Για τη Στέλα Φυρογένη κάθε παράσταση είναι ένα πείραμα, αλλά κι ένας αγώνας ενάντια στον εφησυχασμό.
Το να πεις ότι μια ηθοποιός «έχει παίξει σχεδόν τα πάντα» είναι μια θεμιτή υπερβολή, με την οποία προσπαθείς να υπογραμμίσεις μια θεατρική πορεία γεμάτη μεγάλους σταθμούς και προκλήσεις. Δεν μπορείς να έχεις παίξει τα πάντα, ακόμη κι αν ζεις στην Κύπρο όπου οι παραστάσεις ανεβοκατεβαίνουν μέσα σε εβδομάδες, ακόμη κι αν είσαι η Στέλα Φυρογένη κι έχεις πρωταγωνιστήσει και διακριθεί στους πιο ζηλευτούς ρόλους, χωρίς να διστάζεις να καταπιάνεσαι και με πιο πειραματικές δουλειές. Και να που η Στέλα, που κλείνει τρεις δεκαετίες στο σανίδι, δεν είχε παίξει ποτέ μέχρι τώρα σε έργο του Χάρολντ Πίντερ, δηλαδή ενός από τους στυλοβάτες του σύγχρονου θεάτρου που συγκαταλέγεται παράλληλα και στους αγαπημένους της συγγραφείς. Σε μια από τις συχνές και γόνιμες συναντήσεις της με τον Ανδρέα Αραούζο ανεβάζουν το έργο «Χώμα στο Χώμα» (Ashes to Ashes, 1996), ένα από τα τελευταία κι από τα πιο μυστηριώδη του μεγάλου δραματουργού, σκηνοθετώντας μάλιστα τους εαυτούς τους.
– Πώς βιώνεις την υφιστάμενη κατάσταση; Είναι εξουθενωτικό αυτό το σταμάτα- ξεκίνα, κλείσε- άνοιξε. Έχουμε κουραστεί όλοι. Μ’ έχει κάνει να πιστεύω ότι αφήσαμε τις ζωές μας στα χέρια των πλέον ανίκανων. Ο χειρισμός είναι o χείριστος κι έχω αρχίσει να υποψιάζομαι ότι υπάρχει σκεπτικό πίσω από πολλά πράγματα που συμβαίνουν.
– Δηλαδή; Τι σκεπτικό; Δεν ανήκω στους λεγόμενους αρνητές. Όμως ο μολυσματικός κορωνοϊός είναι ένα πράγμα κι η διαχείρισή του ένα άλλο. Έχει προκληθεί ένας τέτοιος τρόμος, ένας τέτοιος πανικός που ακόμη κι αν δεν ήταν προσχεδιασμένο, αυτό που τελικά κατανοώ εγώ είναι ότι τίποτε απ’ όλα δεν γίνεται με γνώμονα την υγεία και ευημερία του μέσου ανθρώπου. Προέκυψε μια ευκαιρία, ένας νέος τρόπος που θα μας οδηγήσει στην απόλυτη σκλαβιά. Σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να εμπιστευτώ αυτούς που λαμβάνουν τις αποφάσεις, ειδικά εδώ που ζούμε, μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της διαφθοράς, του ψεύδους, της ανικανότητας, της γραφικότητας, του «θα σας πάρει ο δαίμονας» εσάς που κάνετε αυτή τη δουλειά κι εμάς που κάνουμε τη δική μας. Είναι φαιδρό και ταυτόχρονα τραγικό γιατί βάλλεται η ζωή μας, η αξιοπρέπειά μας, η δημιουργικότητά μας, η ανάγκη μας να είμαστε ειλικρινείς, η αγάπη μας για τη φύση και το περιβάλλον.
– Σε ποιο βαθμό επηρεάζει την ποιότητα της δουλειάς σας η συνεχής αίσθηση αυτού του βραχνά; Σε μεγάλο, οπωσδήποτε. Ξεκινάς κάτι που δεν ξέρεις αν τελικά θ’ ανέβει και για πόσο καιρό, ή μπροστά σε πόσο κόσμο θα παρουσιαστεί και υπό ποιες συνθήκες. Είναι όμως αυτή η ακατανίκητη επιθυμία να το κάνεις, να δημιουργήσεις, να εκφραστείς η οποία γίνεται πιο έντονη υπό την περίσταση. Το θέατρο, όπως όλα τα πράγματα που δημιουργούμε, είναι έκφραση μιας πολιτικής θέσης. Ακόμη κι αν αποφασίσεις να μην τοποθετηθείς, να κάνεις ένα ανώδυνο μιούζικαλ, είναι κι αυτό μια θέση απέναντι σε ό,τι συμβαίνει γύρω σου. Τα έργα του Πίντερ γεννήθηκαν από μια ανάγκη αντίδρασης σε όσα συνέβαιναν γύρω του. Το ίδιο ισχύει και για τη δική μας επιθυμία να καταπιαστούμε μ’ αυτόν τον εκπληκτικό συγγραφέα και το συγκεκριμένο έργο.
– Πώς αντιμετώπισες την πρόκληση του έργου «Χώμα στο χώμα»; Ήταν μια ωραία έκπληξη, διότι το συγκεκριμένο έργο δεν το γνώριζα καθόλου. Είναι μια εξαιρετική συγκυρία ειδικά αν υπολογίσεις ότι αγαπώ πολύ τον Πίντερ, αλλά δεν έτυχε να συμμετάσχω ποτέ στο ανέβασμα ενός έργου του. Είναι ο πρώτος μου Πίντερ.
– Να τους εκατοστήσεις… Ευχαριστώ. Έχω δει παραστάσεις και η επαφή με το έργο του είναι κυρίως μέσω της ανάγνωσης. Έπρεπε αυτή τη φορά να ασχοληθώ βαθύτερα, εκτός από το να θαυμάσω, να απολαύσω, να κρατήσω πράγματα. Έπρεπε να αναλύσω, να εμβαθύνω. Ένα περισσότερο επειδή μιλάμε για ένα από τα πιο δυσνόητα και δυσοίωνα έργα του.
– Ποια είναι η ιδιαιτερότητα του έργου αυτού; Αυτή η έντονη αίσθηση του παραλόγου. Έχεις να κάνεις με δύο κανονικούς ανθρώπους οι οποίοι όμως επικοινωνούν μεταξύ τους μ’ έναν κώδικα που δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμος. Ο Πίντερ κάνει συνεχώς τεράστιους κύκλους μεταξύ του μικρού, του προσωπικού, του κλειστού από τη μια και του τεράστιου, του οικουμενικού του ανοιχτού από την άλλη. Μέσα από τη σχέση ενός ζευγαριού ανατέμνει το πώς κουβαλάμε το τραύμα ενός πολέμου ή το τραύμα της ύπαρξης και την ανάγκη της επιβίωσης.
– Αποφασίσατε με τον Ανδρέα ποια ακριβώς είναι η φύση της σχέσης αυτού του ζευγαριού πριν ξεκινήσετε; Αυτό ήταν το ενδιαφέρον. Tο έργο είναι απίστευτο δώρο για τους ηθοποιούς. Mποναμάς. Αυτός ήταν κι ένας από τους λόγους που αποφασίσαμε με τον Ανδρέα να είμαστε οι ίδιοι που θα το χειριστούμε και να μην έχουμε μαζί μας κάποιον σκηνοθέτη. Δεν ακυρώνω καθόλου την ιδιότητα του σκηνοθέτη και τον τρόπο που λειτουργεί στη θεατρική εξίσωση. Πολύ συχνά τον έχω απόλυτη ανάγκη. Απλώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχουμε δύο πρόσωπα που κονταροχτυπιούνται στον στίβο της σκηνής και νομίζω ότι προέκυψε σαν φυσικό επακόλουθο η απόφαση να το αναλάβουμε οι ίδιοι. Χάνουμε ίσως τη βοήθεια του «τρίτου ματιού», αλλά με κάποιον τρόπο είμαστε ο ένας τα μάτια του άλλου, όπως συμβαίνει δηλαδή και με τους ήρωες του έργου. Με τον ίδιο τρόπο αποφασίσαμε να λειτουργήσουμε κι εμείς ως ηθοποιοί- συνεργάτες- σκηνοθέτες.
– Είναι κάτι ανάλογο μ’ αυτό που είχες κάνει και στο «Παλάτι του Τέλους» στον ΘΟΚ, το 2015; Ήταν διαφορετική εκείνη η περίπτωση, γιατί τότε ήταν μονόλογοι κι ο καθένας είχε να κάνει μόνο με τον εαυτό του. Αυτό που κάνουμε τώρα είναι πολύ πιο δύσκολο, αλλά έχει κι αυτό το ενδιαφέρον του. Θα μπορούσα να πω ότι είναι κι αυτό ένα πείραμα. Όπως πείραμα είναι κάθε παράσταση και πείραμα μπορείς να πεις εν γένει ότι είναι το θέατρο. Ειδικά στην περίπτωση του Πίντερ, νιώθω ότι αυτό είναι ένα ακόμη πιο ισχυρό δεδομένο. Λάτρεψα το έργο κι η όλη η διαδικασία είναι μαγική -θα πάρει χρόνια να ολοκληρωθεί μέσα στο κεφάλι μου. Είχαμε στα χέρια μας ένα εξαιρετικό κείμενο από πλευράς ποιότητας γραφής, ο λόγος ρέει κι είναι για σεμινάριο ο τρόπος με τον οποίο αλληλεπιδρούν οι δύο χαρακτήρες. Εντούτοις, είναι δύσκολο να αποκωδικοποιηθεί. Σκεφτόμασταν ότι θα μπορούσαμε κάλλιστα να το δούμε να διαδραματίζεται σ’ ένα αστικό σαλόνι της δεκαετίας του ‘60 μ’ ένα ζευγάρι που μπορεί να είχε πιει κάτι παραπάνω, αλλά και θα μπορούσε να λαμβάνει χώρα και σ’ ένα υπόγειο καταφύγιο μετά τον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κι ο τρόπος γραφής είναι τέτοιος που ακόμη κι ένα κόμμα μπορεί να ξεκλειδώσει κλειστές πόρτες.
– Η δική σας προσέγγιση ποια είναι; Θα αποφύγω τα σπόιλερ. Θα πω μόνο ότι αγαπώ πολύ το σινεμά του Ντέιβιντ Λιντς, που γνωρίζω ότι έχει επηρεαστεί από τον Πίντερ. Συζητώντας και δουλεύοντας με τον Αντρέα, πρότεινα να δούμε κάποιες ταινίες του Λιντς. Για μένα, ξεκαθάρισε αποκαλυπτικά η κατεύθυνση που τελικά θα παίρναμε. Ειδικά, στον χαρακτήρα του Ντέβλιν που υποδύεται ο Ανδρέας τα κομμάτια του παζλ άρχισαν να βρίσκουν τη θέση τους. Ήταν μια διαδικασία που επιβεβαίωσε τη διασκέδαση του ταξιδιού. Το βρήκαμε πολύ γοητευτικό αυτό και αποφασίσαμε να το κρατήσουμε.
– Ποιο θεωρείς το πιο δύσκολο κομμάτι του έργου; Για εμάς που το ζωντανεύουμε ή για τον θεατή που θα το παρακολουθήσει;
– Δεν συμπίπτουν αυτά τα δύο; Νομίζω πώς όχι. Θα μπορούσαμε να πέσουμε στην παγίδα να απλοποιήσουμε κάποια πράγματα. Δεν εννοώ ως προς την γραφή του Πίντερ όπου η απλότητα είναι δεδομένη. Εννοώ ως προς τη διάσταση του δυσνόητου, του παράλογου, του μη φυσιολογικού. Όμως αυτά συγκαταλέγονται και στα ατού του έργου. Εμένα αυτά ακριβώς μ’ ενδιαφέρει να εξερευνήσω. Αυτό που συμφωνήσαμε από την αρχή με τον Ανδρέα ήταν ότι σε καμία περίπτωση δεν θα «ταΐσουμε» συμπεράσματα στους θεατές. Το δύσκολο με τον Πίντερ είναι να σταματήσεις κάπου να ψάχνεις. Σ’ ελκύει και σε προκαλεί να συνεχίσεις την έρευνα μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Προφανώς αυτό θα συνεχίσει να συμβαίνει και στις παραστάσεις. Μην ξεχνάς ότι έχουμε το πλεονέκτημα να διαθέτουμε τους σκηνοθέτες συνεχώς «μαζί» μας, οπότε κανείς δεν θα μας τρίξει τα δόντια αν συνεχίσουμε να ψάχνουμε μέχρι την τελευταία παράσταση.
– Πότε μια παράσταση είναι έτοιμη να παραδοθεί στο κοινό, σύμφωνα με τη δική σου εμπειρία; Δεν υπάρχει πατέντα ως προς αυτό. Νομίζω ότι μια παράσταση είναι έτοιμη όταν οι άνθρωποι που εμπλέκονται αισθάνονται έτοιμοι να τη μοιραστούν. Ο ιερός τρόμος πάντα υπάρχει όταν αγαπάς πολύ αυτό που κάνεις. Προσωπικά, χαίρομαι όταν έχω δουλέψει τόσο πολύ, όταν έχω τον χρόνο και τη διαθεσιμότητα κι όταν υπάρχουν συγκυρίες που αγκαλιάζουν μια καλή δουλειά. Θέλω να έχω τον χρόνο μου, θέλω να «πετάμε» όταν θα βγούμε πρεμιέρα. Τις περισσότερες φορές δεν συμβαίνει αυτό κι είναι κάτι που με λυπεί, παρά το γεγονός ότι η ικανότητα να μπορείς να βγεις ανά πάσα στιγμή είναι κι αυτή μια σπουδαία εκπαίδευση.
– Γιατί δεν συμβαίνει αυτό; Εγώ δεν συμφωνώ ότι όλες οι παραστάσεις μπορούν να βγουν μέσα σε πέντε βδομαδούλες, όπως τείνει πλέον να γίνει ο κανόνας. Αυτό συμβαίνει επειδή κανένας δεν μπορεί να πληρώνει τους ηθοποιούς για περισσότερο, ν’ ανταποκριθεί στα νοίκια, τα έξοδα, όταν μάλιστα δεν γνωρίζουμε τι θα γίνει αύριο- μεθαύριο, αν θα χρειαστεί δηλαδή να φτάσουμε να ζητιανέψουμε για να καταφέρουμε να επιβιώσουμε. Έτσι, σε πέντε εβδομάδες βγαίνει κι ο Τσιφόρος, βγαίνει κι ο Αισχύλος, βγαίνει κι ο Σαίξπηρ. Όπως πάμε, μάς βλέπω να βγαίνουμε και στη βδομάδα.
– Ισχύει ότι μια παράσταση δεν είναι ποτέ πραγματικά έτοιμη; Είναι το ίδιο σαν να με ρωτάς αν μετά από 30 χρόνια δουλειάς εξακολουθώ να μαθαίνω. Δεν θα σταματήσω ποτέ να μαθαίνω, όπως ούτε κι εσύ με τη δική σου δουλειά κι ό,τι άλλο ασχολείσαι. Νομίζω ότι αυτό είναι και το πιο σπουδαίο για τον καθένα μας: να αναγνωρίσουμε ότι συνεχίζουμε να μαθαίνουμε μέχρι την τελευταία μας ανάσα. Με το σκεπτικό αυτό, ναι, μια παράσταση ποτέ δεν είναι έτοιμη. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που ορίζει την «ετοιμότητα». Πιθανόν να είναι έτοιμη όταν εκείνος που τη φτιάχνει δεν αντέχει άλλο κι επιθυμεί διακαώς να τη μοιραστεί.
– Έχεις προτιμήσεις ως προς το είδος της σκηνοθεσίας που θέλεις να υπομένεις; Όχι. Αυτό που μ’ ενδιαφέρει και με χαροποιεί όταν συμβαίνει είναι να έχω απέναντί μου κάποιον ο οποίος με σέβεται ως άνθρωπο, καλλιτέχνη και επαγγελματία. Που έχει στο μυαλό του κάτι που μπορεί να μ’ εξελίξει καλλιτεχνικά.
– Ο ΘΟΚ κλείνει φέτος 50 χρόνια κι εσύ εργάστηκες εκεί για 20 και πλέον χρόνια. Πώς βλέπεις σήμερα αυτή τη διαδρομή και τι κρατάς απ’ αυτή; Το θέμα είναι πώς βλέπει ο ΘΟΚ σήμερα ανθρώπους που αποτέλεσαν κομμάτι της ιστορίας του και πολλοί από αυτούς δεν περνούν πια ούτε απ’ έξω. Η Κύπρος τρώει τα παιδιά της και το ίδιο και ο ΘΟΚ. Με ποικίλους τρόπους. Παλιότερα υπήρχε ένα κλίμα πιο οικογενειακό ως προς τις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά υπήρχε και μια κομματοκρατία όπου έβλεπες τον κάθε τυχάρπαστο να κατσικώνεται στο ΔΣ και ν’ αποφασίζει επί θεμάτων για τα οποία δεν είχε την παραμικρή ιδέα ή αίσθηση. Για μένα ήταν το θεατρικό μου σπίτι για τουλάχιστον 20 χρόνια. Αυτό που χρωστάω στον ΘΟΚ -αν υποθέσουμε ότι ο ΘΟΚ είναι μια ιδέα- είναι ότι έχω γνωρίσει και αγαπήσει σπουδαίους συναδέλφους και δασκάλους, υπέροχους ανθρώπους, τεχνικούς, διοικητικούς υπαλλήλους, συντελεστές. Αυτοί είναι το πολυτιμότερο κέρδος μου κι αυτό είναι που κρατάω.
– Είναι λίγο αυτό; Οι ανθρώπινες σχέσεις δεν είναι το ζητούμενο; Σαφώς. Για να μπορεί να συμβαίνει αυτό όμως οι άνθρωποι αυτοί επέπλευσαν κι έκαναν υπερβάσεις. Δεν ήταν ο χώρος που το επέτρεπε και το ευνοούσε. Μάλλον όλα αυτά συνέβαιναν κόντρα στις καταστάσεις και τις συνθήκες.
– Ποιες πιστεύσεις ότι είναι σήμερα οι καταστάσεις και οι συνθήκες; Σήμερα ο ΘΟΚ έχει περάσει στην εποχή της εξωστρέφειας. Είναι το άλλο άκρο. Κατά τη γνώμη μου έπρεπε να υπάρχει σταθερό enseble. Παλιότεροι ηθοποιοί να παραμένουν για να εγκλιματίσουν τους νεότερους. Κάποια σημεία αναφοράς στα οποία να προσβλέπει η νέα γενιά. Όχι για να λειτουργεί το θέατρο για χάρη τους, αλλά επειδή έχει νόημα να βρίσκονται εκεί, σαν μαγιά για τους επόμενους. Τα περισσότερα κρατικά θέατρα κάπως έτσι λειτουργούν κι είναι λογικό. Στην Κύπρο προέκυψε ένα παράδοξο χάσμα πριν από μερικά χρόνια, ένα ξερίζωμα που ήταν κάπως απότομο και δημιούργησε χάος.
– Ποιος είναι ο χειρότερος χαρακτηρισμός για μια ερμηνεία σου, αυτός που ποτέ δεν θέλεις να ακούσεις; Δεν θέλω να μου πουν ότι είμαι ψεύτρα, ότι είμαι υπερβολική. Όμως το χειρότερο που μπορεί να μας συμβεί, αυτό που από ένα σημείο και μετά παλεύουμε όλοι να αποφύγουμε όταν έχουμε αίσθηση της σκηνής, είναι να επαναλαμβανόμαστε. Εγώ τουλάχιστον, αυτό εύχομαι στον εαυτό μου: να μην επαναλαμβάνομαι. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχω πέσει στην παγίδα. Λογικό είναι, είμαστε άνθρωποι και κάνουμε αυτή τη δουλειά πολλά χρόνια. Στην 20ετία που ήμουν στον ΘΟΚ συμμετείχα κάθε χρόνο σε τέσσερις παραγωγές. Μιλάμε για εξάντληση. Κάποιες φορές είναι δύσκολο ν’ αποφύγεις να χρησιμοποιήσεις μερικά έτοιμα πράγματα. Στόχος μου είναι πάντα να το παλεύω. Διαφορετικά, αυτό θα σημαίνει ότι δεν θα έχει νόημα πια για μένα. Δεν θέλω με τίποτα ν΄ακούσω «α, αυτή επαναλαμβάνεται».
* «Χώμα στο Χώμα», Λευκωσία, Λεβέντειος Πινακοθήκη, κάθε Τετάρτη, Σάββατο και Κυριακή 7μ.μ. & 8.30μ.μ. Εισιτήρια: tickethour.com.cy/ 7777 7040/ ACS Courier