Η Λέα Μαλένη κουβαλά την ευθύνη των επιλογών της από τα γεννοφάσκια της και θεωρεί θεωρεί προσωπικό χρέος του καθενός την ενεργή στάση απέναντι σ’ αυτά που τον αφορούν.

Έχει μόλις «βγει» από το «Frozen» και κάνει πρόβες για να παίξει στον «Θάνατο του εμποράκου», ενώ σκηνοθετεί παράλληλα το «Κτήνος στο φεγγάρι». Σε μια ιδιαίτερα γόνιμη, όσο και αβέβαιη περίοδο, πρωτοστατεί στο ζήτημα της κατοχύρωσης των καλλιτεχνών και υπογραμμίζει σε όλους τους τόνους ότι είναι καιρός για συνειδητές επιλογές κι όχι για φορεμένες ιδέες.

– Πόσο δύσκολο είναι να διαχειρίζεσαι μέσα σε σύντομο διάστημα δύο απαιτητικούς ρόλους και παράλληλα μια σκηνοθεσία; Δεν είναι το καλύτερό μου. H διαχείριση παράλληλων εργασιών και κόσμων προϋποθέτει καλή οργάνωση, προγραμματισμό και συντονισμένη προεργασία, μήνες προτού ξεκινήσει κανείς να δουλεύει στο πρακτικό μέρος. Από την άλλη, είναι βάλσαμο σε μια τέτοια ρευστή περίοδο ανασφάλειας να έχεις κάτι να πιαστείς, τόσους κόσμους να διερευνήσεις. Πάντα μ’ άρεσε να μπορώ να προσηλώνομαι σ’ ένα μόνο αντικείμενο τη φορά. Αυτό τα τελευταία χρόνια έχει αναγκαστικά αλλάξει. Είναι δυστυχώς χαρακτηριστικό της ιδιαίτερης φύσης της δουλειάς μας. Είτε να δουλεύεις χωρίς ανάσα χτυπώντας 19ωρα ημερησίως, είτε να κάθεσαι άπραγος χωρίς δουλειά για μήνες, περιμένοντας το επόμενο κάλεσμα, το οποίο κανείς δεν ξέρει πότε θα έρθει και υπό ποιες προϋποθέσεις.

– Μπορείς να μπαίνεις στο πετσί τέτοιων ρόλων και μετά να επιστρέφεις σπίτι σαν να μην τρέχει τίποτε; Τους ρόλους τους κουβαλάς μαζί σου 24 ώρες το 24ωρό, ό,τι κι αν κάνεις, όπου κι αν είσαι. Δε μπορείς ν’ αφήνεις έξω στο χαλάκι της εισόδου τους ήρωές σου, σε κατοικούν, συνδιαλέγεσαι μαζί τους όλες τις ώρες της ημέρας. Πάντως, οι κόσμοι των συγκεκριμένων ηρώων δεν διαφέρουν πολύ από τον δικό μας. Η αγωνία των προσφύγων που ξεριζώθηκαν από τη γη τους αφού σφαγιάστηκαν οι δικοί τους και ψάχνουν να ριζώσουν ξανά σε ξένη γη, όπως συμβαίνει με τους ήρωες στο «Κτήνος στο Φεγγάρι», δεν διαφέρει από την αγωνία των Σύρων που με μια αγκαλιά παιδιά στον ώμο φορτώνονται σαν τσουβάλια σ’ ένα πλοιάριο και ξεβράζονται σε μιαν ακτή, ζωντανοί ή νεκροί. Ο αγώνας ενός απεγνωσμένου μεσήλικα μεροκαματιάρη που δουλεύει μια ζωή μόνο για να πληρώνει χρέη, παλεύοντας να κρατήσει τη δουλειά του μέσα σ’ ένα αδηφάγο σύστημα επιφανειακής ευμάρειας, όπως συμβαίνει στον «Θάνατο του Εμποράκου», δεν έχει διαφορά με όσα βιώνουμε από το 2013.

– Δεν είναι εξαντλητικό; Για να μπορείς να στρέψεις τον καθρέφτη στα μούτρα της κοινωνίας, προκειμένου να δει και ν’ αναγνωρίσει αλήθειες και καταστάσεις που δεν είναι πια σε θέση να δει, πρέπει να ανακαλύψεις διεξοδικά αυτούς τους κόσμους. Να μάθεις τα γεγονότα, να μπεις το πετσί των ανθρώπων και να δεις πώς τα είχαν βιώσει στο παρελθόν και τι επιπτώσεις είχαν όλα αυτά. Πολλές φορές είναι αβάστακτο να σηκώνεις και να κουβαλάς το διπλό φορτίο του κόσμου των ηρώων και της σκληρής πραγματικότητας.

– Νιώθεις από πριν ότι μια παράσταση θα είναι επιτυχημένη; Κάποιες φορές, ναι. Είναι κάτι που αισθάνεσαι, για πολλούς λόγους, όπως και το αντίθετο. Αυτό δε σημαίνει ότι το επιτυχημένο είναι και οικονομικά προσοδοφόρο. Έτσι κι αλλιώς, το τι είναι επιτυχημένο ή όχι, σηκώνει συζήτηση και μπορεί να αναλυθεί κι ερμηνευθεί με πολλούς τρόπους.

– Πώς διεκδικεί το ενδιαφέρον του κυπριακού κοινού το «Κτήνος στο Φεγγάρι»; Η βίαιη εκρίζωση και η άτακτη φυγή αμάχων αποτελεί δυστυχώς ένα τραγικά επαναλαμβανόμενο μοτίβο στην ιστορία της ανθρωπότητας, το οποίο στις μέρες μας έχει πάρει παγκόσμιες διαστάσεις. Στη δική μας θεώρηση, η αναπόληση της ιστορίας αυτών των ανθρώπων -του Αράμ και της Σέτας – λειτουργεί υπαινικτικά ως φορέας μιας συλλογικότερης μνήμης της ανθρωπότητας. Το νήμα ξεκινά από τα βάθη των αιώνων και συνεχίζει στις μέρες μας, με τις αιματηρές εχθροπραξίες στη Μέση Ανατολή και τον ξεριζωμό εκατοντάδων χιλιάδων άμαχων Σύρων. Έχουμε περάσει κι εμείς δεινά ως λαός: πόλεμο, θάνατο, ξεριζωμό, προσφυγιά. Όπως αποδεικνύεται όμως, ο ανθρώπινος πόνος δεν αναγνωρίζεται σε συνθήκες ειρήνης. Οι άνθρωποι δυστυχώς ξεχνούν σαν τα χρυσόψαρα.

– Το παρελθόν είναι κάτι που τελειώνει; Δεν συνεχίζεται στο παρόν; Ο χρόνος δεν επιστρέφει. Τουλάχιστον σ’ αυτή τη διάσταση που ζούμε. Τίποτα δεν βιώνεται ξανά. Οι συνέπειες από τις πράξεις του παρελθόντος, όμως, χρωματίζουν το παρόν και διαμορφώνουν το μέλλον. Πολλοί άνθρωποι επιλέγουν ν’ αφήσουν πίσω το παρελθόν και να στοχεύουν μόνο μπροστά. Κανένα παρόν όμως δεν χτίζεται χωρίς θεμέλια. Γιατί έτσι, επαναλαμβάνονται τα ίδια λάθη. Η μνήμη -και η γνώση που κουβαλά- του παρελθόντος είναι αναγκαίο να υπάρχει όχι μόνο ως προσωπική αλλά κι ως συλλογική παρακαταθήκη, ως οφειλόμενη τιμή στο τι έγινε κι ως αρχή και συνέχεια για το τι θα επακολουθήσει.

– Ποιο θέατρο σ’ ενδιαφέρει; Αυτό που καταπιάνεται με την αλήθεια και τον άνθρωπο στη ρίζα της ουσίας του, είτε είναι σωματικό θέατρο, είτε επινόησης, είτε λογοκεντρικό θέατρο. Τη θεατρική πράξη θα έλεγα ότι έχω ανάγκη, ως μέσο, ως δίαυλο επικοινωνίας. Να διεγείρει το ενδιαφέρον μου, να προκαλεί τη φαντασία μου. Να με πάει παρακάτω.

– Πώς φαντάζεσαι την επόμενη μέρα στο θέατρο στη σκιά των περιορισμών λόγω της πανδημίας; Θλιβερή και δυσοίωνη. Αν δεν δράσουμε από κοινού -πολιτεία και επαγγελματίες των τεχνών- προκειμένου να βρούμε λύσεις για όλες τις εγκληματικές παραλείψεις των παρελθόντων δεκαετιών, τότε τα πράγματα θα γίνουν ακόμη πιο δύσκολα.

– Όταν με το καλό επιστρέψουμε στο κανονικό πιστεύεις ότι θα βλέπουμε τον κόσμο και τις ζωές μας με άλλα μάτια; Μα θα έπρεπε ήδη να βλέπαμε με άλλα μάτια. Μια κρίση, πέρα από δεινά, προσφέρει την ευκαιρία για αυτοκριτική και ενδοσκόπηση. Σε αναγκάζει να κάνεις μια υποχρεωτική διακοπή απ’ όλα και να αναθεωρήσεις τη ζωή σου. Να θυμηθείς ποιος είσαι, τι επιζητάς από την επίγεια πορεία σου, από τη συναναστροφή με τους άλλους σ’ αυτό το σύντομο ταξίδι. Το ίδιο λέγαμε και τότε με την κρίση του 2013. Και τότε ζήσαμε πρωτόγνωρες καταστάσεις. Οικογένειες καταστράφηκαν, περιουσίες χάθηκαν εν μία νυκτί, άνθρωποι βρέθηκαν άστεγοι, χωρίς δουλειά και, το χειρότερο, χωρίς την παραμικρή ελπίδα για το μέλλον. Θυμάμαι τότε με το Cyprusaid, πώς από το πουθενά μια χούφτα άνθρωποι ξεσήκωσαν μια ολόκληρη κοινωνία προκειμένου να μιλήσει, να πάρει θέση, ν’ αντιδράσει. Ενωθήκαμε και σταθήκαμε αλληλέγγυοι για να αντιμετωπίσουμε από κοινού τα προβλήματα, να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον. Νομίζαμε ότι μετά απ’ αυτό ο κόσμος θα γινόταν ομορφότερος, πως θα υπάρξει συνειδητοποίηση, έγνοια, συλλογικότητα. Φευ.

– Πώς κρίνεις τα αντανακλαστικά της πολιτείας στην αντιμετώπιση του πολιτισμού μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες; Δεν θα ισχυριστώ ότι αυτή η συνθήκη ήταν γνώριμη στον οποιονδήποτε. Όλοι κληθήκαμε ν’ αντιμετωπίσουμε για πρώτη φορά μια εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση. Όμως, αν δεν υπήρχε συλλογική αντίδραση από τους επαγγελματίες προκειμένου να υπάρξει τοποθέτηση και θέση απέναντι στα θέματα πολιτισμού από το αρμόδιο υπουργείο, δεν θα γινόταν τίποτα απολύτως. Κι αυτό, όχι από κακή πρόθεση, αλλά μάλλον από χρόνια αδιαφορία κι έλλειψη πραγματικού οράματος ώστε να εγκύψει κανείς επί της ουσίας στα ζητήματα και να βρει λειτουργικές λύσεις. Ένα υδροκέφαλο υπουργείο με τόσους διαφορετικούς νευραλγικούς πυλώνες στην πλάτη του, μοιραία λειτουργεί με δυσκαμψία και άργητα, ενώ οι ανάγκες τρέχουν.

– Φταίει μόνο ο υδροκεφαλισμός; Δεν υπήρξε ποτέ όραμα για χάραξη πολιτιστικής πολιτικής σε αυτό τον τόπο το οποίο να καθιστά την καλλιέργεια και την εδραίωση του πολιτισμού αναγκαιότητα στην τοπική κοινωνία, είτε αναφερόμαστε στη σύγχρονη δημιουργία είτε στην πολιτιστική κληρονομιά. Αυτό το έλλειμμα πολιτικής δημιουργεί μια άκρως απογοητευτική απαξίωση της τέχνης από την ίδια την κοινωνία, την οποία η πολιτεία αντί να φροντίσει ν’ αλλάξει, την εκμεταλλεύεται αδιαφορώντας κι επιλέγοντας να επενδύσει περισσότερο στην ύλη παρά στο πνεύμα. Από την Κύπρο δεν απουσιάζει μόνο η υπεύθυνη στάση της πολιτείας απέναντι στους επαγγελματίες των τεχνών προκειμένου να αντιμετωπίζονται ως ισότιμοι πολίτες. Απουσιάζει μέσα σ’ ένα ευρύτερο επίπεδο η στοχευμένη πολιτική προκειμένου η κοινωνία να κατανοήσει κι εκτιμήσει την ανάγκη ύπαρξης του πολιτισμού.

– Το ξεγύμνωμα της πραγματικής κατάστασης στον πολιτισμό και οι δυναμική που δημιούργησαν οι αντιδράσεις του καλοκαιριού αισιοδοξείς ότι έχει αλλάξει κάπως το ρεύμα σε σχέση με το ενδιαφέρον της πολιτείας αλλά και της κοινωνίας; Έχω ανάμεικτα αισθήματα μέσα μου γι’ αυτό. Αφενός, είδα κινήσεις στο παρελθόν που μ’ έκαναν να αισθάνομαι αισιόδοξη, ειδικά αφότου κατατέθηκαν οι εισηγήσεις μέσα από τη συλλογική ομάδα των επαγγελματιών των τεχνών. Αφετέρου, είδα να διαστρεβλώνονται προτάσεις, να γίνονται σπασμωδικές κινήσεις, να χρησιμοποιούνται ατελείς ιδέες στα σπάργανα ως ολοκληρωμένες προτάσεις χάριν εντυπωσιασμού. Είναι η εποχή των συνειδητών επιλογών κι όχι των έτοιμων, φορεμένων ιδεών χωρίς φίλτρο σκέψης. Ένα κράτος χωρίς βούληση, χωρίς αισθητική και χωρίς κριτική σκέψη, που δεν αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητα ύπαρξης της τέχνης, την αναγκαιότητα της ελευθερίας της έκφρασης, είναι ένα κράτος στείρο και ανελεύθερο.

– Υπάρχει ένα κομμάτι του εαυτού σου που να αισιοδοξεί ότι θα βγει κάτι θετικό από όλο αυτό; Η πανδημία και η επιβληθείσα καραντίνα που ζήσαμε όλοι από το σπίτι ξέβρασε στην επιφάνεια με τον χειρότερο τρόπο άλυτα προβλήματα ζωτικής σημασίας για την επιβίωση του σύγχρονου πολιτισμού και των ανθρώπων του. Ο διάλογος που γεννήθηκε μια -καθόλου τυχαία- μέρα εγκλεισμού, από ανάγκη και αγωνία για το αύριο, με μια πρωτόγνωρη συσπείρωση της μεγάλης πλειοψηφίας επαγγελματιών από όλο το φάσμα (Artists of Cyprus) πέρα και πάνω από κομματικές αποχρώσεις, μακριά από λάβαρα, πελατειακές σχέσεις κι αντιπολιτεύσεις, έδειξε, για μια στιγμή, πως κάπου θα μπορούσε να οδηγήσει. Εύχομαι η πολιτεία, έχοντας συναινέσει τελικά να καλέσει τους επαγγελματίες των τεχνών σε διάλογο για διεξοδική μελέτη των δεδομένων, να προχωρήσει τελικά στην επί της ουσίας κατοχύρωση των καλλιτεχνών, αλλά και των συναφών επαγγελματιών που τους στηρίζουν, παρακάμπτοντας τα εμπόδια στη συνεργασία των εμπλεκόμενων υπουργείων. Να προχωρήσει επιτέλους στη χάραξη μακροπρόθεσμης πολιτικής μέσα από τη δημιουργία ειδικού σχεδίου κοινωνικής πρόνοιας, όπως σε όλες τις πολιτισμένες χώρες του κόσμου, διασφαλίζοντας τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εμπλεκομένων.

– Υπάρχει όμως και μια ολόκληρη νοοτροπία που πρέπει να αλλάξει… Αν αλλάξει αυτή η νοοτροπία, τότε όλα τα υπόλοιπα γίνονται ευκολότερα. Πρέπει επιτέλους να προχωρήσουμε στον σχεδιασμό εδραίωσης πολιτιστικής συνείδησης σε όλα τα ηλικιακά και κοινωνικά στρώματα, βοηθώντας την κοινωνία να καταλάβει και να αναγνωρίσει την αναγκαιότητα ύπαρξης της τέχνης. Στο παρελθόν είχαν αναλωθεί χρόνια προσπάθειας, χωρίς καρπούς, εξαιτίας της κρατικής ακαμψίας. Η ευκαιρία και η γνώση είναι εκεί. Το ίδιο και η συλλογικότητα προκειμένου να υπερπηδηθούν τα εμπόδια και να γίνει το μεγάλο βήμα. Στο χρηματιστήριο της ζωής, η μεγαλύτερη επένδυση των λαών από καταβολής κόσμου ήταν η κουλτούρα. Το θέατρο αποτελεί το πιο ζωντανό και το πιο σύνθετο κομμάτι του πολιτισμού μας.

– Πιστεύεις ότι επίτηδες παραγκωνίζονται οι άμεσα επηρεαζόμενοι από τις κρίσιμες ζυμώσεις για την επόμενη μέρα σε σχέση με τις δομές στον πολιτισμό; Πιστεύω πως υπάρχει ένα κράτημα από μέρους της πολιτείας να συζητήσει οποιοδήποτε νέο σχέδιο προϋποθέτει αλλαγή οικονομικών δεδομένων. Πρώτον, γιατί ανέκαθεν το κράτος επικεντρωνόταν περισσότερο σε τομείς που στοχεύουν στην ύλη και τους υψηλούς οικονομικούς δείκτες που καθορίζουν πλέον όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας. Δεύτερον, γιατί η πολιτεία γνωρίζει τα ισχύοντα δεδομένα και ποιες δυνατότητες έχει να τ’ αλλάξει. Όμως θα πρέπει πια να αλλάξει στάση άρδην απέναντι στον πολιτισμό. Δεδομένου ότι ποτέ δεν βρέθηκε ένας πεφωτισμένος άνθρωπος στα τόσα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας να θέσει το θέμα της κατοχύρωσης των τεχνών και της αναγνώρισης αυτής της ιδιαίτερης φύσης εργασίας, τοποθετώντας τους ανθρώπους αυτούς σε ισότιμη θέση με υπόλοιπους πολίτες, σήμερα ίσως είναι η ύστατη ώρα να γίνει επιτέλους αυτό. Για να μπορέσει κι η τέχνη ν’ αντιμετωπίζεται από όλους ως υπολογίσιμο αγαθό, εντός κι εκτός συνόρων.

– Μετά από τόσα χρόνια αδιαφορίας για τον πολιτισμό, σε ποιο βαθμό όσα εξωφρενικά συμβαίνουν μπορεί να είναι ζήτημα προσώπων; Πρωτίστως. Και βεβιασμένων αποφάσεων. Και ατυχών συγκυριών που οδήγησαν λάθος ανθρώπους σε λάθος θέσεις. Οι οποίες ήταν συνήθως νευραλγικής σημασίας.

– Υπάρχει μια εντύπωση ότι η πολιτεία φοβάται τις αντιδράσεις κι ότι έστω και κατόπιν αυτών αναδιπλώνεται. Πιστεύεις ότι ο πολιτισμός -οι άνθρωποί του- έχει τη δυναμική να διεκδικήσει αυτά που δικαιούται; Φυσικά και το πιστεύω. Το είδα να γίνεται. Φτάνει να πιστέψουμε στη συλλογικότητα. Ν’ αφήσουμε στην άκρη αυτά που νομίζουμε ότι μας χωρίζουν και να επικεντρωθούμε σε αυτά που μας ενώνουν. Το θέμα δεν είναι να αμβλύνουμε τις διαφορές, αλλά να στοχεύσουμε στις ομοιότητες και στις κοινές ιδέες.

– Θεωρείς καθήκον να βρίσκεσαι στην πρώτη γραμμή αυτών των διεκδικήσεων ή προκύπτει ασυναίσθητα; Θεωρώ ευθύνη προσωπική του καθενός να έχει μια ενεργή, συνειδητοποιημένη και υπεύθυνη στάση απέναντι σ’ αυτά που τον αφορούν. Δεν περιμένω από κανέναν να διεκδικήσει ο,τιδήποτε για μένα, χωρίς εμένα. Ανέκαθεν ήμουν έτσι -την ευθύνη των επιλογών μου την κουβαλώ από τα γεννοφάσκια μου κι αυτό το οφείλω στους γονείς μου. Από τα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής μου ζωής πλήρωσα πολλές φορές γι’ αυτή την επιλογή. Ποτέ όμως δεν μετάνιωσα γι’ αυτό. Ανάγκη μου ήταν πάντα να υποστηρίξω αυτό που θεωρώ δίκαιο, ζυγίζοντας πρώτα όλες τις παραμέτρους. Ακόμα κι αν χρειάστηκε να διαφωνήσω με τους ίδιους τους συναδέλφους μου, το έκανα πάντα με καθαρότητα, ειλικρίνεια και τεκμηρίωση, θέλοντας να υπηρετώ το δίκαιο κι όχι το συμφέρον. Τώρα αν βρίσκομαι ή όχι στην πρώτη γραμμή των διεκδικήσεων, αυτό δεν έχει καμία σημασία. Η ανάγκη είναι που γεννά την όποια διεκδίκηση.

– Νοείται τέχνη χωρίς ρήξη; Δεν είμαι άνθρωπος των ρήξεων. Σιχαίνομαι τις ρήξεις, πιστεύω στην επικοινωνία και στην τεκμηρίωση, την επιχειρηματολογία και τον διάλογο. Η τέχνη όμως αποδεικνύεται αναγκαία σε περιόδους ρήξης, ύφεσης, κοινωνικής σαθρότητας. Για να θυμίζει αυτά που ξεχάσαμε, αυτά που πια δε βλέπουμε, αυτά που κάνουμε κι ούτε καν τα συνειδητοποιούμε.

– Πόσο έχεις αλλάξει ως άνθρωπος και δημιουργός από τα πρώτα χρόνια της Persona κι από την εποχή του επινοημένου θεάτρου στην πάλαι ποτέ Πειραματική Σκηνή μέχρι σήμερα; Έχασα την αισιοδοξία μου πολλές φορές από τότε. Κι άλλες τόσες την ξαναβρήκα. Διαπραγματεύτηκα την πίστη μου. Μεγάλωσα την υπομονή μου. Διεύρυνα τα πεδία μου, αναθεώρησα πολλές από τις ιδέες μου, πλούτισα τις μνήμες μου, συνάντησα στο δρόμο μου σπουδαίους συνοδοιπόρους. Μου λείπει η ομάδα από τότε κι η συνύπαρξη, το να ανήκω σ’ ένα σύνολο διαρκούς τριβής και δημιουργίας, το οποίο να μπορεί να δουλεύει απρόσκοπτα σε ένα και μόνο αντικείμενο ως κάτι ιερό. Μου λείπουν τα χρόνια της ανεμελιάς, μου περισσεύει το άγχος και πολλές φορές με πνίγει η αβεβαιότητα για το μέλλον. Αυτό είναι πια μέρος της ζωής όλων μας. Σιγά- σιγά, μαθαίνω να τα διαχειρίζομαι. Αλλά, στα δύσκολα, είμαι από αυτούς που πεισμώνουν ακόμα περισσότερο. Κι αν ο στόχος είναι ιερός τότε αποκτώ υπομονή γαϊδάρου.

– Το θέατρο είναι διέξοδος ή μονόδρομος; Παράθυρο προς διερεύνηση, εντός κι εκτός σαρκίου. Επιλογή.

– Σε ποιες περιπτώσεις εκπλήσσεις τον εαυτό σου; Εκεί που πιστεύω ότι έχω φτάσει στα όριά μου κι αυτά διευρύνονται ακόμη περισσότερο, χωρίς ούτε κι εγώ η ίδια να μπορώ να εξηγήσω.

– Οι ομάδες εξακολουθούν να γράφουν ιστορία; Το θέμα είναι ότι δεν ξέρω πια τι προλαβαίνει να γράψει ιστορία σ’ αυτό τον κόσμο. Τα πάντα γίνονται τόσο αδυσώπητα, με τέτοιους καταιγιστικούς ρυθμούς που ούτε κι εσύ ο ίδιος δεν προλαβαίνεις να γευτείς τη χαρά της γέννας και της μοιρασιάς.

* Το «Κτήνος στο Φεγγάρι» του Ρ. Καλινόσκι παρουσιάζεται από τις 4/12 και για 12 παραστάσεις στο Wherehaus 612 από τη Θεατρική Ομάδα Persona. Ο «Θάνατος του εμποράκου» του Α. Μίλερ παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία Ν. Νεοκλέους από 22/1 στον ΘΟΚ