Πιο ώριμος από ποτέ, ο Κύπριος κινηματογραφιστής επιστρέφει με τη νέα του ταινία «Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» που με μια λέξη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «σκυλογουέστερν».
 
Υπάρχει ο ελληνικός κινηματογράφος. Και υπάρχει και ο Γιάννης Οικονομίδης. Με φόντο την «άγρια δύση» της ελληνικής επαρχίας, ο πρωτοπόρος ενός νέου ρεαλιστικού ύφους στο ελληνικό σινεμά εμπλουτίζει μια ήδη πλούσια πινακοθήκη ανάγλυφων χαρακτήρων μ’ ένα ασυγκράτητο σύμπαν από οικείους αντιήρωες. Στήνει μια αιματηρή μαύρη κωμωδία που μετατρέπει θύματα σε θύτες και απατεωνίσκους σε στυγνούς φονιάδες. Κλείνοντας το μάτι στο σινεμά των αδερφών Κοέν και του Ταραντίνο, κάνει την αγριότητα να φαντάζει φυσιολογική και τη φαιδρότητα κανόνας της καθημερινότητας. Η υπερβολή της βίας προσθέτει σουρεαλιστικές και αλληγορικές πινελιές στον κυνικά ρεαλιστικό καμβά του, επιτρέποντας παράλληλα στο χιούμορ, τη μελαγχολία και την τρυφερότητα να εκδηλωθούν. Το κοινωνικοπολιτικό σχόλιο υποβόσκει στο κάδρο ενός ζοφερού περιβάλλοντος μιζέριας και βαναυσότητας και μπήγει το νυστέρι στο σαπρό σαρκίο της μικροαστικής κοινωνίας για να βγάλει στη φόρα όλες της τις παθογένειες.
 
– Θα έλεγες ότι με την ταινία αυτή κάνεις μια στροφή στη δουλειά σου; Ναι, είναι μια μετατόπιση. Έκανα μια ταινία όπου πριμοδοτείται καθαρά πια το μαύρο χιούμορ και οπισθοχωρεί ο ζόφος που υπήρχε στις προηγούμενες ταινίες μου. H «Μπαλάντα» είναι μια καθαρόαιμη μαύρη κωμωδία.
 
– Ωστόσο, το πολιτικό υπόβαθρο, ο κοινωνικός σχολιασμός παραμένει… Πάντα είναι εκεί. Όλα τα επίπεδα ανάγνωσης και οι προβληματισμοί που υπάρχουν στις προηγούμενες δουλειές μου υπάρχουν κι εδώ. Δεν τίθεται θέμα.
 
– Η συνεργασία με τον Χάρη Λαγκούση και ειδικά τον Δημοσθένη Παπαμάρκο στο σενάριο προσθέτει κάτι νέο στο γνώριμο σύμπαν σου; Τίποτα, μωρέ. Φίλοι είμαστε, συνεργάτες. Δεν είναι ότι ο Δημοσθένης έφερε τον κόσμο του «Γκιακ» στην ταινία. Δεν προκύπτει τέτοιο ζήτημα. Είναι ένας σπουδαίος συγγραφέας, που όμως ουσιαστικά κουρδίστηκε πάνω στα δικά μου «θέλω».
 
– Με ποιον τρόπο καταφέρνεις να αποσπάς αυτή την ένταση, αυτή την ενσαρκωμένη ερμηνεία από τους ηθοποιούς, επαγγελματίες και ερασιτέχνες, η οποία έχει γίνει και σήμα κατατεθέν; Η μέθοδος είναι η εξής: πολλή δουλειά στις πρόβες και πολλή δουλειά κι επιμονή στο γύρισμα. Το πιο σημαντικό είναι ότι έχω μια εικόνα του τι ακριβώς θέλω. Ξέρω πού πρέπει να πάω, ποιο αποτέλεσμα επιδιώκω. Συνεπώς, το κυνηγάω μετά μανίας κι όταν νιώθω ότι το πετυχαίνω, σταματώ. Δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται. Οι περισσότεροι όταν δουλεύουν με τους ηθοποιούς δεν έχουν εξαρχής σχηματίσει την τελική εικόνα, το πώς τους θέλουν να είναι, τι ακριβώς ψάχνουν. Κυνηγάω την αλήθεια της κάθε σκηνής. Αυτή είναι η πρακτική μου.
 
– Σε τρομάζει η προοπτική της μανιέρας; Σ’ ενοχλούν, ύστερα από τόσα χρόνια, οι ετικέτες που κατά καιρούς σου κολλούν; Πιστεύω ότι δεν έχω τυποποιηθεί ακόμη, ότι δεν έχω μανιέρα. Από ταινία σε ταινία εξελίσσομαι και υπό μια έννοια κάνω και διαφορετικές ταινίες. Εντάξει, ο πυρήνας της δουλειάς μου είναι ο ίδιος, το ύφος μου αναγνωρίσιμο, όμως οι ταινίες είναι διαφορετικές μεταξύ τους. Και το χαίρομαι αυτό. 
 
– Το κοινωνικό σχόλιο είναι στόχος; Ισχύει αυτό που λες, αλλά πίσω απ’ αυτό, αισθητικά μιλώντας, κεντρική ιδέα είναι ο άνθρωπος. Δηλαδή, η κεντρική αισθητική ιδέα πίσω από κάθε πολιτική, κοινωνική, ηθογραφική, ανθρωπολογική σκοπιά, είναι πάντοτε ο άνθρωπος.
 
– Έτσι βλέπεις τον άνθρωπο δηλαδή εσύ; Τον δυτικό άνθρωπο, ναι. Ένας άνθρωπος που είναι χωμένος μέχρι το λαιμό μέσα στα κουσούρια του, τις νευρώσεις του, τα προβλήματά του, τα ζητήματα που τον καταδυναστεύουν.

– Είναι λες και υπάρχει μια συγκέντρωση φονιάδων στην ταινία. Αυτή η υπερβολική βία, για τα ελληνικά δεδομένα τουλάχιστον, κατά κάποιο τρόπο δεν τραβά το χαλί κάτω από τα πόδια του ρεαλισμού; Εννοείται. Μα αυτό είναι και το χιούμορ. Αυτή η ακρότητα των καταστάσεων, αυτές οι μαζεμένες συμπτώσεις εμπεριέχουν έναν υπερρεαλισμό που κάνουν την ιστορία πιο ενδιαφέρουσα. Είναι εκεί που παρεισφρέει το μαύρο χιούμορ. Το θέμα είναι πότε ο ρεαλισμός γίνεται υπερρεαλισμός. Πότε το ρεαλιστικό της ζωής μας γίνεται σουρεάλ, πότε παραδίδεται στο παράλογο. Είναι λεπτή η γραμμή και πολλές φορές δεν καταλαβαίνουμε καν πότε την περνάμε. Αυτό συμβαίνει και με τους ήρωες της ταινίας: όλοι έχουν ντεραπάρει μέσα στον παραλογισμό.
 
– Οι χαρακτήρες εν τέλει αποτυπώνονται όπως τους φαντάστηκες στην αρχή ή εξελίσσονται; Εξελίσσονται. Είναι μια δουλειά μαθηματικού τύπου μπορώ να σου πω. Στήνεις την ιστορία, τους χαρακτήρες και τα πάντα εξελίσσονται. Στην πρόβα, στο γύρισμα, στο μοντάζ. Και οι ηθοποιοί προσθέτουν στοιχεία από τον εαυτό τους και τις δικές τους εμπειρίες. Υπάρχει μια σύνθετη και ανηφορική διαδικασία μέχρι να επιτευχθεί η τελική έκβαση στο χαρακτηρολόγιο.
 
– Γιατί οι Έλληνες κινηματογραφιστές, αλλά και οι θεατρικοί συγγραφείς, φοβούνται τη βαριά καθομιλουμένη; Στις ΗΠΑ βλέπουμε λ.χ. και στην πιο mainstream χιουμοριστική σειρά να πέφτει το βρισίδι της αρκούδας… Σεμνοτυφία, επαρχιωτισμός, συντηρητισμός, ταμπού. Γι’ αυτό είμαι εγώ εδώ (γέλια). Γι’ αυτό εμφανίστηκα.
 
-Ναι, αλλά εσύ εμφανίστηκες πριν από 20 χρόνια. Κι εκτός από μερικές αναλαμπές, δεν φάνηκε να δημιουργείται κάποιο ρεύμα, κάποια «σχολή», παρά την απήχηση από το κοινό. Πού το αποδίδεις; Φοβούνται. Επίσης παίζει ρόλο το γεγονός ότι η πιστή αναπαράσταση του πραγματικού κόσμου είναι κάτι που χρειάζεται δουλειά. Το να πιάσεις ακριβώς τη ζωντανή γλώσσα και να την αναπαραστήσεις σωστά στους χαρακτήρες και τις συμπεριφορές τους, είναι κάτι που απαιτεί κόπο. Άρα, πιστεύω ότι είναι συνδυασμός ατολμίας και οκνηρίας. Μη φανταστείς, όμως, το κοινό δεν το ζητά και τόσο πολύ.
 
– Πώς εισπράττεις το ότι ατάκες από ταινίες σου, όπως λ.χ. το «πώς τους πετσόκοψες έτσι;», εντάσσονται δυναμικά στην ποπ κουλτούρα και στην καθομιλουμένη; Είναι αυτό ακριβώς που επιδιώκαμε από την εποχή του «Σπιρτόκουτου» μέχρι τώρα στη «Μπαλάντα»: να μπορέσουν οι ταινίες να μιλήσουν με την κοινωνία, να είναι ζωντανοί οργανισμοί, να έχουν αντίκρισμα. Αυτό με χαροποιεί κι αν θέλεις μού επιβεβαιώνει ότι είμαι στον σωστό δρόμο, ότι κάνω ταινίες που αφορούν τον κόσμο, τον ενδιαφέρουν.
 
– Ναι, αλλά λειτουργεί κι αντίστροφα. Από τη μια εσύ προσπαθείς να αποτυπώσεις πιστά την καθομιλουμένη, αλλά από την άλλη κι η καθομιλουμένη «εμπλουτίζεται» από ατάκες που προέρχονται από ταινίες σου… Εντάξει. Και τι; Απειλείται η ταινία ή απειλείται η γλώσσα; Αν σημαίνει κάτι αυτό είναι ότι παράγουμε κι εμείς θέαμα και γίναμε μέρος της ποπ κουλτούρας. Με τον ίδιο τρόπο που τραγουδιέται κι επηρεάζει ένα τραγούδι. Αυτό δείχνει τη δύναμη που έχει το σινεμά, το θέατρο, η τέχνη γενικότερα. Επηρεάζει συμπεριφορές, τη γλώσσα, τα ακούσματα, τον τρόπο ζωής. Όταν π.χ. ο Ντε Νίρο επαναλάμβανε «you talking to me?» μπροστά στον καθρέφτη στον «Ταξιτζή», δημιουργούσε και διέδιδε με μια ατάκα- φωτιά ένα πρότυπο ανδρικής συμπεριφοράς. Το σινεμά επηρεάζει, πώς να το κάνουμε;
 
– Αυτό σε φορτώνει με ευθύνη; Εννοείται ότι έχεις ευθύνη. Κι εννοείται ότι παίρνω σοβαρά το ότι επηρεάζω κόσμο και συνειδητά οι ταινίες που κάνω δεν είναι μιλιταριστικές, φασιστικές, σεξιστικές κ.τ.λ. Και δεν είναι χαμηλού επιπέδου. Δεν θα επέτρεπα ποτέ στον εαυτό μου να ταΐσει τον κόσμο σκατά. Από τεχνικής και αισθητικής απόψεως, αλλά κι από ιδεολογικής, σε ό,τι αφορά την ουσία. Τύπου «πάμε να στήσουμε μια κωμωδία στο πόδι να βγάλουμε λεφτά». Αρπαχτές ή βόθρος και θέαμα για τη μάζα. Μακριά από μας.
 
– Οι ταινίες με τα μεγάλα μπάτζετ και την εκτενή προώθηση είναι αναπόφευκτα συστημικές. Εσύ ανησυχείς μήπως θεωρηθείς συστημικός; Μα δεν μιλάμε για το σύστημα, αλλά για την ποιότητα της δουλειάς. Φυσικά και είμαι συστημικός. Παίρνω λεφτά από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, από τη ΣΕΚίν, κάνω συμπαραγωγές. Ποιος δεν είναι συστημικός δηλαδή, δεν κατάλαβα; Και οι Τρύπες όταν έβγαζαν δίσκους πήγαιναν σε μια εταιρία να τους βγάλει. Αλλιώς, είσαι στον δρόμο. Υπάρχουν ταινίες μεγάλου μπάτζετ που σέβονται τον εαυτό τους κι έχουν κάτι να πουν και αντίστοιχα ταινίες πολλών εκατομμυρίων που πουλάνε φούμαρα. Για παράδειγμα, το «Joker» μίλησε στα ίσα, σταράτα και αδιαμεσολάβητα. Έβαλε το μαχαίρι στο κόκκαλο. Τη στιγμή που στην Ευρώπη οι λεγόμενοι κουλτουριάρηδες το φέρνουν από εδώ, το φέρνουν από εκεί, όλο μέλι- μέλι κι από τηγανίτα τίποτα, βγήκε μια ταινία μέσα από την καρδιά του mainstream σινεμά, μέσα από το «σύστημα» που λες και μίλησε χωρίς φίλτρα για τους άθλιους και τους καταφρονεμένους του δυτικού κόσμου.
 
– Η παράσταση «Στέλλα κοιμήσου» έδειξε ότι όταν η αμεσότητα του θεάτρου συναντά τον ρεαλιστικό σου κώδικα, το μίγμα γίνεται ακόμη πιο εκρηκτικό. Το περίμενες αυτό; Η αλήθεια είναι ότι ήθελα να κάνω κάτι αλλιώτικο εκεί. Δοκίμασα κάτι καινούριο, που έχει τις ρίζες του στον τρόπο που δουλεύω στις ταινίες. Σαφώς ένιωσα ωραία που δούλεψα με ελευθερία και έμπνευση στην πρώτη μου θεατρική παράσταση. Κι αυτό πέτυχε, αναγνωρίστηκε. Άρα, θα το ξανακάνω. Υπάρχει ήδη μια ιδέα στο κεφάλι μου, αλλά θα υλοποιηθεί πιο μετά.
 
– Η δεκαετία της κρίσης ωρίμασε τους Έλληνες ή τους μπέρδεψε περισσότερο; Όχι μωρέ, τι τους ωρίμασε; Τους μπέρδεψε. Είναι σε απελπισία ο Έλληνας. Είναι χαμένος. Είναι σε μεγάλη ταραχή ο κόσμος, τρώει συνέχεια κατραπακιές. Είναι τρομαγμένος, φοβισμένος, συγχυσμένος, απογοητευμένος, ευνουχισμένος.
 
Πιστεύεις ότι σου προσφέρει ένα πλεονέκτημα το γεγονός ότι προέρχεσαι από την Κύπρο; Βλέπεις την πραγματικότητα στην Ελλάδα με πιο αυστηρό μάτι; Με ποιο αθώο μάτι. Αυτό ίσχυε από την αρχή. Είχα μια σχετική απόσταση από τα πράγματα, μια άλλη ματιά, ένα άλλο βλέμμα. Ναι, νομίζω ότι αυτό βοήθησε. Ήταν καθοριστικό. Ούτως ή άλλως, η παρατήρηση είναι η δουλειά μας. Νομίζω ότι αυτή η ιδιαίτερη ποιότητα του βλέμματος πάνω σ’ αυτό που ξετυλίγεται μπροστά μου, αυτό το ξάφνιασμα, παραμένει μετά και το πέρας τόσων χρόνων. Να μη παρεξηγηθώ: δεν είμαι ακριβώς εξωτερικός παρατηρητής. Δεν είμαι ο αποστασιοποιημένος σκηνοθέτης τύπου Χάνεκε. Διατηρώ μια απόσταση αλλά ταυτόχρονα έχω «θερμοκρασία», είμαι μέσα στη φάση. Συμπάσχω με τους ήρωες, τις ιστορίες, είμαι εκεί, δίπλα στους ανθρώπους και προτιμώ τα κοντινά πλάνα. Δεν λειτουργώ αφ’ υψηλού ή από καθέδρας σαν μη μου άπτου μεγαλοσχήμονας που παρατηρεί τ’ ανθρωπάκια. Καμία σχέση. Προκύπτει μια σχέση πάθους από το να βρίσκεσαι ταυτόχρονα κοντά και μακριά.

– Η κυπριακή πραγματικότητα δεν σ’ ενδιαφέρει; Μ’ ενδιαφέρει, εννοείται. Απλώς δεν έχω βρει ακόμη την κατάλληλη ιστορία. Δεν έχω βρει αυτό που θα με κινητοποιήσει για να ξεδιπλώσω μια ιστορία στην Κύπρο και να μιλήσω για τα διάφορα ζητήματα που απασχολούν. Την Κύπρο την έχω αρκετά στο μυαλό μου. Ειδικά τον τελευταίο καιρό, ζω περισσότερο στην Κύπρο σε σχέση με παλιότερα. Έχω μοιράσει τη ζωή μου ανάμεσα σε Ελλάδα και Κύπρο. Πηγαινοέρχομαι. Σαν να την ανακαλύπτω ξανά. Αλλά είναι να βρεθεί το κατάλληλο έναυσμα. Μια ιδέα, μια ανάγκη να πεις μια συγκεκριμένη ιστορία. Φυσικά, αποτρεπτικός παράγοντας είναι κι η χρήση της κυπριακής διαλέκτου, γιατί δεν διανοούμαι να κάνω ταινία όπου οι χαρακτήρες δεν θα μιλούν ρεαλιστικά, όπως στην καθημερινότητά τους.
 
– Πώς και ζεις περισσότερο στην Κύπρο τελευταία; Η νοσταλγία ίσως. Η οικογένεια και οι φίλοι που άφησα πίσω. Ίσως και το ότι έχω γίνει πατέρας και θέλω ο γιος μου να γνωρίσει την Κύπρο. Όλα αυτά μαζί.
 
– Γιατί κυριαρχεί στη δουλειά σου η μυθολογία της οικογένειας; Γιατί αυτή είναι η κυρίαρχη μυθολογία των μεσογειακών λαών. Η πιο βασική. Δεν έχουμε τη μυθολογία του δρόμου, των ανοιχτών αποστάσεων, της μοναχικότητας. Ακόμη και στις ταινίες για τη μαφία η θεματική της οικογένειας βρίσκεται στον πυρήνα.
 

– Το κακό ξεκινάει από την οικογένεια; Το κακό ξεκινά από τον άνθρωπο τον ίδιο. Όπου πάει ο άνθρωπος υπάρχει και το κακό και το καλό. Η οικογένεια μπορεί να είναι ο παράδεισος ή η κόλαση για τον καθένα. Στις ταινίες προτιμούμε την κόλαση γιατί έχει ένα ενδιαφέρον να το διερευνήσεις αυτό, να το φωτίσεις, να το καταλάβεις. Δεν θα είχε ενδιαφέρον να κάνεις μια ταινία για μια χαρούμενη οικογένεια που τα έχει βρει κι είναι όλα μια χαρά. Θέλεις δυσλειτουργία. Κάτι για το οποίο να μιλήσεις. Για να προκύψει το δράμα. Ευτυχώς ή δυστυχώς υπάρχει μπόλικο υλικό.
 
– Σε μια ιδανική κοινωνία όπου θα είχαμε πετύχει την πολυπόθητη κοινωνική δικαιοσύνη, εσύ τι ταινίες θα έφτιαχνες; Έλα ντε! Δεν ισχύει μόνο για μένα. Αν ο κόσμος και η ανθρωπότητα έφταναν στην ολοκλήρωση και μετατρεπόταν σ’ έναν επίγειο παράδεισο όπου το λιοντάρι θα έκανε παρέα με το ελάφι, εγώ ίσως να μην είχα αντικείμενο, αλλά αυτό είναι τόσο απίθανο και τόσο γελοίο όσο ακούγεται.
 
– Υπάρχει κάτι που λείπει από τις ταινίες σου; Ένα στοιχείο που θα μπορούσες να δώσεις και δεν το έχεις κάνει; Ενδιαφέρουσα ερώτηση, αλλά δεν είναι μάλλον η στιγμή να την απαντήσω γιατί δεν το έχω συγκεκριμενοποιήσει ακόμα. Δεν ξέρω αν έχω απάντηση. Λείπει όντως; Κι αν έλειπε τι είναι αυτό; Ξαναρώτα με σε μερικά χρόνια.
 
– Νιώθεις ότι έχεις εμμονές; Ίσως να μη μπορώ να τις ορίσω, αλλά σίγουρα έχω εμμονές. Νομίζω ότι όλοι οι σκηνοθέτες που έχουν κατασταλάξει στο ύφος τους, έχουν τα κολλήματά τους. Χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι περιχαρακώνονται.
 
* Η νέα ταινία του Γιάννη Οικονομίδη «Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» βγαίνει στις αίθουσες της Ελλάδας στις 5 Μαρτίου και της Κύπρου το φθινόπωρο.