«Το φωτισμένο μυαλό του Καποδίστρια  και η εμπειρία του περί διοίκησης θα είχε βοηθήσει ώστε να αποφύγουμε πολλά από τα αυτοκαταστροφικά μας λάθη».

– Γιατί δώσατε στο τελευταίο σας μυθιστόρημα τον τίτλο «Το βρωμερόν ύδωρ της λήθης»; Σ’ ένα από τα πιο γοητευτικά προεπαναστατικά κείμενα, την «Ελληνική Νομαρχία -Ήτοι Λόγος Περί Ελευθερίας» υπό Ανωνύμου του Έλληνος, δημοσιευμένο το 1806, ο συγγραφέας, λάτρης της σκλαβωμένης ακόμα πατρίδας του, προτρέπει τους συμπατριώτες του που ζουν στη Δύση να συμμετάσχουν στην προσπάθεια λυτρωμού και επιπλήττει εκείνους που, έχοντας πιει «το βρωμερόν ύδωρ της λήθης», την έχουν ξεχάσει και καλοπερνούν στα ξένα. 

– Πώς σχολιάζετε το γεγονός ότι πολλοί νέοι τα τελευταία χρόνια μετανάστευσαν στο εξωτερικό λόγω κρίσης; Δεν είναι καινούργιο το φαινόμενο, και στο παρελθόν όταν δυσκόλευαν τα πράγματα, οι Έλληνες μετανάστευαν, τόσο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας όσο και κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα όπου παρατηρούνται δύο μεγάλα κύματα, ένα το 1903 και ένα δεύτερο τη δεκαετία του ‘60. Η διαφορά σήμερα είναι ότι στην πλειονότητά τους οι νέοι που φεύγουν δεν ανήκουν στα χαμηλότερα στρώματα, είναι εκπαιδευμένοι, και τους χάνουμε την ώρα ακριβώς που είναι έτοιμοι να προσφέρουν. Υπό μίαν έννοια, ωστόσο, αυτό το τελευταίο είναι καλό επειδή η εικόνα μας διεθνώς βελτιώνεται.

– Η ιστορία του βιβλίου διαδραματίζεται στην Αθήνα, πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, λίγο μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια. Πιστεύετε ότι αν δεν δολοφονείτο ο Καποδίστριας η μοίρα της Ελλάδας θα ήταν διαφορετική; Έτσι νομίζω. Θεωρώ δηλαδή ότι ύστερα από τους δύο εμφυλίους και κατά τη διάρκεια της διαμάχης που έχει αρχίσει μεταξύ αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, καθώς και την αντιπαράθεση αγωνιστών και άλλων για το ποιος, τι, και πότε πρόσφερε τα περισσότερα και δικαιούται, συνεπώς, τα περισσότερα, ένα φωτισμένο μυαλό σαν το δικό του και με την εμπειρία του στα περί διοίκησης, θα είχε βοηθήσει ώστε να αποφύγουμε πολλά από τα αυτοκαταστροφικά μας λάθη.

– Έχετε πει πως, όταν αρχίζετε να γράφετε, το κάνετε επειδή προσπαθείτε να βρείτε την απάντηση σ’ ένα συγκεκριμένο ερώτημα. Ποιο ήταν το ερώτημα στο νέο σας βιβλίο; Θα έλεγα ότι είναι το ποιοι είμαστε τελικά εμείς οι νεοέλληνες, στην ουσία ωστόσο εκείνο που με απασχολεί είναι η ικανότητά μας στο να αποδεχθούμε αυτό που είμαστε πραγματικά, ο αγώνας μας για την αυτογνωσία. Η ικανότητά μας, δηλαδή, ανατρέχοντας στο παρελθόν να αποδεχόμαστε τόσο τα θετικά όσο και τα αρνητικά μας γνωρίσματα, επειδή μ’ αυτόν τον τρόπο θεωρώ ότι θα δημιουργήσουμε ένα πιο σταθερό έδαφος κάτω από τα πόδια μας και ενδεχομένως θα πάψουμε να βλέπουμε πλέον στον διπλανό μας τον εχθρό μας.

– Ποια βιβλία έχετε δίπλα σας αυτή την περίοδο για διάβασμα; Διαβάζω και απολαμβάνω το «Σημειώσεις για τη Μουσική του Κόσμου», Διονύσης Καψάλης, Άγρα, και ξαναδιαβάζω και απολαμβάνω τα «Η Άνοδος της Μονοδοξίας στην Ύστερη Αρχαιότητα», Πολύμνια Αθανασιάδη, εκδόσεις της Εστίας, και «Byron’s War, Romantic Rebellion, Greek Revolution» του Roderick Beaton, Cambridge University Press. 

Εκδ. Ίκαρος
Σελ. 272
Τιμή: €14.00 

Φιλελεύθερα, 6.12.2020.