Ο συγγραφέας με τους φανατικούς αναγνώστες, σε μία εξομολογητική συνέντευξη, για όσα -όμορφα, φρικτά και ίσως ανεπούλωτα- τον καθόρισαν και θα τον ακολουθούν για πάντα.

Ίσως και να θεωρείται «επίτευγμα» σε μια Ελλάδα που «δεν διαβάζει τόσο όσο…» και κάθε άλλο παρά «βιβλιόφιλη» θεωρείται, ένας -νέος ηλικιακά- συγγραφέας να λειτουργεί σαν ένας «ροκ σταρ της λογοτεχνίας»· εξομολογητικός στα προσωπικά του βιώματα και στη ζωή του -τη γεμάτη από τραύματα και θαύματα-, με best seller βιβλία -ακόμη και πριν κυκλοφορήσουν στα βιβλιοπωλεία, από τις προπαραγγελίες-, με φανατικούς αναγνώστες-θαυμαστές και με 170 σχεδόν χιλιάδες ακόλουθους στα social media με τους οποίους υπάρχει συχνά μεγάλη αλληλεπίδραση, όπως συνέβη με αυτό που έγραψε τις μέρες που κάναμε την κουβέντα μας, στις 22 Απριλίου, «συγκεντρώνοντας», μέσα σε 24 μόνο ώρες, 308 σχόλια και 380 (!) κοινοποιήσεις – ο καλύτερος, τελικά, πρόλογος πριν απ’ τη συνέντευξή μας: «Πριν από τρία χρόνια, άρρωστος βαριά, προσπάθησα να πεθάνω – και δεν τα κατάφερα, γιατί την τελευταία στιγμή αποφάσισα ότι η ραγισμένη ψυχή είναι απείρως προτιμότερη απ’ την παντοτινή εξάλειψή της. Έκτοτε, οι άνθρωποι της καρδιάς μου, οι φίλοι κι άγνωστοι που με στήριξαν, με περιέβαλλαν με την αγάπη τους και με βοήθησαν -μαζί με τους γιατρούς μου και τα φάρμακα, τη δουλειά και την καθημερινή προσπάθεια- να ορθοποδήσω, μ’ έχουν περιγράψει, με περισσή γενναιοδωρία, ως “δυνατό”, ή ακόμα και “γενναίο”. Όμως, ο δυνατός δεν χρειάζεται να επιβιώσει – γιατί ζει, χάρη στην τύχη της ψυχικής του φτιαξιάς, χωρίς βουτιές στην άβυσσο. Όχι: με το ιστορικό μου, είμαι ο πιο αδύναμος των αδύναμων. Και στην πορεία, κατάλαβα πως η αδυναμία δεν είναι ντροπή. Ο άνθρωπος που κλαίει και χτυπιέται κι απελπίζεται, και συνεχίζει, μαζεύοντας ένα-ένα τα κομματάκια του, να κλαίει και να χτυπιέται και να απελπίζεται, γιατί, στο βάθος του εαυτού του, έχει μια σπίθα, μια φλούδα πίστης, ο αδύναμος που σέρνεται αγκαλιά με τον φόβο και τη μοναξιά γιατί οραματίζεται, σαν ταινία επιστημονικής φαντασίας, τη μέρα που θα γελάει και θα χορεύει και θα ελπίζει, αυτός ο άνθρωπος δεν χρειάζεται να είναι δυνατός γιατί είναι ο σιωπηλός, πεισματάρης εργάτης της επιβίωσης. Ας έχουν άλλοι τη δύναμη, κι ας τη χαίρονται. Εμείς οι αδύναμοι θα αναμετρηθούμε με το πάπλωμα, με το πάτωμα, με τον πάτο της Κόλασης – και λίγο-λίγο, μ’ ένα χέρι κι ένα πόδι, με νύχια και με δόντια, θα σηκωθούμε…».

– Στο νέο σου βιβλίο «Όταν κοιμούνται οι φίλοι μου» που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πατάκη, «μιλάς» για τη φιλία – ένα θέμα που υπάρχει, άλλωστε, και σε αρκετά από τα προηγούμενά σου βιβλία. Γιατί; Αυτοί είναι οι, πράγματι, «συγγενείς» σου; Οι τρεις πρωταγωνιστές περιέχουν στοιχεία του εαυτού μου – κι ας έζησαν μια ζωή απείρως πιο σκληρή απ’ τη δική μου. Η φιλία τους είναι η καρδιά του βιβλίου· κι απ’ την πρώτη σελίδα καταλαβαίνεις πως η καρδιά αυτή ράγισε. Μέχρι να γραφτεί το βιβλίο, η Δήμητρα, ο Γιάννης κι ο Μανωλιός ήταν αίμα μου. 

– Αυτές τις καταστάσεις που περιγράφεις μέσα στο βιβλίο τις έχεις ζήσει κι ο ίδιος; Ή προέρχονται από περιγραφές άλλων; Στα μέσα του ‘90, όταν διαδραματίζεται το βιβλίο, ήμουν ένας μονήρης, μελαγχολικός έφηβος που έβλεπε την ομοφυλοφιλία του ως ισόβια καταδίκη. Η ομοφοβία ήταν λυσσαλέα, το aids σκότωνε δεξιά κι αριστερά και, σε αντίθεση με το παρεάκι του βιβλίου, δεν είχα αδελφικούς φίλους. Οπότε πρόκειται για έργο μυθοπλασίας, με σκόρπιες σταλαγματιές αναμνήσεων κι απωθημένων.

– Σε προσωπικό επίπεδο, και για σένα «φίλος, θα πει, η καρδιά σου σ’ άλλο στήθος» – η φράση κλειδί του βιβλίου; Η φιλία είναι μια συνθήκη καθημερινής, αμοιβαίας σωτηρίας. Ως μοναχοπαίδι, έχω γαντζωθεί στους φίλους μου σαν το νεογέννητο γατί. Κι εκείνοι, με τη γενναιοδωρία, την καλοσύνη και την αγάπη τους, μ’ έχουν ανεχτεί, και μ’ έχουν βοηθήσει να σταθώ στα πόδια μου.

– Λάτρεψα αυτή σου τη φράση: «Εγώ είμαι το λοξό γέρικο δέντρο, κι έχω μια ζωή απλωμένα τα κλαδιά μου, περιμένοντας το πέρασμά σας. Κι ας αγκαλιάζω τον αέρα – είναι πάντα ζεστός, απ’ το στήθος σας…»…Ποιοι είναι οι δικοί σου φίλοι; Είναι άνθρωποι που έλαχαν στη ζωή μου σαν μετεωρίτες μεγέθους καρδιάς. Ακόμη απορώ με το θαύμα της ύπαρξής τους…

– Σε ποιες περιπτώσεις σε «έσωσαν» οι φίλοι σου; Έχω περάσει τέσσερεις φορές κλινική κατάθλιψη, κι επιπλέον, παραμένω μοναχικός όπως στα παιδικά κι εφηβικά μου χρόνια. Θα αναφέρω το πιο απλό: Την τελευταία φορά που αρρώστησα, ο κολλητός μου, ο Παναγιώτης, μπορούσε να περάσει ώρες μαζί μου, βλέποντας ταινίες που είχε ξαναδεί, και γεμίζοντας μόνος του τη σιωπή, γιατί εγώ δεν είχα δύναμη να αρθρώσω λέξη – κι ήταν ικανός να το κάνει κάθε μέρα, άοκνα κι αδιαμαρτύρητα, γιατί έτσι εκλάμβανε τον ρόλο του ως φίλου.

– Εκτός από τον σύζυγό σου, τον Τάσο, να υποθέσω πως οι φίλοι σου πάντα βρίσκονταν πιο πάνω ιεραρχικά σε σχέση με τους έρωτές σου; Μέχρι να γνωρίσω τον Τάσο, οι έρωτές μου υπήρξαν ατυχείς. Τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια, ωστόσο, εκτός απ’ τους φίλους που ομόρφυναν τη ζωή μου, απολαμβάνω τα οφέλη της φιλίας και μέσα στη συμβίωση με τον καλό μου.

– Τι κάνει έναν έρωτα να διαφέρει από μια φιλία – πέρα από τη σεξουαλική πράξη, Αύγουστε; Δεν διαφέρουν πολύ: Και στις δυο περιπτώσεις γίνεσαι κτητικός, άπληστος, ζηλιάρης, φορτικός. Έχω πονέσει για χαμένους έρωτες όσο και για χαμένους φίλους.

– Προδοσία στη φιλία τι σημαίνει; «Η προδοσία ξεκινά μ’ αυτές εδώ τις λέξεις – σε δευτερόλεπτα, μάς πούλησα», είναι η πρόταση με την οποία ξεκινάει το νέο σου βιβλίο… Οι τρεις φίλοι, αποφασισμένοι να επιβιώσουν, είχαν ορκιστεί πως η ιστορία τους θα εκτυλισσόταν μαζί με τη ζωή τους, κι ότι κανείς δεν θα την αφηγούνταν ως εξωτερικός παρατηρητής. Δυστυχώς, όπως μαθαίνουμε στην αρχή του βιβλίου, μόνο το ένα μέλος της παρέας επέζησε, κι από αγάπη, οδύνη κι αποθυμιά πατάει τον όρκο και μας ιστορεί τα περασμένα.

– Και, προδοσία στον έρωτα, τι είναι; Η απιστία; Η μεγαλύτερη προδοσία για μένα είναι να κάνεις τον άνθρωπό σου να πλήττει – είναι το πλέον ασυγχώρητο.

– Εσύ, τι δεν θα συγχωρούσες ποτέ στον σύντροφό σου, στη συνθήκη που είστε τώρα μαζί; Ο Τάσος πλέον κατοικεί στον μυχό της ψυχής μου – δεν μπορώ καν να φανταστώ κάτι για το οποίο θα έπρεπε να τον συγχωρέσω.

– Όταν κάναμε την πρώτη μας συνέντευξη μαζί, καθισμένοι σε ένα μικρό café, στα Εξάρχεια, τον Απρίλιο του 2007, μού είχες μιλήσει εξομολογητικά για πολλά από εκείνα που αργότερα θα γίνονταν από σένα βιβλία – με πολύ μεγάλη επιτυχία και αποδοχή από ένα κοινό που πλέον σε θεωρεί κομμάτι της ζωής του: Τις καταθλίψεις, την αυτοκτονία της μητέρας σου, τον αλκοολισμό σου, την αγάπη αλλά και το μίσος προς τον εαυτό σου… Έχει, νομίζω, σημασία, να σε ρωτήσω, 14 χρόνια μετά, είσαι καλά; Και, πώς εννοείς σήμερα αυτό το «καλά»; Αν ξυπνάω το πρωί κι έχω τη δύναμη να φιλήσω τον άντρα μου νιώθοντας χαρά κι ελπίδα, αν μπορώ να κάνω τη δουλειά μου, να διαβάζω τα βιβλία μου, να βλέπω σειρές, να τρώω, να νιώθω την ευλογία της συντροφικότητας και να πέφτω για ύπνο χορτάτος, είμαι καλά.

– Πότε δεν είσαι καλά; Όταν η βιοχημεία του εγκεφάλου μου σκοντάφτει, κι αρρωσταίνω.

– Φοβάσαι τις στιγμές αυτές, που μπορεί να μην είσαι καλά; Ή πάντα είναι εκεί το «κουτάβι» για να σε «σώσει»; Ασφαλώς και τις φοβάμαι…Και την ψύχωση, και την κατάθλιψη, και τον αυτοκτονικό ιδεασμό. Ωστόσο, δεν επιτρέπω στον φόβο να καθορίσει τη ζωή μου.

– Το να είσαι καλά, ισορροπημένος, υγιής ψυχικά, εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από το πόσο καλές είναι οι σχέσεις σου με τους ανθρώπους που αγαπάς – π.χ τον σύζυγό σου, τον πατέρα σου, τους φίλους σου; Ή λειτουργείς και ανεξάρτητα από αυτό – αυτόνομα σχεδόν; Η υγεία μου, παρά την αγάπη που λαμβάνω, παρά τη θεραπεία, τα φάρμακα, τη δουλειά, εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο απ’ τις διακυμάνσεις του ψυχισμού και του θυμικού μου. Ζω με μια χρόνια, πιθανώς συγγενή νόσο, η οποία αντιμετωπίζεται αλλά δεν εκριζώνεται.

– Τόλμησες ποτέ να πεις «ναι, είμαι ευτυχισμένος αυτή την περίοδο»; Έχω νιώσει αμέτρητες στιγμές ευτυχισμένος. Ο κοινός βίος με τον Τάσο, είναι μια συνθήκη αέναης ευτυχίας.

– Πολύς κόσμος, διαβάζοντας και ταυτίζοντας δικά του θέματα με τα δικά σου, ίσως αναρωτιέται: Πώς τα κατάφερες να «βγαίνεις» μέσα από αυτές τις δύσκολες καταστάσεις που περιγράφεις; Η αγάπη αρκεί; Η αγάπη είναι ανεκτίμητη στον αγώνα της επιβίωσης, αλλά δεν υποκαθιστά, επ’ ουδενί, την ευεργεσία της ιατρικής επιστήμης – την ψυχοθεραπεία ή την ανάλυση, την φαρμακευτική αγωγή, ακόμα και τη νοσηλεία, εφόσον κρίνεται αναγκαία.

– Μ’ άρεσε πολύ αυτό που ανέβασες πριν από λίγες μέρες στη σελίδα σου στο Facebook: «Όπως οι σκόροι χτυπιούνται στο καπέλο της λάμπας, έτσι κι εμείς χτυπιόμαστε -συνειδητά, ασυναίσθητα- πάνω στη σκληρότητα. Όμως αυτό που γυρεύουμε είναι πάντα το μέσα: Η ζεστασιά, η τρυφερότητα, το φως…»… Ποιοι είναι οι σκληροί άνθρωποι, Αύγουστε; Όταν βιώνεις τη σκληρότητα, έχεις δύο επιλογές: Να την αποστραφείς, ή να την αναπαράγεις. Δεν θα κατηγορούσα ελαφρά τη καρδία τους ανθρώπους που έζησαν τη φρίκη και δεν μπόρεσαν να απεμπλακούν απ’ τον φαύλο κύκλο της.

– Φοβόσουν αυτούς τους ανθρώπους στο παρελθόν; Ή, περισσότερο, τους λυπόσουν; Είχαν την ικανότητα να με στενοχωρούν – αλλά την έχασαν.

– Τώρα πια; Τώρα πια, οι άνθρωποι που με εχθρεύονται, όποιοι κι αν είναι οι λόγοι -κι είμαι σίγουρος ότι στους ίδιους φαίνονται θεμιτοί- δεν με αφορούν.

– Συνεχίζεις να αισθάνεσαι, ωστόσο, πως, γενικά, ίσως και να «κινδυνεύεις» να μπεις σε καταστάσεις που στο παρελθόν βίωσες επώδυνα; Όχι, είμαι πλέον πολύ προσεκτικός, και σπάνια ανοίγομαι.

– Από τους τρεις φίλους τού «Όταν κοιμούνται οι φίλοι μου» μόνο ένας βρίσκεται ακόμη εν ζωή. Πώς αντιμετώπιζες εσύ, προσωπικά, το θάνατο στο παρελθόν, και πώς σήμερα; Ο θάνατος των ανθρώπων που αγάπησες με τα χρόνια ξεφεύγει απ’ τη μνήμη και γίνεται αφήγηση, επινόηση σχεδόν. Το κατάλαβα με την Κατερίνα: Η αφηγήτρια του βιβλίου είναι πια περισσότερο υπαρκτό πρόσωπο για μένα απ’ ό,τι η μάνα μου. Το βιβλίο είναι πιο αληθινό απ’ το αληθινό πρόσωπο που το κατοικεί.

– Με το δικό σου τέλος έχεις συμφιλιωθεί; Συγνώμη για το μακάβριο… Όχι, κι ούτε νομίζω ότι θα συμφιλιωθώ. Ο μόνος τρόπος, υποθέτω, είναι άφθονη μορφίνη προς το τέλος…

– Αισθάνθηκες ποτέ πως έχασες χρόνο στα προηγούμενα χρόνια που δεν είχες ανακαλύψει το «μυστικό» τού να είσαι πραγματικά καλά, που λίγο πριν μου ανέφερες, Αύγουστε; Δεν ήταν χαμένος χρόνος, Γιάννη. Ήταν μια αναπόφευκτη περιπλάνηση. Κανείς δεν βγαίνει απ’ τον λαβύρινθό του μονομιάς.

– Μήπως η συγγραφή παίζει σημαντικό ρόλο στο να αισθάνεσαι ισορροπία μέσα σου; Το γράψιμο είναι ανάγκη, σχεδόν σωματική, κι ως εκ τούτου σαφώς λειτουργεί εξισορροπητικά.

– Πόσο καιρό έκανες να γράψεις αυτό το τελευταίο σου βιβλίο; Η πρώτη γραφή μού πήρε γύρω στον ενάμισι μήνα.

– Να υποθέσω πως οι τρεις αυτοί κεντρικοί ήρωες σε «κυνηγούσαν» συνεχώς – ή πλέον, ως «επαγγελματίας συγγραφέας», μπορείς να απομακρύνεσαι από το έργο σου τη στιγμή που συμβαίνει και να το βλέπεις αποστασιοποιημένα; Όταν γράφω, ζω μέσα στο βιβλίο ολημερίς – παθαίνω μέχρι αφαιρέσεις, όπου ξάφνου χάνομαι απ’ το παρόν, και περνάω ίσαμε πέντε λεπτά γράφοντας και «χτενίζοντας» παραγράφους.

– Τελικά, αυτός ο Πέτρος Χατζόπουλος των παιδικών σου χρόνων έχει καμία σχέση με τον Αύγουστο Κορτώ, τον ευπώλητο, διάσημο και αγαπημένο συγγραφέα πολλών; Η ανασφάλεια, η μοναχικότητα, τα σκαμπανεβάσματα του θυμικού δεν έχουν αλλάξει. Μόνο που τώρα δεν φοβάμαι τόσο.

– Αν είχες μπροστά σου εκείνο το παιδί, τι θα του έλεγες σήμερα; «Υπομονή, μικρέ. Η ευτυχία θα ‘ρθει…».

– Ήρθε; Ήρθε! Και με το παραπάνω.

– Μπορείς και συγχωρείς πια τα λάθη σου – τον εαυτό σου; Είμαι τρομερά ενοχικός, οπότε πάντα «τρώγομαι» για κάτι. Αλλά η μεταμέλεια, παρ’ όλο της το βάρος, είναι χρήσιμη: Σε μαλακώνει.

– Η αναγνωρισιμότητα -για να μην αναφέρω το «σταρ-συγγραφέας», με το οποίο πολλοί δημοσιογράφοι σε έχουν χαρακτηρίσει- έχει δυσκολέψει την καθημερινότητά σου; Βρίσκω την αγάπη των αναγνωστών μου τρομερά συγκινητική – κι ομορφαίνει τη ζωή μου.

– Πάντως, είτε το αποδέχεσαι είτε όχι, ελάχιστοι Έλληνες συγγραφείς έχουν τη χαρά να διαβάζονται τόσο πολύ τα βιβλία τους, και να τους ακολουθούν 170 χιλιάδες άνθρωποι στο Facebook φανατικά… Έχω κερδίσει εν μέρει όλη αυτή την απίστευτη χαρά με σκληρή δουλειά – αλλά υπήρξα και τυχερός, αφάνταστα τυχερός.

– Αυτό είναι το 27ο βιβλίο σου… Να υποθέσω πως άλλα 27  περιμένουν ήδη στο «συρτάρι»; (χαμογελάει) Συγκεκριμένα, επτά. Καμιά δεκαριά ακόμα, δεν αξίζει να εκδοθούν. Αλλά γράφω συνέχεια, κάθε μέρα, ώρες. Απ’ την αρχή της χρονιάς, έχω τελειώσει δυο βιβλία, και τώρα είμαι στα μισά του τρίτου.

– Η καθημερινότητά σου πλέον πώς είναι – σε αυτή τη συνθήκη του κορωνοϊού; Φοβάσαι το τι μπορεί να ακολουθήσει; Ήταν και είναι ασύλληπτη η τραγωδία – αλλά, ευτυχώς, η μονήρης φύση της δουλειάς μου με είχε συνηθίσει στον εγκλεισμό.

– Για το τέλος, να υποθέσω πως ο λόγος που ανυπομονείς να κάνεις το εμβόλιο κατά του κορωνοϊού, είναι για να αγκαλιάσεις τον μπαμπά σου, έπειτα από τόσους μήνες «απομάκρυνσης»; Έχω να τον δω απ’ το ’19… Μόλις εμβολιαστώ, κι επιτραπούν οι μετακινήσεις, θα ανέβω Σαλονίκη τρέχοντας!

– Επειδή έχεις γράψει γι’ αυτόν κατά καιρούς στο Facebook, τι σε κάνει να αγαπάς σήμερα τόσο πολύ τον μπαμπά σου; Δεν είναι μόνο θέμα «δεσμών αίματος», απ’ όσο αντιλαμβάνομαι… Αν μετανιώνω για κάτι, είναι ότι μου πήρε χρόνια να καταλάβω ότι έχω τον πιο υπέροχο πατέρα του κόσμου…

Info: Το τελευταίο μυθιστόρημα του Αύγουστου Κορτώ «Όταν κοιμούνται οι φίλοι μου», μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πατάκη.

xatzigeorgiou@yahoo.com

Φιλελεύθερα, 9.5.2021.