Είκοσι χρόνια παρουσίας στα εικαστικά δρώμενα γιορτάζει φέτος το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Διάτοπος, που διευθύνει η Δάφνη Νικήτα. Ο χώρος λειτούργησε ως ένας τόπος περάσματος από τον ένα στον άλλο «τόπο», από τη μια στην άλλη τέχνη, από το υλικό στο άυλο και στο πνευματικό.
– Συμπληρώνονται φέτος 20 χρόνια από τότε που άρχισε τη λειτουργία του το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Διάτοπος. Οι συνθήκες στον χώρο της τέχνης ήταν πιο ευνοϊκές όταν ξεκινούσες απ’ ό,τι σήμερα;
Δεν ξέρω αν υπάρχουν ποτέ ευνοϊκές συνθήκες για να προχωρήσεις σε ένα τέτοιο εγχείρημα. Η δημιουργία ενός χώρου τέχνης δεν είναι εύκολη υπόθεση. Όταν επέστρεψα στην Κύπρο από τις σπουδές μου στην Ιστορία της Τέχνης και αποφάσισα να δημιουργήσω το ΚΣΤ Διάτοπος, είχα ένα όραμα: Να λειτουργήσω έναν δικό μου χώρο που να έχει ως πρωταρχικό του στόχο να καταστεί ένας ζωντανός και δυναμικός τόπος συνάντησης και επικοινωνίας δημιουργών, σύγχρονου έργου τέχνης, κοινού και θεωρητικών της τέχνης. Δυσκολίες υπήρχαν και τότε, δυσκολίες υπάρχουν και τώρα. Το τοπίο, ξέρετε, δεν αλλάζει εύκολα αν δεν υπάρξει μια συνειδητά οργανωμένη πολιτιστική πολιτική από την Πολιτεία που να βοηθήσει ουσιαστικά τις ιδιωτικές γκαλερί, οι οποίες στον τόπο μας έχουν υποκαταστήσει εδώ και πολλά χρόνια τα μουσεία, που δεν υπάρχουν ακόμη, για την προώθηση της σύγχρονης τέχνης και των σύγχρονων δημιουργών. Το γεγονός αυτό είναι σημαντικό, και ελπίζω πως κάποτε θα γίνει κατανοητό ότι οι γκαλερί θα πρέπει επιτέλους να αντιμετωπίζονται ως χώροι πολιτισμού, με ό,τι αυτό σημαίνει και προνοεί.
– Σε ποιο βαθμό πέτυχες τους στόχους που είχες θέσει το 2001;
Νιώθω πραγματικά χαρούμενη και ευγνώμων γιατί έχουμε φιλοξενήσει όλα αυτά τα χρόνια στον Διάτοπο εκθέσεις πολύ σημαντικές, αφού αυτές καταγράφονται ως ιστορικά ντοκουμέντα για την πορεία και την εξέλιξη της σύγχρονης τέχνης στον τόπο μας. Η συνεργασία με σημαντικούς καλλιτέχνες με αξιόλογο έργο στην Κύπρο και στο εξωτερικό που δημιούργησαν έργα ειδικά για τον Διάτοπο με κάνουν περήφανη. Εκθέσεις που μπορεί να χαρακτηριστούν μουσειακές, και εννοώ τον μνημειακό και σύγχρονο χαρακτήρα των έργων που σε κάποιες περιπτώσεις ήταν μεγάλες εγκαταστάσεις στον χώρο με ήχο και εικόνα. Ακόμη, έργα που είχαν παρουσιαστεί σε σημαντικές Μπιενάλε και άλλες διεθνείς διοργανώσεις και παρουσιάζονταν για πρώτη φορά στην Κύπρο.
– Θα έλεγες ότι ο Διάτοπος λειτούργησε ως ένας τόπος επικοινωνίας;
Ναι, αυτός ήταν ο πρωταρχικός στόχος του Διάτοπου: Να λειτουργήσει ως ένας τόπος επικοινωνίας, ένας χώρος -όπως δηλώνει το όνομά του- περάσματος από τον ένα στον άλλο «τόπο», από τη μια στην άλλη τέχνη, από το υλικό στο άυλο και στο πνευματικό. Σ’ αυτό συνέβαλαν πολύ και οι διάφορες παράλληλες εκδηλώσεις που οργανώνουμε, σε συνεργασία με τους καλλιτέχνες μας στα πλαίσια των εκθέσεων τους, σε μια προσπάθεια να προσελκύσουμε το ενδιαφέρον και την περιέργεια του κοινού να επισκεφτεί ξανά τον χώρο μας. Οργανώσαμε λοιπόν διαλέξεις, ξεναγήσεις, συζητήσεις, χοροθεατρικές παραστάσεις, περφόρμανς, παρεμβάσεις σχεδιαστών σε συνεργασία με εικαστικούς, παρουσιάσεις βιβλίων, εργαστήρι τέχνης για μικρά παιδιά…
– Στην πορεία του Κέντρου όλα αυτά τα χρόνια αναδείχθηκε η δουλειά νέων αλλά και αναγνωρισμένων καλλιτεχνών. Τι κρατάς ως πιο σημαντικό από αυτή την εμπειρία;
Χαίρομαι πολύ που το επισημαίνεις αυτό. Πράγματι, ο χώρος έδωσε βήμα σε πολλούς νέους καλλιτέχνες να δείξουν τη δουλειά τους, δημιουργώντας υπέροχες εκθέσεις βασισμένες στην εικαστική έρευνα και πειραματισμό, και ταυτόχρονα συνεργάστηκε με αναγνωρισμένους καλλιτέχνες οι οποίοι παρουσίασαν εκθέσεις μουσειακές / μνημειακές που είναι πια ιστορικές.
– Με την κρίση του 2013, αλλά και σήμερα με την πανδημία, οι άνθρωποι του πολιτισμού έχουν πληγεί ιδιαίτερα. Οι γκαλερί είχαν κάποια στήριξη;
Σίγουρα, το πρώτο πράγμα που πλήττεται μετά από κρίσεις, είτε οικονομικές είτε, όπως τώρα, και υγειονομικές, είναι η τέχνη. Πλήττεται ακριβώς γιατί δεν υπάρχει κρατικός σχεδιασμός για την ουσιαστική προστασία των ανθρώπων των τεχνών και του πολιτισμού. Δεν υπάρχει μια κρατική, αν θέλετε, ασπίδα προστασίας που να αφορά όλους και να τους βοηθά να συνεχίσουν απρόσκοπτα το έργο τους. Είναι ευχή η πολιτεία να σκύψει και να αφουγκραστεί τις σκέψεις, τις προσδοκίες, τα προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίζουν οι γκαλερί και να τις αντιμετωπίσει ως χώρους πολιτισμού ανοίγοντας έναν εποικοδομητικό διάλογο μαζί τους, για το καλό τόσο της τέχνης όσο και των ανθρώπων της.
– Πιστεύει ότι οι εκθεσιακοί χώροι είναι σε ένα μεταβατικό στάδιο; Βλέπουμε παραδοσιακές γκαλερί να κλείνουν και να ανοίγουν νέοι χώροι που διευθύνονται από καλλιτέχνες.
Οι γκαλερί λειτουργούν χρόνια ως ο μεσάζων του καλλιτέχνη με το έργο τέχνης, και μ’ αυτόν τον σημαντικό ρόλο θα συνεχίσουν να υπάρχουν και να προσφέρουν. Θα ήθελα να πω εδώ πως οι γκαλερί στην Κύπρο κάθε άλλο παρά κερδοφόρες επιχειρήσεις είναι, και αυτό το λέω μέσα από τη δική μου εμπειρία. Ο ιδιοκτήτης κρατά ανοιχτό τον χώρο του γιατί απλά αγάπα αυτό που κάνει. Από την άλλη, όλα τα πράγματα κάνουν κύκλους που, ενώ άλλοι ανοίγουν, κάποιοι άλλοι κλείνουν. Είναι λοιπόν πολύ φυσικό να δημιουργούνται νέοι χώροι και από καλλιτέχνες που επιθυμούν να βιώσουν και αυτό το κομμάτι της οργάνωσης και προβολής μιας έκθεσης.
– Η δημιουργία υφυπουργείου Πολιτισμού θα συμβάλει στην αναβάθμιση του πολιτισμού στον τόπο μας;
Θέλω να πιστεύω πως θα βοηθήσει, γιατί το υφυπουργείο θα έχει μοναδικό ρόλο τη στήριξη του πολιτισμού και των ανθρώπων του. Όμως δεν αρκεί η συγκέντρωση κάποιων υφιστάμενων τμημάτων κάτω από την ίδια στέγη. Χρειάζεται το υφυπουργείο να στελεχωθεί σωστά και να του δοθούν τα αναγκαία κονδύλια ώστε να μπορέσει να αναδιαμορφώσει το σύστημα διαχείρισης του πολιτισμού στην Κύπρο. Ελπίζω, βέβαια, τα άτομα που θα στελεχώσουν το υφυπουργείο να στηρίξουν εποικοδομητικά, με αγάπη και χωρίς διακρίσεις, τους δημιουργούς αυτού του τόπου.
– Εσύ προσωπικά, πόσο έχεις αλλάξει μέσα από τη δουλειά αυτή και τη στενή επαφή σου με ανθρώπους της τέχνης;
Η ίδια η τέχνη, νομίζω, σε αλλάζει. Η επαφή μαζί της βοηθά στην αυτογνωσία, στην καλύτερη επικοινωνία με το συναίσθημα, τον «μέσα» μας εαυτό και τελικά με τον «άλλο», με έναν τρόπο ιδιαίτερο και ουσιαστικό.
– Η τέχνη μπορεί να λειτουργήσει ως ένα είδος «αντίδοτου» ενάντια στην πανδημία και την κρίση που βιώνουμε;
Θα απαντήσω με τα λόγια του Νίτσε, που είπε ότι η αλήθεια είναι άσχημη, αλλά έχουμε την τέχνη για να μη μας σκοτώνει η αλήθεια.
Φιλελεύθερα, 23.5.2021.