Τη χαρακτήρισαν θηλυκό Ιντιάνα Τζόουνς, κατάσκοπο, πράκτορα. Η Τασούλα Χατζητοφή λέει ότι δεν είναι τίποτα απ’ όλα αυτά. Είναι, όμως, η γυναίκα που κατόρθωσε να ξηλώσει ένα πολύπλοκο δίκτυο λαθρεμπόρων και να επαναπατρίσει κλεμμένους θησαυρούς της Κύπρου και άλλων χωρών, αλλάζοντας διεθνώς τη νομοθεσία για το λαθρεμπόριο, και μάλιστα με κίνδυνο τη ζωή της.
Συζητώντας με την Τασούλα Χατζητοφή, συνειδητοποιείς πως δεν είναι απλώς μια πετυχημένη επιχειρηματίας, αλλά μια δυναμική και μαχητική γυναίκα, η οποία έγινε διεθνώς γνωστή για τη μάχη που κέρδισε στο Μόναχο κατά των λαθρεμπόρων που λυμαίνονται τους αρχαιολογικούς μας θησαυρούς. «Είμαι πρόσφυγας από την Αμμόχωστο…», μου επανέλαβε αρκετές φορές, όταν μιλήσαμε πρόσφατα για την πώληση κομματιού μαρμάρου της Σαλαμίνας στο e-bay και την άμεση παρέμβαση της για να κατεβεί η ανάρτηση από την πλατφόρμα. Αυτή η φράση της είναι η σημαία της, αυτή που υψώνει μέχρι σήμερα όταν βρίσκεται σε διεθνείς οργανισμούς και δικαστήρια διεκδικώντας κλεμμένους πολιτιστικούς θησαυρούς.
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΚΑΙ ΕΖΗΣΑ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ ΤΑ ΠΙΟ ΤΡΥΦΕΡΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ. Το σπίτι μου είναι στην περίκλειστη πόλη, στην οδό Εσπερίδων 41. Είναι ο παράλληλος δρόμος της Κέννεντυ από το στενό της εκκλησίας του Τιμίου Σταυρού προς τον Άγιο Μέμνωνα. Ήμουν 14 χρονών όταν έγινε η εισβολή. Τελείωσα το Δημοτικό του Σταυρού, με διευθυντή τον κ. Ζωδιάτη, και έπειτα πήγα στο Θηλέων Αμμοχώστου. Τον τελευταίο χρόνο έγινε ανακαίνιση της πτέρυγας που φοιτούσα και μας μοίρασαν σε διάφορα σχολεία. Όταν έγινε η εισβολή, ήμουν στην Τεχνική Σχολή της Αμμοχώστου, και μετά στην προσφυγιά αποφοίτησα από την Τεχνική Σχολή Λεμεσού. Ήμουν από τις πρώτες μαθήτριες που τέλειωσαν Τεχνική.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ ΗΤΑΝ ΠΕΝΤΕ ΛΕΠΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ. Τις Κυριακές βάζαμε το ψητό στον φούρνο και πηγαίναμε με τους γονείς μας στη θάλασσα. Και μετά, με τη σειρά, τα παιδιά πηγαίναμε να ανακατέψουμε το φαγητό. Παίζαμε ανέμελα με τις αδερφές μου, τον αδερφό μου, τα γειτονόπουλα και τα ξαδέρφια μου, κολυμπούσαμε, μαζεύαμε άσπρα καραολούθκια από τις καλαμιές. Θυμάμαι που είχα μεταξοσκώληκες. Οι καλύτερες φίλες μου ήταν η συμμαθήτρια μου η Λία η Ποσπορή, η οποία είναι αδερφότεκνη του Ευαγόρα Παλληκαρίδη και η γειτόνισσα μας, Αναστασία Χριστοδουλίδου.
ΤΟ ΣΙΝΕΜΑ ΤΟΥ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΟΤΑΝ ΣΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ. Η ζωή μας ήταν εκκλησία την Κυριακή, εκδρομές στις Μάντρες, το χωριό των γονέων μου. Μαζεύαμε ματσικόριδα, αγρέλια, παίζαμε στα ερείπια της Σαλαμίνας και πηγαίναμε στον Απόστολο Βαρνάβα. Παρακολουθούσα το μάζεμα των ελιών, τον βοσκό αφημένο στη φύση και τον Θεό, να παίζει το πιθκιάβλι του. Η απλή ζωή της υπαίθρου και του χωριού ήταν καθοριστική για μένα.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΑΙ Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ ΑΝΔΡΙΑΝΗ ΗΤΑΝ ΒΙΟΠΑΛΑΙΣΤΕΣ. Ήταν ράφτες και οι δύο. Αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν στις Μάντρες και μετά εγκαταστάθηκαν στην Αμμόχωστο. Η μητέρα μου δίδασκε ραπτική και σε Τουρκοκύπριες. Ο πατέρας μου έγινε οδηγός στα λεωφορεία Δερύνειας- Αμμοχώστου και μετά δούλεψε για 35 χρόνια ως πλασιέ στην οικογένεια Κ.Π. Ιωάννου, η οποία δημιούργησε το Λύκειο Ελληνίδων Αμμοχώστου. Τα απογεύματα λειτουργούσε σαν πολιτιστικό κέντρο. Εκεί έμαθα παραδοσιακούς χορούς και μαντολίνο.
ΕΙΜΑΙ 61 ΧΡΟΝΩΝ ΚΑΙ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΑΝΤΛΩ ΔΥΝΑΜΗ ΑΠΟ ΤΑ ΒΙΩΜΑΤΑ ΜΟΥ ΕΚΕΙΝΩΝ ΤΩΝ 14 ΧΡΟΝΩΝ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ. Όλα αυτά που έχασα στην παιδική μου ηλικία, η οικογένεια μου, η αγάπη μεταξύ μας, τα κρατώ μέσα μου σαν ένα πολύτιμο θησαυρό. Ο τρόμος και τα βιώματα της τουρκικής εισβολής με έχουν σημαδέψει. Τα άφησα πίσω στο υποσυνείδητό μου και τα ξέθαψα όταν έγραψα το βιβλίο μου, «Η κυνηγός εικόνων» (εκδόσεις Λιβάνη), το οποίο σε κάποιον βαθμό έγινε η κάθαρσή μου.
Η ΠΡΩΤΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΙΣ 20 ΙΟΥΛΙΟΥ ΜΑΣ ΒΡΗΚΕ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ. Ακούγαμε τα αεροπλάνα που πετούσαν χαμηλά πάνω από το σπίτι μας, για να κάνουν αναγνώριση στόχων. Ένα αεροπλάνο πετούσε τόσο χαμηλά που είδαμε τον Τούρκο πιλότο να μας χαιρετά. Ο πατέρας μου τότε ήταν 41 χρονών και τον κάλεσαν να πάει έφεδρος. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μου την μέρα που έφευγε ο πατέρας μου και η μητέρα μου του έβαλε στο χέρι αγίασμα από τον Απόστολο Βαρνάβα και στο καπνιστήρι πέταλα από τον Επιτάφιο.
ΣΤΙΣ 22 ΙΟΥΛΙΟΥ ΤΑ ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ ΕΡΙΧΝΑΝ ΒΟΜΒΕΣ ΝΑΠΑΛΜ. Μια από αυτές χτύπησε το σπίτι του γείτονά μας, του κυρίου Δήμου. Το πιο συγκλονιστικό ήταν όταν τα παιδιά πήγαμε στο ξενοδοχείο Μάρκους και ψάχναμε να δούμε μήπως ανάμεσα στους νεκρούς ήταν ο πατέρας μας ή άλλοι συγγενείς και συμμαθητές μας. Δεν θα ξεχάσω που μύριζε παντού μπαρούτι. Στο ξενοδοχείο Ασπέλεια είδαμε συγκλονισμένοι το κορμί του νεαρού που κρεμόταν στα χαλάσματα. Στο σχολείο του Σταυρού όπου ανάρτησαν καταλόγους με νεκρούς, είδαμε συμμαθητές της αδερφής μου και παιδιά που ξέραμε.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΕΙΧΕ ΑΝΑΛΑΒΕΙ ΝΑ ΜΕΤΑΦΕΡΕΙ ΜΕ ΤΟ ΦΟΡΤΗΓΟ ΤΩΝ Π.Κ.ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ. Όταν γύρισε σπίτι μετά την πρώτη εισβολή, δεν ήταν ο πατέρας μου που ήξερα. Έκλαιγε συγκλονισμένος περιγράφοντας τον φόβο που βίωσαν τα παιδιά. Ήταν φοβερό το συναίσθημα ότι ούτε οι γονείς σου μπορούν να σε γλυτώσουν, ούτε η μητέρα Ελλάδα, ούτε η διεθνής κοινότητα. Μεγαλώνοντας, μας έκαναν να πιστεύουμε ότι είμαστε Αθανάσιοι Διάκοι, Κολοκοτρώνηδες. Ο πατέρας μου, ο Λεωνίδας, ήταν το είδωλό μου και τον έβλεπα να συγκλονίζεται. Αυτό το συναίσθημα με έχει σημαδέψει. Στην ζωή είμαστε μόνοι μας, αλλά υπεύθυνοι έναντι του εαυτού μας και του Θεού.
ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΠΗΡΑΝ ΤΑ ΝΙΑΤΑ ΜΑΣ, ΤΙΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΕΣ ΜΑΣ, ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΜΑΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ. Έκτοτε έγινα πολύ επικριτική για τον ρόλο των Διεθνών Οργανισμών και των πολιτικών. Έτσι, επέλεξα τον δικό μου τρόπο να προσφέρω στον τόπο μου. Ο επαναπατρισμός των κλεμμένων πολιτιστικών μας θησαυρών είναι ο δικός μου «πόλεμος» και αγώνας. Δεν μπορώ να πάω σπίτι μου, αλλά διεκδικώ οι θησαυροί μας να επιστρέψουν σπίτι τους.
ΣΤΑ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΑ ΠΗΓΑ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΙΣΒΟΛΗ, ΤΟ 2013. Μέχρι τότε αρνούμουν να πάω. Ο πατέρας μου μου τηλεφώνησε και μου είπε: «Τασούλα μου, θέλω να πάμε μαζί στο χωριό μου,στις Μάνδρες, να περπατήσουμε μαζί στην Καντάρα και να δούμε το Βαρώσι». Νοίκιασα ένα λεωφορείο και πήγα με τον πατέρα μου, την Αμερικανίδα Κάθι Μπάρετ -που θα έγραφε το βιβλίο μου- και κάποιους φίλους. Αρχικά οι Τούρκοι στρατιώτες μας πήραν τις κάμερες. Όταν είδα την περίκλειστη πόλη, μπήκα στο νερό για να τη δω καλά. Οι Τούρκοι φώναζαν. Η Κάθι μού έβγαλε μια φωτογραφία με την πλάτη μου γυρισμένη και το βλέμμα μου στραμμένο στο Βαρώσι. Εκεί, μπήκα με τα ρούχα στο νερό, έκλαψα με την ψυχή μου και είπα, «Κύπρος μου είναι όλα χαλάλι σου». Έτσι πήρα δύναμη να γράψω το βιβλίο μου. Όταν το 2013 πήγαμε στις Μάντρες, το χωριό του πατέρα μου, είδα με μεγάλη θλίψη πως οι Τούρκοι κατέστρεψαν το κοιμητήριο. Οι σταυροί των τάφων του παππού και των δύο γιαγιάδων μου ήταν σπασμένοι και κόκαλα των νεκρών σκορπισμένα. Αυτή η εικόνα με στοιχειώνει. Αν δεν μπορούν να σεβαστούν τους νεκρούς μας, πώς θα συμβιώσουμε; Το 2017 πέθανε ο πατέρας μου και ήταν μεγάλο το χτύπημα για μένα γιατί δεν μπόρεσε να ταφεί ελεύθερος.
ΒΓΑΖΩ ΤΟ ΚΑΠΕΛΟ ΣΤΗΝ ΤΙΤΙΝΑ ΛΟΪΖΙΔΟΥ. Διεκδίκησε το δικαίωμα του πρόσφυγα να πάει ελεύθερα σπίτι του. Είναι ανθρώπινο δικαίωμά μου να ταφώ ελεύθερα όπου θέλω χωρίς να μου πετάξουν τα κόκαλα όπως των προγόνων μου. Έχω το δικαίωμα να ταφώ στην Αμμόχωστο. Αν δεν μου επιτρέπεται, ως Ολλανδή θα ζητήσω τότε να καώ στην Ολλανδία και η στάχτη μου να σκορπιστεί πάνω από το Βαρώσι. Θέλω να πάω ελεύθερη σπίτι μου, και αν δεν πάω ζωντανή, να πάω πεθαμένη.
ΤΟ 1976 ΣΠΟΥΔΑΣΑ COMPUTER SIENCE ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ. Έφυγα και συνέχισα τις σπουδές μου στην Ολλανδία, όταν η Θάτσερ ανέβασε τα δίδακτρα. Στα 23 μου, αρχές της δεκαετίας του ’80,αρθρογραφούσα. Οι πολιτικοί και οι βουλευτές της Ολλανδίας με ήξεραν ως τη «φωνή της Κύπρου». Εκείνη την περίοδο η Κύπρος δεν είχε πρεσβεία στη χώρα, ενώ οι Τούρκοι αλώνιζαν. Είχαμε μόνο δυο επίτιμους προξένους στο Άμστερνταμ και στη Χάγη. Στα 27 μου, ο Σπύρος Κυπριανού με έκανε επίτιμη πρόξενο της Κύπρου στη Χάγη. Κάποια στιγμή με προσέγγισε ο Ολλανδός έμπορος τέχνης, Μισέλ Φαν Ράιν, για να πουλήσει, μέσω εμού, τα μωσαϊκά της Κανακαριάς. Συνεργαζόταν με τον Τούρκο αρχαιοκάπηλο Αϊντίν Ντικμέν και επίσης με τον έμπορο έργων τέχνης Ρόμπερτ Ρόζεμοντ, που είχε γκαλερί στην Χάγη. Εγώ συγκέντρωνα πληροφορίες, τις οποίες διοχέτευα στην Εισαγγελία στην Κύπρο (Μιχαλάκη Κυπριανού) και στον δικηγόρο μας, Τόμας Κλάιν, στην Αμερική. Έτσι κερδήθηκε η υπόθεση της Κανακαριάς και έτσι άρχισε η δράση μου σαν κυνηγός των εικόνων.
Η ΠΙΟ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΗΤΑΝ ΣΤΟ ΜΟΝΑΧΟ. Εκεί εντοπίστηκαν οι θησαυροί στα χέρια του Ντικμέν. Όταν οι Γερμανοί με ρωτούσαν επανειλημμένα ποια είμαι, τους έλεγα ότι είμαι εκπρόσωπος της Εκκλησίας και επίτιμη πρόξενος της Κύπρου, αλλά ο λόγος που ήμουν εκεί είναι επειδή είμαι πρόσφυγας από την Αμμόχωστο. Αυτό έλεγα από την πρώτη μέρα που έφυγα από την Κύπρο, αυτό έκανε τον κόσμο στο εξωτερικό να καταλάβει τον αγώνα μου για την ελευθερία της Κύπρου και τα ανθρώπινα μας δικαιώματα και γι’ αυτό με στήριξαν. Αλλά αυτός ήταν και ο λόγος που με πολέμησαν εντός της Κύπρου. Μου έλεγαν, «μην τα λες, θα μας δημιουργήσεις προβλήματα με τους Τούρκους». Δεν καταλάβαιναν ότι δεν ήταν θέμα δικής μου προβολής αλλά διεκδίκησης της φωνής μου ως μια από τους πρόσφυγες της Κύπρου. Άμα δεν πω την ιστορία μου, ότι είμαι πρόσφυγας από το Βαρώσι, χάνω τη φωνή μου και χάνει και η Κύπρος μία φωνή. Όταν ύστερα από χρόνια μελετήσουν κάποιοι τα αρχεία μου θα δουν ότι μια πρόσφυγας πολέμου, ένας Αρχιεπίσκοπος και ένας έμπορος τέχνης, που έγινε πληροφοριοδότης, έβαλαν προσωρινά στη φυλακή τον Ντικμέν και ξεσκέπασαν το διεθνές δίκτυο λαθρεμπόρων. Η Γερμανία ανέκτησε πάνω από πέντε χιλιάδες θησαυρούς από την Κύπρο και άλλες χώρες. Μερικές εκατοντάδες από αυτά τα έργα προέρχονταν από εκκλησίες στα κατεχόμενα, όπως τα περίφημα ψηφιδωτά της Κανακαριάς.
ΟΤΑΝ ΕΙΔΑ ΤΟΝ ΟΛΛΑΝΔΟ ΕΜΠΟΡΟ… ΝΑ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΕΤΑΙ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΜΑΣ, στο μυαλό μου ήρθαν σκηνές της αδικίας, του πολέμου. Να σου στερούν την ελευθερία σου, να μην μπορείς να πας σπίτι σου, να μην μπορείς να επιλέξεις πού να προσευχηθείς και πού να ταφείς στον τόπο σου, και να σου λένε ότι είσαι από την πόλη φάντασμα. Δηλαδή, είσαι ένα φάντασμα; Εγώ ζούσα σαν φάντασμα διεκδικώντας, μιλώντας, λέγοντας τον πόνο μου. Έβαζα και τους θησαυρούς μπροστά να μιλούν κι αυτοί. Θύμωσα με τον Ολλανδό έμπορο, επειδή σκεφτόμουν, «τι απώλεια αξιών να πιστεύεις ότι με τα λεφτά μπορείς να αγοράσεις το είναι μου, την πίστη μου». Το κατάντημα της Κύπρου σήμερα είναι το αποτέλεσμα της απώλειας αξιών στην διεθνή κοινότητα. Προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα οικονομικά ή γεωγραφικά τους συμφέροντα, πλείστες χώρες αγνόησαν τα ψηφίσματα εναντίον της Τουρκίας και την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Κυπρίων.
ΜΕ ΡΩΤΑΤΕ ΑΝ ΥΠΗΡΞΑΝ ΣΤΙΓΜΕΣ ΠΟΥ ΚΙΝΔΥΝΕΥΣΑ. Ναι, και εγώ και η οικογένειά μου δεχθήκαμε και δεχόμαστε απειλές μέχρι σήμερα από λαθρέμπορους. Υπήρξαν φορές που δούλεψα με τις μυστικές υπηρεσίες της Αμερικής για επαναπατρισμό εικόνων του Πατριάρχη. Κάποτε με προστάτεψε η Ιντερπόλ στη Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές μυστικές υπηρεσίες, ειδικά όταν πήγα στην Τουρκία. Έχω κάνει πάρα πολλούς εχθρούς: Τους λαθρέμπορους, διότι τους ξεσκέπασα. Τους Τούρκους, γιατί το έργο μου είναι γνωστότερο εκτός της Κύπρου παρά εντός, τους εξέθεσα. Τους Οίκους Δημοπρασίας, διότι έκανα λόμπι με πολιτικούς στην Αγγλία, στην Ολλανδία, κλπ και άλλαξα τη νομοθεσία για το λαθρεμπόριο. Η νομοθεσία άλλαξε και στη Γερμανία και στην Αμερική. Τα συμφέροντα των Οίκων Δημοπρασίας συμποσούνται σε πολλά εκατομμύρια όπως και η όρεξη των συλλεκτών που εξακοντίζουν στα ύψη την ζήτηση.
ΤΟ 2012 ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΑ ΤΟΝ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΟ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ WALKOFTRUTH. Πηγή έμπνευσης, η προσωπική «διαδρομή της αλήθειας». Ποια είμαι, τι είμαι. Πήγαμε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (2013), στο σπίτι των Λόρδων στην Αγγλία (2014), στο δημαρχείο του Λονδίνου όταν ο Τζόνσον ήταν δήμαρχος (2015). Οργανώσαμε (2016 μέχρι σήμερα) ομιλίες και συνέδρια σε πανεπιστήμια όπως το Χάρβαρντ, Φλέτσερ, UCLA, New York University, κλπ. όπου παρουσίασα το βιβλίο μου, «Η κυνηγός εικόνων». Στις ομιλίες μου αναφέρομαι στον επαναπατρισμό των κυπριακών θησαυρών ως παράδειγμα για άλλες χώρες. Δημιουργήσαμε ένα δίκτυο εθελοντών (Culture Crime Watchers Worldwide, CCWW), για να παρακολουθούμε τις δημοπρασίες και να παρεμβαίνουμε εντοπίζοντας κλεμμένες αρχαιότητες από τη Συρία, την Υεμένη, το Αφγανιστάν. Τώρα, σε συνεννόηση με το e-bay, οργανώνουμε μια ευέλικτη πλατφόρμα για τη συστηματική παρακολούθηση του λαθρεμπορίου.
ΣΥΜΦΩΝΗΣΑ ΜΕ ΑΓΓΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ ΤΑΙΝΙΑ. Δεν είμαι Τζέιμς Μποντ ούτε η πιο έξυπνη γυναίκα του κόσμου. Αυτό που έφερα στο τραπέζι είναι η αποφασιστικότητά μου και το πάθος μου για την ελευθερία της Κύπρου. Το ότι είμαι πρόσφυγας από την Αμμόχωστο, με έκανε να ευαισθητοποιήσω ακόμα και τον λαθρέμπορο. Η συνεργασία μου με την Εκκλησία και το κράτος ήταν και είναι καταλυτική. Μπορώ να παρέμβω για να σταματήσει μια δημοπρασία, όμως και 1.000 εθελοντές να έχω, χωρίς τη συνεργασία του κάθε κράτους, Αστυνομίας και του Τμήματος Αρχαιοτήτων δεν μπορούμε να διοχετεύσουμε αυτά τα στοιχεία για να στηθεί τάχιστα ποινική υπόθεση.
ΕΙΜΑΙ ΣΕ ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΟΝ ΥΠΟΥΡΓΟ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΡΟΥΣΟ. Το κράτος μας έχει διαθέσει ένα διατηρητέο στους Αγίους Ομολογητές για να λειτουργήσει ως εκπαιδευτικό-ερευνητικό κέντρο. Σε συνεργασία με το πανεπιστήμιο UCL της Αγγλίας ετοιμάζεται ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα για την προστασία και προώθηση της πολιτιστικής κληρονομιάς με πρότυπο την Κύπρο.
ΘΑ ΕΠΙΔΙΩΞΩ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΚΑΘΕ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΑΡΧΗ, όπως και με το κυπριακό Βυζαντινό αλλά και κάθε Μουσείο, ώστε να γίνει μια καταγραφή των επαναπατρισθέντων θησαυρών και να αξιοποιηθούν ως παραδείγματα για περιπτωσιολογικές μελέτες και για άλλες χώρες.
ΠΙΣΤΕΥΩ ΟΤΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΘΑ ΕΡΘΕΙ ΟΤΑΝ ΜΟΝΙΑΣΟΥΜΕ, όταν συγχωρήσουμε ο ένας τον άλλο, όταν σταματήσουμε να χωριζόμαστε σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, σε Αριστερούς και Δεξιούς, σε Αμμοχωστιανούς, Μορφίτες ή Καρπασίτες. Για να επιβιώσει η Κύπρος, θα πρέπει να ενωθεί και να διεκδικήσουμε με μια φωνή την ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα αυτού του τόπου, μακριά από προσωπικά συμφέροντα, ιδιοτέλειες και καρέκλες.
maria.panayiotou@phileleftheros.com
Φιλελεύθερα, 21.3.2021.