Ο ηθοποιός με την αυθεντική λαϊκή και κωμική φλέβα ετοιμάζεται για μια κρίσιμη θεατρική «ζαριά», πρωταγωνιστώντας σ’ ένα ξακουστό έργο με διαχρονική δυναμική και ειδικές απαιτήσεις: το «Τάβλι» του Δημήτρη Κεχαΐδη.
Ήταν Φεβρουάριος του 1972, μεσούσης της χούντας, όταν ο Κάρολος Κουν ανέβαζε για πρώτη φορά στο Θέατρο Τέχνης το «Τάβλι», με πρωταγωνιστές τους Νικήτα Τσακίρογλου και Γιάννη Μόρτζο. Εκτός από τη συμβολή του στη σπορά για την πλούσια συγκομιδή θεατρικών κειμένων που ακολούθησε, το εμβληματικό αυτό έργο παραμένει σχεδόν μισό αιώνα μετά, ένα από τα πιο δημοφιλή της νεοελληνικής δραματουργίας. Κι αυτό γιατί ο Δημήτρης Κεχαΐδης κατάφερε να αποτυπώσει, με ύφος γλυκόπικρο όσο και μπουφόνικο, αγκυλώσεις και παθογένειες της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας, «προφητεύοντας» παράλληλα με οξυδέρκεια κοινωνικού ανθρωπολόγου τα συμπλέγματα της μεταπολίτευσης που ταλανίζουν μέχρι σήμερα την Ελλάδα.
Το Θέατρο Αντίλογος, αφουγκραζόμενο τις επιπτώσεις και στην κοινωνία της Κύπρου, προτείνει μια φρέσκια εκδοχή αυτής της λαϊκής κωμωδίας χαρακτήρων και ανελέητης σάτιρας ηθών και αντιλήφεων, με την υπογραφή του Γιώργου Μουαΐμη. Μάριος Στυλιανού και Βασίλης Παφίτης ενσαρκώνουν δύο ανθρώπους που πασχίζουν να βγουν από το περιθώριο, ζουν και ονειρεύονται το μεγάλο «κόλπο» που θα τους οδηγήσει στην οικονομική και κοινωνική καταξίωση.
Η υπόθεση εκτυλίσσεται με φόντο μια λαϊκή αυλή ένα ζεστό καλοκαιρινό απόγευμα. Ο Φώντας και ο Κόλιας, φίλοι και συγγενείς, διαφορετικοί χαρακτήρες μεταξύ τους, παίζουν τάβλι στην αυλή του σπιτιού τους και συζητούν τους τρόπους για να πιάσουν «την καλή». Ο Φώντας, άνθρωπος της πιάτσας, προσπαθεί να πείσει τον Κόλια, πρώην αντιστασιακό και νυν λαχειοπώλη, να στήσουν μαζί μια κομπίνα, η οποία θα τους αναβαθμίσει κοινωνικά. Η «κομπίνα του αιώνα» στήνεται, χαλάει και ξαναστήνεται πάνω από μια αμφίρροπη παρτίδα τάβλι με τους γλαφυρούς και σπαρταριστούς διαλόγους να αποτυπώνουν ανάγλυφα τη νεοελληνική νοοτροπία της αρπαχτής και της ρεμούλας, τα απότοκα της οποίας εξακολουθούν να μας κατατρύχουν μέχρι σήμερα.
«Είναι το τάβλι της ζωής»
Ο Μάριος Στυλιανού περιγράφει το έργο ως «μια γνήσια ελληνική κωμωδία, με ατάκες βγαλμένες και γραμμένες όπως τις ακούς καθημερινά σε ένα καφενείο, στο δρόμο, στη διπλανή πόρτα. Η διάλεκτος είναι πολύ κοντά στην καθημερινή λαϊκή τάξη που ψάχνει να βρει τον τρόπο ‘να πιάσει την καλή’, όπως λέμε. Όλοι σκεφτόμαστε, όπως και οι ήρωες του έργου, ένα σχέδιο που φαντάζει εφικτό. Είναι το τάβλι της ζωής που ο κάθε ‘παίχτης’, τυχοδιώκτης ή μη, περιμένει να ρίξει μια καλή ζαριά. Ποιος παίχτης του σήμερα δεν ψάχνει αυτή τη ζαριά;»
Ο ηθοποιός ιεραρχεί ως μεγαλύτερο ατού του συγκεκριμένου έργου τη διαχρονικότητά του. «Η διαχρονικότητα του είναι ακριβώς το ατού αυτού του έργου. Αναλύει και παρουσιάζει με χιούμορ τη δύσκολη κατάσταση που βρίσκονται οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες. Ως ήρωες αυτού του έργου μπορεί να χαρακτηριστούμε κι εγώ κι εσύ και ο καθένας από εμάς μέσα από την καθημερινότητά μας. Μπορεί το έργο να διαδραματίζεται στη μεταπολεμική Ελλάδα, όμως και σήμερα έχουμε ένα είδος οικονομικού πολέμου – μάλιστα εγώ τον χαρακτηρίζω εμφύλιο- ο οποίος έφερε πολλούς συμπολίτες μας σε πολύ δύσκολη κατάσταση».
Η γλώσσα του Κεχαΐδη παραμένει τρέχουσα και ρέουσα. Πολύ μεγάλη είναι ωστόσο και η πρόκληση, καθώς μιλάμε για ένα κείμενο με συγκεκριμένες απαιτήσεις και αντικειμενικές δυσκολίες στο ανέβασμά του. «Για ν’ ανεβάσεις αυτό το κείμενο πρέπει να ξέρεις ότι από την πρώτη πρόβα μέχρι την τελευταία παράσταση πρέπει να είσαι εκεί 100%» σημειώνει ο Μάριος Στυλιανού. «Αν χάσεις τη συγκέντρωσή σου, χάνεις αμέσως τη συνοχή του κειμένου. Είναι τέτοιος ο τρόπος που είναι γραμμένο που και μια ατάκα να χαθεί, δύσκολα το σώζεις μετά.»
Το υποκριτικό ντούο, υπό την καθοδήγηση του Γιώργου Μουαΐμη, προσεγγίζει τους χαρακτήρες με λεπτομερή παρατήρηση και συζήτηση. Όπως εξηγεί ο Μ. Στυλιανού, χτίζουν με τον Βασίλη Παφίτη τους χαρακτήρες βήμα- βήμα, κατά τη διάρκεια των δοκιμών. «Υπάρχει ο κίνδυνος να βρεθείς εντελώς εκτός ρόλου αν προσπαθήσεις να τα κάνεις όλα σε μια πρόβα. Θέλει λεπτομέρεια, επιμονή και να χτιστεί μια εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο ηθοποιών, αλλιώς θα μοιάζει λες και ο καθένας παίζει άλλο έργο».
Ο ηθοποιός παραδέχεται ότι έχει ιδιαίτερη αδυναμία στους κωμικούς ρόλους. «Είναι πιο δύσκολο κατά την άποψή μου να κάνεις κάποιον να γελάσει, παρά να συγκινηθεί. Έτσι, είναι μεγαλύτερη πρόκληση ο κωμικός ρόλος. Πρέπει να βάλεις κι ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού σου μέσα. Παρ’ όλα αυτά, ο ρόλος του Αγγελιαφόρου από την τραγωδία Πέρσες του Αισχύλου είναι ένα όνειρό μου ως ηθοποιός».
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Γιώργος Μουαΐμης
Σκηνικά/κοστούμια: Μαρίζα Παρτζίλη
Επί σκηνής: Μάριος Στυλιανού και Βασίλης Παφίτης
* «Το Τάβλι» του Δημήτρη Κεχαΐδη, Λευκωσία, Flea Theatre. Πρεμιέρα: 21/2. Παραστάσεις: 22, 28 και 29 Φεβρουαρίου 8.30μ.μ., 7 και 14 Μαρτίου 8.30μ.μ., 8 και 15 Μαρτίου 7μ.μ. 99251331