Ο συγγραφέας Αντώνης Γεωργίου πιστεύει πως η δημιουργία πρέπει να ενοχλεί τις εξουσίες ακόμη κι όταν ασχολείται με τον έρωτα.

Eπιστρέφει στον ΘΟΚ, εκεί που κατέθεσε το πρώτο δείγμα γραφής στο θέατρο πριν από 15 και πλέον χρόνια. Τότε ήταν το «Αγαπημένο μου πλυντήριο», τώρα είναι το έργο «Σε κρίσιμη κατάσταση», που επιχειρεί να αποτυπώσει την κλινική εικόνα μιας κοινωνίας σε σήψη. Η κρίσιμη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η κοινωνία μας ελέω της πανδημίας, ρίχνει αναπόφευκτα τη σκιά της στη νέα θεατρική απόπειρα του Κύπριου συγγραφέα. Με την ελπίδα ότι το έργο του θα δει σύντομα το φως της σκηνής, αναφέρεται στην άτυπη «τριλογία της κρίσης» που συνθέτει με το «La belote» και τον «Θείο Γιάννη», που παρουσίασε στο ελεύθερο θέατρο, με φόντο την κυπριακή πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της τελευταίας εικοσαετίας. Αισθάνεται ότι κλείνει ένας κύκλος κι εκφράζει την επιθυμία να στραφεί περισσότερο στην πεζογραφία.

– Τι είναι το γράψιμο; Ανάγκη ή ελευθερία; Ίσως και τα δυο. Μια ανάγκη πρώτα από όλα, γι’ αυτό και επέμενα για καιρό μέχρι τα γραπτά μου να βρουν τον δρόμο τους. Μια τεράστια ανάγκη που μου προσφέρει ένα είδος ελευθερίας. Λειτουργεί σαν οξυγόνο. Δίνει ανάσες, πολλές ανάσες. Κι ας είναι κάποτε δύσκολο κι επίμονο. Δεν το λέω για τα εύσημα. Απλώς ως επισήμανση. Έχω τη συνήθεια να δουλεύω και να δουλεύω και να δουλεύω ξανά κάποια κείμενα. Ο χρόνος όσο πάει γίνεται λιγότερος, υπάρχει πίεση, συχνά απογοητεύσεις. Είναι όμως τόσο αναζωογονητικό! Μια ανάγκη που ευτυχώς συνεχίζει να υπάρχει κι ελπίζω να υπάρχει για καιρό.

– Βρίσκεις ενδιαφέρουσα την ιδέα ότι ψυχαγωγείς τους ανθρώπους; Βρίσκω γοητευτικό το γεγονός ότι κάποια πράγματα που ενδιαφέρουν εμένα  -που γι’ αυτά γράφω- αφορούν κι άλλους. Ότι κάποιοι συγκινούνται διαβάζοντας ή παρακολουθώντας. Βρίσκω συγκινητικό και σε κάποιο βαθμό παρήγορο, ιαματικό, να διαπιστώνω ότι κάτι που έγραψα μπορεί να ταράζει, να ταρακουνά κάποιον άγνωστό μου άνθρωπο. Όπως δηλαδή παθαίνω εγώ, ευτυχώς ακόμα, με βιβλία άλλων ή παραστάσεις -γενικά με την τέχνη. Βέβαια, στο θέατρο η παράσταση δεν «ανήκει» μόνο στον συγγραφέα. Αλλά χαίρομαι όταν συντελεστές και θεατές φαίνεται να φεύγουν και να κουβαλούν μαζί τούς ήρωες του έργου, όταν φαίνεται να νοιάζονται, να συζητούν γι’ αυτούς και μ’ αυτούς, να παίρνουν από την παράσταση πτυχές και πράγματα που εγώ δεν έχω καν δει.

– Η αποδοχή ποιον ρόλο παίζει σε όλο αυτό; Δεν είναι τόσο η αποδοχή ή η αναγνώριση αυτό που ψάχνουμε. Είναι περισσότερο θέμα επικοινωνίας με τον αναγνώστη και τον θεατή. Ένα έργο δεν γίνεται καλύτερο αν γίνει πιο πλατιά αποδεχτό. Αν γίνει δεν είναι κακό, όμως ούτε ένας συγγραφέας είναι απαραίτητα αξιόλογος αν είναι βραβευμένος ή αναγνωρίσιμος. Γράφουμε, γιατί είναι μια δική μας ανάγκη, παίρνουμε ανάσα. Είμαστε τυχεροί γι’ αυτό και θα συνεχίσουμε όσο τη νιώθουμε, αλλά χρειαζόμαστε τον αναγνώστη και τον θεατή. Γι’ αυτό έχοντας υπόψη το μικρό κοινό, πρέπει η Πολιτεία -και στην περίπτωση του θεάτρου, για την ώρα, ο ΘΟΚ – να στηρίζει την προσπάθεια των συγγραφέων να συναντήσουν το κοινό τους.

– Σε τι διαφέρει ένας συγγραφέας από έναν καθημερινό άνθρωπο; Είναι ένας κανονικός, καθημερινός άνθρωπος που συνηθίζει να παρατηρεί άλλους ανθρώπους. Ίσως να έχει την ικανότητα να κοιτάζει εκεί που φαινομενικά δεν υπάρχει οτιδήποτε «αξιόλογο» να παρατηρηθεί κι έχει την ανάγκη να γραφεί, να καταγράφει ό,τι αντιλαμβάνεται, με μια όμως δική του λοξή ματιά και να «σχολιάζει» μ’ ένα δικό του τρόπο την πραγματικότητα. Τη δική του ή τη γύρω του.

– Το νέο σου έργο «Σε κρίσιμη κατάσταση» διαδραματίζεται έξω και μέσα σε μια εντατική νοσοκομείου. Παραβολικά, υπονοείς ότι βρισκόμαστε όλοι σε κρίσιμη κατάσταση; Τα πρόσωπα του έργου καλούνται να διαχειριστούν την κατάσταση, μια θλίψη που τους κατακλύζει, που οξύνει τα δικά τους συναισθήματα, αδυναμίες, επιθυμίες, δυσκολίες. Αυτό οδηγεί κάποιους σε ανασκόπηση της ζωής τους, σε αποφάσεις για αλλαγή, στην ανάγκη να προχωρήσουν, αν και δεν γνωρίζουν πού και κυρίως πώς. Φέρουν το αποτύπωμα της κοινωνίας στην οποία ζουν, μιας κοινωνίας σε σήψη, που τους θέτει στο περιθώριο, τους συνθλίβει, τους παγιδεύει σε πραγματικότητες που δεν προσφέρουν προοπτική. Η θλίψη που νιώθουν, η αβεβαιότητα της εντατικής, επιτείνει τη αβεβαιότητα της δικής τους ζωής. Θα μπορούσα να πω ότι αν υποφέρουν από κάτι είναι από την κοινωνική ανισότητα.  

– Έχεις εντοπίσει από πού προέρχεται αυτή η προχωρημένη σήψη; Δεν είναι θέμα γηγενές, δεν πιστεύω ότι είναι δική μας νοοτροπία. Δεν μου αρέσουν χαρακτηρισμοί όπως «ττοπουζοκυπραίοι» ή «πελλότοπος», είναι γενικότερο φαινόμενο η επέλαση του λαϊκισμού, της συνωμοσιολογίας, της διαφθοράς. Συχνά οι πολίτες δεν ξερουν πώς να αντιδράσουν απέναντι στην αναλγησία της εξουσίας, δεν έχουν πλέον εμπιστοσύνη στις συλλογικότητες – έχουν άραγε πολύ άδικο; Στρέφονται στο προσωπικό συμφέρον· δεν το δικαιολογώ, το κατανοώ. Τον τόπο δεν τον κατέστρεψε το ρουσφέτι που –κακώς, φυσικά- ζήτησε ένας φουκαράς. Είναι τα εκατομμύρια και δισεκατομμύρια που διαμοιράζονται κάποιοι με την ανοχή ορισμένων πολιτικών, την ώρα που οι πολλοί βρίσκονται σε απελπισία πασχίζοντας να επιβιώσουν.

– Ποια είναι η κύρια πηγή της διαφθοράς; Δεν είναι κάτι καινούργιο τα σκάνδαλα και η διαφθορά. Ωστόσο, βασική ευθύνη έχουν σίγουρα πρώτα εκείνοι που κυβερνούν. Ευθύνη θεσμική, αλλά δυστυχώς και προσωπική που φτάνει μέχρι το ανώτατο αξίωμα. Πάνω απ’ όλα, όμως, έχουμε ένα σύστημα αξίων που ανάγει ως κυρίαρχο ζητούμενο το κέρδος, τον ανταγωνισμό, την επιτυχία με κάθε τίμημα. Το ίδιο το οικονομικό σύστημα ευνοεί τη διαφθορά, «ξεχνώντας» τον άνθρωπο. Η πανδημία ανέδειξε τις αδυναμίες του.

– Με την εξουσία πώς τα πας; Κανονικά ένας δημιουργός πρέπει να είναι ενοχλητικός για την εξουσία και ν’ ανησυχεί αν εκείνη τα πηγαίνει καλά μαζί του Π.χ. όταν ανεβάζει έργο του το κρατικό θέατρο… Πιστεύω ότι η τέχνη πρέπει να ενοχλεί τις εξουσίες· και δεν εννοώ μόνο την πολιτική. Την εξουσία στις διαπροσωπικές σχέσεις, στην οικογένεια, στην κοινωνία, στις εργασιακές σχέσεις. Να ενοχλεί επικρατούσες απόψεις, κυρίαρχα αφηγήματα, τον ρατσισμό, την ομοφοβία, τον σεξισμό, τον σωβινισμό, τον φασισμό, τον καθωσπρεπισμό. Να ενοχλεί αν θέλεις και τη στασιμότητα, που υποθάλπει αυτές τις νοοτροπίες. Η τέχνη ακόμη κι όταν ασχολείται με τον έρωτα μπορεί να ενοχλήσει κάποιες εξουσίες. Καλύτερα να κριθεί από άλλους το πώς τα πάω εντέλει με την εξουσία.

– Ποιους ανθρώπους θαυμάζεις; Εκτιμώ συγγραφείς και έργα. Δεν θαυμάζω ειδικά κάποιον άνθρωπο, όπως δεν αισθάνομαι περηφάνια για έθνη, ήρωες και κατορθώματα. Εκτιμώ το έργο ανθρώπων που νοιάστηκαν και προσπάθησαν, με οποιοδήποτε τρόπο, για κάτι πέραν από το δικό τους προσωπικό εγώ, αλλά όχι λόγω του προσωπικού τους εγώ. Είτε κάνοντας κάτι που οι άλλοι ονόμασαν ηρωικό είτε διότι απλώς εκεί στην καθημερινότητά τους άπλωσαν με έγνοια και αγκάλιασαν άλλους ανθρώπους. Σκέφτομαι με στοργή τους ανθρώπους που δεν κατάφεραν στη ζωή ό,τι πραγματικά πόθησαν, τους σπασμένους από τη ζωή. Προτιμώ, αντί να θαυμάζω, ν’ αγαπώ κάποιους ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή μου ή είναι ακόμα στη ζωή μου. Ν’ αγαπώ και να νοιάζομαι για όσο περισσοτέρους μπορώ.

– Θεωρείς την κυπριακή διάλεκτο θεμελιώδες εργαλείο στη δουλειά σου; Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ένας λογοτέχνης, ειδικά στο θέατρο, είναι πάντοτε σημαντικό εργαλείο. Είναι γνωστό ότι η χρήση της κυπριακής στη λογοτεχνία, στο θέατρο αλλά ακόμα και στα σχολεία ή σε πιο επίσημο λόγο ήταν για χρόνια ένα διαφιλονικούμενο θέμα που είχε και πολιτικές διαστάσεις. Ευτυχώς αυτό άλλαξε τα τελευταία χρόνια. Δεν ήταν εύκολο, αλλά πια υπάρχει ένα κύμα χρήσης της διαλέκτου στην τέχνη, το διαδίκτυο και σε επίσημες συζητήσεις. Προσωπικά, δεν αναρωτιέμαι πια για τη χρήση της διαλεκτού. Κάθε δημιουργός, αλλά κι ο καθένας μας, μπορεί να νιώσει με ποιο γλωσσικό μέσο θέλει να εκφραστεί. Από εκεί και πέρα, εγώ χρησιμοποιώ στη διάλεκτο στο θέατρο, διότι είναι η γλώσσα με την οποία μιλώ και επικοινωνώ και ειδικά στο θέατρο θεωρώ ζωτικής σημασίας ηθοποιοί και θεατές να μιλάνε και ν’ ακούνε αντίστοιχα τη γλώσσα στην οποία επικοινωνούν. Όμως, πρέπει να έχουμε επίγνωση πως ενώ επιτυγχάνεται ένα πρώτο επίπεδο αμεσότητας, λόγω εξοικείωσης, αυτό δεν αρκεί για να συντελεστεί η επικοινωνία με τον θεατή. 

– Όταν γράφεις ένα θεατρικό έργο το σκηνοθετείς νοητά; Όχι, αλλά «βλέπω» τους ήρωες μου, είναι για μένα ζωντανοί, υπαρκτοί. Μόνο έτσι μπορώ να γράψω, τοποθετώντας τους στο χώρο λ.χ. έξω από μια εντατική. Ίσως και σε μια κατάσταση, να παίζουν για παράδειγμα πιλόττα. Κι από εκεί και πέρα τους ακολουθώ. Το θέατρο είναι συλλογική υπόθεση, ομαδικό παιχνίδι. Προερχόμενος από τη λογοτεχνία χρειάστηκα τον χρόνο μου να το κατανοήσω αυτό.

 

– Πόσο απέχει από το τελικό αποτέλεσμα; Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που εμπλέκονται σε μια παράσταση, το στοίχημα είναι να εργάζονται όλοι για ένα κοινό ύφος, σε μια κοινή γραμμή και ο σκηνοθέτης είναι αυτός που ουσιαστικά καθορίζει το ύφος, είναι κατά κάποιο τρόπο ο «συγγραφέας» της παράστασης. Πάντοτε βέβαια είναι καλό να γίνεται μια εν εκ των προτέρων ενδελεχής συζήτηση μεταξύ σκηνοθέτη- συγγραφέα, όπως έγινε και τώρα με τον Αιμίλιο Χαραλαμπίδη. Εμένα αυτό που με απασχολεί γενικά στο ανέβασμα είναι να μην αλλοιώνεται αυτό που θεωρώ κάθε φορά «ουσία του έργου», παρόλο που αναγνωρίζω ότι υπάρχουν ποίκιλες αναγνώσεις.

– Έχεις «εικόνα» του θεατή στον οποίο απευθύνεσαι; Όταν γράφω απευθύνομαι πρώτα σε μένα ως θεατή, όσο περίεργο και να ακούγεται. Όταν το γράψιμο τελειώσει, όταν γίνονται οι πρόβες κι έχω πια εικόνα των ηθοποιών, «παρακολουθώ» νοητά μια παράσταση και «βλέπω» πού «κλωτσάει», πού με χάνει ως θεατή και συνήθως μεταφέρω την αίσθησή μου στον σκηνοθέτη. Βλέποντας χρόνια θέατρο. Δεν γράφω μόνο για τον μέσο θεατή, αλλά ελπίζοντας πως θα συναντήσω κι ένα άλλο κοινό, όχι τόσο θεατρόφιλο, όχι τόσο «δεδομένο». Για διαφορετικούς λόγους αισθάνομαι ότι αυτό συνέβη στο «La belote»: το θέμα ήταν εκείνο που έφερε κοινό στο θέατρο και δεν ήταν το σύνηθες. Επίσης, στο «Ήμουν η Λυσιστράτη», ήρθε ηλικιακά νεότερο κοινό, πιο κοινωνικά ευαισθητοποιημένο. Βοήθησε γι’ αυτό η χρονική περίοδος που ανέβηκε, ίσως το έργο καθαυτό που ήταν «ιδιότυπο», η παράσταση, ο τρόπος προβολής, ο εναλλακτικός χώρος παρουσίασης.

– Ποιος ευθύνεται για τις δύσκολες βιοποριστικές και επαγγελματικές συνθήκες που βιώνουν οι άνθρωποι της τέχνης; Η πανδημία βαθαίνει το χάσμα στις κοινωνίες μας, έφερε στο προσκήνιο ανισότητες και χρόνια προβλήματα, έδειξε πόσο ανεπαρκές είναι το μοντέλο του νεοφιλελευθερισμού. Είναι γενικότερο το πρόβλημα στον τομέα των τεχνών και της δημιουργίας. Στην Ευρώπη έχει απολέσει το 80% των δραστηριοτήτων του. Στην Κύπρο μεγάλη ευθύνη για τις σημερινές δύσκολες συνθήκες των εργαζομένων στον τομέα έχει η κυβέρνηση κι ο αρμόδιος Υπουργός. Η αντίδραση στη διαχείριση της κρίσης ήρθε αργά και μετά από έντονες πιέσεις, αφού όπως είπε είχε να ασχοληθεί με πιο «επείγοντα ζητήματα», την ώρα που άλλοι φορείς εξήγγειλαν προγράμματα στήριξης. Αλλά κι όταν τον Δεκέμβριο ο Υπουργός Υγείας ανακοίνωσε τα περαιτέρω περιοριστικά μέτρα δεν θεώρησε απαραίτητο να κάνει στην κύρια δήλωσή του οποιαδήποτε αναφορά στους πολιτιστικούς χώρους, ανακοινώθηκαν αργότερα στα «παρεμπιπτόντως».

– Παραμένουν μια «αόρατη» κάστα επαγγελματιών; Οι δημιουργοί είναι αόρατοι για τη κοινωνία, αλλά δυστυχώς, όπως φάνηκε, και για πολλούς πολιτικούς. Δεν θεωρούνται καν εργαζόμενοι. Η τέχνη ειδικά σε μικρές χώρες είναι υποχρεωτικά σε μεγάλο βαθμό επιδοτούμενη και χρειάζεται τη στήριξη. Ακούω να μιλάνε κάποιοι αρνητικά για ανασφάλιστους καλλιτέχνες, αγνοούν όμως τις ιδιαιτερότητές του τομέα και το γεγονός ότι είναι γενικά δύσκολες οι συνθήκες για όλους τους εργαζομένους. Ανασφάλιστοι υπάρχουν σε πολλούς τομείς της οικονομίας- όχι από επιλογή αλλά από ανάγκη. Οι καλλιτέχνες φαίνεται ότι έχουν κατανοήσει ότι πρέπει συλλογικά να αντιδράσουν κι αν κάτι κρατάμε είναι αυτή η προσπάθεια για ενότητα όπως εκφράστηκε μέσα από τις συλλογικότητες των ηθοποιών, των εικαστικών και κυρίως μέσω της άτυπης πλατφόρμας «Artists of Cyprus». 

– Διακρίνεις κάποια έξοδο διαφυγής από την περιοριστική πραγματικότητα; Δεν είμαι πολύ αισιόδοξος κι αυτό ίσως βγαίνει κι από το θεατρικό. Νιώθω ότι δεν έχουμε ακόμη επίγνωση της κρισιμότητας της κατάστασης, ότι ως κοινωνία, ως κράτος βρισκόμαστε σ’ αυτό το μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου. Από κάθε άποψη. Μόνο αυτή η συνειδητοποίηση μπορεί, ίσως, να βοηθήσει να αλάξουμε πλεύση, να αποφευχθεί όσο γίνεται το καθολικό ναυάγιο. Θέλουμε εκπαίδευση που να ιεραρχεί άλλες αξίες, σεβασμό στους θεσμούς, καλλιέργεια της πολιτότητας, δημοσιογράφους ανθεκτικούς σε πιέσεις. Χρειάζεται να βγαίνουμε πιο συχνά στον δρόμο, ν’ ανακαλύψουμε ξανά το «εμείς» και το «μαζί». Θα ήταν ωραία να είχαμε και τέχνη που να μπορούσε να μας ταρακουνήσει όσο λ.χ. ένα βίντεο του Αλ Τζαζίρα. Θα έπρεπε ένα μέρος της να βγει προς τα έξω, ν’ αφορά περισσότερους.

– Γιατί η τέχνη στις μέρες μας καθίσταται όλο και λιγότερο παρεμβατική και καθοριστική; Είναι καθοριστική κυρίως στη ζωή των καλλιτεχνών και των δημιουργών κι όσων μετέχουν ως θεατές, ακροατές, αναγνώστες. Εκεί επηρεάζει την κοσμοθεωρία, τις αντιλήψεις του καθενός ξεχωριστά κι αυτό δεν είναι λίγο. Δεν ξέρω αν πράγματι άλλαζε ποτέ πραγματικά καταστάσεις. Συμφωνώ με τον Μανώλη Αναγνωστάκη που συμφωνούσε με τον Τίτο Πατρίκιο ότι «κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα». Οι άνθρωποι στους δρόμους και οι συλλογικότητες επηρέαζαν ανέκαθεν περισσότερο. Η παρακολούθηση μιας αρχαίας τραγωδίας ή το χτίσιμο του Παρθενώνα δεν εμπόδιζε την Αθήνα της εποχής να συμπεριφέρεται ηγεμονικά και σκληρά σε άλλες πόλεις-κράτη, όσο ας τα «έψαλλαν» στους Αθηναίους ο Ευριπίδης και ο Αριστοφάνης. Άλλωστε, ούτε η γνώση του Γκαίτε και της κλασσικής μουσικής από τους Γερμανούς εμπόδισε τον ναζισμό. 

– Τότε τι τη χρειαζόμαστε; Η τέχνη λειαίνει το κακό μέσα μας και σ’ ένα βαθμό γύρω μας και μπορεί να υψώνει τη φωνή της, κάποτε χαμηλόφωνα, κάποτε σαν κραυγή. Αλλά δεν είμαι τόσο αισιόδοξος ώστε να πιστεύω σε κάτι περισσότερο. Το ζητούμενο είναι ο συνδυασμός μιας πιο δίκαιης κοινωνίας, με παιδεία δημοκρατική, ανοιχτή, ειλικρινή, μαζί με τέχνη ποικιλόμορφη με διαφορετικές εκφάνσεις, που να μπορεί να επικοινωνεί με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κοινό.

– Ποιος είναι ο τίτλος του επόμενου θεατρικού σου έργου; Σχεδόν πάντα, ειδικά θέατρο, ξεκινώ από τον τίτλο. Με το «Σε κρίσιμη κατάσταση» και την ολοκλήρωση μιας άτυπης θεατρικής τριλογίας -μαζί με το «La belote» και τον «Θείο Γιάννη»- που αφορά στα τελευταία 20 χρόνια, νιώθω ότι κλείνει ένας κύκλος για μένα. Θέλω να στραφώ περισσότερο στην πεζογραφία οπού έχω εκκρεμότητες και τίτλους: για μια συλλογή διηγημάτων («Η ανάσα των δίπλα») που ελπίζω να κυκλοφορήσει το 2021 και μια νουβέλα («Μύρια άνθη») που ελπίζω να βρω χρόνο να ολοκληρώσω. Δεν είναι όμως έργα για το μέλλον με την αυστηρή έννοια αν και όταν γράφουμε, γράφουμε μεν για παρελθόντα χρόνο, το παρουσιάζουμε όμως στο παρόν και σκοπεύουμε προς το μέλλον.

– Θα σε χάσουμε δηλαδή από το θέατρο; Δεν νιώθεις ότι έχεις αφήσει εκκρεμότητες; Αν αλλάξω ιδέα, θα ήθελα να δοκιμάσω μια κωμωδία. Είτε σαν ένα στοίχημα με τον εαυτό μου, είτε γιατί δεν ξέρω πώς αλλιώς να σχολιάσω το παρόν και το μέλλον, είτε διότι στο μέλλον όπως το βλέπω θα έχουμε πολύ ανάγκη το γέλιο. Δεν έχω όμως τίτλο ακόμα.

* Το έργο «Σε κρίσιμη κατάσταση» θα κάνει πρεμιέρα στη Νέα Σκηνή του ΘΟΚ σε σκηνοθεσία Αιμίλιου Χαραλαμπίδη με την επιστροφή στη θεατρική δράση