Ο συγγραφέας «αναπερπατά γυμνός στα τρόχαλα της συγγραφικής ανηφόρας». 

Ισίδωρου Ζουργού «Οι Ρετσίνες του βασιλιά», (εκδόσεις Πατάκη).

Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, πολύ αριστοτεχνικά και χωρίς να στρογγυλεύει τις γωνίες, έγραψε στο βιβλίο του Στ’ αμπέλια, πως τον κόσμο της υπαίθρου, τον σκληρό αυτό κόσμο, τον πεθυμά κανείς μόνο αν δεν έχει ζήσει σε αυτόν ως μόνιμος κάτοικός του. Στην ελληνική ύπαιθρο, όπου ο χρόνος σταματά σε αρκετά σημεία, ο κόσμος παρουσιάζει το πιο σκληρό του πρόσωπο∙ ένα πρόσωπο το οποίο δεν γνωρίζει πολλά από πολιτικαλ-κορεκτισμούς και δεν χαρίζεται με ευκολία στις τυποποιημένες ευγενείς δηλώσεις. Ένα κόσμο που μετράει την ομορφιά της γης μόνο με την ευφορία της και στον οποίο ο όρος «ψυχαγωγία» δεν εμφανίζει ποικιλία.

Σε ένα τέτοιο κόσμο αποφασίζει να ζήσει ο Λεόντιος Έξαρχος, πρωταγωνιστής του ένατου στη σειρά βιβλίου του Ισίδωρου Ζουργού. Ένας γυμνός, πλέον, «βασιλιάς» ο οποίος έχει συνειδητά εγκαταλείψει το «ελληνικό όνειρο» της μεταπολιτευτικής Ελλάδας -που έβγαλε την τραγιάσκα για να φορέσει σμόκινγκ, άφησε τον καπνό για να καπνίσει πούρα-, για να αναμετρηθεί, μόνος πια, με τους δαίμονές του αντικαθιστώντας στο ποτήρι του το πανάκριβο ουίσκι με χωριάτικη ρετσίνα κατωτάτης ποιότητας.

Ο Λεόντιος Έξαρχος, επιτυχημένος επιχειρηματίας, ευκατάστατος και μορφωμένος, εγκαταλείπει την πολυτελή και άνετη ζωή του στην Αθήνα για να ζήσει στον, εγκαταλελειμμένο πλέον, πύργο του πεθερού του σε ένα χωριό, στο οποίο «τα μόνα συμβάντα ήταν η αλλαγή του καιρού κι όποιος απόηχος ερχόταν από τον έξω κόσμο, συνήθως ποδοσφαιρικά νέα, σεισμοί, λοιμοί, καταποντισμοί και οι εκάστοτε περικοπές από τα νέα οικονομικά μέτρα».

Ελεύθερος πια από κάθε επαγγελματική και κοινωνική υποχρέωση και μέσα στην απέραντη θλίψη του προσπαθεί να εντοπίσει τι στράβωσε στη, φαινομενικά, τέλεια ζωή του. Αυτοεξορίζεται, τρόπον τινά, για να πραγματοποιήσει ένα ταξίδι αυτογνωσίας και αυτοκριτικής, το οποίο θα μετατραπεί σε ένα ζωντανό εφιάλτη που θα φτάσει στη λύτρωση δίνοντας στον αναγνώστη ένα σαιξπηρικό gran finale. Ο δρόμος όμως προς το φως, για τον Λεόντιο Έξαρχο, και για κάθε άνθρωπο, δεν θα είναι εύκολος. Μέσα από το ταξίδι του αυτό θα ματώσει εσωτερικά και θα βιώσει την αποδόμηση όχι μόνο της ζωής του αλλά και της ίδιας της χώρας. Θα έρθει αντιμέτωπος τόσο με τις παθογένειες της ατομικότητας όσο και με εκείνες που διαμόρφωσαν την Ελλάδα της σύγχρονης ιστορίας.

Χωρισμένο σε τέσσερις ενότητες, αντίστοιχες των εποχών, το νέο μυθιστόρημα του Ισίδωρου Ζουργού συνδιαλέγεται με μαεστρία με κλασικά λογοτεχνικά διαμάντια, όπως τον Βασιλιά Ληρ του Σαίξπηρ -από τον οποίο εμπνέεται τόσο τον πρωταγωνιστή όσο και τις κόρες του-, τον Γαργαντούα του Ραμπελαί, τη Μεταμόρφωση και τον Πύργο του Κάφκα, μα και με αριστουργήματα της αναγεννησιακής τέχνης∙ ο καφετζής του χωριού, Φώτης, ο παπα-Γιώργης, ο Πρόδρομος «το Ζάρι», ο Μουσθένης ο «σαλός», η ερωτική Πένυ ξετρυπώνουν ένας ένας και λαμβάνουν μια κάποια θέση στη ζωή του ξεπεσμένου βασιλιά συνθέτοντας τον καρναβαλικό πολιτισμό του Μεσαίωνα, όπως τον ζωγράφισε ο Πίτερ Μπρέγκελ.

Η αφήγηση, τριτοπρόσωπη, παραμένει κυνικά αμέτοχη, ωστόσο, καθώς εισάγει ημερολογιακές σημειώσεις, σημειωματάρια και e-mails, στα οποία ο πρωταγωνιστής συνδιαλέγεται πότε με τον εαυτό του και πότε με τους ανθρώπους που δεν υπάρχουν πια στη ζωή του, προσδίδεται στο κείμενο ζωντάνια και γλαφυρότητα ενώ ταυτόχρονα, ο φαινομενικός διάλογος με παραλήπτη μόνο τον εαυτό του, παραμένει αναπάντητος ως ένας στυγνός μονόλογος που κατακρεουργεί την περηφάνια ενός αυταρχικού εξουσιαστή.

Ο Λεόντιος Έξαρχος, ο ξεπεσμένος βασιλιάς, θα βιώσει την πραγματική, ανεπιτήδευτη αγάπη στο alter ego του, τον Ζαχαρία, τον «σαλό» του χωριού.«Ο Ζαχαρίας ήταν όλα όσα τον πονούσαν κι αυτά μαζί πού φοβόταν, όλα ως είδωλο αντεστραμμένο. Ήταν το δικό του μυαλό, πού όμως δούλευε με την όπισθεν, η καρδιά πού χτυπούσε εκείνο το δευτερόλεπτο που η δική του αναπαυόταν. Ήταν ο αδερφός του που ξαγρυπνούσε την ώρα που αυτός κοιμόταν, πού γελούσε όταν ο ίδιος έκλαιγε». Ήταν ο τελευταίος υπήκοος που αποδεικνύει πως «η αγάπη δεν επιβάλλεται, παρά μόνο αναβλύζει».

Ο Ισίδωρος Ζουργός αποδεικνύει ακόμη μια φορά το ανεπιτήδευτο λογοτεχνικό του ταλέντο, δοκιμάζοντας ο ίδιος την πένα του σε μονοπάτια «άγνωστα», καθώς όπως τόνισε, «αναπερπατά γυμνός στα τρόχαλα της συγγραφικής ανηφόρας, επενδύοντας στο βίωμα της ανακαίνισης». Και παραδίδει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό τις Ρετσίνες του Βασιλιά, δικαιώνοντας την άποψη πως υπάρχει ακόμη καλή ελληνική λογοτεχνία. 

*Εικόνα: Pieter Bruegel the Elder – Χωριάτικος χορός, 1568 © KHM-Museumsverband.