Η τραγουδοποιός που μας συστήθηκε απόλυτα επιτυχημένα δημιουργώντας ένα νέο «ρεύμα» στη μουσική και αλλάζοντας τις μέχρι τότε ισορροπίες, επανασυστήνει σήμερα τον εαυτό της μέσα από τις νέες της αλήθειες. 

– Πάντοτε είχες στο μυαλό σου πως μπορεί να μην αρέσεις σε όλους, λόγω αυτού του ιδιαίτερου στυλ που σε διακρίνει; Πάντα. Από μικρή είχα αυτή τη φιλοσοφία: Πρώτα πρέπει να αρέσουμε στον εαυτό μας και μετά στους άλλους – το οποίο ίσως και να μη συμβεί ποτέ. Δες το απλά: Ακόμη και μία μικρή αλλαγή στην εμφάνισή σου να κάνεις, οι μισοί θα σου πουν «α, τι ωραία που είσαι» κι οι άλλοι «καλά, πώς έγινες έτσι;». Πόσο μάλλον σε κάτι καλλιτεχνικό, που έχει να κάνει και με τη μουσική. Αν εσύ, όμως, νιώθεις καλά με το μέσα σου, τότε τα πράγματα προχωράνε, εξελίσσονται, δεν σ’ εμποδίζει κανείς.

– Από παιδί είχες τέτοια αυτοπεποίθηση; Μου την είχαν μεταδώσει οι γονείς μου. Θυμάμαι να μου λένε «εσύ θα κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς, ό,τι σε ευχαριστεί, κι από εκεί κι έπειτα να είσαι προετοιμασμένη πως δεν θα αρέσεις σε όλους». Αυτό με ησύχασε κάπως. Δεν είχα μεγάλες «απαιτήσεις». Κι ο πατέρας μου, ενώ ήταν πολύ επιτυχημένος στη δουλειά του, ήξερε πως θα υπήρχαν στην πορεία του κι οι άσχημες στιγμές – τις περίμενε. Με προετοίμασε, με το παράδειγμά του, κατά κάποιο τρόπο. 

– Τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου; Είναι γιατρός. Η μαμά μου σπούδασε νομική, αλλά πήρε νωρίς σύνταξη λόγω παιδιών. 

– Ιατρική, νομική… Αυστηρό περιβάλλον, ε; Όχι, όχι, καμία σχέση. Οι γονείς μου κι αν είναι καλλιτέχνες! Θυμάμαι πάντα τον μπαμπά μου να δουλεύει πολλές ώρες αλλά, με το που ερχόταν στο σπίτι, έβρισκε πάντοτε χρόνο να παίξει μαζί μας μπάσκετ, να ακούσουμε μουσική, ενώ η μαμά μου, απ’ την άλλη, τραγουδούσε μαζί μας. Θυμάμαι να είμαστε συνεχώς σε κίνηση, σε εκδρομές, σε ταξίδια – υπήρχε χαρά μέσα στο σπίτι. Για να καταλάβεις, στο σχολείο εγώ ήθελα να ήμουν «η τέλεια», η καλύτερη – το απόλυτο «φυτό». Διάβαζα, κι ερχόταν ο μπαμπάς μου και μου έλεγε «πάμε για πίνγκ πονγκ, τέρμα το διάβασμα! Πάμε να παίξουμε».

– Το αντίθετο από ό,τι συμβαίνει συνήθως! Εντελώς. Κι όχι στη θεωρία. Ο μπαμπάς μου ήταν εκείνος που ερχόταν και μου έλεγε πάντα «τώρα είσαι παιδί. Απόλαυσέ το, παίξε, βγες έξω» κι εγώ του απαντούσα στην αρχή «όχι, θέλω να διαβάσω, πρέπει να είμαι καλή στα μαθήματα», μέχρι να με πείσει. Κι έτσι έμαθα από μικρή πως σημασία έχει να ευχαριστιέσαι την κάθε περίοδο της ζωής σου – δεν θα ήμουν ποτέ ξανά ένα μικρό, αγνό παιδί, κι αυτό οι γονείς μου το γνώριζαν και προσπάθησαν να με κάνουν να απολαύσω τις στιγμές και τα «δώρα» της ηλικίας μου. Επομένως, δεν μεγάλωσα με απωθημένα – ήμουν πολύ τυχερή σ’ αυτό, αν και όταν σου συμβαίνει δεν το αντιλαμβάνεσαι. Αυτό ακολουθώ τώρα και με την κόρη μου.

– Πόσων ετών είναι η κόρη σου; Δύο.

– Ποια τραγούδια έχεις στο μυαλό σου από τις παιδικές σου βόλτες με το οικογενειακό αυτοκίνητο; Κυρίως αγγλικά, Beatles πχ. Αλλά και κλασική μουσική. Από ελληνικά ακούγαμε τις μεγάλες σταθερές: Μπιθικώτση, Ξαρχάκο, Θεοδωράκη, Χατζιδάκι. Όλα αυτά τα ‘χω μέσα στο DNA μου κατά κάποιο τρόπο.

– Η «Στάλα» από τον τελευταίο σου δίσκο «Ο κήπος είναι ανθηρός» παραπέμπει σε αυτά ακριβώς τα ελληνικά ακούσματα – αν και αλλιώς μας είχες συνηθίσει μέχρι σήμερα… Ναι, το καταλαβαίνω. Αλλά, πώς να στο εξηγήσω, ήταν σα να κατέβηκε κάτι μαγικά απ’ το σύμπαν. Σαν απλά να το «θυμήθηκα», να το ‘χα έτοιμο. Η «Στάλα» γράφτηκε μέσα σε δέκα λεπτά, δεν έγινε καμία «επεξεργασία», δεν άλλαξα κάτι στην πορεία – ήταν σα να εμπεριείχε αυτό το τραγούδι όλες μου τις αναμνήσεις. Ενώ από 15 χρονών -από την μπάντα του αδελφού μου, από τις παρέες μου, από τα τραγούδια που έγραφα- όλα παρέπεμπαν στα αγγλικά, ήταν σα να «προσγειώθηκε» η «Στάλα» για να μου υπενθυμίσει «ξέρεις, ανήκω κι εγώ στις αναμνήσεις σου!».

– Αυτή η μεγάλη αλλαγή που παρατηρούμε, συνέβη πρώτα μέσα σου και αργότερα την εξωτερίκευσες; Το ‘χω σκεφτεί πολύ αυτό. Κοίτα, ενώ και παλιά ηχογραφούσα ελληνικό στίχο και μουσικές με αναφορές στην ελληνική μας παράδοση, μετά αποφάσιζα πως δεν ήθελα να τα κυκλοφορήσω, δεν με ικανοποιούσαν τότε, δεν με εξέφραζαν πολύ. Όταν πήγα στην Αμερική και ξεκίνησα να ζω στο Λος Άντζελες -όσο παράξενο κι αν σου ακούγεται- αισθάνθηκα εκεί μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στο να τραγουδήσω στα ελληνικά. Έλεγα: «Η Ελλάδα είναι η πατρίδα μου, είναι η χώρα μου, θα το κάνω!». Αισθάνθηκα κατ’ αρχάς μέσα μου ελευθερία, και μετά δημιουργήθηκε ο δίσκος. Εξάλλου, δεν είμαι ένας άνθρωπος που γράφει «βάσει οργάνωσης, βάσει πλάνου» –γράφω εφόσον αισθάνομαι. Μόνο στις θεατρικές παραστάσεις γράφω «κατά παραγγελία»– ποτέ, όμως, στην προσωπική μου δισκογραφία. Όλα ξεκινάνε πάντα από μέσα μου.

– Πώς το καταλαβαίνεις ότι ένα τραγούδι που έγραψες είναι καλό; Όταν το αφήσω για λίγο, συνεχίσω μετά να το θυμάμαι, μου κολλάει στο μυαλό, κι όσο το δουλεύω το αγαπάω ακόμη περισσότερο. Ξέρεις, ποτέ δεν τελειώνεις ένα τραγούδι –απλά εγκαταλείπεις ένα τραγούδι. Με την έννοια ότι πάντα θες να το επεξεργαστείς, να το «πειράξεις», να το φτιάξεις αλλιώς. 

– Εσύ, πότε «εγκαταλείπεις» τα τραγούδια σου; Όταν νιώσω έτοιμη να τα μοιραστώ με τον οποιονδήποτε και να νιώσω υπερήφανη γι’ αυτό. 

– Ήταν τύχη ή ήταν κάτι που εμπεριείχε πολλές δυσκολίες το γεγονός ότι από τον πρώτο σου κιόλας δίσκο, το -θρυλικό για εμάς τους φανατικούς σου- «Avatar» του 2008, είχες τόσο μεγάλη και μαζική αποδοχή; Ήταν παράδοξο αυτό που συνέβη τότε, αν και βοήθησαν κι οι συγκυρίες: Ξεκίνησε η γυναικεία τραγουδοποιία, είχαν κάνει τον κύκλο τους οι μπάντες, κι ενώ στην αρχή πολλοί μουσικοί είχαν αρνηθεί να συνεργαστούν μαζί μου του τύπου «που πας τώρα, κορίτσι μου, με τα αγγλικά σου; Αποκλείεται στην Ελλάδα να κάνεις επιτυχία» το αποτέλεσμα τους διέψευσε – ακόμη κι εγώ εξεπλάγην. Ήμουν, άλλωστε, ένα κορίτσι που στόχος μου ήταν να ασχοληθώ με τα μαθηματικά, όχι με τη μουσική – το τι ακολούθησε απλώς προέκυψε, δεν το επιδίωξα. Ίσως να σου ακουστεί πολύ ρομαντικό, αλλά νομίζω πως η συνταγή της επιτυχίας ήταν αυτό: Έκανα ό,τι ένιωθα. 

– Το συνεχίζεις; Ναι. Έτσι είμαι, έτσι είναι η φύση μου. Κάνω πάντα αυτό που νιώθω, ανεξάρτητα σε ποιους θα αρέσει και σε ποιους όχι. Και αυτό το εισπράττει ο κόσμος, το καταλαβαίνει, και κάνει τους ανθρώπους να ανοίξουν κι εκείνοι τους ορίζοντές τους μαζί μου. Το «Avatar» που ανέφερες, ενώ ήταν ένας δίσκος με αγγλικούς στίχους, κάναμε περιοδεία σε πολλές πόλεις, σε χωριά, και ερχόταν να με δει κόσμος που δεν μιλούσε αγγλικά κλαίγοντας από συγκίνηση – γιατί είχε «αισθανθεί». Αυτό σημαίνει πως οι άνθρωποι είχαν ανάγκη να ζήσουν κάτι διαφορετικό – κι εγώ, «κατά τύχη», τους το «έφερα». Το μεγάλο στοίχημα ήταν βέβαια ο δεύτερος δίσκος -γιατί το να κάνεις μία επιτυχία, ως καινούργιο πρόσωπο και μετά να «χαθείς», έχει ξανατύχει-, γι’ αυτό και πήρα το χρόνο μου, έγραψα πολλά τραγούδια, ταξίδεψα περισσότερο, γνώρισα νέους ανθρώπους, κυνήγησα καινούργιες συνεργασίες. Στο «Exit» πια πάτησα γερά στα πόδια μου και εκεί ήταν που αγάπησα περισσότερο τον κόσμο της μουσικής βιομηχανίας, κι είπα «θα συνεχίσω σ’ αυτό, όσο αντέχω, κι όσο περνάω καλά». 

– Η «λογική» των μαθηματικών που σπούδασες, πώς συνδυάστηκε εντέλει τόσο αριστοτεχνικά με τον ρομαντισμό της μουσικής σου; Είναι βιολογικό το θέμα. Ήμουν πάντα παιδί των θετικών επιστημών, το παιδί της παρατήρησης και της τεχνικής, οπότε τα μαθηματικά -και ιδιαίτερα η γεωμετρία- ήταν η βάση μου. Αλλά κι η μουσική -αν το σκεφτείς- ακολουθεί τον ίδιο τρόπο σκέψης, τον τρόπο της υπαγωγής όπου το ένα φέρνει το άλλο: Έχεις πέντε εργαλεία και τα επανατοποθετείς για να δημιουργήσεις ένα καινούργιο υλικό, το οποίο, όμως, είναι καλλιτεχνικό. Νομίζω πως η μουσική είναι μαθηματικά. 

– Τότε, στα 23 σου, με τόσο μεγάλη επιτυχία, είχες περάσει κι απ’ το στάδιο της αγοραφοβίας; Συνέβη κάτι όχι μελετημένα ούτε προγραμματισμένα: Προστάτευσα πολύ την εικόνα μου. Δεν με ενδιέφερε η αναγνωρισιμότητα του προσώπου μου. Από τότε, λοιπόν, δεν εμφανιζόμουν στην τηλεόραση, παρά ελάχιστα, δεν πήγαινα σε events, δεν έκανα άσκοπα πράγματα για να «φαίνομαι». Ήθελα να με γνωρίζει ο κόσμος μέσα από τη μουσική μου και όχι το πρόσωπό μου. Έδινα βέβαια συνεντεύξεις σε περιοδικά, σε εφημερίδες, αλλά αυτό είναι τελείως διαφορετικό από την συνέντευξη σε μία τηλεοπτική εκπομπή.

– Πόσα «όχι» είπες σε προσκλήσεις για τηλεοπτικές εμφανίσεις; Αμέτρητα. Ακόμη αρνούμαι. Παρόλα αυτά, αυτή η επιλογή που κάνω, δεν μου έχει στερήσει κάτι, το αντίθετο θα έλεγα – είμαι πολύ γεμάτη από μουσική και εμπειρίες. 

– Η αισιοδοξία που διακρίνεται στη «Στάλα», αυτό το τελευταίο σου τραγούδι που τόσο πολύ αγαπήθηκε, είναι κάτι που σε χαρακτηρίζει πια και ως άνθρωπο; «Αχ! Τι χαρά έχω απόψε!», λέει ένας στίχος σου που μ’ αρέσει πολύ… Ξέρεις, πολλοί μου μιλούσαν στο παρελθόν για τα «μελαγχολικά» μου τραγούδια αλλά, προφανώς, κάτι υπάρχει μέσα μας που χρειάζεται ισορροπία. Μεγάλο κομμάτι της καθημερινότητάς μου είναι γεμάτο από παρέες, από κόσμο, από χαρά, αλλά, όταν μένω μόνη μου, ένα μέρος του εαυτού μου, σε μία γωνιά, έχει ανάγκη για πιο μινόρε μελωδίες. Ακόμη κι αν θεωρούνται «μελαγχολικά» κάποια τραγούδια μου, πιστεύω πως στο τέλος πάντα κρύβουν μια γλυκιά αισιοδοξία μέσα τους, μια κορύφωση. Η «Στάλα» γράφτηκε σε μια περίοδο της ζωής μου όπου συνέβησαν πολλές αλλαγές: Βρέθηκα στην Αμερική, συνέβησαν καινούργια πράγματα στην προσωπική μου ζωή, είχα ένα ατύχημα στη θάλασσα, κι έτσι, με κάποια γεγονότα, «αναγκάζεσαι» να φιλοσοφήσεις τη ζωή, να συνειδητοποιήσεις ως άνθρωπος τι έχουμε, τι κρατάμε και τι χάνουμε. Γι’ αυτό προέκυψε τόση χαρά! Μέσα από τη μουσική μου προσπαθώ πάντα να «τοποθετώ» τις εμπειρίες που έχω από την εκάστοτε περίοδο της ζωής μου. Το «αχ! Τι χαρά!» που μου ανέφερες ήταν ένα συναίσθημα που πραγματικά το ένιωθα κάθε βράδυ τότε, γιατί ήταν κάτι που δεν το ‘χα ξαναζήσει σε τόσο μεγάλο βαθμό και συνεχώς. Ήμασταν τότε μια μεγάλη παρέα, βγαίναμε, χορεύαμε…Χαίρομαι γιατί κάθε μου τραγούδι μού υπενθυμίζει τι ζούσα την εποχή που το έγραψα. 

– Γράφεις δυσκολότερα μεγαλώνοντας; Το αντίθετο: Ακόμη πιο εύκολα. 

– Τα «τυχερά αστέρια» σου ποιοι είναι, που λέει και το τελευταίο τραγούδι του δίσκου σου; Ο άντρας μου κι η κόρη μου. 

– Η Κύπρος, από όπου κατάγεται και ο άντρας σου, πώς φαίνεται στη δική σου ιδιαίτερη ματιά; Η Κύπρος έχει μία ενέργεια που δεν την έχω βρει πουθενά στον κόσμο: Είναι νησί, έχει πολυπολιτισμικότητα και φέρνει μια χαρά, για κάποιο λόγο, στη διάθεσή μου. Με φυσά το αεράκι της Κύπρου και όλα γίνονται σωστά και εύκολα. Η Κύπρος, ξέρεις, μου θυμίζει και λίγο την Καλιφόρνια: Ωραίοι, ανοιχτοί άνθρωποι, που ανυπομονούν να δουν το διαφορετικό χωρίς να το σνομπάρουν. Κι επειδή εγώ είμαι ένας άνθρωπος που πειραματίζομαι, κάνει τη ζωή μου πιο εύκολη. Περιμένω πώς και πώς να ξανάρθω!

– Έχεις μεγαλύτερη αγωνία πια για το μέλλον μας – η οποία ίσως να πηγάζει και απ’ το γεγονός ότι έχεις κι εσύ ένα παιδί; Όταν συνέβη το τρομοκρατικό χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους συνειδητοποίησα πρώτη φορά, τόσο έντονα, πως αυτός ο κόσμος που ζούμε είναι σκληρός -βλέπεις και τώρα τι γίνεται γύρω μας, πόσες προκλήσεις έχουμε να αντιμετωπίσουμε-, ύστερα ήρθε το προσωπικό μου ατύχημα στη θάλασσα όπου κατάλαβα με πολύ απροσδόκητο τρόπο πως τίποτα δεν είναι δεδομένο, κι έπειτα είναι αυτός ο θυμός που διαπιστώνω συνεχώς πως υπάρχει στον κόσμο. Με τον covid-19 ήταν σα να έσκασε ο πλανήτης –δεν με τρομάζει τόσο ο κορωνοϊός όσο τα προηγούμενα, αν και πρέπει να προσέχουμε πολύ. Θα ‘θελα, από ‘δω κι έπειτα, να «ησυχάσει» πια λίγο ο ρυθμός των ανθρώπων, έχουμε πάρει το πρώτο «δείγμα», η ίδια η «φύση» μας το υπενθυμίζει συνεχώς και πιο έντονα από ποτέ πια. Και, για να απαντήσω και στην ερώτησή σου, ναι, έχω αγωνία, προσέχω, αλλά δεν θα πάψω ποτέ να είμαι αισιόδοξη –και για την οικογένειά μου και για όλους τους ανθρώπους.  

– Σου λέχθηκαν ποτέ στη ζωή σου αλήθειες που θα προτιμούσες να ήταν στη ζωή σου ωραία «παραμύθια» – για να πιαστώ πάλι από ένα στίχο σου; Προσωπικά, είμαι ένας άνθρωπος που θα προτιμήσω να μη μιλήσω παρά να πληγώσω, είναι κάτι που περιμένω κι απ’ τους άλλους –δεν συμβαίνει πάντα. Κι όταν δεν συμβαίνει αυτό, πληγώνομαι. Η δύναμη της αλήθειας όμως, είναι η μεγαλύτερη αρετή…

xatzigeorgiou@yahoo.com

Φιλελεύθερα, 2.8.2020.