Αποχαιρετιστήριο στον κορυφαίο ποιητή, που η σπουδαιότητά του ήταν ισοβαρής της ταπεινότητας και του φωτός του.

Καθόταν κάθε βράδυ στο τραπεζάκι με τις δύο καρέκλες μπροστά από την καντίνα του ΡΙΚ, με ατσαλάκωτο το πουκάμισό του, σιδερωμένο παντελόνι και γραβάτα, ξυρισμένος πάντα, παρακολουθώντας τις ειδήσεις της ΕΡΤ – επίσημη η ώρα των εννέα. Αυτή είναι η πρώτη εικόνα που έχω στο μυαλό μου από εκείνον, σήμερα, 4 Μαΐου, ανήμερα της κηδείας του με τα «πολιτιστικά» παχιά λόγια των μικροφώνων και τα ξερά βιογραφικά του Μεγάλου Σαββάτου, του «Σαββάτου, πικροσαββάτου» που προηγήθηκε. Στο τραπέζι είχε πάντα κοντά του χαμηλό ποτήρι με ουίσκι -χωρίς πάγο- ή ζιβανία, ψιλοκομμένο αγγουράκι, κομματάκια από χαλλούμι και μερικές φέτες ψημένο ψωμί, ίσως και λίγο ρόστο – «θέλεις να σε κεράσω ένα ποτήρι να ζεσταθείς;». Κάπνιζε την πίπα του, την άναβε ξανά, φυσούσε τον καπνό, την άναβε πάλι, κοιτιόμασταν μα δεν μιλούσε, στο τέλος μία είδηση για το κυπριακό, κάποιες «συνομιλίες» και «αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα», άλλη μία ρουφηξιά στη σύνδεση με τον ανταποκριτή του κρατικού καναλιού της Ελλάδας – ήταν η στιγμή που δεν ήθελε πολλές κουβέντες για να ακούσει τι θα λεχθεί, μήπως και πιαστεί απ’ την ελπίδα που πότε πότε αχνοφαινόταν σε κάποια στροφή. «Θα γίνει τίποτε με το Κυπριακό, κύριε Πασιαρδή;». Άλλο ένα ποτήρι – ησυχία πάλι, κουβέντα καμία. 

Όταν άκουγε κάτι για την Κύπρο, ο Μιχάλης Πασιαρδής πάντοτε βούρκωνε -δεν το ‘χα συναντήσει ποτέ αυτό, σε άνθρωπο κανέναν- κι αν ξεκινούσε να μιλά κιόλας για εκείνην άρχιζε να δακρύζει – «γιατί κλαίτε, κύριε Πασιαρδή;». Ο ίδιος δεν το εξηγούσε ποτέ – δεν ήθελε ίσως, ως κάτι πιο βαθύ που δεν θα αποτύπωναν οι λέξεις αν και «μάστοράς» τους, κάτι εσωτερικό, κάτι που έφερε το νησί και που μόνο εκείνος το «έβλεπε», έτσι όπως τον είχα δει κι άλλες φορές βυθισμένο στις σκέψεις του με το κεφάλι σκυμμένο στο πάτωμα, στο «Αιγαίον», μαζί με τον Βάσο Φτωχόπουλο (εκεί όπου κάποτε είχε χορέψει μόνος ένα βαλς, όπως μου είχε αφηγηθεί ο συμπορευτής του στα χρόνια μιας άλλης παρέας, Σταύρος Χριστοδούλου), στην ταβέρνα του Κυριάκου, στην Παλλουριώτισσα -μόνος στο τραπέζι πάντα, αλλά όχι μονάχος του-, σε ένα μικρό καφενεδάκι κοντά στο σπίτι του και στο καθαριστήριο της Δασούπολης όπου πήγαινε τα ρούχα του, η Κύπρος ήταν πάντα το ανεπούλωτο τραύμα εντός του. Ακόμη κι όταν στην μεγάλη συνέντευξη που είχαμε κάνει μαζί για τη ζωή του για τον «Φιλελεύθερο», το 2015, αναφέρθηκε στην γυναίκα του και στον νεκρό του γιο –«έχω ακόμα ένα γιο που πέθανε. Με διατρέχουν ακόμα οι εικόνες του…», μου είχε πει, κάτι που επέλεξα να μην βάλω τότε στο τελικό κείμενο για να μην πληγωθεί διαβάζοντάς το, αφού καταλάβαινα πως ήταν απ’ τα θέματα που τον πονούσαν βαθιά και η αλήθεια του κόμπιαζε στο να εκτεθεί δημοσίως-, για την Κύπρο δεν μπορούσε να αρθρώσει ολόκληρη πρόταση χωρίς αποσιωπητικά – ήταν άνθρωπος για εκείνον η Κύπρος, γυναίκα με σώμα, καρδιά και συκώτια, ο πιο δικός του συγγενής, η ψυχή για την οποία δεν μιλάς για να μην την λερώσεις. 

Αυτή την ώρα που κηδεύεται ο ποιητής, έβαλα μπροστά μου τα «καλημέρα σας» που μου χάρισε -τα μικρά βιβλιαράκια με τα κειμενάκια του που άκουγα πάντοτε, μαθητής ακόμη, κάθε πρωί, στις έξι η ώρα που ξυπνούσα για να πάω στο σχολείο μου, από το Α’ Πρόγραμμα του ΡΙΚ με τη βραχνάδα της φωνής του στ’ ακουστικά μου. «Σας χρωστάω τα πρώτα λογοτεχνικά κείμενα που άκουσα ποτέ! Ευτυχώς που ήταν δικά σας…», του έλεγα κι εκείνος κοιτούσε αμήχανα στα πλακάκια – αυτός, ο σπουδαίος και τόσο σεμνός στην πράξη και επί της ουσίας, όπως όλοι οι πραγματικά σημαντικοί. Κι έπειτα τράβαγε άλλη μία βαθιά ρουφηξιά από την πίπα του, μέσα στον καπνό χάνονταν τα βουρκωμένα του μάτια -που τόσα είδαν, μα κυρίως αισθάνθηκαν, εισχωρώντας σε όσα δεν αντίκριζαν οι κοινές ίριδες- κι έλεγε «κρίμα, κρίμα, κρίμα τούτος ο τόπος» – ήξερε, διαισθανόταν, διέβλεπε; «Κρίμα, κρίμα η Κύπρος, τούτος ο ωραίος ο τόπος, κρίμα…». 

Αποσπάσματα από τη συνέντευξη που είχε δώσει ο κορυφαίος ποιητής, τον Μάιο του 2015, στον «Φιλελεύθερο», την οποία ο ίδιος χαρακτήριζε «συνέντευξη της ζωής μου»:

«Δεν είμαι ατρόμητος απέναντι στο θάνατο. Μάλιστα τον σκέφτομαι επίμονα τον τελευταίο καιρό, γιατί έχω χάσει δυο δικούς μου σε διάστημα ενάμιση μήνα, πέρσι: Τη μητέρα μου και τον αδελφό μου, το Χριστόδουλο Πασιαρδή, ο οποίος υπήρξε και υπουργός. Ήταν σα να δραπέτευσε ξαφνικά ο αδελφός μου, ήταν μια υπόθεση σύντομη η ασθένειά του – κι ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος ζωή με ένα πνεύμα σπινθηροβόλο. Και μου λείπει!».

​«Ποτέ μου δεν αισθάνθηκα σημαντικός. Απολύτως ποτέ. Αισθάνομαι μία πλήρη ισοτιμία με τους άλλους και θεωρώ τη γνώμη τους σεβαστή, όπως και η δική μου γνώμη θέλω να γίνεται σεβαστή. Ιδίως αν βγαίνει μέσα από βάσανο και, κυριότατα, αν βγαίνει μέσα από ανιδιοτέλεια. Διότι το πεδίο των ορθών συμπεριφορών ήταν και παραμένει πάντοτε η ανιδιοτέλεια. Την οποία θεωρώ μεγάλη αρετή».

«Είμαι ένας άνθρωπος που εζούσα με ένα μισθό και τώρα με μία σύνταξη – ουδέποτε εκυνήγησα οτιδήποτε πέραν αυτών. Το “κυνήγι” μου είναι πάντοτε η αγάπη μου προς τον τόπο μου και προς την Ελλάδα, καθώς και προς το κοινό καλό. Ουδέποτε υπήρξα εγωκεντρικός. Ανήκω στη συλλογική πλευρά του εαυτού μου που σκέφτεται συνέχεια τον άλλον. Δεν περιαυτολογώ, εξομολογούμαι. Και η πορεία της ζωής μου νομίζω ότι το καταδείχνει».

«Δεν μπορώ να μιλάω δύο “γλώσσες”. Θυμάμαι τον πρόεδρο του Μεξικού να λέει στο φίλο μου, το Νάσο Παναγιώτου, ο οποίος μελοποίησε και ποίησή μου: “Ξέρεις γιατί επέζησα; Γιατί δεν έδωσα ποτέ σε κανέναν δεύτερη ευκαιρία”. Εγώ έχασα πολύ χρόνο, μέχρι να αντιληφθώ κάποια πράγματα».

«Ακόμη να συμφιλιωθώ με τον εαυτό μου. Προσπαθώ. Φαίνεται, όμως, ότι εδώ που έφτασα αποκλείεται να συναρμονεύσουμε προς το τέλος. Πιστεύω δε ότι η ωριμότητα του ανθρώπου αργεί πολύ να έρθει στον καθένα. Και είναι ανεξαρτήτως ευφυΐας αυτό. Κατά τη γνώμη μου, την προσωρινή, η ωρίμανση ξεκινά από τη στιγμή που αρχίζει μέσα μας η αυτομεμψία, το να μέμφεσαι δηλαδή τον εαυτό σου. Εκεί πια βρίσκεσαι σε μια κρούση με τον ίδιο σου τον εαυτό, η οποία σε οδηγεί στο να βγάζεις από μέσα σου την αληθινότητά σου».

​«Η ψυχοσύνθεσή μου δεν είναι μονοσήμαντη. Έχει διάφορες πλευρές. Όλη η ευαισθησία μου εκφράζεται, κυρίως, στη γραφή μου. Αν δεν είναι ευαίσθητος κανείς, δεν υπάρχει! Όλα, όμως, έχουν το κόστος τους».

«Σε πολλά πράγματα αισθάνομαι ότι ακόμα βρίσκομαι στην εφηβεία μου. Για παράδειγμα, εκπλήσσομαι ακόμη! Από ένα πουλί, από ένα λουλούδι, από μια πέτρα. Κι όταν ακόμη εκπλήσσεσαι, σημαίνει ότι βρίσκεσαι σε μια αθώα έως και παρθενική κατάσταση. Τούτο το θεωρώ πολύ σημαντικό – είναι μία ευλογία! Εκεί είναι που στενάζεις: Όταν λες “δεν μπόρεσα να παραμείνω σε τέτοιες καταστάσεις αθωότητας και παραστατικότητας, μπροστά στα διάφορα της ζωής που προκύπτουν στο δρόμο”».

«Αγαπώ πολύ τους ποιητές κι είχα την μεγάλη ευτυχία να γνωρίσω πολλούς Έλληνες ποιητές – και προσωπικά: Τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Ρίτσο, αλλά και νεότερους. Σχεδόν κάθε βράδυ πίναμε μαζί με τον Νίκο Καρούζο. Στενός φίλος υπήρξα, επίσης, με τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, τώρα με τον Τίτο Πατρίκιο. Με τον Νίκο Γκάτσο θυμάμαι ότι συναντηθήκαμε το ’72. Ο Χατζιδάκις καθόταν εκείνη τη μέρα με τον Ευάγγελο Αβέρωφ. Σηκώθηκε, ήρθε κοντά μας και μας σύστησε ο Γκάτσος. Ρώτησα τον Χατζιδάκι τότε: “Τι ετοιμάζετε;”. “Ένα δίσκο με τον τίτλο Μεγάλος Ερωτικός, κατά το Μεγάλος Εσπερινός”, μου απάντησε. Ήμουν πολύ μικρός και πολύ σεμνός για να πω ότι είμαι ομότεχνος του Σεφέρη ή του Ελύτη…Τη μέρα της κηδείας του Σεφέρη, θυμάμαι ότι είχαμε συναντηθεί με τον Ελύτη στο νεκροταφείο – κι ήταν μια κηδεία ανάλογη με εκείνη του Παλαμά το ‘43. Κάναμε μια κουβέντα εκεί και είχαμε πει να συναντηθούμε το βράδυ στο σπίτι του. Ήταν μια ξεχωριστή νύχτα, κατανυχτική. Γιατί, ξέρετε, οι Έλληνες είμαστε και φύλακες μουσείου. Κι ο Έλληνας, ο κάθε Έλληνας, δεν έχει μόνο την ηλικία της ληξιαρχικής του πράξης, τού πότε γεννήθηκε – έχει την ηλικία όλων των αιώνων της ελληνικής διάρκειας και του ελληνικού πολιτισμού, τα οποία οφείλει και πρέπει να φυλάττει. Σ’ αυτά ανήκει και η ποίηση».  

«Υπεραγαπώ την Κύπρο! Και θεωρώ ότι είναι ήπειρος πολιτισμού. Διότι είναι αυτή που κανάλιασε με τον πλέον σοφό και υπομονετικό τρόπο όλες τις γεύσεις της Ανατολής – τις εκλογίκευσε και τις έστειλε έτοιμες προς τη Δύση. Η Ευρώπη έχει ιδιαίτερη ευθύνη προς την Κύπρο. Διότι είναι το μοναδικό μπαλκόνι της προς Ανατολάς. Κι έπρεπε να είναι υπερήφανη η Ευρώπη για την Κύπρο! Και να τη στηρίζει ολόθερμα και ολόψυχα».

​«Ο Κύπριος, ως άνθρωπος, είναι ένα στιβαρό πλάσμα που άντεξε αιώνες χωρίς ούτε να αλλοιωθεί ούτε να αλλοτριωθεί. Όμως οι νεότεροι καιροί τού έχουν προκαλέσει μία διασάλευση. Θέλω να πιστεύω ότι αυτό το φαινόμενο είναι παροδικό, υπόθεση κάποιων τωρινών χρόνων και σιγά σιγά θα ξαναβρούμε τον εαυτό μας, την ταυτότητά μας, θα επανακουμπήσουμε στην ιθαγένειά μας, την οποία έχουμε προσωρινά καταχωνιάσει. Νομίζω πως το χρήμα, η απληστία και μια τάση επίδειξης, έπαιξαν σημαντικά ρόλο κακού οδηγού σ’ αυτή την υπόθεση».

Η Κύπρος σάς ευαισθητοποιεί περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη ζωή σας;
Μα, κοιτάξτε μόνο το γεωγραφικό της σχήμα… Δεν είναι σαν μουσικό όργανο; Της περνάς χορδές, κι αμέσως βγάζεις ήχο… Το πρωταρχικό μου είναι η αγάπη μου για τον τόπο μου! Στον οποίο άξιζε καλύτερη τύχη. Κρίμα γι’ αυτό που συνέβηκε και γι’ αυτό που συμβαίνει.

Θα μπορούσατε ποτέ να φανταστείτε τον εαυτό σας έξω από τις λέξεις, κύριε Πασιαρδή;
Όχι. Γιατί οι ίδιες οι λέξεις με πολιορκούν. Κι αυτή η πολιορκία δεν έχει ισχυρές εξόδους. Άρα παραμένω εντός των τειχών των λέξεων. 

Αυτό δεν αποτελεί και εγκλωβισμό;
Όχι. Είναι μία μορφή εσωτερικού διεξόδου. Σαν αυτό που λέει ο Μπέκετ: «Κι από μια λέξη ξαναρχίζει η ζωή μου!». Έτσι και με μένα: Από μια λέξη ξαναρχίζει η ζωή μου! Τι λυτρωτικότης!

Φιλελεύθερα, 9.5.2021.