Η εγγονή του μεγαλύτερου Κύπριου αθλητή-σύμβολο στην ιστορία του στίβου, σε μια αποκλειστική συνέντευξη, από τις Η.Π.Α. όπου ζει μόνιμα, τιμώντας την επέτειο των 111 ετών από τη γέννησή του κορυφαίου Μαραθωνοδρόμου (4 Μαΐου 1910 – 10 Δεκεμβρίου 1987).

– Τι θυμάστε από τον παππού σας; Μέχρι τα είκοσί μου χρόνια, είχα την μεγάλη τύχη να έχω τον παππού μου κάθε μέρα κοντά μου, αφού ζούσαμε με την μητέρα μου -και κόρη του-, την Ελένη, και τον πατέρα μου, σε κοντινά σπίτια, στη Φιλοθέη. Κι είμαι πολύ υπερήφανη για τον παππού μου, που είναι αναγνωρισμένος ως ένας από τους μεγαλύτερους αθλητές του κόσμου, στον Μαραθώνιο δρόμο. Θυμάμαι, μικρό κοριτσάκι ακόμη, όταν μας πήγαινε βόλτα με τον αδελφό μου, το Γιώργο, στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, αλλά και για να φάμε λουκουμάδες – εκεί καταλάβαινα πόσο μεγάλο ήταν το εκτόπισμά του στον κόσμο: Του έσφιγγαν όλοι το χέρι, του έλεγαν «γεια σου, Στέλιο!», ήθελαν οι μητέρες να τον γνωρίσουν στα παιδιά τους…Ήταν ένα πολύ οικείο αλλά ταυτόχρονα και ένα πρόσωπο-σύμβολο, για πάρα πολύ κόσμο. Χαρακτηριστικά, για να κάνουμε μία απόσταση εκατό μέτρων περνούσαν είκοσι λεπτά, οπότε με τον αδελφό μου κοιτιόμασταν και λέγαμε «όχι πάλι, πάλι τα ίδια…» (γελάει). Ωστόσο, οι ίδιος ήταν ένας πολύ απλός άνθρωπος, πολύ ταπεινός, ποτέ δεν άλλαξε τον τρόπο ζωής του και το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν πώς θα προσφέρει στους άλλους και στον αθλητισμό. Στην αρχή στον ΣΕΓΑΣ, μετά στον στίβο της Φιλοθέης, εκεί όπου περνούσε το μεγαλύτερο κομμάτι της μέρας του. 

– Η απλότητά του αυτή οφειλόταν, πιστεύετε, και στο γεγονός πως μεγάλωσε σε ένα φτωχικό σπίτι, στην Πάφο, με δύο γονείς αγρότες; Σαφέστατα. Αυτό τον επηρέασε πολύ. Γεννήθηκε στον Στατό της Πάφου, ήταν το μικρότερο από τα παιδιά της οικογένειας και είχε την τύχη, από πολύ νωρίς, λόγω της αγγλοκρατίας, να μάθει αγγλικά, κάτι που τον βοήθησε πολύ μετέπειτα στις μεγάλες διεθνείς αθλητικές διοργανώσεις όπου συμμετείχε. Η Κύπρος, θυμάμαι, ήταν πάντοτε στην καρδιά του. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσες φλαούνες και πόσες σιεφταλιές έχω φτιάξει με τον αδελφό μου στο τραπέζι της κουζίνας μας, υπό την καθοδήγηση του παππού (γελάει). Αυτά δεν έλειπαν ποτέ από το σπίτι μας! 

 

Παρόλα αυτά, επειδή η Κύπρος είχε περιορισμένες δυνατότητες στον αθλητισμό εκείνα τα χρόνια, αποφάσισε, πολύ νέος, να φύγει και να πάει στην Ελλάδα, όπου «ανδρώθηκε» αθλητικά: Έλαβε μέρος σε δύο Ολυμπιάδες, του Βερολίνου -το 1936-, και του Λονδίνου -το 1948-, ενώ έμεινε παγκοσμίως γνωστός για την μεγάλη νίκη του στον Μαραθώνιο της Βοστώνης, το 1946, τον σημαντικότερο της εποχής, που την περίοδο εκείνη ήταν μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του παγκόσμιου αθλητισμού – ήταν ο πρώτος αθλητής -εκτός Αμερικής και Καναδά- που νίκησε στον Μαραθώνιο της Βοστώνης και ο πρώτος που χρησιμοποίησε χρονομετρητή χειρός. Αθλητικά, ανήκε τόσο στο δυναμικό του Γυμναστικού Συλλόγου Ολύμπια της Λεμεσού, όσο και στον Παναθηναϊκό Αθλητικό Όμιλο της Αθήνας. Κοιτάξτε, έχω γνωρίσει πάρα πολλούς ανθρώπους στη ζωή μου, κυρίως λόγω της εργασίας μου -είμαι τριάντα χρόνια σύμβουλος ακινήτων και τα τελευταία χρόνια έχω εγκατασταθεί στην Washington D.C., όπου εργάζομαι με τους Sotheby’s International Realty, ενώ ταυτόχρονα συνεργάζομαι και με μεγάλες εταιρείες του κλάδου στην Αθήνα και στην Κύπρο-, και θα τολμούσα να σας πω πως ο παππούς μου ήταν ο πιο ανοιχτόκαρδος και ο πιο ανιδιοτελής άνθρωπος που έχω γνωρίσει ποτέ! Σας το λέω και συγκινούμαι…Ήταν ένας μεγαλόψυχος άνθρωπος – «τι κάθεσαι και ασχολείσαι; Κάνε το καλό και ρίξτο στο γιαλό», ήταν η συνήθης αντιμετώπισή του στα γεγονότα. Ήταν σα να μην τον ακουμπούσε τίποτε αρνητικό αυτό τον άνθρωπο· κι είναι χάρισμα αυτό, να ξέρετε. 

– ​Διαβάζοντας την ιστορία του αναρωτήθηκα: Πώς ένα παιδί, που μεγάλωσε σε ένα μικρό χωριό της Πάφου, μέσα σε μία πολυμελή οικογένεια, με τόσο μεγάλες οικονομικές δυσκολίες, μπόρεσε να διαμορφωθεί με αυτό τον τρόπο; Πράγματι. Ενώ, για παράδειγμα, του προσφέρθηκαν πολλά λεφτά για διαφημίσεις μετά την μεγάλη του επιτυχία στον Μαραθώνιο της Βοστώνης του 1946, αυτός δεν τα δέχτηκε. Και όχι μόνο χρήματα. Ήθελαν να του δώσουν αυτοκίνητο Cadillac, σπίτι, και πολλά άλλα. Δεν δέχτηκε απολύτως τίποτα για τον εαυτό του, αλλά ακολούθησε πιστά αυτό που είχε πει εξαρχής: «Ήρθα να τρέξω για επτά εκατομμύρια πεινασμένους Έλληνες!» – έβλεπε τους φίλους του, τους συναθλητές του, να πεθαίνουν από την πείνα και δεν το άντεχε. Ο Johnny Kelly, που ήταν ο επικρατέστερος για τη νίκη τότε στον Μαραθώνιο, όταν ρωτήθηκε γιατί δεν κατάφερε τελικά να κερδίσει τον αγώνα, απάντησε: «Πώς θα μπορούσα να κερδίσω ποτέ έναν τέτοιον αθλητή; Εγώ έτρεχα για τον εαυτό μου κι αυτός για μια ολόκληρη πατρίδα!».

​Αμέσως μετά τον αγώνα αυτό, ο παππούς μου, 36 ετών τότε, παρέμεινε άλλον ένα μήνα στις Η.Π.Α. και κατάφερε να συγκεντρώσει από τους Ελληνοαμερικανούς 250.000 δολάρια, και δύο πλοία με είδη πρώτης ανάγκης που είχε συγκεντώσει από την ομογένεια, με τρόφιμα, ρούχα και φάρμακα, για να προσφερθούν στην Ελλάδα, με την βοήθεια της οικογένειας Λιβανού· η βοήθεια αυτή, που μοιράστηκε στους Έλληνες, είναι γνωστή στην ιστορία ως «πακέτο Κυριακίδη». Στις 23 Μαΐου του 1946, ο παππούς μου επέστρεψε τελικά στην Ελλάδα, όπου περίπου ένα εκατομμύριο Έλληνες τον υποδέχθηκαν με τιμές ήρωα, ενώ η πολιτεία, για την υποδοχή του, πραγματοποίησε επίσημη τελετή στις Στήλες του Ολυμπίου Διός, όπου εκείνος στο λόγο του δήλωνε συγκινημένος: «Είμαι υπερήφανος που είμαι Έλλην!» Η επιστροφή στο σπίτι του, στην Φιλοθέη -που ήταν το πατρικό, ουσιαστικά, της γιαγιάς μου, της Ιφιγένειας-, κράτησε, για να καταλάβετε, οκτώ ώρες ενώ, για πρώτη φορά μετά την Κατοχή, φωταγωγήθηκε η Ακρόπολη προς τιμήν του. Η συνάντηση δε που είχε όταν ζήτησε να τον γνωρίσει ο Πρόεδρος Τρούμαν, μετά την νίκη του, θεωρείται καθοριστική για το σχέδιο Μάρσαλ και την οικονομική βοήθεια που έλαβε η Ελλάδα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρέπει να σας τονίσω, επίσης, πόσο σημαντική ήταν η παρουσία της γιαγιάς μου δίπλα του, η οποία ζούσε μόνο για τον παππού μου: Τι θα φάει, πού είναι, και αν «είναι καλά ο Στέλιος;» – ήταν καταλυτική και καθοριστική στο να γίνει ο παππούς μου ένας ήρωας του σύγχρονου αθλητισμού. 

​- Η καθημερινότητα του παππού σας πώς ήταν; Απολύτως πειθαρχημένη. Ο αθλητισμός για εκείνον ήταν τρόπος ζωής. Δεν κοιμόταν ποτέ μετά τις εννέα το βράδυ, δεν ξενύχτησε ποτέ στη ζωή του, δεν κάπνιζε ούτε έπινε ποτέ, ξυπνούσε πολύ νωρίς καθημερινά, ακόμη και τις Κυριακές, έτρωγε με συγκεκριμένο σύστημα -σε μία εποχή που, όπως καταλαβαίνετε, δεν υπήρχαν διατροφολόγοι-, ενώ αθλείτο καθημερινά και με πρόγραμμα. Δεν έμαθε, επίσης, να οδηγεί ποτέ και κυκλοφορούσε καθημερινά με το αγαπημένο του ποδήλατο, ακόμα και φορώντας το κοστούμι του. Ο τρόπος ζωής του ήταν, θα λέγαμε, με τα σημερινά δεδομένα, «μονότονος». Αλλά ήταν ήδη αποφασισμένος, από την εφηβεία του ακόμη, πως εκείνος δεν θα απολάμβανε τις χαρές των νέων της ηλικίας του· ήταν ένας άνθρωπος ταγμένος στον αθλητισμό. Θυμάμαι που μου έλεγε πως τον παρακινούσαν οι συνομήλικοί του, προτού γνωρίσει τη γιαγιά μου, «έλα απόψε να πάμε να γνωρίσουμε κορίτσια» και εκείνος απαντούσε: «Δεν μπορώ, έχω να ξυπνήσω νωρίς αύριο και να πάω για προπόνηση». Έτσι ήτανε όλη του τη ζωή! Ακόμα τον θυμάμαι, μεγαλώνοντας, να συνεχίζει να πηγαίνει στον στίβο της Φιλοθέης, ο οποίος δημιουργήθηκε χάρις στις δικές του πρωτοβουλίες και με δική του προσωπική εργασία, προκειμένου να βοηθήσει και να συμβουλεύσει νέους αθλητές. Αλίμονο σ’ εκείνον τον νέο που τον έβλεπε να καπνίζει: «Δεν καταλαβαίνεις πως σκοτώνεις τον εαυτό σου;», έλεγε πάντα. 

– ​Θυμάστε κάποια συγκεκριμένη συμβουλή που σας είχε δώσει; Θυμάμαι πολλά. Αλλά αυτό, το οποίο ακολουθώ πιστά, σε πολλές εκφάνσεις της ζωής μου, το θεωρώ ως το πιο σημαντικό: «Έμαθα πιο πολλά από τους αγώνες τους οποίους έχασα, παρά από εκείνους που κέρδισα!». Μου το εξηγούσε κιόλας: «Όταν έχανα, Μαρία, καθόμουνα μετά και σκεφτόμουνα “γιατί το έκανες αυτό; Μήπως αυτό έπρεπε να το κάνεις αλλιώς; Τι έφταιξε; Πώς θα το βελτιώσω τώρα για να πετύχω το χρόνο που θέλω;”. Ενώ, με τους αγώνες που κερδίζεις, έχεις τη χαρά σου και δεν κάθεσαι να πεις “τι διαφορετικό μπορώ να κάνω την επόμενη φορά;”».

– Έζησε ποτέ απογοητεύσεις, πίκρες, αυτός ο άνθρωπος – πέρα από τις συνθήκες της εποχής, που βίωναν όλοι οι Έλληνες; Βεβαίως. Βίωσε και μεγάλες στενοχώριες, οι οποίες απορώ πώς δεν τον κατέβαλαν! Θα σας πω μόνο κάτι που δεν είναι γνωστό, όλα αυτά τα χρόνια: Πριν από τη γιαγιά μου, ο παππούς μου ήταν παντρεμένος με κάποια άλλη κοπέλα, η οποία ενώ ήταν έγκυος έπαθε τέτανο και πέθανε, χάνοντας -δυστυχώς- και το μωρό. Φανταστείτε την στενοχώρια του τότε…

 

– Πέθανε ευτυχισμένος ο Στέλιος Κυριακίδης; Πέθανε ικανοποιημένος. Τιμήθηκε από τις δύο πατρίδες του, την Ελλάδα και την Κύπρο -όπου πήγαινε τακτικά και κρατούσε ισχυρούς τους συγγενικούς του δεσμούς εκεί ενώ, προς τιμήν των Κυπρίων συμπατριωτών του, ονομάστηκε «Στέλιος Κυριακίδης» το μεγαλύτερο στάδιο της Πάφου και αρκετοί δρόμοι σε ολόκληρη την Κύπρο-, δημιούργησε μία δεμένη οικογένεια με τρία παιδιά και πέντε εγγόνια και, κυρίως, τίμησε τον αθλητισμό με όλες του τις δυνάμεις. 

– Πώς και δεν ασχοληθήκατε κι εσείς με τον αθλητισμό; Μα, ασχολούμαι! Ερασιτεχνικά. Όπως και ο αδελφός μου. Είμαι 53 ετών, τρέχω 25 χιλιόμετρα τη βδομάδα, τρώω κι εγώ συγκεκριμένες τροφές και έχω το ίδιο βάρος από την ηλικία των είκοσί μου ετών. Είναι τρόπος ζωής ο αθλητισμός!

Info: Το βιβλίο της Μαρίας Κοντού «Στέλιος Κυριακίδης – Ο άνθρωπος που έτρεξε για έναν ολόκληρο λαό» κυκλοφορεί, σε συνεργασία με τον εικονογράφο Γιώργο Σγουρό, από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Τα έσοδα από τις πωλήσεις του βιβλίου θα δοθούν στις φιλανθρωπικές οργανώσεις «Lifeline» και «Μαζί για το παιδί», ως φόρος τιμής στη μνήμη του Στέλιου Κυριακίδη. 

xatzigeorgiou@yahoo.com

Φιλελεύθερα, 9.5.2021.