Μια διαδρομή με αίμα που αρχίζει από το Παρίσι και καταλήγει στην άκρη της ερήμου Καλαχάρι.

– Τι σας ώθησε να γίνετε συγγραφέας; Η μονοτονία της πραγματικότητας. Δημιουργούμε (βάζω πρώτο πληθυντικό πρόσωπο γιατί νομίζω πως δεν είμαι μόνος μου στο ταξίδι) παράλληλους κόσμους για να δώσουμε κάποιο νόημα στην παραμονή μας σ’ αυτόν εδώ. Μάλλον ακούγεται σαν σύμπτωμα μιας αρχαίας αρρώστιας. Θεωρώ όμως πως είναι ακριβώς το αντίθετο, κι αυτό γιατί η φαντασία αρχίζει να γίνεται τόσο σημαντική, τόσο πραγματική. Μπορεί, βέβαια, να κάνω λάθος και να πρόκειται για μια αρρώστια. Στην δική μου περίπτωση είναι ανίατη. Ευτυχώς.

– Ποια βιβλία ή συγγραφείς σας έχουν επηρεάσει; Κάθε μέρα η λίστα αλλάζει, ανάλογα με τον αέρα και την ώρα, υπάρχουν ωστόσο και κάποιοι σταθεροί συνοδοιπόροι: Αισχύλος, Θουκυδίδης, Μέλβιλ, Ρεμπό, Πόε, Κορτάσαρ, Μπέρνχαρντ, Μπέκετ, Μπάροουζ, Μπολάνιο, Κόρμακ Μακάρθι, Καραπάνου, Γιώργος Χειμωνάς.

– Ποιο ήταν το έναυσμα για να γράψετε το βιβλίο «Κβάντι»; Τρία ταξίδια στην Αφρική. Έγιναν όλα για άσχετους λόγους, αλλά κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι η Μαύρη Ήπειρος με είχε μαγέψει. Είναι καταπληκτικός τόπος – ένας άλλος πλανήτης, πολύ μακριά απ’ αυτόν που ζούμε. Δεν προσπάθησα να γράψω ταξιδιωτικό οδηγό, δεν έχω άλλωστε ούτε τέτοιες ικανότητες ούτε τέτοιου είδους πληροφορίες. Σχεδόν πάντα προτιμώ να ασχολούμαι με το έγκλημα. Ακολούθησα λοιπόν μια διαδρομή με αίμα που αρχίζει από το Παρίσι και καταλήγει στην άκρη της ερήμου Καλαχάρι. Ή το αντίστροφο.

– Πώς θα περιγράφατε τον Ελληνογερμανό ντετέκτιβ Κρις Πάπας που πρωταγωνιστεί και σε άλλα βιβλία σας; Είναι ένας μοναχικός τύπος που διαθέτει μεγάλη περιέργεια και μικρή υπομονή. Αντιπαθεί τους σούπερ ήρωες και τις εντολές κάθε είδους. Προτιμάει τις νυχτερινές περιπλανήσεις σε λιμάνια και δεν εμπιστεύεται τους περισσότερους αστυνομικούς. Όταν έχει προβλήματα -και συνήθως έχει- πίνει Jameson και διαβάζει ποίηση στην Μπέτι Μπλου. Στην σκύλα του.

– Έχετε πει ότι οι εγκληματίες των βιβλίων σας καταλήγουν να είναι οι καλύτεροί σας φίλοι. Γιατί; Μου φαίνεται πως κάθε φόνος (παίρνω για παράδειγμα τον «βασιλιά» των εγκλημάτων) φωτογραφίζει ορισμένες από τις πιο ενδιαφέρουσες, και ταυτόχρονα πιο τρομακτικές, όψεις του ανθρώπινου ψυχισμού. Καταστρέφει για πάντα όχι μόνο το θύμα, αλλά φυσικά και τον ίδιο τον θύτη. Ακόμα κι αν κατορθώσει να μην συλληφθεί, ποτέ πια δεν είναι ο ίδιος. Προσωπικά, δεν μπορώ να γράψω για έναν δολοφόνο και ύστερα να τον ξεφορτωθώ και να τον ξεχάσω. Έρχεται και με ξαναβρίσκει. Μιλάμε για ώρες και ανταλλάσουμε διαλόγους που δεν οδηγούν πουθενά. Στο τέλος γίνεται φίλος μου – αν όχι σκιά μου.

– Ποιο βιβλίο που διαβάσατε πρόσφατα θα συστήνατε στους βιβλιόφιλους; «Στρατιώτες της Σαλαμίνας» του Χαβιέρ Θέρκας και «Αποδοχή κληρονομίας» του Ανδρέα Νικολακόπουλου.

Φιλελεύθερα, 28.2.2021.