«…Ψεύτικος σκύλος, ψεύτικη μάντρα φυλάγει / Η Κύπρος δεν υπάρχει, καταργείται / ως χώρος τραγικών συμβάντων», Κ. Χαραλαμπίδης.

Στο σπίτι μου έχω δυο μεγάλες πέτρες· δυο πέτρες από τη Σαλαμίνα. Τις είχα μαζέψει από το δασάκι δίπλα από το αρχαίο θέατρο κάποτε -εκεί όπου μερικά παγκάκια «πρόδιδαν» μικρό κατασκηνωτικό χώρο ξεκούρασης τουριστών-, πρακτικά καμίας αρχαιολογικής αξίας, εκτός κι αν θεωρήσουμε πως κάτω από το χώμα, από το γύρω χώμα της πολιτείας όπου ο Τεύκρος, ο γιος του Τελαμώνα και αδελφός του Αίαντα, ο εκδιωγμένος, ο πικραμένος και προδομένος από την άλλη Σαλαμίνα, άφηνε διάσπαρτα παντού «σημάδια» μεγαλοπρέπειας που ελάχιστοι δικαιούνται να γνωρίζουν τα μυστικά της, όπως ο Πτολεμαίος, ο Δημήτριος ο Μακεδών, ο Κωνστάντιος, ο Απόστολος Βαρνάβας ή ο τελευταίος -τιμής ένεκεν- αυτοκράτοράς της, Βάσος Καραγιώργης, κρύβονται μυστικά σε κάθε πατημασιά, ένα μέτρο κάτω από τις λάσπες οι κρυφές μας πολιτείες οι ανεκτίμητες κι απόρθητες ακόμη απ’ τις σταματημένες σκαπάνες, σε κάθε άσφαλτο του δρόμου που τρέχει, σε κάθε νέο οικοδόμημα στα έγκατα, εκεί όπου ίσως να ήταν αργότερα τα φτωχά περίχωρα της μετέπειτα Αρσινόης. 

Μα, 85 δολάρια το κάθε κομμάτι μάρμαρο; Φτηνοδουλειές, κύριοι του e-bay. Σε έναν κόσμο αλλόφρονα που αλλοπρόσαλα αλληθωρίζει στις χίλιες ανοιγμένες τρύπες θεμάτων καθημερινά -τί να κρίνεις και τί να πρωτοαπαξιώσεις;- πλέον αναρωτιέμαι πού το πάνε όλοι αυτοί που με τους γκρίζους κροτάφους, οι «σοβαροί», λέγοντας τόσες ανοησίες με τόνο επείγοντα, σολάροντας στην αήττητη κοινή μας βλακεία – μα, δεν ντρέπονται; Το θέμα, επομένως, δεν είναι τα δύο, τα διακόσια, τα πεντακόσια προς δημοπρασία αρχαία μάρμαρα απ’ τους ξένους που εδώ και χρόνια αντιμετωπίζουν την ιστορία μας ως πόρνη προς ξεπούλημα (ούτε καν πολυτελείας)· το θέμα είναι πώς εκτροχιαστήκαμε εμείς για πάντα ως αυτόχθονες σ’ αυτό που επωάζεται ως νέα αθόρυβη εισβολή και σφαγή με το βαμβάκι.

Στην κρεατομηχανή που έγινε πλέον η καθημερινότητά μας, αναπολώντας πότε- πότε εκείνο το ένδοξο παρελθόν, δε νομίζω να υπάρχει κάτι που να παρηγορεί πια κάποιον εχέφρονα, κάτι ενδιαφέρον που να ‘χει ο καιρός για να φέρει – παρηγοριέμαι καμιά φορά, ως ένοχή μου αμαρτία, με τις προφητείες του Μόρφου στο YouTube όπως κάτι αρρωστάκια που ενώ γνωρίζουν τη ζοφερότητα του επέκεινα έργου παρηγοριούνται με τους σύγχρονους Κάλχες: Λες να γίνει το θαύμα;

Αλλά το θαύμα δεν πρόκειται να γίνει. Σκέφτομαι τελευταία πως αν όλοι εκείνοι της μεγάλης διαδήλωσης -της δεύτερης, της χωρίς το ξύλο- ψηφίσουν αλλιώς τον Μάιο, ορίζοντας όπως θα όφειλαν τον ανδρισμό και την χαμένη μας τιμή και όχι φύρδην μίγδην, ίσως γυρίσουν κάπως απ’ την ανάποδη την επικινδυνότητα των πολιτικών με τις μύξες και το τζάμπα λίπος, ίσως πάψουμε να ντρεπόμαστε για τον οχετό που αδειάζεται κάθε βράδυ σαν εμετός επάνω στην κυπριακή πραγματικότητα που «βολεύει» τους πάντες στην πιο σκληρή εποχή γι’ αυτό τον τόπο που κρατιέται με την άκρη της παλάμης απ’ τον γκρεμό αλλά κανείς δεν απλώνει ένα χοντρό σκοινί αλήθειας για να τον σώσει.

Στην μικροκοινωνία μας, ωστόσο, αφού όλοι γνωριζόμαστε κι όλοι ξώφαλτσα ή ευθέως αισθανόμαστε στο δέρμα το σκληρό νόμισμα του καιρού μας, δεν μπορεί να φταίνε μόνο οι πολιτικοί – εσύ, δεν τους ψηφίζεις; Γι’ αυτή την ασκήμια γύρω σου, γι’ αυτά τα ημιμορφωμένα ανθρωπάκια με τις ψευτοζωές και τις αππωμένες συμπεριφορές, γι’ αυτό τον εκτροχιασμό μιας κοινωνίας που ξεκίνησε κάποτε από το να παρακολουθεί την «Εκάβη» στην αρχαία Σαλαμίνα και έφτασε να καταναλώνει την υπεραξία των Mall πάνω από τα εσπρέσο του Costa ως απόδειξη κοινωνικού στάτους, γιατί να φταίει αποκλειστικά ο Νικόλας, ο Μαρίνος ή ο Αβέρωφ – καθρέφτης δικός σου είναι, σαρξ εκ της σαρκός, κατά τον πελάτη κι ο πωλητής (που έχει πάντα δίκιο). Κοντός ψαλμός αλληλούια όμως· νυν απολύεις τον δούλον σου, Μάιο μήνα; 

Αυτές, λοιπόν, οι δύο πέτρες της Σαλαμίνας που έχω στη βιβλιοθήκη μου μπροστά από τα ποιήματα του Καρούζου και του Λειβαδίτη, πάντα θα μου θυμίζουν δύο ευπατρίδες που μου μίλησαν για την πόλη τους δακρύζοντας – μη καταφέρνοντας στον γραπτό λόγο να περάσω το συναίσθημα που τυχαία μου μετέφεραν: Τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη και την Άννα Μαραγκού. Ακούγοντάς τους, πίστεψα προς στιγμή πως η κατάσταση ίσως και να σωζόταν την ώρα που επωαζόταν το νέο κακό για τις πόλεις που «πετούν» και τις άλλες που είναι «φαντάσματα», γι’ αυτό το νέο χοντρόπετσο λούμπεν που έπαψε να αισχύνεται καλπάζοντας σε νέες μεγαλύτερες «αρπαχτές», γι’ αυτούς τους τύπους με τα σάλια και τη φωνή κοράκου. Πως ο καιρός θα ακυρώσει την συμμετοχή μας σ’ αυτή την κωμωδία που είναι και κακόγουστη και κιτς και φάρσα. Αλλά, δυστυχώς, δυστυχέστατα, ο ποιητής του «Θόλου», της «Αχαιών ακτής», της «Μεθιστορίας» -που προβλέπει σωστά στα σύμπαντά μας- ήδη το «είδε»: 

«Οι πιο μεγάλοι θιασώτες της θεωρίας της βαρύτητας του Νεύτωνα, αγαπητέ μου, φαίνεται πως είναι τελικά οι Τούρκοι: Πιστεύουν στην πτώση των πραγμάτων! Ο Βύρων Θεοδωρόπουλος, πρόξενος στην Κωνσταντινούπολη, όπου βίωσε και τα τραγικά Σεπτεμβριανά του οργανωμένου τουρκικού όχλου, μου είπε σε συνέντευξη που του πήρα κάποτε στο ΡΙΚ, τί τον συμβούλευσε ένας Σουηδός διπλωμάτης, όταν υπηρετούσε κι αυτός στην Τουρκία: “Επειδή είμαι παλιός εδώ, γνωρίζω την κατάσταση και θα σου πω τι να προσέξεις. Ολόκληρη η τουρκική πολιτική στηρίζεται σε τρία δεδομένα. Πρώτον: Λέει διαρκώς ψέματα. Δεύτερον: Τα θέλει όλα δικά της. Τρίτον: Δεν παραχωρεί τίποτα. Άμα τα έχεις υπόψιν σου αυτά, θα ξέρεις από τι να φυλάγεσαι και θα είσαι εντός της αλήθειας”. Το ενστερνίζομαι απόλυτα κι εγώ. Είναι μέσα στο DNA της τουρκικής πολιτικής να τα θέλει όλα και να μην παραχωρεί τίποτα! Ακόμη κι όταν λέει “ελάτε να συζητήσουμε για το Αιγαίο”, εννοεί “ελάτε να δούμε πώς θα καταβροχθίσω το Αιγαίο”. Όχι “τι θα παραχωρήσω”, αλλά “τι θα πάρω από εσάς!”. Οι δημοσιογράφοι και οι σχολιαστές θα έπρεπε να εστιάσουν σε αυτό τον κίνδυνο και να συλλογίζονται όπως ο Γάλλος διανοητής Αντονέν Αρτώ: “Η τραγωδία με τον σύγχρονο άνθρωπο είναι πως δεν συνειδητοποιεί ότι ο ουρανός, ανά πάσα στιγμή, μπορεί να πέσει απάνω του και να τον συντρίψει!”. Η ανεξέλεγκτη τυχαιότητα μάς περιτριγυρίζει και το κακό μπορεί να ξεσπάσει ανά πάσα στιγμή. Οι άνθρωποι αλαλιασμένοι θα ζητούν την έξοδο, αλλά ο ποιητής οφείλει να επισημαίνει από πριν την είσοδο του κινδύνου… Ο Θουκυδίδης διαπίστωνε ότι τα ίδια πράγματα θα συμβούν ξανά και ξανά, και οι άνθρωποι δεν θ’ αλλάξουν. Το είπε κι ο Νίκος Γκάτσος, στον “Κεμάλ”, που  μελοποίησε ο Μάνος Χατζιδάκις: “Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ!”».

xatzigeorgiou@yahoo.com

Φιλελεύθερα, 28.2.2021.