Η αγαπημένη ηθοποιός, έπειτα από 46 χρόνια στο θέατρο, αποφασίζει να δώσει για τα «Φιλελεύθερα» την πιο προσωπική συνέντευξη της ζωής της.
Όποτε την παρακολουθούσα, όποτε την άκουγα, όποτε διάβαζα συνεντεύξεις της όλα αυτά τα χρόνια, αισθανόμουν πως παντού υπήρχαν «τρύπες»· κενά διάσπαρτα για όσα προηγήθηκαν και όσα βίωσε στην πραγματικότητά της – αυτό της είπα στο τηλέφωνο, έπειτα από άλλη μία τηλεοπτική της συνέντευξη που είχα δει τον περασμένο Δεκέμβριο. Περίπου συμφώνησε – σαν μία «άγνωστη» πολύ γνωστή μας που ήθελε -επιδίωκε, μάλλον- να περιχαρακώνεται στη δημόσιά της εικόνα και να εδραιώνεται μόνο με το ταλέντο της (απτή απόδειξη το βραβείο θεάτρου που κέρδισε το 2013 για την ερμηνεία της στον μονόλογο «Μανώλη…!» του Γιώργου Νεοφύτου, σε σκηνοθεσία του Άγη Παΐκου) κι όχι με οτιδήποτε άλλο· ό,τι «ξένο» προς την ιδιοσυγκρασία της.
Καθίσαμε απέναντι σε ένα γραφείο, την ημέρα των Φώτων, στη Λευκωσία, κι ήταν -λέξη λέξη- σα να γνωριζόμασταν απ’ την αρχή, σα να έπεφταν πια μερικά απ’ τα τουβλάκια στα «τείχη» που η ίδια έχτισε γύρω της τόσα χρόνια, σα να καταλάβαινα όμως ήδη σιγά- σιγά και από πού πήγαζαν όλες αυτές οι από «αίμα» καμωμένες ερμηνείες της αυτές τις τέσσερεις δεκαετίες.
– Έχεις θεατρικές καταβολές από την οικογένειά σου; Ο πατέρας μου -βέρος Αθηναίος-, παλιά, στα νιάτα του, ασχολείτο με το θέατρο, έγραφε επιθεωρήσεις, και πουλούσε τα κείμενά του, όπως είχαμε καταλάβει, για να επιβιώνει. Όταν πια γνώρισε την μητέρα μου στην Μακεδονία, ο πατέρας της μητέρας μου του τα απαγόρευσε όλα αυτά – κι ήταν κάθετος σ’ αυτό. Ήταν ορφανός ο ίδιος, δεν γνώρισε μητέρα – γιατί με το που έμεινε έγκυος και γέννησε τον πατέρα μου, εκείνη κόλλησε φυματίωση. Τον μεγάλωσαν, λοιπόν, οι δύο θείες του. Ενώ ήταν πλουσιόπαιδο ο πατέρας μου και μεγάλωσε με νταντά, με ιδιαίτερα κ.λπ -ήταν, σκεφτείτε, από τα λίγα παιδιά τότε που μιλούσαν γαλλικά-, πολύ καλλιεργημένος και φαινόταν να τα έχει όλα, δυστυχώς ο παππούς μου έχασε όλη του την περιουσία στα χαρτιά και σε διάφορα άλλα. Κι έτσι άλλαξε εντελώς η καθημερινότητά τους.
– Είχε κι ο μπαμπάς σου αντίστοιχα πάθη; Όχι. Αλλά ήταν πολύ πληγωμένος.
– Μαζί σου πώς ήταν; Πολύ καταπιεστικός. Αλλά μ’ αγαπούσε! Ίσως γιατί έμοιαζα πολύ στη Φιλομήλα, τη μαμά του, η οποία ήταν ψηλή και στα χρώματα τα δικά μου. Για να καταλάβεις, όταν γεννήθηκα, αν και ήθελε αγόρι, μόλις είδε τα γαλάζια μου μάτια που ήταν ίδια με εκείνα της μητέρας του είπε: «Άντε, επειδή έχει αυτά τα μάτια θα την αγαπώ!»· περίπου «χαριστικά». Μεγαλώνοντας δε, πιο πολύ τον ένοιαζα εγώ παρά η αδελφή μου· ίσως γιατί μόνο εγώ αγαπούσα το θέατρο που ήταν ο καημός του, όταν πια αναγκάστηκε να σταματήσει καθετί καλλιτεχνικό που έκανε αφότου πια διορίστηκε στην Αγροτική Τράπεζα, για το χατίρι του παππού μου, του μπαμπά της μητέρας μου. Εγώ, για να καταλάβεις, γεννήθηκα στην Αριδαία Πέλλης· εκεί ήταν υπάλληλος τότε ο μπαμπάς μου. Θυμάμαι μάλιστα ότι επειδή δεν τον ακολουθούσαν η μητέρα μου και η αδελφή μου στα καλλιτεχνικά, κατεβαίναμε μαζί συχνά στην Αθήνα και βλέπαμε αρχαίες τραγωδίες, επιθεωρήσεις, πολύ ωραίες παραστάσεις με πολύ καλούς ηθοποιούς – γι’ αυτό και μου είχε τόσο μεγάλη αδυναμία. Απ’ την άλλη, η μητέρα μου είχε παθολογική αγάπη προς την αδελφή μου. Θα σου έλεγα μάλιστα πως ποτέ δεν ένιωσα τόσο κοντά μου την μητέρα μου· υπήρχε απόσταση μεταξύ μας.
– Με ποιο τρόπο; Στα πιο απλά. Μπορεί να έμπαινα με λάσπες στο σπίτι και να έτρωγα ξύλο. Με το παραμικρό με χτυπούσε, ήταν πολύ νευρική. Κι έτσι όταν ο μπαμπάς μου ερχόταν το απόγευμα απ’ τη δουλειά, αναγκαζόταν να κάνει ένα τύποις «δικαστήριο» για να κατευνάσει την μητέρα μου, να την ηρεμήσει, να με κάνει εμένα να νιώσω κάπως καλύτερα. Ένιωθα, σε όλη μου την παιδική ηλικία, ως το «μαύρο πρόβατο» της οικογένειας. Θυμάμαι, για παράδειγμα, που η αδελφή μου ήταν πολύ όμορφη -σε αντίθεση με εμένα- και η μητέρα μου έλεγε στις φίλες της, μπροστά μου: «Τι να κάνω εγώ τώρα, που έχω μία όμορφη κόρη και μία άσχημη;». Και την άκουγα. Η «άσχημη» ήμουνα εγώ.
– Η ξανθιά με τα γαλάζια μάτια; Πώς γίνεται; Κι όμως! Μικρή ήμουνα ένα ασχημόπαπο· μετά την εφηβεία μου άλλαξα. Την αλήθεια έλεγε η μητέρα μου, αλλά αυτό με πλήγωνε πάρα πολύ. Ήθελα, θυμάμαι, να βάλω κάτι φιογκάκια κι έλεγε στους άλλους: «Άντε, ας της τα πάρουμε, θέλει να δείχνει κι αυτό λίγο όμορφο το καημένο…».
– Κακοποιητική συμπεριφορά… Όπου κι αν αγγίξεις την παιδική μου ηλικία, πονεί. Ο μπαμπάς μου, απ’ την άλλη -ίσως μ’ αυτά που είδε, μ’ αυτά που έζησε, δεν ξέρω- ήταν πάρα πολύ αυστηρός μαζί μου, παρά την αδυναμία του προς εμένα. Δεν ήθελε να πάω να σπουδάσω στη Φλωρεντία σχέδιο, δεν με άφησε να πάω να σπουδάσω θέατρο στο «Θέατρο Τέχνης» του Κουν μη γίνω «καμιά του δρόμου» μακριά του, και για όλα έπρεπε να δίνω αναφορά – ήθελε να έχει τον πλήρη έλεγχο του τί κάνω και πώς κινούμαι· να είμαι υπό επιτήρηση. Για να καταλάβεις, όταν έβγαινα με τις φίλες μου έξω για βόλτα και τύχαινε να μιλήσουμε στο δρόμο με κάποιον, επειδή εκείνος με παρακολουθούσε από μακριά, μετά άρχιζε τα «ήσουν μ’ αυτόν;» και να ένα χαστούκι, «ήσουν μ’ εκείνον;» και να ένα άλλο χαστούκι. Κι έτσι, δεν πήγα να σπουδάσω θέατρο στα 18 μου που τόσο πολύ το ήθελα, αλλά πήγα την επόμενη χρονιά, με το που δημιουργήθηκε το Κρατικό Βορείου Ελλάδος, γιατί μόνο εκεί, στην πόλη μας, θα με άφηνε ο ίδιος να πάω, για να έχει τον πλήρη έλεγχο.
– Αισθάνθηκες ποτέ να νιώθει περήφανος για σένα; Όχι ιδιαίτερα. Πάντα αισθανόμουν ότι κάτι μου λείπει. Πως για οτιδήποτε έπρεπε να προσπαθήσω παραπάνω. Πως τίποτα δεν ήταν αρκετό.
– Δεν «επαναστάτησες» ποτέ; Όχι. Και φταίω εγώ γι’ αυτό. Είναι του χαρακτήρα μου. Από τότε ήμουνα ένα πλάσμα φοβισμένο, υποτακτικό, δεν σήκωνα κεφάλι. Μόνο στη μητέρα μου είχα επαναστατήσει μια φορά όταν, 16 χρόνων πια, πήγε να σηκώσει το χέρι της ξανά για να με χτυπήσει και της το ‘πιασα! Επειδή μ’ άρεσε να τρίβω τα μάγουλά μου με το χιόνι που έριχνε εκείνη την εποχή στη Θεσσαλονίκη ή να στέκομαι κάτω από τη βροχή και να βρέχομαι, έπρεπε να φάω ξύλο…
– Με την αδελφή σου πώς ήταν οι σχέσεις σας; Με τη Φιλομήλα ήρθαμε κοντά όταν πια αρρώστησε από καρκίνο· πέθανε στα 58 της, νέα σχετικά. Αυτή η αρρώστια μάς έφερε κοντά. Γιατί μέχρι τότε δεν ανοιγόμασταν πολύ, ήταν πολύ κλειστός χαρακτήρας η ίδια, δεν εξωτερικευόταν ποτέ και σε κανέναν· πιστεύω σήμερα πως κατά βάθος ήταν δυστυχισμένη. Μερικά πράγματα που μου είπε πριν πεθάνει, τα οποία εξηγούσαν πολλά, τα κρατάω μέσα στην ψυχή μου, για μένα, με πολλά ερωτηματικά… Όταν πια έφυγε απ’ τη ζωή η αδελφή μου, δεν σου κρύβω πως αυτό μού κόστισε πολύ. Γιατί ήταν η μόνη που μου είχε απομείνει πια από την οικογένειά μας. Γιατί την ένιωθα πια! Γι’ αυτό και αργότερα έκανα δέκα χρόνια να ταξιδέψω ξανά στη Θεσσαλονίκη· δεν είχα λόγο πια να πάω εκεί. Να κάνω τι; Να δω ποιον;
– Όσο σπούδαζες στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, γνώρισες και τον Νίκο Σιαφκάλη; Ναι. Ήταν τότε που είχε έρθει ο ΘΟΚ στη Θεσσαλονίκη και έψαχναν σπουδαστές- βοηθούς για τις παραστάσεις «Το νερό του Δρόππη» και «Όμηροι» του Λουκή Ακρίτα – θυμάμαι ότι έπαιζαν τότε η Δέσποινα Μπεμπεδέλη, η Μόνικα Βασιλείου, η Νανά Γεωργίου, ο Ανδρέας Μούστρας κ.ά. Έβλεπα, ωστόσο, ότι ο Νίκος έδειχνε ένα ενδιαφέρον προς εμένα και, όταν πια εμφανίστηκε ο πατέρας μου, μιλούσαν πάρα πολύ μεταξύ τους· γίνανε κολλητοί. Αφότου επέστρεψε στην Κύπρο ο Νίκος, ο πατέρας μου μού έλεγε «αυτόν θα πάρεις, Ιωάννα. Είναι σοβαρός!» και δελεάστηκα· ήταν μετρημένος, πολύ μορφωμένος, είχε παιδεία. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Κι ήταν κάτι που το επίσπευσε ο πατέρας μου στο να συμβεί. Ήταν κάθετος σ’ αυτό το θέμα! Κι εγώ είπα: «Ωραία, θα κάνω αυτό που θέλει ο πατέρας μου!». Στα 19 μου αρραβωνιάστηκα. Και, σχεδόν αμέσως, πολύ νέα, ήρθα σε έναν άλλον τόπο. Στα 21 μου γέννησα τον γιο μου.
– Ήταν, κατά κάποιο τρόπο, και «πατέρας» ο Νίκος Σιαφκάλης προς εσένα, με 20 χρόνια διαφορά ηλικίας που είχατε; Παραπάνω ήταν αυτό. Νομίζω πως η λογική του πατέρα μου που επιδίωξε αυτό το γάμο ήταν πως απ’ τη στιγμή που έδωσε την συγκατάθεσή του στο να μπω στο χώρο του θεάτρου, θα υπήρχε ένας άνθρωπος- βαθύς γνώστης της Τέχνης, όπως ήταν ο Νίκος Σιαφκάλης- που θα με προστατεύει απ’ τις «κακοτοπιές». Με τον Νίκο ζήσαμε μαζί 18 χρόνια, μέχρι που χωρίσαμε. Ως σκηνοθέτης, θυμάμαι πως ήταν πολύ αυστηρός -και με μένα και με όλους τους ηθοποιούς- και η απαίτησή του προς εμένα ήταν πως, επειδή ήμουνα μικρή, «πρέπει μόνο να ακούς!». Επίσης, παρόλο που ήμουνα ένα νέο παιδί, αισθανόμουν τότε ότι στον ΘΟΚ δεχόμουν μεγάλη πολεμική στα πρώτα χρόνια, και χωρίς να κάνω κάτι- ένα κορίτσι φοβισμένο ήμουν-, αλλά υπήρχαν οι κλίκες, οι «ομάδες». Έφτασα να νιώθω μάλιστα στην αρχή ότι δεν ήμουνα καν καλή ηθοποιός, ότι δεν μου αξίζει να είμαι στο θέατρο· δεν είχα αυτοπεποίθηση. Ο ίδιος ο Νίκος, απ’ την άλλη, ήτανε πολύ δοσμένος στη δουλειά του, αφοσιωμένος στο θέατρο· πάνω απ’ όλα ήταν το θέατρο για εκείνον, αυτό ήταν η καθημερινότητά του. Αυτό που είπαν για τον Νίκο όταν πέθανε το 2017, πως ήταν ένας θεατράνθρωπος, ισχύει σε μεγάλο βαθμό. Η απόλυτη προτεραιότητα της ζωής του ήταν το θέατρο! Τίποτα δεν έμπαινε πιο πάνω από το θέατρο! Κανείς!
– Ερωτεύτηκες, τελικά, ποτέ στη ζωή σου; Ναι, μου συνέβη. Αλλά δεν είμαι βέβαιη αν εκείνος ο έρωτας που έζησα αργότερα ήταν αληθινός και όχι μονομερής. Αποφάσισα δε, εδώ και πολλά χρόνια, να μην επιτρέψω σε κανέναν να μπει ξανά στη ζωή μου· κι από τότε που πήρα αυτή την απόφαση νιώθω πάρα πολύ καλά. Ο έρωτας έχει τόσο πόνο που εγώ -ως ιδιοσυγκρασία- δεν μπορώ να τον «σηκώσω», δεν μπορώ να τον αντιμετωπίσω. Κι είπα: «Μέχρι εδώ! Όχι άλλα δάκρυα, Ιωάννα!» (χαμογελάει). Θέλω πια να ζω με το γιο μου, με τα ζώα μου, με το θέατρο, και να είμαι καλά, να είμαι ήρεμη. Να μην ταλαιπωρούμαι. Μα, πες μου κι εσύ, υπάρχουν ευτυχισμένοι έρωτες; Συνάδει η ευτυχία με τον έρωτα;
– Πώς συμπορευόσασταν όλα αυτά τα χρόνια με τον Ευθύμιο, το γιο σου; Η ζωή του Ευθύμιου ισορροπούσε μεταξύ των ημερών που ζούσε μαζί μου και των Καλοκαιριών που τα περνούσε μαζί με τον Νίκο, στο Διεθνές Ινστιτούτο Θεάτρου, στη Δρούσια – έκανε, επίσης, πολλά θεατρικά εργαστήρια στην Αγγλία, στην Αμερική, στην Ιταλία, στη Ρωσία, με επιτυχία. Συνέβησαν, δυστυχώς, κάποια πράγματα που με πίκραναν πολύ, αλλά γι’ αυτά δεν θέλω να μιλήσω δημόσια. Απελπιζόμουνα, αλλά δεν έπεσα ποτέ σε κατάθλιψη· ήμουνα μέσα μου μαχήτρια! Γιατί έπρεπε να επιβιώσω. Κι είχα υποχρέωση να τα καταφέρω· απέναντι στο παιδί μου και σε μένα. Έφτασα ως το τέρμα, πολλές φορές, αλλά δεν έπεσα.
– Αισθανόσουν συχνά ξένη στην Κύπρο; Ακόμη αισθάνομαι ξένη εδώ. Οφείλω, ωστόσο, να σου πω πως για πολλά χρόνια δεν το ένιωθα αυτό αλλά, όσο ωριμάζω, όσο μεγαλώνω, θεωρώ πως είμαι ακόμη μία ξένη. Δεν έχω παράπονο απ’ τον κόσμο -τον λατρεύω και νιώθω πως με εκτιμά για τη συνεπή μου πορεία- αλλά όταν σε έναν τόπο δεν έχεις συγγενείς, είσαι ξένη – πώς να το κάνουμε; Δες το και απ’ το πιο απλό: Για πολλά χρόνια ήμουν αποκλεισμένη από την τηλεόραση, γιατί δεν μπορούσα να μιλήσω κυπριακά. Και από κάποιες άλλες νύξεις, κακεντρεχείς ως επί το πλείστον, που εισέπραττα κατά καιρούς.
– Θα προτιμούσες να είχες μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση ως προσωπικότητα, Ιωάννα; Οπωσδήποτε! Αν είχα αυτοπεποίθηση, αν είχα τσαμπουκά σε κάποια πράγματα, αν δεν ήμουν τόσο πολύ συγκαταβατική, αν δεν φοβόμουν πώς θα τοποθετηθώ σε κάποιες καταστάσεις, η ζωή μου θα ήταν πολύ διαφορετική. Αλλά θα ήμουν μία άλλη.
– Όταν έφυγες από το Θέατρο Ένα, με το οποίο ταυτίστηκες για πολλά χρόνια σε σπουδαίες παραστάσεις ρεπερτορίου, ήταν σα να εγκατέλειπες έναν μεγάλο σου έρωτα; Θα σου πω. Η θέση της διεύθυνσης τότε ήταν πως ένας ηθοποιός δεν μπορεί να είναι τόσα χρόνια στο ίδιο θέατρο και να τον βλέπουν συνεχώς σε τόσες πολλές παραστάσεις, γιατί θεωρούσε πως κουράζεται ο κόσμος. Σαφώς και ήθελε να κάνει ανανέωση, να πάει ένα βήμα παρακάτω, έπειτα από 17 χρόνια συνεργασίας που είχαμε, αλλά δεν σου κρύβω πως εγώ πληγώθηκα πολύ απ’ αυτή την απόφαση γιατί τη θεώρησα άδικη. Ήμουνα χρήσιμη και μετά δεν ήμουνα πια χρήσιμη – με καταλαβαίνεις. Απλώς μου ανακοινώθηκε -τυπικά- το 2004 πως «δεν υπάρχει ρεπερτόριο για σένα, Ιωάννα, την επόμενη χρονιά». Κι έτσι έφυγα. Τότε επέστρεψα στον ΘΟΚ – την αίτηση μάλιστα για την πρόσληψή μου εκεί, την έκανα την τελευταία μέρα, όταν έληγαν πια οι αιτήσεις. Απολύθηκα, βέβαια, μετά από κάποια χρόνια και από εκεί, για άλλους λόγους· πολιτικούς κ.λπ. Νομίζω δε πως είμαι η μόνη πια ηθοποιός που δούλεψε σε όλα τα θέατρα της Κύπρου -σε Λευκωσία, Λάρνακα και Λεμεσό-, εκτός απ’ το Σατιρικό· ίσως γιατί δεν έτυχε μέχρι σήμερα.
– Μου δίνεις πάντως την εντύπωση, όση ώρα μιλάμε, ότι από παιδί κουβαλάς έναν «σταυρό»· πολλές αντιξοότητες… Όπως έχεις προσέξει, αυτά τα πράγματα δεν τα λέω ποτέ στις συνεντεύξεις μου. Έτυχε τώρα να «ανοιχτώ» αρκετά, έπειτα από τόσα χρόνια στο θέατρο. Αλλά, ναι, η αλήθεια είναι πως δεν ήταν εύκολη η ζωή μου. Είχε πολλές δυσκολίες. Υπάρχει ένα τραγούδι του Κραουνάκη και της Νικολακοπούλου που μου αρέσει πολύ να τραγουδώ και λέει κάπου ο στίχος «στον κόσμο που ’ρθαμε, χορτάσαμε γκρεμό» – νομίζω πως αυτό είμαι εγώ. Αλλά πρέπει να σου αναφέρω επίσης πως, ακόμη και μέσα στα δικά μου προβλήματα, εγώ πάντοτε στήριζα κι άλλους ανθρώπους· είχα ενσυναίσθηση με το κοινωνικό σύνολο. Κι ίσως, παρά τον χαρακτήρα μου, να είχα πάντοτε ένα γερό κύτταρο που να με κρατούσε όρθια για να μην καταπέσω. Μερικές φορές λέω «μα, πώς επιβίωσες;». Αλλά τα κατάφερα. Για κάποιο λόγο, απροσδιόριστο, έβλεπα τη θετική πλευρά των καταστάσεων· η πίστη μου στο Θεό, χωρίς να είμαι καμιά θρησκόληπτη, με κράτησε «ζωντανή». Πέρασα πολύ επώδυνες καταστάσεις, το παραδέχομαι, κάποια που λέγονται και κάποια που δεν λέγονται, αλλά τολμώ να σου πω πως τώρα πια είμαι ευτυχισμένη. Αγάπησα τον εαυτό μου. Και ακούμπησα στην καλοσύνη των ξένων, που έλεγε και η Μπλανς που τόσο πολύ με σημάδεψε στο θέατρο. Κι αυτό δεν το μετάνιωσα ούτε στιγμή!
– Ονειρεύεσαι κάποιο μεγάλο ρόλο; Έχεις κάποιο απωθημένο;
(χαμογελάει) Κανένα απωθημένο δεν έχω. Έπαιξα πολλά…Θέλω μόνο να είμαστε καλά το παιδί μου κι εγώ από εδώ κι έπειτα.
– Πιστεύεις πως σου άξιζε μεγαλύτερη καριέρα; Πληγώθηκα πολύ που αφότου έπαιξα σε σπουδαίες παραστάσεις ρεπερτορίου, σε έργα του Τένεσι Ουίλιαμς, του Στρίνμπεργκ, του Ίψεν, του Λόρκα, του Ιονέσκο, του Μπέκετ, του Πιραντέλλο, του Μίλερ, του Φούγκαρντ, του Παπαδιαμάντη, σε αρχαίες τραγωδίες, στο μνημειώδες πια «Τζόρνταν» -που ο κόσμος ακόμη το θυμάται και είναι σημείο αναφοράς στην καριέρα μου- κ.ά., δεν είχα αποδοχή από συναδέλφους· ήμουνα συνήθως έξω απ’ τα εγκάρδια «μπράβο» των ανθρώπων του θεάτρου που ειπώνονται όχι από δημόσιες σχέσεις αλλά επειδή το νιώθουν. Ωστόσο, παίζοντας σε όλες αυτές τις σπουδαίες παραστάσεις, αυτές τις τέσσερεις και πλέον δεκαετίες που είμαι στο θέατρο, θέλω να σου πω πως είμαι γεμάτη, είμαι πλήρης απέναντι σε μένα και στο κοινό· γιατί έπαιξα σε πολλές και καλές δουλειές. Και, ναι, τελικά άξιζε να γίνω ηθοποιός· για την ικανοποίηση που έδινα και δίνω στον κόσμο, για τη χαρά που πήρα και παίρνω απ’ το κοινό, το τόσο αυστηρό κοινό, που με σταματά και θέλει να μου πει μια καλή κουβέντα, γι’ αυτόν τον ένα θεατή που το βράδυ πριν κοιμηθεί θα αναλογιστεί αυτό που του «μετέδωσα». Για τη χαρά της δημιουργίας και της Τέχνης του θεάτρου, ναι, άξιζαν όλα! Μόνο έτσι είναι ήρεμη πια η ψυχή μου…
xatzigeorgiou@yahoo.com
Φιλελεύθερα, 17.1.2021.