Έρχονται καλύτερες μέρες, υποστηρίζει το «τουριστικό» σύνθημα της κυβέρνησης στην προσπάθειά της να προσελκύσει ξένους επισκέπτες στο νησί. Και βέβαια ανακαλεί στη μνήμη το αντίστοιχο προεκλογικό σύνθημα του Φραγκλίνου Ρούζβελτ, του 1932, Happy days are here again (ο τίτλος είναι ερανισμένος από το ομώνυμο τραγούδι των M. Ager και J. Yellen του 1929).
 
Μόνο που υπάρχει τεράστιο χάσμα πολιτικής αντίληψης και πράξης ανάμεσα στη διακυβέρνηση του Ρούζβελτ και την αντίστοιχη δική μας. Ο τομέας του πολιτισμού είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς είναι ο φτωχός συγγενής της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής. Και οι πρόσφατες εσπευσμένες αποφάσεις που εξαγγέλθηκαν μετά από αντιδράσεις και έπειτα από τις γενναιόδωρες ανακοινώσεις άλλων ευρωπαϊκών χωρών, είναι για τα μάτια του κόσμου, ανεπαρκέστατες. Με τον πολιτισμό θα ασχολούμαστε τώρα;
Χάρη στον Ρούζβελτ, με το New Deal και το κολοσσιαίο ευρύτατο πρόγραμμα ανάπτυξης που υιοθέτησε, οι Η.Π.Α., που είχαν πληγεί από την ύφεση το 1929, καταπολέμησαν την ανεργία και ανέκαμψαν σε λίγα χρόνια. Στο πλαίσιο του New Deal εντάχθηκαν μια σειρά από Ομοσπονδιακά Σχέδια (Federal Projects) που στόχο είχαν να στηρίξουν τον πολιτισμό και όσους βρέθηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη στην ανεργία: τους συγγραφείς (FWP), το Θέατρο (FTP), τη Μουσική (FMP) και την Τέχνη (FAP). Ό,τι δεν έπραξε δηλαδή η δική μας κυβέρνηση κατά την κρίση του 2013 και την περίοδο της πανδημίας.
Ο Ρούζβελτ ήταν πεπεισμένος πως τα Σχέδια αυτά δεν λειτουργούσαν μόνο προς όφελος των καλλιτεχνών, αλλά ενίσχυαν ταυτόχρονα και το «δημοκρατικό πνεύμα». Πίστευε πως ο καλλιτέχνης αξιοποιώντας τη δική του αντίληψη των πραγμάτων, αντιπροσώπευε και το ευρύτερο πνεύμα των συμπολιτών του. Ο Ρούζβελτ θεωρούσε την τέχνη και την πρόσβαση σ’ αυτήν θεμελιώδη για τον αμερικάνικο τρόπο ζωής και τη δημοκρατία. «Η τέχνη στην Αμερική πάντοτε ανήκε στον κόσμο και ποτέ δεν ήταν αποκλειστικό κτήμα μιας Ακαδημίας ή τάξης» δήλωνε το 1939.
 
Δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν για μουσικούς, ηθοποιούς, εικαστικούς και συγγραφείς. Τα Σχέδια εγκαινιάστηκαν το 1933 και γνώρισαν ευρύτατη διάδοση από το 1935 μέχρι το 1942. Στις εικαστικές τέχνες, που επηρεάστηκαν από πολλά καλλιτεχνικά ρεύματα (π.χ. το μεξικάνικο κίνημα των τοιχογραφιών), φιλοτεχνήθηκαν 100.000 πίνακες, 18.000 γλυπτά και 2500 τοιχογραφίες. Κοσμούσαν ταχυδρομεία, σχολεία, αεροδρόμια, νοσοκομεία, ορφανοτροφεία, βιβλιοθήκες, μουσεία και γενικά πολλά κυβερνητικά κτήρια. Σε αυτήν την εποχή φαίνεται να καθιερώνεται η τακτική για αγορά έργων τέχνης που αντιστοιχεί στο 1% του κόστους ανέγερσης ενός δημόσιου κτηρίου. Συνολικά 100 Κέντρα Τεχνών ιδρύθηκαν σε 22 πολιτείες και φιλοξενούσαν εκθέσεις καλλιτεχνών που συμμετείχαν στα κυβερνητικά προγράμματα. Καταγράφηκαν και σχεδιάστηκαν αντικείμενα της τρέχουσας καθημερινής ζωής, αλλά και ιστορικών εποχών όπως της Αποικιοκρατίας, λ.χ. ενδύματα, εργαλεία, οικιακά σκεύη. Επιπλέον, ενισχύθηκαν οι καλλιτέχνες που εργάζονταν εκτός των αστικών κέντρων. Έτσι, για πρώτη φορά, οι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών ήρθαν σε επαφή με αυθεντικά έργα τέχνης, την πειραματική τέχνη και επαγγελματίες καλλιτέχνες.
 
Αυτή η τέχνη διερεύνησε τις κοινωνικές συνθήκες της ύφεσης, απεικόνισε τις δυσκολίες της εποχής εξαιτίας του κραχ και το όραμα για μια καλύτερη Αμερική. Αποτυπώθηκαν ακόμα και τα θριαμβευτικά έργα του New Deal όπως τα αχανή φράγματα και το τιτάνιο έργο επέκτασης της ηλεκτροδότησης σε όλη τη χώρα. Ο καλλιτέχνης της ύφεσης βρήκε νόημα σε μια τέχνη που απευθυνόταν στον μέσο Αμερικάνο κι όχι μόνο στην ελίτ. Αυτή η στάση αντανακλούσε το πνεύμα δημοκρατικότητας που ήθελε να εμπεδώσει ο Ρούζβελτ. Δύο από τους εικαστικούς που αναδείχθηκαν μέσα από το Σχέδιο ήταν ο J. Pollock και M. Rothko.
 
Γύρω στους 16.000 μουσικούς εργοδοτήθηκαν. Δόθηκαν 5000 συναυλίες τις οποίες παρακολουθούσαν τρία εκατομμύρια θεατές. Συμμετείχαν περίπου 10.000 συγγραφείς, ποιητές, βιβλιοθηκονόμοι, ερευνητές, ιστορικοί και επιμελητές για εκδόσεις που αφορούσαν Οδηγούς για πολιτείες και πόλεις, την τοπική και προφορική ιστορία, την εθνογραφία και τα βιβλία για παιδιά. Το συγκεκριμένο Σχέδιο είχε τίτλο «Αυτοπροσωπογραφία της Αμερικής» και το συνολικό κόστος ανήλθε στα 27 εκατομμύρια δολάρια. Πολλά βιβλία (εκδόθηκαν πάνω από 1000 βιβλία και φυλλάδια), έγιναν best sellers. Ανάμεσα στις πιο ενδιαφέρουσες θεματικές ήταν οι «Ινδιάνοι της Αμερικής» και οι «Αφηγήσεις των σκλάβων». Η τελευταία σειρά περιλάμβανε 2300 συνεντεύξεις με αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο και 500 φωτογραφίες με ασπρόμαυρες φωτογραφίες πρώην σκλάβων στην Αμερική. Ορισμένοι από τους γνωστούς συγγραφείς που έλαβαν μέρος στο Σχέδιο ήταν οι μετέπειτα διάσημοι Ralph Ellison και Saul Bellow.
 
Το Ομοσπονδιακό Σχέδιο για το θέατρο πρόσφερε εργασία σε 12.700 ηθοποιούς, σκηνογράφους, σχεδιαστές, τεχνικούς φωτισμού και άλλες ειδικότητες, ενώ παράλληλα ενισχύθηκαν και παραστάσεις που αφορούσαν το κουκλοθέατρο, το τσίρκο, το μιούζικαλ και την όπερα. Οι παραστάσεις ήταν πολύ δημοφιλείς. Το έργο One Third of a Nation, το οποίο βασίστηκε στη δήλωση του Ρούζβελτ «ένα τρίτο του έθνους κακοπληρωμένο, ένα τρίτο κακώς σιτισμένο και ένα τρίτο κακώς ενδεδυμένο», ήταν μια από τις μεγάλες επιτυχίες της εποχής. Συνολικά 30 εκατομμύρια θεατές παρακολούθησαν τις παραστάσεις του Σχεδίου. Το πρόγραμμα ενθάρρυνε την πολυπολιτισμικότητα, καθώς επιχορηγήθηκαν θέατρα εθνικών ομάδων όπως των Αφροαμερικανών και των Εβραίων.
 
Σε μια εποχή που ο ρατσισμός στην Αμερική βρισκόταν σε έξαρση, ανέβηκαν κοινές παραστάσεις λευκών και Αφροαμερικανών. Ήταν μια επαναστατική πράξη που προκάλεσε την αντίδραση πολλών συντηρητικών μελών του Κογκρέσου. Οι συντηρητικοί (Ρεπουμπλικάνοι και ορισμένοι Δημοκρατικοί) κατάφεραν τελικά το 1939 να αναστείλουν το Σχέδιο (παρόμοιες κατηγορίες -π.χ. για προώθηση της κομμουνιστικής ιδεολογίας- διατυπώθηκαν και για τις εικαστικές τέχνες). Γύρω στις 1000 παραστάσεις τον μήνα ανέβαιναν μπροστά σε ένα εκατομμύριο θεατές, το 78% των οποίων τις παρακολούθησαν δωρεάν, ενώ πολλοί έβλεπαν για πρώτη φορά θέατρο. Παρουσιάστηκαν συνολικά 1200 έργα, 100 από τα οποία νέα και αναδείχθηκαν 66 νέοι θεατρικοί συγγραφείς. O Burt Lancaster και Οrson Welles ήταν μόνο δύο από όσους ηθοποιούς συμμετείχαν και διέπρεψαν έπειτα στον κινηματογράφο. Ήταν πράγματι μια άνοιξη για τις τέχνες.
 
Διαπιστώνει κανείς, μέσα από τα Σχέδια αυτά, το όραμα του Ρούζβελτ για την ευρύτερη πρόσβαση του λαού, και των κατώτερων στρωμάτων σε όλους τους τομείς της πολιτισμικής δημιουργίας. Πέρα από τα πολλαπλά οφέλη που αυτά συνεπάγονταν, τα Σχέδια στρέφονταν κατά των διακρίσεων και διαπνέονταν από έναν άνεμο δημοκρατικότητας πρωτόγνωρο στην ως τότε Αμερική (με εξαίρεση ίσως την 4η Ιουλίου του 1776 και τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας).
 
Η σύγκριση ανάμεσα στην εμπνευσμένη πολιτική του Ρούζβελτ για τον πολιτισμό και την αντίστοιχη στάση της πολιτείας στην Κύπρο, έστω τηρουμένων των αναλογιών, μόνο μελαγχολία και απογοήτευση προκαλεί. Το όραμά του Ρούζβελτ ουδεμία σχέση έχει με τους δικούς μας εφιάλτες. Σε εμάς, δυστυχώς, η κοντόφθαλμη πολιτική των εκάστοτε κυβερνήσεων απαξιώνει διαχρονικά τον τομέα του πολιτισμού. Πρόκειται, ασφαλώς, για έλλειμμα δημοκρατίας, αν διερμηνεύσουμε τη θέση του Ρούζβελτ.  Το όραμά του εμάς δεν μας αφορά.