Ο Ενρίκε Βίλα Μάτας στο βιβλίο του «Στο Κάσελ δεν υπάρχει λογική», γράφει ότι η Τσους Μαρτίνεθ, διευθύντρια της Ντοκουμέντα 13, υποστήριξε ότι οι καλλιτέχνες είναι το αντίθετο των πολιτικών και ότι υπάρχει τέχνη ευφυής, σύνθετη, σοφή, που πάει τα όριά μας παραπέρα. Συμφωνείτε;
Χαίρομαι που η κουβέντα μας αρχίζει με την αναφορά σ’ ένα βιβλίο. Πάντα μου άρεσαν οι μυθοπλαστικές προσεγγίσεις στην Τέχνη, τόσο οι γλαφυρές αφηγηματικές από περασμένες εποχές, όσο και οι επίκαιρες που εστιάζουν στον σημερινό κοινωνικό περίγυρο των τεχνών, ακόμα κι όταν αυτό γίνεται με τη μεταμοντέρνα διάθεση ενός συγγραφέα όπως ο Ενρίκε Βίλα Μάτας και με μια γερή δόση ειρωνείας υποθέτω. Τελικά, τα καλλιτεχνικά δρώμενα σε τέτοιους παγκοσμιοποιημένους θεσμούς, όπως είναι η Ντοκουμέντα στο Κάσελ και η Μπιενάλε στη Βενετία, με τον γιγαντισμό που τις χαρακτηρίζει σήμερα, μόνο με κοινωνιολογικούς όρους μπορούν να γίνουν κατανοητές. Ο παρεμβατικός ρόλος των πολιτικών είναι πια δεδομένος και οι οικονομικές παράμετροι πρόδηλες. Νομίζω πως αυτή η παράθεση της «ευφυΐας» και της «σοφίας» των καλλιτεχνών απέναντι στην υποτιθέμενη «απλοϊκότητα» των πολιτικών είναι παρελκυστική. Εξάλλου, δεν νομίζω πως έχει και τόση σημασία για την καθαυτό εικαστική δημιουργία. Την αλήθεια, προπάντων τις συνέπειες μιας τέτοιας σύγκρισης, μπορούμε να την ψάξουμε καλύτερα εκεί όπου η αρχιτεκτονική συνεργεί με την πολιτική σε έργα δημοσίας χρήσεως. Ας μην πάμε πολύ μακριά. Κοιτάξτε τι γίνεται στη δική μας ατέλευτη Πλατεία Ελευθερίας.
Εδώ πράγματι είναι ν’ απορεί κανείς, ποιος έχασε τη «σοφία» και ποιος βρήκε την «ευφυΐα». Είναι άξιον απορίας, προσφέρεται όμως και για κοινωνιολογική μελέτη αυτό που συντελείται εκεί. Έχω την εντύπωση πως πολιτικοί και αρχιτέκτονες κατέληξαν από κοινού σε μια μνημειώδη ανοησία. Δεν μπορώ να διακρίνω καμιά «σοφία» στις επιλογές της Ζάχα Χαντίντ, που προφανώς αδιαφόρησε όσο πιο επιδεικτικά μπορούσε για την ιστορία του οικοπέδου. Παρολίγο να έλεγα του γηπέδου, αφού εμείς εδώ τους προμαχώνες τους έχουμε ακόμα για πάρκινγκ και ποδόσφαιρο. Και με τη σειρά τους οι δημοτικοί άρχοντες αδιαφόρησαν για την αδιαφορία της κι έτσι προέκυψε μια «αδιαφορία στο τετράγωνο», παρά τις εντυπωσιακές καμπύλες των κτισμάτων.
Ίσως να είναι γι’ αυτό που αγανακτώ κάθε φορά που περνώ απ’ εκεί, αφού νιώθω πως παραγνωρίστηκαν τα ουσιώδη, προπάντων σε ό,τι αφορά στην εμβληματική υπόσταση και την υλική σύσταση ενός τέτοιου κομβικού σημείου για την πόλη μας. Δεν θα μπορούσε όμως να είμαστε όλοι «συντηρητικοί» θιασώτες της πουρόπετρας. Εξάλλου, εμείς δεν είναι που αφήνουμε εκείνα τα υπέροχα σπίτια, κάτω στον πυρήνα της παλιάς πόλης, που τα λέμε κιόλας «αρχοντικά», να πνίγονται στο ποπριονίδι, βορά στα χέρια αναγκαιμένων βιοπαλαιστών, όταν δεν τα κατεδαφίζει με την άνεση της παντοδυναμίας του ο μακαριότατος; Η Λευκωσία είναι μια πόλη που έφαγε κυριολεκτικά από τις σάρκες της για να επιβιώσει. Έτσι επιπλώθηκαν τα διαμερίσματα στις άχαρες πολυκατοικίες των προαστίων. Δυστυχώς, οι κατασκευαστικές ακροβασίες και τα φωτιστικά εφέ στην Πλατεία δεν θα τη σώσουν. Αντιθέτως, θα ακριβοπληρώνουμε εσαεί, με σισύφεια συνέπεια, από το υστέρημά μας, την πάστρα της εκτυφλωτικής ασπράδας που μας κληροδότησε η κ. Χαντίντ.
Όχι, μη με παρεξηγείτε… η Ζάχα Χαντίντ πήγε στην ΑΑ μετά το 1974. Δεν τη θυμούμαι. Θυμούμαι όμως άλλες σημαντικές μορφές της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, τον Ρεμ Κούλχας, τον Μπερνάρ Τσουμί, τον Ντάνιελ Λίμπεσκιντ… όλοι αυτοί πέρασαν από την Bedford Square.
Καλή κι αξέχαστη η ΑΑ. Πήρα το δίπλωμα καλοκαίρι του ’74 και έκτοτε έριξα πέτρα πίσω μου. Θυμούμαι ακόμα με ενάργεια την αγανάκτηση που ένιωθα για τη στάση των Βρετανών στη φάση της εισβολής. Εξάλλου δεν θέλησα υπό τας περιστάσεις να περάσω στο διά ταύτα της οικοδομικής. Άδραξα την ευκαιρία μέσα στην αναμπουμπούλα για να κάνω τη δική μου υπέρβαση. Έψαξα άλλα γνωστικά πεδία κι έτσι βρέθηκα να σπουδάζω ψυχολογία στη Γερμανία, για να καταλήξω τελικά στην τέχνη, την «επιστήμη της ελευθερίας» όπως είχε πει κάποτε ο Beuys. «Εικαστικός», όπως προτιμώ να δηλώνω, αφού ο όρος αυτός εκφράζει καλύτερα τη διεύρυνση του πεδίου δράσης του καλλιτέχνη, κάτι που βρισκόταν σε εξέλιξη εκείνη την εποχή και ακόμα συνεχίζεται.
Πάντα έχει κόστος η κριτική στάση, ακόμα κι όταν πρόκειται για το πασιφανές που όλοι σχολιάζουν χαμηλόφωνα αλλά δεν τολμούν να στηλιτεύσουν δημόσια. Εξάλλου ο τόπος μας είναι τόσο μικρός που είναι σχεδόν αδύνατο να ασκηθεί κριτική χωρίς προσωπικές αναφορές, ακόμα κι εκεί που δεν γίνεται χρήση ονομάτων. Δυστυχώς οι θεσμοί μας, ακόμα κι εκεί που δεν είναι εξαρχής προσωποκεντρικοί, με τον χρόνο γίνονται. Κοιτάξτε τι συμβαίνει στις δημόσιες υπηρεσίες, που είναι χρονίως βραχυκυκλωμένες από κομματικούς εγκάθετους ή στο Κέντρο Τεχνών. Παρόλα αυτά, θεωρώ πως έχουμε αξιόλογη καλλιτεχνική παραγωγή που θα ζήλευαν πολύ μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες. Διακατεχόμαστε όμως κι από ένα αμφιρρεπή μιμητισμό.
Επειδή καμιά φορά εκπλήσσει ευχάριστα η ταχύτητα με την οποία υιοθετούμε κάποιες νεωτερικές συμπεριφορές, ενώ σε άλλες περιπτώσεις πνιγόμαστε στην περιπάθεια του πιθηκισμού.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται και στη χώρα μας μια διόγκωση του ρόλου των επιμελητών, των «curators», με όλα όσα αυτό συνεπάγεται, θετικά και αρνητικά, όπως είναι η τόνωση της ιστοριογραφίας, αλλά και ο αυτόκλητος ερασιτεχνισμός και η άσκοπη συγκυριακή εισαγωγή εμβολίμων από το εξωτερικό, που καμιά φορά είναι εντελώς άσχετοι με τον χώρο. Μια άλλη σημαντική εξέλιξη αφορά στην ψηφιακή τεχνολογία, που όλο και περισσότερο κάνει αισθητή την παρουσία της σε όλες τις τέχνες. Σχετικά με τον οικείο τομέα των εικαστικών, μπορώ να παρατηρήσω πως βρισκόμαστε σ’ ένα πρωτόλειο εργαλειακό στάδιο. Παρόλο που βλέπουμε στις αίθουσες τέχνης όλο και περισσότερες οθόνες και συσκοτισμένα κουβούκλια με βιντεοπροβολές, αυτό δεν σημαίνει πως οι παραγωγές μας διαθέτουν και την απαραίτητη εικαστική εμβρίθεια που χρειάζεται για τη διαφοροποίησή τους από τα διαφημιστικά σποτάκια του λιανικού εμπορίου.
Πιο συνετή χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας φαίνεται να γίνεται από εκείνους τους νεότερους καλλιτέχνες που πήραν στα σοβαρά την «τέχνη αρχείου» και τις ποικίλες εκφάνσεις της, στα πλαίσια μάλιστα ερευνητικών προγραμμάτων, αφού η Κύπρος διαθέτει πια εδραιωμένες ακαδημαϊκές δομές και είναι εντεταγμένη σε σημαντικά προγράμματα ανταλλαγών, με υποτροφίες, «residencies» και πολλά άλλα.
Μα πώς ν’ αλλάξουν, όταν δεν αλλάζουν τα πρόσωπα; Όταν οι ικανότητες και οι αρμοδιότητες δεν ελέγχονται, όταν οι κρίσεις δεν φωτίζονται επαρκώς και δημοσίως. Εξάλλου, δεν είναι μόνο οι κρατικές υπηρεσίες που παίζουν σήμερα. Είναι και οι ιδιωτικοί φορείς με τις τεράστιες οικονομικές δυνατότητες και τα διεθνώς δικτυωμένα αφεντικά τους, που δεν είναι υπόλογοι σε κανένα Γενικό Ελεγκτή. Αντιθέτως, συχνά επιβάλλουν τις επιλογές τους, παρακάμπτοντας ακόμα και τους δημοσίους υπαλλήλους, με την ανοχή πειθήνιων κομματικών ταγών.
Το ελάχιστο που μπορούμε να απαιτήσουμε από το κράτος μας και τις υπηρεσίες του, είναι η διασφάλιση του πλουραλισμού, όχι μόνο για χάρη της κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά και για λόγους αυτοπροστασίας της ίδιας της πολιτείας και κατ’ επέκταση της πολιτισμικής μας ταυτότητας.
Αναπόφευκτα. Τώρα όμως με τον κορωνοϊό, συνειδητοποιώ πως ίσως να μην ήμασταν ποτέ τόσο ελεύθεροι όσο θέλαμε να πιστεύουμε. Όπως και να ’χει το πράγμα, αυτό το πήγαινε-έλα, που κρατά δεκαετίες τώρα, αναμφίβολα τονώνει τη συγκριτική διάθεση. Ωστόσο τα μέτρα και τα σταθμά για τις επί μέρους συγκρίσεις αλλάζουν μέσα στον χρόνο, ανάλογα με τις περιστάσεις, αφού από ένα ηλικιακό σημείο και μετά επέρχεται η σωματική χαλάρωση που ευνοεί τις σχετικοποιήσεις, ακόμα και των κακώς κειμένων. Από τη σύγκριση στον… συγκρητισμό.
Κι εδώ το πήγαινε-έλα, πάνω από το τείχος, ανάμεσα στην εντός και την εκτός των τειχών πόλη. Ανήκω μάλιστα στη σειρά εκείνων που ενηλικιώθηκαν κατά τη δεκαετία του ’60, την πιο αντιφατική δεκαετία στην ιστορία της Δημοκρατίας μας. Ανάμεσα στην ανάταση και τον εκσυγχρονισμό που υποσχόταν η Ανεξαρτησία από τη μια και τη γενίκευση της ένοπλης βίας από την άλλη, τις ιδεολογικές εντάσεις ανάμεσα στο εφικτό και το ευκταίο, τα ερωτικά σκιρτήματα και τις ανασφάλειες. Σε μια πόλη που είχε ακόμα ζωντανά παζάρια και κατοίκους που δούλευαν με το φως της ημέρας. Σημεία αναφοράς; Το μαγαζί του πατέρα μου κοντά στο παλιό Δημαρχείο, δημοτικό στο Ελένειο, το σπίτι στην Κυπράνορος κι αργότερα η καθημερινή ποδηλασία ώς τον λόφο του English School.
Ναι, επιμένω να δουλεύω εκεί κάτω όταν είμαι στην Κύπρο, παρόλο που οι συνθήκες άλλαξαν. Τα εργαστήρια και τα καταστήματα με τα χρειώδη για τις κατασκευές έκλεισαν ή μετακόμισαν. Φευγάτοι και οι μαστόροι που έδιναν τον ρυθμό και μετέδιδαν ένα καλοδιάθετο εργασιακό έθος, σε αντίθεση με την άσκοπη νευρικότητα των τωρινών επαγγελματιών της βόλτας και του φραπέ. Πολύ λυπήθηκα τότε που οι Λευκωσιάτες ολιγώρησαν και άφησαν τη Σχολή Καλών Τεχνών να πάει στο Τεχνολογικό της Λεμεσού. Αν είναι δυνατόν. Η παλιά πόλη και το Πανεπιστήμιο Κύπρου θα ήταν ο πιο ενδεδειγμένος υποδοχέας για κάτι τέτοιο, ακόμα και για εθνικούς λόγους. Δυστυχώς πρυτάνευσαν τα πρόσκαιρα κομματικά συμφέροντα των ανθρώπων που βρέθηκαν τότε στην εξουσία. Είναι μεγάλο και λυπηρό το θέμα. Ας ελπίσουμε όμως πως η επικείμενη εντός των τειχών λειτουργία του RISE θα ισορροπήσει δημιουργικά τα πράγματα, ενάντια και στην επαπειλούμενη μουσειοποίηση της περιοχής. Κακά τα ψέματα, με οχληρούς επισκέπτες και παροδικούς ενοίκους, χωρίς εμψυχωμένους κατοίκους, η παλιά Λευκωσία θα παραμένει μια «πόλις άπολις», όπως έλεγαν οι αρχαίοι. «Δύσπολις», λέω εγώ.
Αν το χρειάζεται ο ίδιος, τότε είναι σημαντικό. Από μόνη της η επιμονή στην εντοπιότητα δεν αρκεί για την ευόδωση της προσπάθειας, αντιθέτως μπορεί να καθηλώσει σε φολκλορικές προσεγγίσεις. Πριν λίγο καιρό έτυχε να δω κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες εικαστικές παρεμβάσεις σε μουσειακούς χώρους, όπως και παλαιότερα σε ιστορικές βυζαντινές εκκλησιές.
Ήταν πολύ ενδιαφέρουσες, όχι μόνο γιατί επιβεβαίωσαν την ένταξη της εικαστικής δημιουργίας στην περιηγητική κουλτούρα, αλλά πρωτίστως γιατί έδιναν την αίσθηση πως οι εμπλεκόμενοι καλλιτέχνες ήθελαν με τις παρεμβάσεις τους να ξεπληρώσουν κάποια παλιά χρωστούμενα. Έτσι είναι. Δεν φτάνει να αντλούμε, πρέπει κάποτε και ν’ ανταποδίδουμε. Βέβαια, η δική μου προσωπική σχέση με την παράδοση είναι φορτισμένη με τη νοσταλγία του αποδήμου. Ένα πράγμα όμως το αρχικό ερέθισμα κι άλλο η σημασιοδότησή του και η περαιτέρω μορφοπλαστική επεξεργασία του, που μπορεί να το ταξιδέψει σ’ όλο τον κόσμο, μπρος και πίσω στον χρόνο, σ’ ό,τι γλώσσα θέλουμε. Τελευταία μάλιστα, με τον «εγκλεισμό» που μας βρήκε, κάθισα κι έψαξα παλιές σημειώσεις μου και ξεχασμένα σκίτσα, για να διαπιστώσω πως ο τόπος μας παραμένει αθεράπευτα σύγχρονος.
Από τα ρεπορτάζ των πολεμικών ανταποκριτών στις τηλεοράσεις δυο πράγματα κράτησα. Πως το σώμα, τα πνευμόνια μας, είναι η πρώτη γραμμή άμυνας και πως εκείνο που σώζει είναι η γρήγορη αντίληψη του κινδύνου. Εξού και η αποδοχή του «εγκλεισμού» χωρίς πολλές μεμψιμοιρίες. Στη Γερμανία ευτυχώς δεν απαγορεύτηκαν οι καθημερινοί περίπατοι στον Ρήνο, μια συνήθεια που κρατώ από χρόνια. Και ποδηλασία. Το κάπνισμα το έκοψα πριν πολλά χρόνια. Βέβαια, αν δεν ήταν ο ιός, τέτοιο καιρό θα ήμουν στο εργαστήρι μου στη Λευκωσία. Τι να γίνει όμως, πολλά αναβάλλονται, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η επιβεβλημένη περισυλλογή θα είναι εις μάτην.
maria.panayiotou@phileleftheros.com