Ο δημοφιλής πρωταγωνιστής κατάφερε, στις πέντε σχεδόν δεκαετίες που υπηρετεί το θέατρο, να εμπεδώσει στο κοινό αυτό που ελάχιστοι συνάδελφοί του καταφέρνουν: Τον σεβασμό.
– Όταν ξεκινάτε για να πάτε σε μια παράστασή σας στην οποία πρωταγωνιστείτε, λέτε «πάω για δουλειά» ή «πάω για να υπηρετήσω την Τέχνη μου»; Λέω πως «πάω για δουλειά».
– Πολλοί συνάδελφοί σας θα απαντούσαν διαφορετικά… Οι συνάδελφοί μου δεν ξέρω τι λένε, εγώ πάντως λέω πως «πάω για δουλειά». Διότι αν δεν το βλέπουμε σαν δουλειά, τότε δεν υπηρετούμε ουσιαστικά ούτε την Τέχνη ούτε τίποτα.
– Τότε τι είναι για σας το θέατρο σήμερα; Ό,τι ήταν πάντα. Πέρα από το επαγγελματικό. Το θέατρο είναι μία σύμβαση: Εσείς αποφασίζετε να ‘ρθείτε και να δείτε μία παράσταση, πληρώνετε κάποια χρήματα, δίνετε τρεις ώρες απ’ το χρόνο σας για να μπείτε σε έναν άλλο χρόνο που δεν υπάρχει, που δημιουργείται εκ του μηδενός -το χρόνο που δημιουργεί η σκηνή, οι θεατρίνοι-, κι αν το αποτέλεσμα έχει ενδιαφέρον τότε θα είναι επιτυχημένη η παράσταση, αν όχι θα είναι αποτυχημένη και αδιάφορη. Για αυτούς τους λόγους, το θέατρο είναι η αρχαιότερη Τέχνη, η Τέχνη που δεν πρόκειται να πεθάνει ποτέ.
– Δύσκολα αντιμετωπίζετε τις αποτυχίες σας; Ποτέ δεν είναι ευχάριστο να αποτυγχάνεις. Απ’ την άλλη, είναι και δημιουργικό. Διότι καταλαβαίνεις τι δεν έχεις κάνει καλά, και γιατί η δική σου επιθυμία δεν ταυτίζεται με εκείνην του κοινού σ’ αυτό που θέλει να «συναντήσει» – είτε στο χρόνο, είτε στο χώρο που έπρεπε. Είναι σύνθετα τα πράγματα. Σας το λέω, βέβαια, εγώ που δεν έχω κάνει μεγάλες αποτυχίες, αλλά έχω κάνει και κάποια πράγματα που δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένα, τα οποία με οδήγησαν στην αυτοκριτική.
– Η αποτυχία μετριέται πάντα με εμπορικά κριτήρια; Κυρίως μετριέται με το αν κάποιος θυμάται μία παράσταση ή όχι. Αν τα βλέπαμε όλα με εμπορικά κριτήρια, τότε θα έπρεπε πάρα πολλές παραστάσεις να μην είχαν παιχτεί ποτέ. Πολλές φορές, έχουμε δει παραστάσεις εμπορικά επιτυχημένες αλλά ανόητες, που λειτουργούν πιο πολύ εκτονωτικά παρά επικοινωνιακά. Υπάρχουν άπειρα τέτοια παραδείγματα.
– Προσωπικά, ποια παράσταση απ’ όσες έχετε παρακολουθήσει φέρνετε τώρα στη μνήμη σας; Έχω δει άπειρα πράγματα – απ’ το Θέατρο Τέχνης, απ’ το Εθνικό Θέατρο, απ’ το θέατρο της πιάτσας, το λεγόμενο «εμπορικό». Γιατί το θέατρο είναι ένα: Δεν υπάρχει εμπορικό και «πνευματικό» – αυτά είναι ανοησίες. Έχω δει πάντως εξαιρετικά πράγματα. Και απ’ το εξωτερικό.
– Διαισθάνεστε την απήχηση που μπορεί να έχει μία παράστασή σας ή ακόμη κι εσείς ο ίδιος εκπλήσσεστε ακόμη έπειτα από 40 και πλέον χρόνια στο θέατρο; Καμιά φορά εκπλήσσομαι, γιατί όταν είσαι μέσα στην πηγή δεν μπορείς να καταλάβεις πάντα τι γίνεται – πρέπει να πάρεις μία απόσταση απ’ τα πράγματα. Βέβαια σε αυτό βοηθάει η εμπειρία των χρόνων. Όταν είμαστε νέοι, πολλές φορές, κάνουμε και επιπόλαια πράγματα γιατί είμαστε λιγότερο υπεύθυνοι, όταν μεγαλώνουμε οι ευθύνες πολλαπλασιάζονται, πρέπει να είσαι πιο προσεκτικός, άρα μειώνονται οι πιθανότητες να κάνεις πράγματα που δεν έχουν ενδιαφέρον. Αν βλέπεις τα πράγματα όχι επιπόλαια και με έπαρση, αλλά με μία σχετική σεμνότητα -χωρίς να φοβάσαι- τότε μπορείς να διακρίνεις πιο άνετα αν αυτό που κάνεις θα έχει ενδιαφέρον ή όχι.
– Η κωμωδία προέκυψε συνειδητά στη ζωή σας ή συνέβη από τύχη; Από τύχη. Από το τι ζητάει η αγορά, από τη δική μου ιδιοσυγκρασία – είναι ένας συνδυασμός πραγμάτων.
– Θυμάστε την πρώτη παράσταση στην οποία παίξατε; Όλα τα θυμάμαι. Θυμάμαι τα πάντα! Ήταν για ένα έργο του Φώσκολου, για τη σφαγή των Αρμενίων, στην οποία δεν μιλούσα καν, ο ρόλος ήταν βουβός, στο «Θέατρο Σμαρούλα» τότε. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με τη σκηνή. Ήταν το 1976.
– Άλλαξαν πολλά στον τρόπο που αντιμετωπίζετε το θέατρο από το 1976 μέχρι σήμερα; Έχουν αλλάξει οι εποχές. Λογικό είναι. Αλλά έχει βελτιωθεί πολύ και το επίπεδο των συναδέλφων – δεν υπάρχει καμία σύγκριση!
– Άλλοι υποστηρίζουν το αντίθετο: Πως το επίπεδο των ηθοποιών παλιά ήταν καλύτερο σε σχέση με το σημερινό… Τα βλέπουμε… Ξέρετε γιατί το λένε αυτό; Γιατί βλέπουν δυο τρεις, δεν βλέπουν το σύνολο. Το σύνολο παλιά, στο γενικότερό του, ήταν ένα μαύρο χάλι, δεν έχει καμία σύγκριση με το σημερινό. Είναι τόσο καλό το επίπεδο των νέων ηθοποιών τώρα, είναι οι ίδιοι πιο θαρραλέοι, πιο ευρηματικοί, έχουν μεγαλύτερες γνώσεις -εκτός από την υποκριτική-, στο χορό, στο τραγούδι κ.λπ. Κανένας δεν ασχολιόταν με αυτά στα δικά μου χρόνια. Το «υλικό» τώρα είναι καλύτερο. Απ’ την άλλη, δεν ξέρω αν έχουμε τα ίδια αισιόδοξα μηνύματα στη συγγραφή των έργων. Σ’ αυτό έχω τις επιφυλάξεις μου. Σ’ αυτό, ωστόσο, που βρίσκω στοιχεία υπερβολής και αλαζονείας είναι στο θέμα των σκηνοθετών. Όταν βγήκα εγώ στο θέατρο, το θέατρο ανήκε στους ηθοποιούς. Τώρα οι παραστάσεις «ανήκουν» στους σκηνοθέτες, λες και τις έχουν αγοράσει. Αυτά είναι αστεία πράγματα. Θέατρο χωρίς τους ηθοποιούς δεν υπάρχει. Χωρίς τον σκηνοθέτη υπάρχει.
– Πότε βεβαιωθήκατε πως είστε καλός ηθοποιός; Υπήρξε κάποιος που να σας το είπε; Δεν χρειάζεται να στο πει κάποιος, το καταλαβαίνεις.
– Με ποιο τρόπο; Απ’ την ανάσα του κόσμου την ώρα που παρακολουθεί. Αυτό στο πιστοποιούν οι άνθρωποι, αλλά όχι εξ ολοκλήρου. Ο απολογισμός γίνεται όταν μεγαλώνεις. Όταν είσαι νέος, μπορεί να είσαι καλός, μπορεί να ‘χεις ενδιαφέρον, αλλά η δική μας «βαθμολογία» έρχεται στα γεράματα, πρέπει να περάσουν τα χρόνια, να ‘χει συσσωρευθεί η εμπειρία. Είναι προσωπική υπόθεση το θέατρο σε ό,τι αφορά στον ηθοποιό, στην υποκριτική. Έχει επίσης σημασία για τον ηθοποιό με τι ρεπερτόριο ασχολείσαι, με τι συχνότητα είσαι στο επάγγελμα αυτό και κυρίως πώς αντιμετωπίζεις τις παραστάσεις – αν τις κάνεις ελαφρά τη καρδία ή με σοβαρότητα. Αυτά λειτουργούν προσθετικά. Αν υποτεθεί, δηλαδή, ότι κάποιος έρχεται να δει εμένα στο ρόλο που θα παίξω, βλέπει σε μένα αυτό αλλά και όλους τους άλλους ρόλους που έπαιξα μέσα στα τόσα χρόνια που κάνω αυτή τη δουλειά.
– Είναι εύκολο το γέλιο στη δική σας ζωή; Όπως είναι σε όλους τους ανθρώπους. Δεν γελάω, ωστόσο, με ανοησίες. Δεν γελάω π.χ όταν δω μία φάρσα, καταλάβατε; Ίσα- ίσα που θεωρώ αξιολύπητους τους ανθρώπους που κάνουν τις φάρσες.
– Γενικά, είστε αισιόδοξος ως άνθρωπος; Πολύ. Είμαι από τη φύση μου αισιόδοξος, αλλά και να μην ήμουνα θα έπρεπε να παρουσιάζομαι ως αισιόδοξος, γιατί οι καλλιτέχνες -και κυρίως αυτοί που έχουν πιο ισχυρή δημόσια εικόνα- πρέπει να είναι αισιόδοξοι. Αν είμαστε εμείς απαισιόδοξοι τότε θα πρέπει όλοι οι άλλοι άνθρωποι να πάνε να αυτοκτονήσουν.
– Ανέκαθεν ήσασταν τόσο δυνατή προσωπικότητα – όπως αντιλαμβάνομαι απ’ την κουβέντα μας; Ανέκαθεν. Απ’ τα νιάτα μου. Αλλά δεν είμαι ο ίδιος. Ωστόσο, πάντοτε είχα αυτή τη διάθεση – για κάποιο λόγο, όλοι μαζευόντουσαν γύρω μου. Ένιωθαν μια ασφάλεια προφανώς. Πώς είναι οι πατρικές φιγούρες; Μπορεί να μη συμφωνούν μ’ αυτά που κάνω, μπορεί να με βρίζουν, αλλά έρχονται μετά δίπλα.
– Υπήρξαν ποτέ δυσκολίες της ζωής σας που να σας κατέβαλαν; Υπήρξαν πολλές δυσκολίες, αλλά να με καταβάλουν όχι, σε καμία περίπτωση.
– Έτσι ήσασταν και ως παιδί; Είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας, ξέρετε. Παίζει ρόλο και το περιβάλλον, ο κοινωνικός περίγυρος, αλλά η μαγιά, η «γέννα», είναι δεδομένα. Είναι θέμα προσωπικότητας, αλλά και πώς έχεις γεννηθεί. Πώς μεγαλώνουν τέσσερα παιδιά μέσα στο ίδιο σπίτι αλλά κάθε ένα έχει τη δική του διαφορετική προσωπικότητα; Αυτό. Εγώ είχα πάντα μία τάση, θυμάμαι, να συναναστρέφομαι με μεγαλύτερους ανθρώπους, με την έννοια ότι ήθελα να μαθαίνω. Αυτό μόνο κέρδος ήταν για τον χαρακτήρα που διαμόρφωσα στην πορεία.
– Συνεχίζεται αυτό; Όχι. Έχει αλλάξει πια. Τα τελευταία χρόνια έχω μία τάση να συναναστρέφομαι νεότερους – απ’ τους οποίους επίσης μαθαίνω. Διότι οι άνθρωποι της γενιάς μου και οι μεγαλύτεροι, οι περισσότεροι είναι άνευ ενδιαφέροντος πλέον γιατί αναμασούν τα παλιά – και εμένα δεν με ενδιαφέρει καθόλου αυτό.
– Το τελευταίο που μάθατε από έναν νέο άνθρωπο ποιο είναι; Διακρίνω στα νέα παιδιά, κυρίως στους τριαντάρηδες, που έχουν βιώσει τη μεγάλη οικονομική κρίση στην Ελλάδα η οποία τους ταλαιπώρησε ιδιαίτερα, αλλά και τώρα την περίπτωση του κορωνοϊού -η οποία θα περάσει, αλλά δημιουργεί κραδασμούς- μία αισιοδοξία. Επειδή εγώ λειτουργώ πολύ με τα παραδείγματα, θα μου πείτε: «Παραδειγματίζεστε από έναν νεότερο;». Φυσικά. Πρέπει! Βλέπω τους νέους να έχουν ένα οίστρο στο μάτι, παρά τις δυσκολίες, και λέω «ναι, αξίζει τον κόπο να ασχολείται κανείς με τους νέους, κι όχι να τους καυτηριάζουμε με την πρώτη ευκαιρία». Γιατί, απ’ τη μία υπάρχει μία νεολαγνεία κι απ’ την άλλη υπάρχει η τάση, με το πρώτο στραβοπάτημα, να τους βρίζουμε. Αν θέλουμε, όμως, να είμαστε σοβαροί, τότε θα πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε σοβαρά και κυρίως να ακούμε. Οι νέοι άνθρωποι σήμερα έχουν αυτό το στοιχείο που δεν είχαμε εμείς παλιά: Ακούνε τον συνομιλητή τους. Δηλαδή, δεν έχουν έτοιμες απαντήσεις.
– Κι εσείς «ακούτε»; Κάνω προσπάθεια, μη νομίζετε. Γιατί η φύση των ανθρώπων είναι να έχεις πάντα έτοιμες απαντήσεις. Είναι πολύ δύσκολο να ακούς, να κάνεις διάλογο. Ο οποίος είναι η βάση της δημοκρατικής ζωής. Εγώ κάνω προσπάθεια να ακούω, όχι να υποδύομαι ότι ακούω.
– Υπάρχει μία παρεξήγηση για σας και θα ‘θελα να το αποσαφηνίσουμε: Ότι ο Γιάννης Μπέζος δεν είναι προσιτός στο κοινό, ότι είναι απόμακρος. Γιατί νομίζετε πως υπάρχει αυτή η εικόνα; Σας πληροφορώ πως δεν είναι παρεξήγηση, είναι έτσι. Από θέση και από διάθεση. Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαι μισάνθρωπος, προς Θεού. Απλώς δεν είμαι για ευρεία κατανάλωση και για πολλά πολλά. Αυτό, προσέξτε, δεν έχει να κάνει με τη λαϊκότητα. Έχει να κάνει με μία προσωπική στάση. Πιστεύω πως οι καλλιτέχνες πρέπει να κρατάνε μία απόσταση από τους ανθρώπους, ώστε να μπορούν να τους βλέπουν και να τους γοητεύουν. Αλλιώς λαϊκίζουν αφόρητα, όπως κάνουν και οι πολιτικοί. Δεν το κάνω από στυλ, είναι η διάθεσή μου τέτοια.
– Αν έρθω, δηλαδή, να βγάλουμε μία selfie μετά το τέλος της παράστασής σας, θα μου το αρνηθείτε; Βεβαίως. Θα αρνηθώ.
– Θα με στενοχωρέσετε – ως κοινό… Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου. Δεν με απασχολεί. Εγώ σκοπεύω στην εκτίμηση του κοινού και όχι στον θαυμασμό του. Δεν με ενδιαφέρουν αυτά τα πράγματα. Αυτά είναι για τις οικογένειες, για τα σόγια.
– Τι αποτύπωμα θέλετε να αφήσετε στην Τέχνη; Ότι κάποτε, κάποιος, τους έκανε μια καλή συντροφιά. Αυτό.
– Το ταξίδι σας στην Κύπρο για τον «Ράφτη κυριών» θα είναι το πρώτο που θα κάνετε μετά το ξέσπασμα του κορωνοϊού; Ναι, το πρώτο.
– Φοβάστε για το γεγονός πως θα μπείτε στο αεροπλάνο, μαζί με τόσους άλλους επιβάτες; Όχι, δεν φοβάμαι. Θα βάλω τη μάσκα μου και θα ταξιδέψω κανονικά, όπως όλοι. Αν μπω με τη λογική πως θα φοβάμαι συνέχεια, τότε θα πρέπει να βρω μια θέση στο νεκροταφείο. Δεν φοβάμαι!
– Ούτε κατά τη διάρκεια της πανδημίας φοβόσασταν; Όχι. Μείναμε στο σπίτι, κάτσαμε σχεδόν δύο μήνες και το κράτος απέδειξε πως μπορεί να έχει την οργάνωση που πρέπει, ως αποστολή του, το να προστατεύσει την κοινωνική συνοχή – κι αυτό έκανε. Είναι απ’ τις λίγες φορές που το κράτος τα κατάφερε. Είχε αποτέλεσμα.
– Επειδή έχετε σαφή πολιτική θέση για πολλά, την οποία εκφράσατε και έμπρακτα στο παρελθόν, ποια είναι η γνώμη σας γι’ αυτό που συμβαίνει τώρα με την Αγιά Σοφιά; Αυτό δεν νομίζω ότι είναι θέμα της Ελλάδας και της Τουρκίας. Ξέρετε, η Τουρκία έχει μία γενικότερη πολιτική τα τελευταία χρόνια και αυτό εκφράζεται μέσω του Ερντογάν, γιατί είναι και λαϊκή επιθυμία – προσπαθεί να αναβιώσει κάτι αυτοκρατορικό σαν διάθεση. Στα πλαίσια αυτά, παίρνει ένα ιστορικό μνημείο, το οποίο είναι ένα μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς, και το μετατρέπει σε ένα ναό άλλου θρησκεύματος. Είναι σαν να λέει πως θα ορθώσω το ανάστημα του μουσουλμανικού κόσμου πάνω στην αιχμή του δόρατος του χριστιανισμού. Είναι ένα πολιτικό παιχνίδι. Δεν είναι μόνο θέμα πνευματικής κληρονομιάς -είναι και αυτό!-, αλλά κυρίως, αν το δούμε μακροπρόθεσμα, είναι μία στάση και μία τάση που έχει η τουρκική πολιτική σκηνή, στο να συμπεριφέρεται αυτοκρατορικά. Τα θεωρώ φαιδρά πράγματα αυτά. Και διακινδυνεύω μία πρόβλεψη: Η Τουρκία δεν θα έχει καλά ξεμπερδέματα μ’ αυτά. Θα της κοστίσει στον παγκόσμιο χάρτη, ευρύτερα.
– Η πολιτική, γενικότερα, ως δουλειά, σας αφορά; Δεν είναι για μένα. Αν εννοούμε την πολιτική με την έννοια της έκθεσης στις βουλευτικές εκλογές ή στην τοπική αυτοδιοίκηση, δεν είναι κάτι που μπορώ να το κάνω. Αλλά σαν στάση πολιτική, δεν μπορεί να μην σε αφορά γιατί είναι η καθημερινότητά σου. Δεν μπορείς να την αποφύγεις. Όλα είναι πολιτική. Ακόμη και το τι λέω εγώ σ’ εσάς τώρα ή τι σας έχω πει σ’ αυτά τα τριάντα περίπου λεπτά που μιλάμε, είναι μία πολιτική πράξη.
* Ο Γιάννης Μπέζος σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Ράφτης κυριών» που παρουσιάζεται μεταξύ 24-28 Ιουλίου στην Κύπρο
Φιλελεύθερα, 19.7.2020.