Πέθανε την περασμένη Κυριακή η Σουζάνα Αντωνακάκη (1935), μία από τις πιο σημαντικές αρχιτεκτόνισσες της Ελλάδας. Μαζί με τον σύζυγο της, Δημήτρη Αντωνακάκη, δημιούργησαν έργα που διακρίνονται για τον τρόπο που συνδυάζουν την παράδοση με τη νεωτερικότητα και μαζί με άλλους αντιπροσωπεύουν αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «ελληνικός μοντερνισμός».
Η Σουζάνα και ο Δημήτρης Αντωνακάκη είναι από τους λίγους Έλληνες αρχιτέκτονες που το έργο τους έχει περάσει στη διεθνή βιβλιογραφία. Ανάμεσα στα έργα τους ξεχωρίζουν το Αρχαιολογικό μουσείο της Χίου (1965), συγκρότημα εργατικών κατοικιών στο Δίστομο (1965), Πολυκατοικία στη Εμμανουήλ Μπενάκη (1973), το Πολυτεχνείο και η Φιλοσοφική Σχολή Κρήτης (1981 και 1982), η Βιβλιοθήκη της Σχολής Καλών Τεχνών (2005). Φανερά επηρεασμένοι από την φιλοσοφία του Le Corbusier επιδίωξαν την σχέση του κτηρίου με το τοπίο προσδίδοντας στο φως κυρίαρχη σημασία.
Αν και το αφιέρωμα είναι αυτή την στιγμή στη Σουζάνα, δεν μπορείς να μιλάς για τον ένα χωρίς να αναφέρεσαι και στους δύο. Σε όλη τους την επαγγελματική πορεία υπήρξαν μαζί. Όλα τους τα έργα φέρουν την υπογραφή και των δύο. Μαζί με την Ελένη Γούση-Δεσύλλα, ίδρυσαν το Atelier 66 (1965-1986) κάτω από το οποίο πραγματοποίησαν το σημαντικότερο όγκο της δουλειάς του: κτίρια, εκδόσεις, συμμετοχές σε διαγωνισμούς και εκθέσεις, δημιουργώντας ένα χαρακτηριστικό στυλ που κατέστησε τη δουλειά του Atelier αναγνωρίσιμη. Το 1987, αφού ενσωματώθηκαν κι άλλοι αρχιτέκτονες, μετονομάστηκε σε Α66. Την εποχή εκείνη η Ζουζάνα ήταν και επισκέπτρια καθηγήτρια σε διάφορα πανεπιστήμια, ανάμεσα στα οποία και το TU Delft.
Από νωρίς συνειδητοποίησαν τη διαχρονική σημασία που έχει για την αρχιτεκτονική στη Μεσόγειο η μετάβαση από τον υπαίθριο στον στεγασμένο χώρο, αλλά και οι πολλαπλές εκφάνσεις που μπορεί να αποκτήσει μία σταδιακή εισχώρηση και αλληλεπίδραση του ιδιωτικού χώρου με τον ανοιχτό χώρο της πόλης. Οι ενδιάμεσοι χώροι λοιπόν, όπως στέγαστρα, αυλές, κατώφλια, στοές και μικρά αίθρια, αποτελούν σημαντικά στοιχεία στη δουλειά τους. Με τα στοιχεία αυτά, πολύχρωμα και γεωμετρικά συνήθως, εισάγουν και συνδέουν το τοπίο με τη ζωή στο εσωτερικό των κτηρίων.
Εκτός από το πρακτικό μέρος της δουλειάς τους, σημαντικό είναι και το θεωρητικό κομμάτι με απόψεις και παρεμβάσεις σε κατά καιρούς τρέχοντα ζητήματα. Η Σουζάνα μάλιστα διατηρούσε, μέχρι και πριν λίγα χρόνια, στήλη στην εφημερίδα «Τα Νέα» όπου κατέθετε σε τακτική βάση τις σκέψεις της, μακριά από βεβαιότητες και σίγουρες σχέσεις με το παρελθόν, όπως συχνά διευκρίνιζε.
Σε ένα από τα κείμενα της αυτά, αναφερόταν στην εσωστρέφεια των νέων τάσεων: «Αν αναζητήσουμε στις αφηγήσεις και στην ποίηση από την εποχή του Ομήρου λέξεις και περιγραφές που παραπέμπουν στην υπαίθρια ζωή στους οικισμούς, στα σπίτια και στα ανάκτορα, θα διαπιστώσουμε πόσο έχει διαβρωθεί ο τρόπος ζωής από τη βουλιμία για κλειστούς χώρους, η οποία ενώ δεν προέρχεται συνήθως από πραγματικές ανάγκες, ωστόσο διαμορφώνει τα στερεότυπα της κατοικίας και της κατοίκησης. Έτσι, η τυπολογία της κατοικίας αποκλείει χώρους «διφορούμενους» – μεταβλητούς, οι οποίοι λειτουργούν ως κλειστοί εξώστες ή ως επεκτάσεις του εσωτερικού χώρου, ανάλογα με την εποχή και τη θέση τους μέσα στο οικιστικό σύνολο. Ας θυμηθούμε τα χαγιάτια και τις ευρηματικές λύσεις στις υπόστεγες περιοχές των αυλών κοντά στο φουρναρειό ή στο μαγειρειό, ή τα «στεγάδια» με τον διπλό προσανατολισμό ανάμεσα στα δωμάτια- περιοχές δροσερές και σκιερές που προσθέτουν την ανάσα της ποίησης του ευέλικτου χώρου στην καθημερινή ζωή. Αν η εσωστρέφεια με την οποία αντιμετωπίζεται η κατοικία στις πόλεις έχει κάποια δικαιολογία είναι τελείως απαράδεκτο να εφαρμόζεται στους παραδοσιακούς οικισμούς ή στις παραθεριστικές κατοικίες».
Εντούτοις δεν υποστήριζε μια στείρα αναπαραγωγή του παραδοσιακού. «Το αυθεντικό, όπως πίστευε, δεν αναβιώνει, έχει χαθεί αμετάκλητα και δεν μεταφέρεται σε άψυχα κελύφη στη σύγχρονη ζωή». Για αυτό, ενώ βασιζόταν στην παράδοση, πίστευε πως χρειάζεται ρήξη με το παρελθόν. Πίστευε ακόμα πως οι κρίσεις, πέρα από τα προβλήματα που δημιουργούν, επιφέρουν και ευκαιρίες: «Η κρίση του 1929 είχε ως αποτέλεσμα την ανάδυση μιας νέας αρχιτεκτονικής, η οποία ήρθε σε πλήρη ρήξη με το παρελθόν για να εξυπηρετήσει το κοινωνικό σύνολο. Για την ανάδυση μιας νέας πραγματικότητας πέρα από μίζερες αποσπασματικές λύσεις, η αρχιτεκτονική: «Επάγγελμα με μοναδικό βάθος» οφείλει να συνενώσει και πάλι ανάγκες και όνειρα σε μια νέα ευαισθησία, ελπίζοντας στις νέες ιδέες που θα γεννήσει η κρίση».
Φιλελεύθερα, 12.7.2020.