Ο πρωτότοκος γιος του εμβληματικού ποιητή, ο ηθοποιός Θουκυδίδης Μηχανικός, μιλά για πρώτη φορά για τον πατέρα του φωτίζοντας την άγνωστη ζωή του σπουδαίου λογοτέχνη. Συνθέτει τις ψηφίδες της πορείας του, από τα Λιμνιά της Αμμοχώστου μέχρι τη στενή φιλία του με τον Χριστόφορο Σάββα και τα «διαμάντια» του, τους στίχους που έβγαλε από τα ορυχεία της ιστορίας και των θρύλων.
Συζητώντας στο τηλέφωνο πριν τη συνέντευξη, ο Θουκυδίδης Μηχανικός μου εκμυστηρεύτηκε ότι του είναι επώδυνο να μιλά για τον πατέρα του. «Ήταν ένας αφοσιωμένος πατέρας, ξεχωριστός. Ήμουν 18 χρονών όταν τον έχασα και είχα αδέρφια μικρότερα. Χρειάστηκε να γίνουμε ο ένας πατέρας του άλλου. Όλα τα παιδιά που έχασαν νωρίς τους γονείς τους μπορούν να καταλάβουν τι λέω. Μου λείπει, είναι τεράστια η απουσία του ως πατέρα αλλά και ως λογοτέχνη. Ακόμα τον ανακαλύπτω, διαβάζοντας στίχους του». Και μου τόνισε πως για τον Παντελή Μηχανικό ως πατέρα έχει πολλά να πει, «αλλά για τον λογοτέχνη, είναι πολύ μεγάλος για “να μπορέσω να φωτίσω με τον μικρό μου φανό το πνεύμα αυτού του μεγάλου άντρα”». Είναι τα λόγια που είχε χρησιμοποιήσει ο ίδιος ο ποιητής για τον Μπωντλέρ σε μια διάλεξή του.
– Θουκυδίδης εσύ, Ορέστης και Ονήσιλος τα αδέρφια σου. Γιατί σας έδωσε ιστορικά ονόματα ο πατέρας σου; Έχουμε και μια αδερφή, τη Χαρίκλεια Ηλέκτρα. Εγώ είμαι Θουκυδίδης Αριστοφάνης, τα αδέρφια μου είναι Ορέστης Διογένης και Ονήσιλος Πάτροκλος. Μας έδωσε από δύο ονόματα, αλλά κρατήσαμε το ένα. Θουκυδίδης ήταν ο παππούς μου, ο πατέρας του. Ο Ορέστης είναι ήρωας μιας σημαντικής τραγωδίας και κομμάτι της Ιστορίας. Όσο για τον Ονήσιλο, ήταν από την Σαλαμίνα που πάντα θαύμαζε. Η θάλασσά της φαινόταν από το μπαλκόνι του σπιτιού του στα Λιμνιά, όπου υπάρχουν αρχαίοι ελληνικοί τάφοι.
– Σας μιλούσε για τα παιδικά του χρόνια στην Αμμόχωστο και το χωριό του; Ο Παντελής ήταν ένας «Μικρός Πρίγκιπας», σαν από άλλο πλανήτη. Ήταν λιγομίλητος και πολύ εσωστρεφής. Αυτό που είχε μέσα του το έβγαζε με τους στίχους του. Βέβαια, αν και λιγομίλητος εξακολουθεί ως σήμερα να λέει πολλά πράγματα. Έχω συλλέξει πληροφορίες από όσα μου έλεγαν οι συμμαθητές του, οι φίλοι του, οι γονείς και τ’ αδέρφια του, και με αυτές ως ψηφίδες έφτιαξα ένα παζλ γι’ αυτόν.
– Σε τι περιβάλλον μεγάλωσε; Ο παππούς του ο Βασίλης καταγόταν από τον Άι Γιάννη της Μαλούντας. Όταν έμεινε ορφανός, δόθηκε για υιοθεσία. Όμως εγκατάλειψε την οικογένεια που τον υιοθέτησε και βρήκε μιαν άλλη που του έδωσε μεγάλη μόρφωση. Στα τέλη του 19ου αιώνα εγκαταστάθηκε στα Λιμνιά και έκανε μια επιχείρηση με μύλους. Ήταν ευφυέστατος με τις μηχανές και άρχισε να φτιάχνει νερόμυλους από έξι χρονών.
– Το επίθετο Μηχανικός πώς προέκυψε; Ο παππούς ο Βασίλης είχε μια φάμπρικα και τον αποκαλούσαν «φαβρικάρη». Ο γιος του το άλλαξε μετά σε Μηχανικός, για να το κάνει ελληνικό. Ο πατέρας του πατέρα μου, ο Θουκυδίδης, ήταν εξαιρετικός μηχανικός. Είχε φτιάξει στις αρχές του 20ού αιώνα θεριστική μηχανή μόνος του. Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1929 σε ένα αρχοντικό με οικονομική άνεση μεν, αλλά πολύ απλούς γονείς. Στα Λιμνιά έζησε ως τα 18 του. Ως μαθητής στο Γυμνάσιο της Αμμοχώστου, επειδή δεν υπήρχε καλή συγκοινωνία με το χωριό, ζούσε τις καθημερινές στην πόλη και επέστρεφε τα Σαββατοκύριακα. Στο σπίτι υπήρχαν πολλά βιβλία. Ο παππούς του, που τα παράγγελλε από την Ελλάδα, ήταν και συνδρομητής λογοτεχνικών περιοδικών. Ο πατέρας μου με την αδερφή του παράγγελναν επίσης βιβλία από την Αθήνα, αφού είχαν την οικονομική ευχέρεια. Στα 16 του είχε στη δική του βιβλιοθήκη βιβλία μεταφρασμένης Ινδικής λογοτεχνίας υψηλού επιπέδου.
– Το Γυμνάσιο της Αμμοχώστου ήταν σαν ένα πανεπιστήμιο εκείνη την εποχή. Πόσο τον επηρέασε; Άνοιξαν οι ορίζοντές του, διάβασε λογοτεχνία και οι συναναστροφές του διεύρυναν τους ορίζοντές του. Του έδωσε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με την Αριστερά, αν και μιλούσε για την ανατροπή του προλεταριάτου στο οποίο ο ίδιος δεν ανήκε. Ήταν συμμαθητής με τον Γιώργο Βασιλείου, ο οποίος ήταν σε ένα αριστερό κίνημα στο οποίο ήταν κοντά και ο πατέρας μου. Ο συντηρητικός παππούς ανησυχούσε για τη σχέση του με προοδευτικά ρεύματα. Είχαν εξαιρετικούς καθηγητές, ανάμεσά τους ήταν και ο Νίκος Κρανιδιώτης. Θα σας διαβάσω τους πρώτους στίχους από το ανέκδοτο ποίημα «Αντίσταση», το οποίο κυκλοφόρησε σε μια συλλογή μετά τον θάνατό του από τον Φοίβο Σταυρίδη και τον Θεοδόση Νικολάου: «Ο σύντροφος Βικέντιος Βαν Γκογκ / αφού έδωσε όλα του τα λεφτά στους φτωχούς / έσκισε τα ράσα του / κι έδωσε τα ρούχα / στους γυμνούς». Γράφει ο «σύντροφος», επηρεασμένος από τα Αριστερά προοδευτικά κινήματα. Ο πατέρας μου ωστόσο δεν ήταν ούτε Αριστερός ούτε Δεξιός, όμως πήρε ό,τι όμορφο άγγιξε την ψυχή του από τις ιδεολογίες τους.
– Είχε έρθει δηλαδή σε ρήξη με τον πατέρα του; Ήταν πολύ αυστηρός, και ένας φίλος του γράφει ότι τον είχε πληγώσει. Είχε ξεχάσει ότι ο πατέρας του ο Βασίλης ήταν υπαρξιστής, και ήρθε σε σύγκρουση με το κατεστημένο του χωριού και τον δάσκαλο. Τα παιδιά του προπάππου μου δεν φοιτούσαν στο χωριό και τα έστελναν με βικτωριανή άμαξα στο γειτονικό χωριό. Λέγαν επίσης ότι ήταν άθεος, δεν πήγαινε στην εκκλησία. Συναναστρεφόταν ελεύθερα με τις γυναίκες, είχε γραμμόφωνο και έρχονταν φίλες του για να ακούσουν μουσική.
– Μετά το γυμνάσιο είχε κάνει ανώτερες σπουδές; Μετά το εξατάξιο γυμνάσιο, φοίτησε δυο χρόνια στο Κολέγιο της Αμερικανικής Ακαδημίας. Εκεί εμπέδωσε την αγγλική γλώσσα, που του έδωσε τη δυνατότητα να διαβάζει και να μελετά διεθνή λογοτεχνία, όπως τον Τ.Σ. Έλιοτ. Διάβαζε επίσης αγγλικές εφημερίδες για να βλέπει τα πράγματα και από άλλες σκοπιές.
– Ούτε αργότερα εντάχθηκε σε κάποιον πολιτικό χώρο; Ο ίδιος ξεκαθάρισε πολλές φορές ότι δεν ανήκε πολιτικά πουθενά. Ήθελε να είναι ανεξάρτητος, ανένταχτος, αποστασιοποιημένος και αρνιόταν να ενταχθεί σε οποιονδήποτε πολιτικό χώρο. Προσπάθειες να τον οικειοποιηθούν πολιτικά γίνονται ακόμα και σήμερα, αφού κάποιοι πιστεύουν ότι η ποίηση του Μηχανικού έχει το λογοτεχνικό κύρος για να προσδώσει αξία στις προσωπικές τους απόψεις. Έφτασε στο σημείο να απαγορεύσει να δημοσιεύσουν ποιήματά του. «Ο Προμηθέας δεν μας άναψε ούτε το τσιγάρο», λέει σ’ ένα από αυτά. Αυτό κάνει και ο ίδιος, προσφέρει φως, φωτιά, αλλά δεν ανάβει τίποτα. Η φωτιά μπορεί να φωτίσει τα σκοτάδια, αλλά μπορεί και να πέσει στα χέρια πυρομανών. Δυστυχώς, υπάρχουν «πυρομανείς» που σφετερίζονται τη φλόγα που έβγαλε από την ψυχή του. Δεν χρησιμοποίησε ποτέ λέξεις όπως ελευθερία, πατρίδα, λέξεις ιερές, πολύτιμες, που όμως γίνονται και συνθήματα. Ο ίδιος ακολούθησε ευθυτενής και ακέραιος την πορεία του ανάμεσα στα πυρά του κατεστημένου, του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας.
– Πιστεύετε ότι και σήμερα εκμεταλλεύονται κάποιοι το έργο του; Ήταν σαν ένας μικρός Προμηθέας που, επειδή τόλμησε να δώσει τη φωτιά στους ανθρώπους, καταδικάστηκε να τρώνε τα σπλάχνα του. Ακόμα και σήμερα, θα δεις όρνια να χυμάνε πάνω στον Μηχανικό. Σ’ ένα από τα τελευταία του ανέκδοτα ποιήματα, «Το Λαγούτο μου», γράφει: «Χτυπώ τις κόρδες του λαγούτου μου / και δεν τραγουδούν, / χτυπώ τις κόρδες του λαγούτου μου / κι αυτές μουγγρίζουν / και βοούν υπόκωφα / και είν’ αγγρισμένες κι οργίζονται / γιατί τις άγγιξαν πόρνες, / θεομπαίχτες κατεστημένοι / χτύπησαν το λαγούτο μου / Α, οι ρουφιάνοι / σμάρια ωραία πουλιά / είναι μέσα στο λαγούτο μου / μ’ έναν αρχάγγελο αρχηγό». Και συνεχίζει: «–Πέτα, / πέταξε ωραίο πουλί / και σχίσε με φωτιά τον ουρανό. / Και στάλαξε τη φωτιά σου, αρχάγγελε / απάνω στ’ άντερο της αμαρτίας». Κόρτες έλεγαν στη ντοπιολαλιά των Λιμνιών τις χορδές.
– Σ’ ένα από τα εμβληματικά ποιήματα του, το «Ίτε», γράφει: «Και τι περιμένεις από ανθρώπους / που τους βιάσανε τις γυναίκες μπροστά στα μάτια τους / και δεν τράβηξαν τον σουγιά τους. / Απαθώς / τότε / κι απαθώς / σήμερα / ζητάνε απλώς / διαζύγιο. / Τέτοιοι ρουφιάνοι / δεν μπορούν να πολεμήσουν για τίποτε». Μιλήσατε ποτέ μαζί του γι’ αυτούς τους στίχους; Ο σουγιάς του Μηχανικού ήταν –και είναι– ο λόγος του. Μια φορά τον ρώτησα τι εννοούσε σε κάποιο ποίημα, κι εκείνος μου είπε «εσύ τι λες;» Του απαντώ, «τη μια σκέφτομαι αυτό, την άλλη κάτι άλλο», και μου λέει «αυτό είναι η ποίηση». Και όντως, τα ποιήματά του είναι ζωντανά, κάποτε με συνεπαίρνουν, άλλες φορές διαφωνώ και με θυμώνουν, αλλά πάντα τα αγαπώ. Όσοι γνώρισαν τον Παντελή ξέρουν πως δεν εξηγούσε τους στίχους του.
– Η Αλεξάνδρα Γαλανού αναφέρει σε ένα κείμενό της ότι οι τρεις ποιητικές του συλλογές, «Παρεκκλίσεις», «Τα δυο βουνά» και «Κατάθεση», αντιστοιχούν στις ιστορικές διαδρομές του τόπου μας. Ναι, είναι αλήθεια, ο Μηχανικός είναι ένας ιστορικός- ποιητής, γράφει όταν γράφεται η Ιστορία. Οι μέλισσες «ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα», λέει. Αυτό γινόταν, αυτό έλεγε. Κάποια ποιήματα ήταν ένα είδος πολιτικής διαμαρτυρίας και καταγγελίας, όμως ποτέ δεν μίλησε με φανατισμό. Αντιλαμβάνεται ότι για να πας μπροστά, η αγωνιστικότητα χρειάζεται ερέθισμα, να θυμώνεις με κάποια πράγματα. «Κι όταν το ποδοβολητό των βαρβάρων / έφτασε στη Σαλαμίνα / φρύαξε ο Ονήσιλος», λέει παρακάτω στο ίδιο ποίημα. Έχουμε συμφιλιωθεί πολύ με πράγματα και καταστάσεις… Μπορεί η ποίησή του να έχει μαγεία, σύμβολα, αίσθημα, όμως στις πολιτικές του απόψεις ήταν πολύ αντικειμενικός και αμερόληπτος, έβλεπε πού πάνε τα πράγματα. Ήξερε καλά ότι οι πολιτικοί μας χειρισμοί θα οδηγούσαν αναπόφευκτα στην εισβολή. Ο ίδιος προσπάθησε να κάνει ό,τι μπορεί με την πένα του. Δεν τα κατάφερε.
– Πώς ισορροπούσε ανάμεσα στη δουλειά του ως δημόσιος υπάλληλος και τη λογοτεχνία; Ως υπάλληλος του Τελωνείου μετατίθετο σε διάφορες πόλεις της Κύπρου – Λάρνακα, Κερύνεια, Πάφο, Λευκωσία. Ήταν πολύ δύσκολο να είναι ευσυνείδητος υπάλληλος και συγχρόνως να περιπλανιέται στα «μεταλλεία» της λογοτεχνίας, της ιστορίας, της θρησκείας. Έγραφε μόνο 4-5 ποιήματα τον χρόνο, θυμάμαι όμως που διάβαζε μέχρι τα μεσάνυχτα. Ήταν σαν ασκητής, ένας μοναχός του κόσμου, όπως λέει και ο Καζαντζάκης.
– Ήταν φίλος με τους ζωγράφους Χριστόφορο Σάββα και Τάσο Στεφανίδη. Τι τους συνέδεε; Ο πατέρας μου αγαπούσε το πνεύμα του Σάββα, ήταν η πιο βαθιά φιλία που είχε. Μαζί έφτιαξαν την γκαλερί «Απόφαση». Εγώ και τα αδέρφια μου έχουμε έργα του Σάββα που του είχε χαρίσει. Ο Τάσος Στεφανίδης ήταν ο συναισθηματικός του φίλος, τον υπεραγαπούσε. Όταν ερχόταν, φώναζε «πού είσαι ρε Παντελή, ήρθα να μασήσουμε λίγη δάφνη», εννοώντας την πνευματική συζήτηση. Οι φίλοι του που έρχονταν στο σπίτι ήταν λογοτέχνες, τους αγαπούσε σαν οικογένεια και απολάμβανε τις συζητήσεις μαζί τους. Ήταν φίλος με τον Φοίβο Σταυρίδη, τον Θεοδόση Νικολάου, την ποιήτρια Μαρία Νεφέλη, μητέρα του Λεύκιου Ζαφειρίου. Τη θεωρούσε πολύ σημαντικό πνευματικό άνθρωπο και μιλούσε με θαυμασμό γι’ αυτήν. Έβγαζαν όλοι τους πράγματα από την ψυχή τους που τα χάριζαν στον κόσμο.
– Τι εικόνες έχετε από τα παιδικά σας χρόνια; Προσπάθησε να σας μυήσει στα γράμματα; Μας έπαιρνε στα βιβλιοπωλεία να αγοράσει βιβλία για τον ίδιο και για μας. Με τα αδέρφια μου είχαμε καθένας το γραφείο του, την προσωπική βιβλιοθήκη, τα βιβλία και τους δίσκους μας. Πάνω στο γραφείο μου έβρισκα συχνά βιβλία και τα διάβαζα. Ενθουσιαζόμουν σαν τα σημερινά παιδιά με τα βιντεοπαιχνίδια. Μου χάρισε έναν μαγικό κόσμο που με συνέπαιρνε. Θυμάμαι ακόμη ότι κάποτε μας έδινε έναν τίτλο σ’ ένα χαρτί και μας έλεγε «γράψετε εσείς τη συνέχεια».
– Ποιο είναι το αγαπημένο σας ποίημα; Σήμερα είναι ο «Νυχτερινός περίπατος στη Λευκωσία»: «Εσβήσανε το φως του σπιτιού για οικονομία / και κάτσανε έξω απ’ τις σκοτεινές πόρτες τους / δέκα χιλιάδες ψυχές που σκοτείνιασαν / για οικονομία. (Οι άλλοι… οι άλλοι…, / θα δανειστούνε γι’ απόψε το χαμόγελο / της χτεσινής μέρας, που το δανείστηκε από την προηγούμενη, / για να βολέψουνε τα βήματα τους, να εφαρμόσουν / επάνω στις πατημασιές / —να, φαίνουνται γραμμή!— / της ευπρέπειας)». Αύριο μπορεί να με αγγίξουν κάποιοι άλλοι στίχοι.
– Πώς τον επηρέασε η εισβολή; Είχε χάσει την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Σαλαμίνα, τα Λιμνιά, τη θάλασσα που αγάπησε και πρωτοκολύμπησε. Ό,τι πρωτοαγάπησε το έχασε. Από το 1974 και μετά δεν ξαναγόρασε ρούχα, δεν περιποιείτο τον εαυτό του. Έμεινε αξύριστος και πένθησε, ίσως όχι συνειδητά. Ήξερε πού μας οδηγούν οι πράξεις μας. Μου μιλούσε για τον Μακρυγιάννη, που λέει ότι «τη λευτεριά την έχει αμανάτι ο Θεός». Αμανάτι είναι το ενέχυρο, μάνο είναι το χέρι στα λατινικά. «Θα μας τη δώσει αν την αξίζουμε όταν ξεχρεώσουμε», έλεγε. Ήξερε ότι η ελευθερία είναι γι’ αυτούς που την αξίζουν. Και έβλεπε ότι δυστυχώς δεν αγωνιζόμαστε για την ελευθερία αλλά για να υποστηρίξουμε τα κόμματα, τις ομάδες μας. Πέθανε το 1979 σε ηλικία 52 χρονών στην Αγγλία, όπου είχε πάει για να υποβληθεί σε εγχείρηση καρδιάς.
– Πώς αποτιμάτε σήμερα εσείς το έργο του; Ο Παντελής Μηχανικός έσκαψε με τον κασμά του στα ορυχεία της Ιστορίας μας και έβγαλε διαμάντια που μας χάρισε. Ήταν γενναιόδωρος άνθρωπος, πρόσφερε με όλη του την ψυχή, με ανιδιοτέλεια. Έγραψε ποίηση γιατί ένιωθε μια απέραντη ευθύνη απέναντι στον Βαν Γκογκ, στον Γρηγόρη Αυξεντίου, στον Αλιέντε, στον Μπελογιάννη. Στο ποίημα «Το πουλί με τη σπασμένη φτερούγα» γράφει: «Άνοιξε πεντάγραμμη την αύρα της ψυχής σου / για να βαδίσει / για να πετήσει / για να μιλήσει». Αυτός είναι και ο ρόλος του λογοτέχνη.
Φιλελεύθερα, 28.3.2021.