Η βραβευμένη τρεις φορές με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας καθώς και από την Ακαδημία Αθηνών, Πίτσα Γαλάζη, βρίσκεται τα τελευταία χρόνια σε ακινησία.
Την πήρα τηλέφωνο την πρώτη μέρα των έκτακτων επιπλέον μέτρων για τη Λεμεσό, όπου ζει – μόλις είχα λάβει τα τελευταία της βιβλία που μόλις κυκλοφόρησαν. Θυμηθήκαμε κάποιες άλλες, φωτεινές μέρες, φθινοπωρινές, με θέα στον μόλο, αγκαλιά εκείνη με τον φύλακα άγγελό της, τον σύζυγό της, Πανίκο Σωτηρίου, τότε που δεν αντιμετώπιζε τα σοβαρά σημερινά προβλήματα υγείας της και έσφυζε από ενεργητικότητα – τώρα καραντίνα και «καραντίνα».
Πώς σας βρίσκει η πρώτη μέρα του τοπικού «απαγορευτικού» για τη Λεμεσό; Είμαι, έτσι κι αλλιώς, έγκλειστη, λόγω των προβλημάτων της υγείας μου από το 2006. Βλέπω τη θάλασσα από το διαμέρισμά μου και περιμένω να καλυτερέψουν τα πράγματα για όλους. Αυτές οι μέρες μου θυμίζουν την εποχή με το κέρφιου που είχαμε τον καιρό της ΕΟΚΑ, τότε που μας έκλειναν μέσα οι Εγγλέζοι ένα μήνα, βδομάδες, μέρες.
Συνηθίσατε πια στην ακινησία; Συνήθισα, ναι. Αλλά ο κόσμος του ποιητή είναι μέσα του. Κι αυτός δεν είναι ακίνητος. Είναι ελεύθερος. Κανείς δεν μπορεί να «κλείσει» αυτόν τον κόσμο. Ο ποιητικός κόσμος δεν γνωρίζει από lock down.
Συνηθίζεται το να κοιτάς τη θάλασσα απέναντι, αλλά να μην μπορείς να την περπατήσεις ή να την κολυμπήσεις; Αυτό, όχι, δεν συνηθίζεται. Είναι πολύ δύσκολο. Δεν έχω, όμως, άλλη επιλογή. Δεν μπορώ να το αλλάξω.
Είχατε ποτέ «απαγορευτικά» -lock down- στη ζωή σας; Όχι. Μόνο αυτά που επιβάλλω η ίδια στον εαυτό μου όταν γράφω. Να μην κάνω τίποτ’ άλλο, μόνο αυτό.
Τι σχέση έχετε με την μοναχικότητα; Είναι φίλη μου. Κοιτάω μέσα μου και θυμάμαι πράγματα: Τα παιδικά μου χρόνια, τα φοιτητικά μου, τα μετέπειτα…
Ζήσατε ωραία ζωή; Πολύ καλή. Μερικά γεγονότα δεν θα ήθελα να τα είχα ζήσει. Αλλά τα κατάφερα.
Υπήρξαν φορές που χάσατε το κουράγιο σας; Ναι. Όταν είχε γίνει η εισβολή πίστεψα πως χάθηκε ο κόσμος. Τότε.
Ζείτε παράλληλα στον πεζό και στον ποιητικό κόσμο; Όταν γράφω ζω στον ποιητικό. Δυστυχώς, όμως, οι άνθρωποι δεν αγαπούν την ποίηση. Θέλουν το χειροπιαστό, αυτό που αγγίζεται.
Αυτό συνέβαινε πάντα; Νομίζω πως ναι. Απλώς στο παρελθόν οι άνθρωποι ήταν πιο ρομαντικοί – ονειρεύονταν κιόλας. Το τι ονειρεύονταν δεν είχε σημασία – αρκούσε αυτό. Υπάρχει ένα απλό ποίημα που βρήκα γραμμένο σε ένα σημειωματάριο του παππού μου, και νομίζω πως εμπεριέχει αυτό που με ρωτάτε: «Χωρίς χαρές μπορεί να ζει κανείς / χωρίς επιθυμίες και ελπίδες όμως, όχι».
Έχετε καθόλου αισιοδοξία για το μέλλον της Κύπρου μετά τα τελευταία γεγονότα – άνοιγμα Βαρωσίων, εκλογή Τατάρ, Τουρκικά σκάφη που κάνουν «έρευνες» στη θάλασσά μας; Καθόλου αισιόδοξη δεν είμαι. Ούτε για το Βαρώσι. Ούτε για την Κύπρο. Ξέρετε, η Αμμόχωστος ήταν η πόλη που αγαπούσα πιο πολύ. Την έχω στο μυαλό μου όπως την άφησα. Να πηγαίνω να κολυμπώ στις Καλαμιές, δίπλα από το Grecian…Θέλει ο άλλος τώρα να πάει να κάνει πικ νικ εκεί – δεν ντρέπονται;
Είδατε φωτογραφίες, video, από το πώς είναι τώρα το Βαρώσι; Είδα, ναι. Έκλαψα πολύ. Τις Τετάρτες θυμάμαι, τότε που δούλευα στο ΡΙΚ, στο Βαρώσι πηγαίναμε. Είναι απογοητευτικό αυτό που συμβαίνει. Βρείτε μου μια χαραμάδα που να μπαίνει αχτίδα ελπίδας – δεν υπάρχει! Ό,τι πάρουν οι Τούρκοι, δεν το επιστρέφουν. Κι αυτό δεν το λέω εγώ, το λέει η ιστορία.
Άρα το μέλλον της Κύπρου ποιο είναι; Συνέβη ήδη: Η διχοτόμηση. Αυτό το φρικτό πράγμα. Και για μένα, που πολέμησα το ’55-’59 για την ελευθερία της Κύπρου, καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό. Να έχεις δωρίσει στην Κύπρο τα νιάτα σου και τελικά να βλέπεις τον τόπο σου τουρκοπατημένο. Ελπίζω μόνο να μην υπογράψουμε εμείς τη διχοτόμηση, να μην γίνει με τη δική μας έγκριση.
Αναγνωρίζετε τα λάθη που έχουμε κάνει για να καταλήξουμε σ’ αυτό που προβλέπετε πως θα συμβεί; Όλοι τα αναγνωρίζουν. Όλοι τα ξέρουν. Με ρωτάτε, όμως, πολιτικά. Έναν ποιητή που είναι του απόλυτου, ενώ ο πολιτικός είναι του σχετικού.
Σήμερα πού βρίσκονται οι αγκύλες της ζωής σας – όπως πολύ ωραία το γράφετε στο τελευταίο σας βιβλίο «Αγαπημένοι και κεχαριτωμένοι»; …Θέλω να προλάβω να δω την Κύπρο ελεύθερη πριν πεθάνω. Αυτό. Είναι μια ελπίδα. Ας υπάρχει μια ελπίδα…
Φοβάστε το θάνατο; Τον πόνο φοβάμαι, όχι το θάνατο.
Αντέχει, πιστεύετε, η ποιητικότητα σ’ αυτό τον κόσμο; Μα, η ποίηση δεν μπορεί να πάψει να υπάρχει. Ό,τι παίρνει ο ποιητής υπάρχει ήδη γύρω του.
Το σημερινό περιβάλλον δεν ευνοεί την ποίηση; Οι άνθρωποι δεν ευνοούν την ποίηση. Γιατί είναι υλιστές. Ποτέ δεν ευνοείτο η ποίηση.
Μήπως, τελικά, ήταν λάθος που γίνατε ποιήτρια; Δεν το διάλεξα. Με διάλεξε. Είχα ξεκινήσει να γράφω από τα εννιά μου, αλλά στα δεκαπέντε μου κατάλαβα πως δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Έχω εργαστεί στο ΡΙΚ, σε εφημερίδες -στον «Φιλελεύθερο», στην «Πατρίδα», στη «Γνώμη»- αλλά πάντοτε ήμουνα μέσα μου ποιήτρια.
Νιώθατε στην καθημερινότητά σας ότι έχετε κάτι που δεν έχουν οι άλλοι; Όχι. Γιατί πάντα ήθελα να είμαι σαν τους άλλους.
Κλαίτε εύκολα; Πολύ εύκολα. Όχι σαν τη μάνα μου, αλλά κλαίω.
Η μητέρα σας ήταν πιο ευαίσθητη από εσάς; Η μάνα μου δεν πήγαινε στους Χαιρετισμούς γιατί δεν άντεχε.
Μήπως είναι μειονέκτημα να είναι κανείς ευαίσθητος; Είναι. Πώς δεν είναι;
Στο βιβλίο σας «Ένας κόσμος Ελ Γκρέκο» γράφετε σε ένα ποίημά σας: «…Στο σκότος ερώτων να μπω». Οι έρωτες έχουν σκότος; Το πάθος είναι σκοτεινό.
Πόσων ετών είστε; Φέτος έγινα 80.
Να τα εκατοστίσετε!
Γιατί να τα εκατοστίσω; Για να δω τι; Νομίζετε πως θα δω την Κύπρο ελεύθερη;
Info: Τα τελευταία βιβλία της Πίτσας Γαλάζη «Ένα κόσμος Ελ Γκρέκο» και «Αγαπημένοι και κεχαριτωμένοι», μόλις κυκλοφόρησαν από τις Εκδόσεις Αρμός.
Φιλελεύθερα, 15.11.2020.