Με αφορμή το νέο της πρότζεκτ στην Αθήνα, η νεαρή ανερχόμενη εικαστικός σχολιάζει τις δύσκολες συνθήκες στις οποίες καλούνται να παράγουν έργο στην Κύπρο οι καλλιτέχνες. «Οι τέχνες (εικαστικά, μουσική, θέατρο) είναι σημαντικό να καθιερωθούν στη δημόσια εκπαίδευση και να μη θεωρούνται ως μια απλή ελεύθερη απασχόληση», λέει.

– Μαζί με τη Μαρία Τουμάζου και τον Ορέστη Λαζούρα, δημιουργήσατε το 2015 την κολεκτίβα «Νεωτερισμοί Τουμάζου», που λειτούργησε για μια περίοδο τριών μόνο χρόνων. Είναι δύσκολο να επιβιώσουν οι νέοι χώροι που δεν έχουν εμπορικό χαρακτήρα; Σίγουρα ο χώρος δεν είχε κερδοσκοπικό χαρακτήρα, ήταν ένα αναγκαίο πειραματικό στάδιο και για τους τρεις μας. Στην περίοδο αυτών των τριών με τεσσάρων χρόνων οργανώσαμε εννέα ατομικές εκθέσεις και δυο ομαδικές. Παράλληλα, κάναμε συλλογές ρούχων, καμπάνιες μόδας, εκδόσεις και περφόρμανς, με λιγοστή ως μηδαμινή χρηματοδότηση. Παρότι φτάσαμε σε μια δημιουργική ακμή, ίσως αν υπήρχε μια εξωτερική βοήθεια, κυρίως οικονομική, να βελτίωνε τις συνθήκες και να βοηθούσε στη συντήρηση του χώρου.

 

– Σε ποιο βαθμό το κοινό της Κύπρου έχει εξοικειωθεί με τη σύγχρονη τέχνη; Τις δύο τελευταίες δεκαετίες φαίνεται πως το κυπριακό κοινό απομακρύνθηκε από τις εικαστικές εκθέσεις. Το ενδιαφέρον μειώθηκε αισθητά, η κουλτούρα της παρακολούθησης εκθέσεων σιγά-σιγά επικεντρώνεται σε ένα πιο συγκεκριμένο κοινό και ο κόσμος φοβάται να ασχοληθεί, ακόμα και να μπει σε διάλογο για τη σύγχρονη τέχνη. Ίσως εδώ να παίζει ρόλο η παιδεία και ίσως και η ίδια η τέχνη να έχει πλέον καταστεί ένα πιο αστικό σενάριο. 

– Η οικονομική κρίση έπαιξε κάποιον ρόλο πιστεύεις; Υπήρξαν άλλες δεκαετίες όπου το κοινό ήταν πολύ πιο ενεργό και πολυπληθέστερο στις εικαστικές εκθέσεις, τα πράγματα ήταν πιο αισιόδοξα και οι οικονομικές συνθήκες ευνοϊκότερες για τους πολίτες του νησιού, με μεγαλύτερη μεσαία τάξη και περισσότερο κόσμο να αγοράζει και να παρακολουθεί τέχνη. Ίσως και να ονειρεύομαι τον χώρο «Απόφαση» του Χριστόφορου Σάββα και του Γκλυν Χιουζ, εκθέσεις με διεθνή παρουσία και στίγμα στο Δημοτικό Κέντρο Τεχνών, τους πίνακες του Βότση και τα χαρακτικά του Χαμπή σε σπίτια και σ’ ένα πιο κοινωνικό πλαίσιο. 

– Ελάχιστοι καλλιτέχνες στην Κύπρο μπορούν να ζουν από τη δουλειά τους. Πιστεύεις ότι το κράτος θα πρέπει να στηρίξει περισσότερο την εικαστική παραγωγή; Το κράτος τα τελευταία χρόνια μας δείχνει επανειλημμένα πως το κέρδος μέσω της διαφθοράς είναι πρωτεύων στόχος και ότι η ηθική, η ανθρωπιά και οι πρόνοιες για τους πολίτες έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Οι πόροι επιβίωσής μου προέρχονται κυρίως από το εξωτερικό και από άλλα μέσα εκτός της τέχνης, όπως συμβαίνει και με πολλούς άλλους φίλους της γενιάς μου, αρχιτέκτονες, πολιτικούς μηχανικούς κ.λπ., οι περισσότεροι εκ των οποίων διαμένουν στο εξωτερικό για να επιβιώσουν. Το κράτος πρέπει καταρχήν να νομοθετήσει το «καθεστώς του καλλιτέχνη» που θα κατοχυρώνει νομικά την ύπαρξή μας και θα προνοεί για την αναγνώριση της κοινωνικής και επαγγελματικής μας υπόστασης, μια προσπάθεια που γίνεται από το Φυτώριο Εικαστικής Καλλιέργειας εδώ και χρόνια. Με αυτόν τον τρόπο θα επιτευχθεί ένα είδος ασφάλειας για το επάγγελμα του εικαστικού. Οι τέχνες (εικαστικά, μουσική, θέατρο) είναι σημαντικό να καθιερωθούν στη δημόσια εκπαίδευση, η διδασκαλία τους να γίνεται με πιο σύγχρονες μεθόδους και να μη θεωρούνται ως μια απλή ελεύθερη απασχόληση. Κι ενώ η Κύπρος βρίσκεται πλέον στα δίκτυα του νεοφιλελευθερισμού πολυδιάστατα, θα πρέπει ατομικές προσπάθειες να στηρίξουν την παραγωγή τέχνης.​

​- Ως εικαστικός πώς βίωσες τους περιορισμούς της καραντίνας; Σε ψυχολογικό επίπεδο, σίγουρα η διαδικασία κατανόησης της απώλειας και του φόβου της πανδημίας ήταν δύσκολη. Η απομόνωση ήταν εξαντλητική, αν και την ίδια ώρα επαναδημιουργήθηκαν όμορφες σχέσεις με τους γείτονες και τους φίλους μου. Το βιωματικό επίπεδο ήταν αρκετά περίπλοκο και δύσκολο καθώς ήμουν σε διαδικασία παραγωγής για τις πρώτες μου ατομικές εκθέσεις. Η παύση αυτής της διαδικασίας όμως έδωσε εναλλακτικές λύσεις καθώς και χρόνο για να εξελιχθούν και να ωριμάσουν οι ιδέες.   

– Ανήκεις στην γενιά των καλλιτεχνών που μεγάλωσαν στην ψηφιακή εποχή. Σε πιο βαθμό η δουλειά σου είναι επηρεασμένη από τις νέες τεχνολογίες; Ακριβώς επειδή μεγάλωσα μέσα και παράλληλα με την έντονη ανάπτυξη της τεχνολογίας επιλέγω να χρησιμοποιώ τις νέες τεχνολογίες σαν μέρος των υλικών και των φορμών που δουλεύω. Πολλές φορές προσπαθώ να δημιουργώ ένα διάλογο μεταξύ ψηφιακoύ και αναλογικού στα έργα μου και παράλληλα χρησιμοποιώ ένα φάσμα διεργασιών, όπως  εφαρμογές “artificial intelligences” και αρχέτυπους τρόπους χύτευσης μπρούντζου, διαδικασίες που κάπως λειτουργούν στο μυαλό μου παράλληλα και αντίθετα.​

​- Το 2018-19 έλαβες μέρος σε ένα residency στη Rijksakademie van Beeldende Kunsten του Άμστερνταμ. Πόσο δύσκολο ήταν να λάβεις μέρος σ’ αυτό πρόγραμμα και τι περιλάμβανε;  Πριν την εισδοχή μου στο πρόγραμμα, για χρόνια δεν είχα σταθερό χώρο εργασίας ούτε διαμονής, δούλευα κυρίως στο υπόγειο του πατρικού μου, γι’ αυτό και η συγκεκριμένη ευκαιρία ήταν καθοριστική για την εξέλιξη της δουλειάς μου. Το residency παρέχει στους καλλιτέχνες δύο χρόνια σε στούντιο, χώρο διαμονής, μηνιαίο μισθό, καθώς και τεχνική και θεωρητική υποστήριξη. Είναι ένα institution μοναδικό, με υπέροχη βιβλιοθήκη και εργαστήρια, διοικείται από γυναίκες, με καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο και τεχνικούς που πραγματικά σου μεταδίδουν όλες τις γνώσεις τους για να σε βοηθήσουν να εξελίξεις τη δουλειά σου και συμβούλους (καταξιωμένους καλλιτέχνες, επιμελητές και θεωρητικούς) που ο ρόλος τους είναι καταλυτικός. 

– Τι κρατάς από αυτή την εμπειρία; Νομίζω αυτό που κρατώ είναι τον διάλογο που ανέπτυξα μαζί με τους άλλους συμμετέχοντες, καθώς και τις συζητήσεις με τους συμβούλους και τους τεχνικούς. 

– Αυτή την περίοδο παρουσιάζεις στην Αθήνα νέα δουλειά σου. Ποια η βασική ιδέα του πρότζεκτ; Το «But we’ve met before», ο τίτλος της έκθεσης που παρουσιάζω στο Ηοτ Wheels Athens, είναι παρμένος από την κλασική ταινία της Disney «Sleeping Beauty», όταν ο πρίγκιπας προσπαθεί να πείσει την ωραία κοιμωμένη ότι έχουν συναντηθεί ξανά στα όνειρά της, σε μια προσπάθεια να τον αναγνωρίσει. Η έκθεση γενικότερα εξετάζει την κατανόησή μας για τη μνήμη και το χάσμα μεταξύ του πραγματικού και της ψευδαίσθησης. Εξετάζει τη σχέση μας με τον ψηφιακό χώρο και την τεχνολογία, το πώς η μνήμη μας αποτυγχάνει και μας παγιδεύει σέρνοντάς μας στα ψέματα και τις φαντασιώσεις της. 

– Πρωταγωνιστής της έκθεσης είναι το έργο «Twice Upon a While», ένα avatar. Μίλησέ μας περισσότερο γι’ αυτό. Πρόκειται για ένα έργο που δημιουργήθηκε μορφικά σε πρόγραμμα στον υπολογιστή και εμφανίζεται ψηφιακά σαν μια ιδεολογικά μπερδεμένη νεαρή έφηβος που έχει ξεχάσει τα δικά της καθήκοντα. Γλυπτικά στον χώρο του «Hot Wheels Athens», γέρνει πάνω σε ένα τραπέζι με καθρέφτη που αντανακλά τη μορφή της, ενσωματώνοντας εδώ τον μύθο του Νάρκισσου και τον διαχωρισμό μεταξύ του φυσικού και του οπτικού. Η σύνθεση των έργων που παρουσιάζω ασχολείται με τον κορεσμό του ειδώλου ως σύμβολο και της εικόνας ως μια αντι-μνημειακή παρουσία, την τομή και την αντανάκλαση ως ιδιότητες, αλλά και με θεματικές που διασχίζουν ένα πλαίσιο ιστορικών αναφορών, σημειολογικές μεταφράσεις που συνενώνονται σαν ένας «αστερισμός σφαλμάτων».

​- Τι υλικά και μέσα χρησιμοποιείς; Δουλεύω με εγκαταστάσεις, με αποσπασματικό και συλλογικό τρόπο, κι αυτό περιλαμβάνει μια πλειάδα υλικών και μέσων όπως αρχειακό υλικό, γλυπτική, video, αναλογικές φωτογραφίες, 3d renderings, μακέτες και άλλα. Χρησιμοποιώ υλικά όπως η ρητίνη, ο μπρούντζος, το σμιλεμένο ξύλο σε μηχανή CNC, ως «ύλη» αλλά και σαν παραποίηση της διαδικασίας παραγωγής τους μέσα από την ίδια τους την ιστορική υπόσταση. Στην έκθεση στην Αθήνα παρουσίασα επίσης δύο επιτοίχια με την τεχνική της αγιογραφίας, δηλαδή με αυγοτέμπερα σε ξύλο, μια τεχνική που έμαθα σαν ζωγραφική και σαν θεωρητική άσκηση. Στο ένα επιτοίχιο απεικονίζεται η εκτέλεση ενός πειράματος φωτός και χρώματος από βιβλίο φυσικής, και στο άλλο το πορτρέτο ενός παιδιού που βρήκα στο Ιnstagram, με face-paint σπίθες στα μάτια. Στο κεντρικό δωμάτιο του «Ηοt Wheels Athens», απέναντι από το Πολυτεχνείο, τοποθετήθηκε το έργο «Set Theory», φτιαγμένο από μπρούντζο χυτό μέσα στις στάχτες της άμμου. Το αποτέλεσμα παρουσιάζεται σε επίπεδη φόρμα με ακατέργαστο χαρακτήρα, σε αντίθεση με την τρισδιάστατη φιγούρα από ξύλο που σκαλίστηκε και κόπηκε με μηχανή CNC σε κλίμακα μεγαλύτερη του ανθρώπου, αλλά όχι σε σημείο που να αποσπά τη σχέση του με το σώμα. Στον χώρο υπάρχουν δύο κινητικές εγκαταστάσεις: Η μια είναι ένας κύλινδρος επενδυμένος με σπασμένα CD που περιστρέφεται, έτσι ώστε όταν το άµεσο ηλιακό φως πέφτει επάνω του, δημιουργείται ένα ουράνιο τόξο για περίπου 20 λεπτά. Η δεύτερη είναι το έργο «We Risk» που αποτελείται από δύο αντικείμενα,  μια ανοξείδωτη μεταλλική ράβδο που ξεκινά από το πάτωμα ως το ταβάνι και κινείται γύρω από τον εαυτό της, και από ένα μπρούντζινο μπαστούνι ακουμπισμένο στον τοίχο, που προσπαθούν να συναντηθούν. 

– Τι ετοιμάζεις αυτή την περίοδο; Αυτό το διάστημα ετοιμάζω μια ατομική έκθεση που θα εγκαινιάσει τον καινούργιο χώρο του «Τhe island club», που βρίσκεται στη Στοά Λανίτη στην Λεμεσό, μόλις μας το επιτρέψουν τα μέτρα. Η έκθεση θα έχει τίτλο «Ι don’t sleep, I dream». 

maria.panayiotou@phileleftheros.com

Φιλελεύθερα, 22.11.2020.