Καλλιτέχνες της γενιάς του 1990 εξερευνούν θέματα ταυτότητας, μέσα από ένα πλούσιο εικαστικό λεξιλόγιο, σε μια έκθεση στο NiMAC. Πρόκειται για δημιουργούς «που αμφισβητούν και παλεύουν να κατανοήσουν τη σχέση με το παρελθόν και με τα πολλαπλά αφηγήματα για την πολιτιστική τους ταυτότητα», σχολιάζει η Ιουλίτα Τουμαζή, επιμελήτρια της έκθεσης.
– Ποια πρόκληση αντιμετώπισες στην πρώτη σου επιμελητική πρόταση; Όλα άρχισαν με την παρατήρηση ότι η νέα γενιά βιώνει μια έντονη κρίση ταυτότητας. Αυτό είναι φυσικό, αφού πλέον ζούμε σε έναν κόσμο που επεκτείνεται πέρα από τα φυσικά μας σύνορα, μέσω του διαδικτύου και των νέων τεχνολογιών, που μας δίνουν νέα ερεθίσματα και μας δημιουργούν καινούργιους προβληματισμούς και αμφισβητήσεις σε σχέση με το ίδιο το «είναι» και την υπόστασή μας. Ταυτόχρονα, η γενιά του 1990 ανήκει στις μετα-αποικιακές γενιές που αμφισβητούν και παλεύουν να κατανοήσουν τη σχέση με το παρελθόν και με τα πολλαπλά αφηγήματα για την πολιτιστική τους ταυτότητα.
– Ποιο ήταν το πλαίσιο που έθεσες στους καλλιτέχνες για την έκθεση «Αναζητώντας ρίζες»; Το πλαίσιο και το ζητούμενο που θέσαμε με το NiMAC υπήρξε η εξερεύνηση των ριζών που συνιστούν σημαντικό συστατικό της ταυτότητας και της προσωπικότητας της καθεμιάς και του καθενός από μας, ή και η απόρριψη κάποιων άλλων παρελθοντικών δομών, μέσα από εικαστικές δημιουργίες, που διαφωτίζονται από το κριτικό πρίσμα σχετικών εννοιολογικών θεωριών. Οι καλλιτέχνες κλήθηκαν να εξετάσουν τη διαμόρφωση της ταυτότητας στην Κύπρο και την κρίση ταυτότητας η οποία συχνά ανακύπτει.
– Πώς προσεγγίζουν το θέμα της ταυτότητας οι 18 νέοι δημιουργοί; Κάποιοι καλλιτέχνες προσεγγίζουν το θέμα μέσα από πολύ προσωπικές τους εμπειρίες και υπαρξιακές αναζητήσεις, ενώ άλλοι επικεντρώνονται στη δημόσια σφαίρα των σύγχρονων κοινωνικοπολιτικών γεγονότων και ζυμώσεων, ή εξετάζουν τη σχέση ανάμεσα στην ταυτότητα και τη γλώσσα μας ή το αρχαιολογικό παρελθόν του νησιού. Άλλοι ερευνούν τον τοξικό ρόλο που διαδραματίζουν αποικιοκρατικές, εθνικιστικές και άλλες αφηγήσεις στη διαμόρφωσή της. Συχνά οι δημιουργοί καταλήγουν στο να αποδεχτούν την ταυτότητά τους ως ένα κολάζ ή ένα αίνιγμα, το οποίο παραμένει ανοικτό και ανολοκλήρωτο, καταλήγοντας πως η κυπριακή ταυτότητα δεν μπορεί να καθοριστεί ως μία και μοναδική ή ως κάτι το σταθερό και αμετάβλητο. Χρησιμοποίησα την έννοια των ριζωμάτων των Gilles Deleuze και Félix Guattari για να συνοψίσω και να αναλύσω τη γενική προσέγγιση των καλλιτεχνών, οι οποίοι προτείνουν ότι αντί να προσλαμβάνουμε την ταυτότητα ως ένα «δενδροειδές» σχήμα που έχει αρχή και τέλος και είναι μονοδιάστατο, την αντιλαμβανόμαστε ως «ριζώματα», τα οποία σμίγουν σε διάφορα σημεία και είναι ρευστά και πολυδιάστατα.
– Τι εικαστικά μέσα χρησιμοποίησαν για να διατυπώσουν τις ιδέες τους; Κάνουν χρήση μιας πληθώρας εικαστικών μέσων όπως είναι η ζωγραφική, η κεραμική, η χαρακτική εκτύπωση, οι εγκαταστάσεις, η τέχνη του βίντεο, η φωτογραφία, το κολάζ, η περφόρμανς, ενώ οικειοποιούνται ακόμη και πρακτικές όπως αυτές της βιβλιοδεσίας και του ψησίματος ψωμιού.
– Πρόκειται για έργα που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας; Όχι όλα, αλλά τα πλείστα έργα δημιουργήθηκαν το 2020 και κατά συνέπεια κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η οποία ίσως έφερε στο επίκεντρο για πολλές και πολλούς από εμάς υπαρξιακές αναζητήσεις και προβληματισμούς. Μπορεί, λοιπόν, αυτή η ενδοσκοπική κατάδυση να μετουσιώθηκε σε μια βαθιά καλλιτεχνική επανεξερεύνηση του «είναι» μας.
– Τον τελευταίο χρόνο το κοινό παρακολούθησε πολλές διαδικτυακές εκθέσεις. Πιστεύεις ότι η φυσική παρουσία κοινού και καλλιτεχνών στις γκαλερί και τα μουσεία δεν μπορεί να αντικατασταθεί από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Νομίζω ότι όντως δεν μπορεί να αντικαταστήσει το ένα το άλλο. Αλλά η λέξη «αντικατάσταση» ίσως δεν θα έπρεπε να είναι το ζητούμενο. Εννοείται ότι η φυσική παρουσία προσφέρει διάφορα στοιχεία που δεν παρέχονται με τον ίδιο τρόπο διαδικτυακά, όπως τη ζωντανή επαφή με τον κόσμο και την αύρα ενός τρισδιάστατου, μη εικονικού χώρου, που συνεισφέρει σημαντικά στοιχεία στην εμπειρία τού να νιώσεις την τέχνη, η οποία συχνά ενεργοποιείται από περισσότερες αισθήσεις πέραν από την όραση, και φυσικά να βιώσεις τη σχέση και την αλληλεπίδραση του έργου τόσο με τον χώρο όσο και μαζί σου. Όμως, ταυτόχρονα, πιστεύω ότι οι διαδικτυακές εκθέσεις μπορούν να εμπλέξουν πολλά δημιουργικά μέσα και να μεταφέρουν στον θεατή εμπειρίες που δεν θα είχαν σε μία έκθεση σε μουσείο ή γκαλερί, αφού εκτός τού ότι μπορούν να αποβούν πολύ πιο πειραματικές, μπορούν επίσης να είναι παράλληλα και πιο δημοκρατικές, αφού είναι προσβάσιμες σε μεγαλύτερο κοινό, ανεξαρτήτως περιορισμών χρόνου ή χώρου διαμονής.
– Η πανδημία του κορωνοϊού θα έχει μακροχρόνια επίδραση στις τέχνες; Η πανδημία σίγουρα επηρεάζει τις μορφές που παίρνει η τέχνη, όπως και τους ίδιους τους καλλιτέχνες. Το πόσο μακροχρόνιο θα είναι το πλήγμα, εξαρτάται και από το κράτος. Αν συνεχίσει να παραμελεί τους καλλιτέχνες και τους εργαζόμενους στους σχετικούς κλάδους, οι οποίοι επηρεάστηκαν σοβαρά μέσα στην πανδημία, δεν θα γυρίσουν τα πράγματα στην προγενέστερή τους κατάσταση, που δεν ήταν και ιδανική έτσι κι αλλιώς.
– Η τέχνη μπορεί να λειτουργήσει ως αντίδοτο σε καιρούς κρίσης όπως αυτή που διανύουμε; Πιστεύω ότι η τέχνη μας βοηθά με το να προσφέρει ερεθίσματα και να μας διεγείρει όταν όλα γύρω μας μοιάζουν μουντά. Μας δείχνει νέες προοπτικές από διαφορετικές φωνές και με δημιουργικά μέσα υλοποιεί και πραγματώνει μία αφηρημένη σκέψη μας, δίνοντάς μας έτσι το έναυσμα για προβληματισμούς και αναθεωρήσεις. Σκέφτομαι πάντα τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης πριν εκατό χρόνια, τη δεκαετία του 1920, καθώς σιγόβραζε ο φασισμός, όταν η τέχνη ευδοκιμούσε και προειδοποιούσε για τους κινδύνους που έρχονται. Η τέχνη, τότε όπως και τώρα, δεν ήταν επαρκές αντίδοτο για την αποτροπή των δεινών του κόσμου μας, αλλά είναι ίσως ένα δυνατό αναλγητικό, αν την αισθανθούμε και την αφουγκραστούμε ως μια μετουσίωση των κοινωνικοπολιτικών μας πραγματικοτήτων, που κάποτε φέρει μια ελπιδοφόρα δυναμική μεταβολών.
– Ως ιστορικός τέχνης ποιες αδυναμίες επισημαίνεις στην κυπριακή καλλιτεχνική σκηνή; Οι αδυναμίες δεν προέρχονται από την καλλιτεχνική σκηνή, αλλά από τους κρατικούς μηχανισμούς οι οποίοι δεν παρέχουν τις κατάλληλες δομές, αφού συχνά οι εργαζόμενοι στον κλάδο ζουν με τον φόβο ότι δεν θα τα καταφέρουν στον βιοποριστικό τους αγώνα. Επίσης, όταν ζεις σε μια χώρα, όπου η Εκκλησία λειτουργεί ως κράτος εν κράτει και όπου θεωρείται σκάνδαλο και ύβρις να ζωγραφίζει ένας καλλιτέχνης γυμνό τον Χριστό σαν πρόσφυγα, επιβεβαιώνεται η ανάγκη και η σημαντικότητα της ύπαρξης ενός πολιτικού αγώνα και της άσκησης κριτικής μέσω της τέχνης, αφού αναμφισβήτητα αυτό αγγίζει και ευαισθητοποιεί τον κόσμο. Επιπλέον, όπως γίνεται εμφανές ακόμα μια φορά μέσα απ’ αυτή την έκθεση, στην οποία οι δεκαέξι ανάμεσα στους δεκαοκτώ εικαστικούς που συμμετέχουν είναι γυναίκες, η γυναικεία φωνή αρθρώνεται πολύ έντονα στην καλλιτεχνική σκηνή της Κύπρου, και είναι απαράδεκτο που αυτό δεν αντικατοπτρίζεται στις συναφείς κρατικές επιτροπές.
Η έκθεση «Αναζητώντας ρίζες» στο NiMAC, (Δημοτικό Κέντρο Τεχνών Λευκωσίας) θα διαρκέσει ως τις 27 Μαρτίου 2021. Τρίτη – Σάββατο 10:00-21:00. Οι καλλιτέχνες που συμμετέχουν είναι οι Παναγιώτης Ανδρέου, Ed Compson, Serena Maria Dicks, Λίζυ Ιωαννίδου και Αλεξάνδρα Κρστιτς, Χριστιάνα Ιωάννου, Νεφέλη Κεντώνη, Ελένη Κινδύνη, Dize Kükrer, Μαριέττα Μαυροκορδάτου, Ελένη Οδυσσέως, Κατερίνα Παΐση, Νικολέτα Παπαξενοφώντος, ∆έσποινα Πετρίδου, Ιωάννα Σίνκλαιρ, Κωνσταντίνα Σκαλιώντα, Ελένη Χανδριώτου και Νατάσα Χαραλάµπους.
Φιλελεύθερα, 14.3.2021.