Η καλλιτεχνική διευθύντρια του Buffer Fringe 2020, Ελλάδα Ευαγγέλου, αναλύει τους στόχους της φετινής -τόσο διαφορετικής- διοργάνωσης.

Σε μια χρονιά που η πανδημία του Covid-19 προκάλεσε καίριο πλήγμα στις τέχνες και τις πολιτιστικές δομές, το Φεστιβάλ Παραστατικών Τεχνών Buffer Fringe «σηκώνει το γάντι» και προχωρεί σε μια «υβριδική» διοργάνωση: διεξάγεται τόσο στις δύο πλευρές της Νεκρής Ζώνης όσο και στο διαδίκτυο όπου δεν υπάρχουν ζώνες και διαχωριστικές γραμμές. Το Buffer Fringe 2020 δεν δημιουργεί γέφυρες μόνο ανάμεσα στις κοινότητες της Κύπρου αλλά και μεταξύ της προ- και της μετά-κορωνοϊού περιόδου.

– Τι κάνει το Fringe της Κύπρου μοναδικό; Κάθε φεστιβάλ fringe είναι μοναδικό, αφού η δουλειά του είναι να παρέχει χώρο για πειραματική δημιουργία που να έχει νόημα για το συγκεκριμένο χώρο/ χρόνο. Έτσι, εκτός από Fringe όπως του Εδιμβούργου που έχουν πια καθαρά εμπορικό χαρακτήρα, θα έλεγα ότι γενικά τα fringe σπρώχνουν το «αποδεκτό» στην τέχνη ένα μιλίμετρο κάθε φορά, για ν’ ανοίξουν τους ορίζοντες χρόνο με το χρόνο, πάντα στον χώρο (πόλη/ χώρα) όπου παρουσιάζονται. Το δικό μας Buffer Fringe έχει ένα μοναδικό χαρακτηριστικό: παίρνει το όνομά του από ένα «non space», από έναν χώρο που δεν υπάρχει σε κάποιο κράτος, βρίσκεται «αναμεταξύ» και δεν (πρέπει να) έχει ρόλο στην εξέλιξη της κοινωνίας, ούτε επιδιώκει να παράξει νέα αφηγήματα. Προσφέρει την πλατφόρμα για δημιουργία σε καλλιτέχνες από ολόκληρη την Κύπρο και τον κόσμο, χωρίς διακρίσεις, φτάνει η δουλειά να έχει νόημα· να μην είναι κενή νοήματος, αλλά καινή νοήματος.

– Σε ποιο βαθμό πιστεύεις ότι το Φεστιβάλ έχει ανταποκριθεί στον ρόλο του όλα αυτά τα χρόνια; Δεν θα έλεγα ότι έχει έναν ρόλο. Έχει πολλούς: η συνεργασία μεταξύ καλλιτεχνών από όλη την Κύπρο και το εξωτερικό, η διευκόλυνση της πειραματικής δημιουργίας, η στήριξη των καλλιτεχνών που βρίσκονται στο «περιθώριο», η συμμετοχή στο διάλογο που γίνεται στην Κύπρο και παγκόσμια για τον ρόλο της τέχνης στις κοινότητες, κ.ά. Συνεπώς, κάποιους από τους ρόλους τους εκπληρώνει, αλλά κυριότερα, βρίσκεται συνεχώς σε μια πορεία εξελικτική. Φέτος με τις νέες συνεργασίες, μπήκε ένα (διεθνές) κύμα φρέσκου αέρα, που ευελπιστούμε να συνεχίσουμε και το 2021.

– Θα έλεγες ότι με κάποιον τρόπο η διοργάνωση «τρέφεται» από τις συγκρούσεις, τις αντιπαραβολές, τις διαφορές; Υποθέτω ότι εννοείς τις «συγκρούσεις, τις αντιπαραβολές, τις διαφορές» που υπάρχουν σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο ανάμεσα στις κοινότητες της Κύπρου. Γι’ αυτό, θα απαντούσα ότι το Φεστιβάλ μάλλον μετατοπίζει την προσοχή από μια διαδικασία σχεδόν κανιβαλιστική, όπου οι τέχνες και τα αφηγήματα «τρέφονται» το ένα από το άλλο, για ν’ ανοίξει νέες προοπτικές: μέσα από τη δημιουργικότητα των καλλιτεχνών προσφέρει χώρο σε ποικιλία αφηγημάτων, που ίσως να προέρχονται από τις εντάσεις αυτές, ίσως κι από την απλή εμπειρία της καθημερινότητας.  Προσφέρει το πλαίσιο για λεχθούν ιστορίες από τους καλλιτέχνες για οποιαδήποτε πτυχή της σχέσης τους με την Κύπρο, χωρίς να είναι περιορισμένοι στο κυρίαρχο αφήγημα της μιας ή της άλλης κοινότητας.

– Πώς επηρεάζει και πώς καθορίζει το φετινό στίγμα της διοργάνωσης η πανδημία και η πολιτική περιορισμού της; Σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό. Ενδεικτικά, έχουμε κάνει 13 διαφορετικούς σχεδιασμούς του προγράμματος, κάθε φορά με τις ενδεικνυόμενες αλλαγές λόγω χώρου, περιορισμών μετάβασης στην Κύπρο από καλλιτέχνες του εξωτερικού, περιορισμών για το πέρασμα των οδοφραγμάτων κ.π.ά. Μάς έμαθε όμως η εμπειρία πολλά: πώς να επιμένουμε σε θέματα αρχής, πώς η πρόσβαση των καλλιτεχνών και του κοινού στην τέχνη είναι δικαίωμα, πού (σεβόμενοι όλους τους κανόνες ασφάλειας και υγείας) είναι σημαντική και πρέπει να προασπίζεται.

– Οι εξελίξεις στην Αμμόχωστο και η στασιμότητα στο Κυπριακό σε ποιο βαθμό επηρεάζουν πρακτικά ή ψυχολογικά το Φεστιβάλ; Ιδιαίτερα οι εξελίξεις στην Αμμόχωστο μάς επηρέασαν πολύ, αφού άλλαξαν τη συζήτηση που είχαμε με την Έλενα Αγαθοκλέους (Μίτος) και Νουρτανέ Καραγκίλ (Pasaj), από Λεμεσό και Αμμόχωστο αντίστοιχα, οι οποίες έβαλαν πλώρη να δημιουργήσουν μέσα από ατομική και συλλογική δουλειά τη δική τους αντίληψη των δύο πόλεων και της σχέσης τους, μέσα από το «95 Stops». Στην αρχή της διαδικασίας μάς βρήκε το πρώτο lockdown και στα μισά περίπου άνοιξαν τα Βαρώσια, αλλάζοντας τη νοητική γεωγραφία που υπάρχει εδώ και 46 χρόνια. Η περίκλειστη πόλη επανέρχεται ως το πολυτιμότερο κομμάτι στην πολιτική σκακιέρα, μια ζωντανή μνήμη, ένα ζόμπι της πολιτικής. Αυτό διατάραξε την πορεία εξέλιξης του έργου και τις δικές μας ισορροπίες. Τώρα τα πράγματα πήραν την πορεία τους, αλλά δύσκολα.

– Η έννοια της «μετατόπισης» είναι αμφίσημη και πολυπρισματική. Έχει όμως και αρνητική χροιά. Δεν ανησυχείς μήπως παρεξηγηθεί; Δεν δώσαμε πρόσημο αξίας, θετικό ή αρνητικό, στη μετατόπιση. Απ’ ότι φάνηκε, δεν έδωσαν ούτε οι καλλιτέχνες, αφού οι ιδέες για παραστάσεις κάλυψαν το ευρύ φάσμα των προσήμων, ήταν μάλλον πολυπρισματική. Αυτός ήταν και ο στόχος: να δούμε πόσους «χρωματισμούς» θα είχαμε στην ερμηνεία της έννοιας. Γενικά, απόλυτες ερμηνείες δίνονται από τα mainstream κι από θεσμούς που απευθύνονται σ’ ένα κοινό που δεν θέλει πολλά ερωτηματικά σ’ αυτό που βλέπει. Ένα φεστιβάλ fringe, όμως, πρέπει να προωθεί την πολυχρωμία και το μοναδικό σημείο στίξης που δέχεται είναι το ερωτηματικό.

– Συμφωνείς ότι περισσότερο από τη θεματική, σημαντικότερη είναι η μορφή και η δομή αυτού του Φεστιβάλ; Για το φεστιβάλ του 2020, η αρχική πρόθεση ήταν να καταστήσει τη μορφή πιο σημαντική, αφού δόθηκε αυξημένη σημασία στη συνεργατική δημιουργία και στο work in progress. Φιλοδοξούσε να δώσει μια νέα μορφή στην παρουσίαση περφόρμανς, όχι μόνο από ένα άτομο ή ένα είδος έκφρασης, κι όχι μόνο μια μέρα, αλλά λαμβάνοντας υπόψη τη διαδικασία ως κάτι που έχει νόημα να παρουσιαστεί. Αλλά με το Covid-19, την απομόνωση και την (υπαρξιακή) κρίση των καλλιτεχνών ανά το παγκόσμιο, η ιδέα της μετατόπισης, σε μια εποχή που η μετατόπιση δεν αποτελεί πια επιλογή, άλλαξε την ισορροπία και οι καλλιτέχνες στράφηκαν στην θεματολογία του fringe, με μια έντονη επιθυμία να μιλήσουν για τη νέα αυτή μετατόπιση.

– Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση σε ό,τι αφορά τα δικά σου καθήκοντα; Φέτος ήταν οι συνεχείς αλλαγές. Η σκέψη της ευαίσθητης ισορροπίας τόσο σε σχέση με τους Κύπριους καλλιτέχνες, ιδιαίτερα μετά τους περιορισμούς στη διακίνηση από τα οδοφράγματα, που διέκοψε διαδικασίες συνεργασίας, αλλά και με τους εκτός Κύπρου που δεν μπόρεσαν να ταξιδέψουν για να έρθουν εδώ. Η αίσθηση της ευθύνης είναι μεγάλη, πάντα υπάρχει η αμφιβολία αν κάνεις αρκετά, αν στηρίζεις όπως πρέπει τους καλλιτέχνες- ιδιαίτερα σε μια εποχή που βάλλονται από παντού.

– Ποια είναι η μεγαλύτερη φιλοδοξία σου για το Buffer Fringe; Να βρούμε μια ουσιαστική γλώσσα να επικοινωνήσουμε με τον κόσμο, να γίνουμε μέρος και να βρούμε τον τόπο μας στο δημόσιο διάλογο. Και το λέω αυτό έχοντας γνώση του πόσο περιορισμένος είναι ο δημόσιος διάλογος, πόσο ωθεί τα άτομα, τις ομάδες και τους θεσμούς να μπαίνουν σε κουτάκια που τα ορίζουν στερεότυπα. Αλλά η ουσία του δημόσιου διαλόγου είναι η ρευστότητα.

* Το κύριο μέρος του Φεστιβάλ Παραστατικών Τεχνών Buffer Fringe πραγματοποιείται στις 4, 5 & 6 Δεκεμβρίου στο Θέατρο Πόλης/ ΟΠΑΠ και στο ΕΜΑΑ. bufferfringe.org