγχρωμος (γέλια). 20 χρόνια στον ΘΟΚ δεν κάθισα καθόλου. Έπαιζα σε 4-5 έργα τον χρόνο. Σ’ ένα έργο μόνο χρειάστηκε να πάω να κάνω μια επέμβαση στο νοσοκομείο κι ήρθε ο Σιοπαχάς και μ’ έβγαλε σηκωτό. «Μια χαρά είσαι» μου λέει «δεν έχεις τίποτα».  

 

– Ήθελες από μικρός να ακολουθήσεις αυτόν τον δρόμο; Όταν ήμουν μικρός ήθελα να γίνω γιατρός. Μάλιστα, από τα μαθητικά χρόνια απέκτησα δεξιότητες κι έγινα εκπαιδευτής πρώτων βοηθειών και τραυματιοφορέων. Παράλληλα, μ΄ενδιέφερε και το θέατρο. Ως μαθητής έπαιξα σε όλες τις παραστάσεις στο σχολείο μου, το Λανίτειο. Επίσης, εργαζόμουν δωρεάν στα δύο θέατρα της Λεμεσού, τότε, του Γιορδαμλή και το Ριάλτο, για να μπορώ να βρίσκομαι τριγύρω και να βλέπω παραστάσεις. Είχα το μικρόβιο. Το Λανίτειο ήταν το μοναδικό σχολείο που είχε δικό του θέατρο, με εξώστη. Κάναμε μια σχολική παράσταση κι έγραφε τη μουσική ο Μάριος Τόκας ή ο Βάσος Αργυρίδης. Οι τεχνικοί είναι επαγγελματίες σήμερα, οι σκηνογράφοι επίσης. Το ίδιο το σχολείο προήγαγε την αγάπη για το θέατρο.

– Πότε η ζυγαριά έγειρε προς τη μεριά του θεάτρου; Όταν έγινε ο πόλεμος επιστρατεύτηκα ως τραυματιοφορέας. Ήμουν 17 χρονών παιδί και δεν περίμενα ότι μέσα σε λίγες μόνο μέρες θα τα έβλεπα όλα. Βρέθηκα μέχρι και σε χειρουργείο μόνος με τραυματία, να προσπαθώ να του βγάλω σφαίρα χωρίς αναισθητικό ή παυσίπονα. Είδα συμμαθητές και γνωστούς τραυματίες και νεκρούς. Έφτασα στο σημείο να πάω στο νεκροτομείο για αναγνώριση. Κάπου εκεί είπα ότι θα ήταν καλύτερα αντί να γίνω γιατρός σωμάτων να γίνω γιατρός ψυχών. 

– Τι θυμάσαι από τα πρώτα σου χρόνια στη Δραματική Σχολή του Πέλου Κατσέλη; Είχα την τύχη να γνωρίσω την αφρόκρεμα του ελληνικού θεάτρου κι όχι μόνο. Θυμάμαι μια φορά η Αλέκα Κατσέλη διοργάνωνε ένα πάρτι κι επειδή ήμουν καλός μάγειρας μού ζήτησε να πάω να τη βοηθήσω στη κουζίνα, να φτιάξω και μερικά κυπριακά φαγητά. Στο σπίτι ήταν μαζεμένος όλος ο πνευματικός κόσμος: Νότης Περγιάλης, Σαπφώ Νοταρά, ποιητές, Χατζιδάκις, Κουν. Όσο για τις παραστάσεις που κάναμε, θυμάμαι ενδεικτικά μια παιδική που κάναμε για φιλανθρωπικό σκοπό κι έπαιζαν μέσα ο Δημήτρης Καταλειφός, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, ο Μιχάλης Βιρβιδάκης, αλλά κι ο Σμάραγδος Κλεοβούλου.  

 

– Ποιες ήταν οι πρώτες σου δουλειές στην Κύπρο; Ξεκίνησα με το Θέατρο 81 και κάναμε τους «Νυχτοφύλακες», τη «Φαύστα», τον «Φονιά». Ήταν μια άλλη εποχή. Είχα έρθει από τα φώτα της Αθήνας σε μια Κύπρο που ουσιαστικά δεν είχε τίποτα. Τότε άρχισαν να στήνονται τα πρώτα θέατρα πλην του ΘΟΚ, οι πρώτες μπουάτ, οι πρώτες εκθέσεις.

– Μπορεί η τέχνη να αλλάξει τη νοοτροπία μιας κοινωνίας; Το πιο κοντινό χωριό στο Θέατρο της Επιδαύρου είναι το Λυγουριό. Το χωριό αυτό έχει τρία βιβλιοπωλεία. Γιατί; Γιατί ο κόσμος διαβάζει. Στα καφενεία κυρίαρχες συζητήσεις είναι αν έπαιξε καλά τη Λυσιστράτη η τάδε ή αν ήταν επαρκής Αντιγόνη η δείνα. Συζητούν -κι άμα λάχει τσακώνονται κιόλας- για το θέατρο. Οι επιγραφές τους είναι από ήρωες της αρχαίας τραγωδίας, ο κόσμος τους κυριολεκτικά περιστρέφεται γύρω από το θέατρο. Καμάρι, τιμή και όνειρό τους είναι να γίνει λ.χ. η θυγατέρα του σπιτιού ταξιθέτρια στην Επίδαυρο. Την κάπνιζε η μάνα με τη στολή, μια ιεροτελεστία. Ακόμη κι οι αστυνομικοί την ημέρα που έχει παράσταση ντύνονται διαφορετικά. Η Μελίνα Μερκούρη τους έπεισε ότι κάτι σπουδαίο και παγκοσμίως μοναδικό συντελείται εκεί. Στην Κύπρο τότε, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, τα βιβλιοπωλεία πουλούσαν οτιδήποτε άλλο εκτός από βιβλία. 

– Με τι θα άλλαζες την εμπειρία της Επιδαύρου; Είναι ανεκτίμητη. Όνειρο κάθε ηθοποιού είναι να παίξει έστω και μια φορά εκεί. Εγώ, δόξα τω θεώ, έπαιξα καμιά δεκαριά. Και μόνο η συμμετοχή είναι σημαντική. Η διαδρομή από τα καμαρίνια μέχρι τη σκηνή είναι μια ιερά οδός. Ο ΘΟΚ έχει κάνει ιστορικές παραστάσεις εκεί. Ένας από τους λόγους ήταν ότι οι ηθοποιοί δουλεύαμε για χρόνια μαζί. Ζυμωνόμασταν μαζί. Ήμασταν σαν οικογένεια, ξέραμε ο ένας τα παιδιά του άλλου. Ήμασταν ένα σώμα. Δεν πήγαινε εκεί ούτε ο Βήχας, ούτε η Μπεμπεδέλη, ούτε η Σαντοριναίου. Πήγαινε ο ΘΟΚ. Η Κύπρος. Νιώθαμε περηφάνεια από την υποδοχή του κόσμου. 

– Ένιωσες να αμφιβάλλεις ποτέ για τις δυνατότητες ή τις επιλογές σου; Η αμφιβολία είναι μέρος της διαδικασίας. Αλίμονο αν πιστεύαμε ότι η επιτυχία είναι δεδομένη. Ο Κατσέλης έλεγε πως όσοι δεν έχει τύχει να ζήσουν το γέννημα μιας παράστασης δεν ξέρουν τι θα πει άγχος, αγωνία, κούραση κι εκνευρισμός. Και δεν έχουν βιώσει φυσικά την αγωνία και τη γοητεία της ολοκλήρωσης τη στιγμή που ανοίγει η αυλαία.

– Αυτή η αγωνία είναι πάντα η ίδια; Πάντα υπάρχει. Θυμάμαι τις στιγμές πριν την πρεμιέρα του «Φιλάργυρου» το 1984. Είχα τρακ και κρυβόμουν πίσω από την κουίντα. Τότε διαπίστωσα με έκπληξη ότι κι ο Μούστρας είχε αγωνία. Κι η Μπεμπεδέλη. Κι η Αννίτα. Ο Μούστρας έκανε τον σταυρό του πριν βγει στη σκηνή. Εκείνος ήταν που γύρισε τότε και μου εξήγησε ότι αυτό είναι μέρος της διαδικασίας: «Αχ, αγόρι μου έχεις ακόμη να κάνεις πολλές πρεμιέρες!» 

 

– Ήταν όμως πάντα όλα ρόδινα; Είναι άσχημο να έρχεσαι στο θέατρο και να μην έχεις όρεξη να ξεκινήσεις την πρόβα επειδή το κλίμα είναι άσχημο. Το έζησα ένα διάστημα και στον ΘΟΚ. Δυστυχώς, στην προηγούμενη παραγωγή του «Ντα» που κάναμε υπήρχε αρνητικό κλίμα. Το αποτέλεσμα ήταν καλό επειδή μιλάμε για ένα εξαιρετικό έργο και υπήρχαν και σπουδαίοι κι έμπειροι συντελεστές. Η ερμηνεία του Σπύρου Σταυρινίδη, τότε, ήταν αντάξια του ρόλου. Ωστόσο, χάθηκε η ευκαιρία να γίνει μια εξαιρετική παράσταση που θα έμενε στα χρονικά.

– Αυτή τη φορά είναι διαφορετικά τα πράγματα; Εκ διαμέτρου. Όλα τα παιδιά ήταν γλύκα. Σκηνοθετεί αυτός ο υπέροχος άνθρωπος η Μαρία Καρσερά. Υπάρχει αγάπη. Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, αυτό που μετράει είναι ότι εδώ και τόσο καιρό ανυπομονούμε όλοι να έρθουμε στις πρόβες, να ψάξουμε, να δοθούμε. Είναι η πρώτη φορά στο θέατρο που δεν έχω αγωνία, η μόνη φορά που νιώθω τόση σιγουριά για έναν ρόλο πριν ολοκληρωθεί. Ως ηθοποιός αισθάνομαι πλήρης που βρίσκομαι επί σκηνής και παίζω αυτόν τον ρόλο. Μπορεί τελικά να μην αρέσει στον κόσμο, αλλά αρέσει σε μένα. Ίσως να είναι επειδή με «κυνηγούν» ο Κατράκης κι ο Κατσέλης. 

 

– Ως εμπειρότερος, αισθάνεσαι ότι σε βαραίνει μεγαλύτερη ευθύνη; Ο ηθοποιός είναι αιώνιος μαθητής. Εγώ μαθαίνω κι από τους νεαρούς που συνεργάζομαι, όπως καλή ώρα τώρα σ’ αυτή την παράσταση –κι ας μην τους γνώριζα τους περισσότερους. Το θέατρο ανατροφοδοτείται συνεχώς με φρέσκα μυαλά, διαφορετικές γνώσεις και δεξιότητες. Εμένα με πήρε από το χέρι ο Ανδρέας ο Μούστρας και για 15 χρόνια ήμασταν στο ίδιο καμαρίνι.

– Θα έλεγες ότι η κοσμοθεωρία σου πάνω στο θέατρο έχει αλλάξει; Η κοσμοθεωρία μου πάνω στο θέατρο δεν διαφέρει από την κοσμοθεωρία μου πάνω στη ζωή. Οι ηθοποιοί πρέπει να είμαστε μια αλυσίδα και να αλληλοβοηθιόμαστε. Έχω σαν Ευαγγέλιο το «Πιστεύω του ηθοποιού» του Αιμίλιου Βεάκη το οποίο απήγγειλε για πρώτη φορά στην Επίδαυρο η Αλέκα Κατσέλη. Νοηματικός πυρήνας είναι η σκέψη ότι ο καθένας πρέπει να βοηθά τον άλλο, ούτως ώστε ο άλλος να γίνει καλύτερός του. Ο ένας για τον άλλο: αυτό είναι η θεατρική τέχνη. Χωρίς την αλληλεγγύη το οικοδόμημα του θεάτρου είναι καταδικασμένο. Το ίδιο ισχύει και για την κοινωνία. Δεν διαχωρίζω την καλλιτεχνική μου ιδιότητα από τον υπόλοιπο Κώστα Βήχα. 

– Η διάκριση με το Βραβείο του Ευρωπαίου Πολίτη είναι δικαίωση; Το αντίθετο. Δυστυχώς, αυτοί που μου το απένειμαν αναγνωρίζουν επίσημα ότι υφίσταται ένα σοβαρό πρόβλημα. Στην Ευρώπη του 2021 υπάρχουν ανάμεσά μας συνάνθρωποι δυσπραγούντες, άνθρωποι που πεινούν. Δεν δικαιώνομαι εγώ μέσα από τη δυσπραγία του άλλου. Αλλά ούτε και το κάνω από οίκτο. Έρχονται ηθοποιοί, άνθρωποι που θαυμάσαμε στη σκηνή, να με συναντήσουν κρυφά για να εξασφαλίσουν τρόφιμα να περάσουν το Πάσχα. Με συναντούν συνάδελφοί σου δημοσιογράφοι που έχουν χάσει τη δουλειά τους, μουσικοί που έμειναν άπραγοι μέσα στην πανδημία, ακόμη και καταξιωμένοι αθλητές. Δεν μπορεί να είναι ευχάριστο αυτό. Αν το κάνω είναι μόνο από πεποίθηση ότι ο δρόμος της αλληλοβοήθειας είναι μονόδρομος για μια πολιτισμένη κοινωνία. Στηρίζουμε ο ένας τον άλλο. Αντιστεκόμαστε στη ζούγκλα. Μακάρι τα πράγματα να ήταν διαφορετικά κι εγώ να μην είχα πάρει κανένα βραβείο.

– Σε ποιο στάδιο βρίσκεται η διαδικασία δημιουργίας του Σπιτιού του Ηθοποιού στη Λεμεσό; Αυτό είναι το όνειρό μου. Το σκεπτικό είναι παρόμοιο με του Σπιτιού που δημιούργησε η Άννα Φόνσου στην Αθήνα. Υπάρχει η διώροφη κατοικία που δώρισε ο ηθοποιός Χρήστος Παπαδόπουλος, ένα ευρύχωρο και ωραίο αρχοντικό στην παραλιακή λεωφόρο. Σε σύμπνοια με τον ΘΟΚ και τα ελεύθερα θέατρα πιέζουμε να ολοκληρωθεί μια υποδομή που θα στεγάσει βετεράνους που έχουν προσφέρει κάτι σ’ αυτόν τον τόπο. Όχι μόνο ηθοποιούς. Ήδη προχωρούν τα σχέδια για τη διαρρύθμισή του, να φτιαχτεί μια βιβλιοθήκη, μια σκηνή για να μπορεί να φιλοξενηθεί κάποια εκδήλωση. Η αυλή είναι τεράστια. Ένας υπέροχος χώρος που μπορεί να προσφέρει στιγμές άνεσης και ξεγνοιασιάς σε ανθρώπους που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στην προσφορά. Είναι αδιανόητο να τους πετάμε στις δύσκολες στιγμές τους. Θα μπορούν να είναι όλοι μαζί, μια μεγάλη συντροφιά, μέσα σε αξιοπρεπείς συνθήκες- όπως τους αξίζει.  

– Υπάρχει ρήγμα ανάμεσα στον Κώστα Βήχα και τον εκάστοτε χαρακτήρα που ερμηνεύει; Ερμηνεία είναι η φυσικότητα αξιωματικά δοσμένη, έλεγε ο δάσκαλος. Αποδίδεις τον χαρακτήρα αφού τον φιλτράρεις μέσα σου. Τον αναζητείς σε κομμάτια από τον εαυτό σου, τις εμπειρίες σου, τον περίγυρό σου. Στην τελική, δεν μπορείς ν’ αλλάξεις αυτό που είσαι. Στη Σχολή μου είπαν ότι προσπαθείς να βρεις τον χαρακτήρα στο περιβάλλον σου κι αν δεν τον βρίσκεις, τότε πήγαινε στάσου σε μια γωνιά στην Ομόνοια και κάποια στιγμή ο χαρακτήρας θα περάσει από εκεί. Ένα πράγμα που κάνουν λάθος πολλοί ηθοποιοί είναι αυτό: δεν παίζεις θέατρο. Η τεχνική της τέχνης του υποκρίνεσθαι, ο απόλυτος έλεγχος της έκφρασης και του ηχοχρώματος στις χορδές είναι κάτι σπάνιο. Το είχε ο Κατράκης. Το έχει και η Μπεμπεδέλη. Είδα τον Κατράκη να απαγγέλει έναν ρόλο κι όλο το θέατρο να έχει πλαντάξει στο κλάμα, ενώ αυτός μου έκλεινε κρυφά το μάτι. Αυτό δεν μπορούν να το κάνουν όλοι. 

– Ένιωσες ποτέ ότι άγγιξες την απόλυτη ερμηνεία; Δεν μπορεί να το πει κανείς αυτό. Υπάρχουν απλώς κάποιες στιγμές που είναι μαγικές και νιώθεις ότι ξέρεις πού θα γελάσει το κοινό και πού θα συγκινηθεί. Η σωστή διανομή είναι ζωτικής σημασίας. 

– Πώς θέλεις να σε θυμάται ο κόσμος, ως καλό ηθοποιό ή ως καλό άνθρωπο; Προτιμώ να λένε ότι ήμουν καλός φίλος, αδερφός, πατέρας και συνάδελφος κι ας μη λένε ότι ήμουν καλός ηθοποιός. Ωστόσο, επιμένω: δεν τα διαχωρίζω. Πριν από πέντε χρόνια ασθένησα από ένα κοστούμι, από ένα μικρόβιο που έχει σχέση με το βεστιάριο. Χρειάστηκε να κάνω επέμβαση. Στο νοσοκομείο μ’ επισκέφθηκε ένας ηλικιωμένος κύριος που δεν αναζητούσε τον Κώστα τον Βήχα αλλά τον μουχτάρη τον Παναή από τα «Καμώματα τζι αρώματα». Έμαθε ότι είμαι άρρωστος κι ήρθε να μου φέρει δώρο ρακή και καππάρη από το χωριό του ο άνθρωπος! Μου ‘φερε κι ένα καινούριο καπέλο γιατί στη σειρά ήταν λίγο σκισμένο. Χρειάζεται να προσθέσω κάτι άλλο; 

 

* Το «Ντα» του Χιου Λέοναρντ παρουσιάζεται τον Μάιο από τον ΘΟΚ.