Του χρόνου το Σεπτέμβρη το Πομπιντού κλείνει για πέντε χρόνια με στόχο τη ριζική του ανακαίνιση. Η οποία δεν θα γίνει από τους δημιουργούς του, αλλά από τους αρχιτέκτονες Nicolas Moreau – Hiroko Kusunoki και Frida Escobedo, οι οποίοι κέρδισαν το διαγωνισμό που είχε προκηρυχθεί.
Ο Ρίτσαρντ Ρότζερς έχει πεθάνει κι ο Ρέντζο Πιάνο είναι 87 χρόνων. Το δημιούργημα τους ωστόσο, το Κέντρο Πομπιντού, ετοιμάζεται να αρχίσει μια νέα ζωή που θα του προσφέρουν οι αρχιτέκτονες Nicolas Moreau – Hiroko Kusunoki, με έδρα το Παρίσι και Frida Escobedo από το Μεξικό, με μια δαπάνη πέραν των 300 εκατομμυρίων. Πράγμα που προκάλεσε ένα κύκλο έντονων συζητήσεων. Κατ’ αρχήν, όταν δημιουργήθηκε, ο σχεδιασμός του από τους Ρότζερς και Πιάνο, αντανακλούσε το πνεύμα της εποχής για μια πιο προσιτή κουλτούρα, λιγότερο ελιτιστική. Η κατασκευή του επίσης δεν προοριζόταν για να είναι αιώνια όπως τα υπόλοιπα μουσεία. Ο Πιάνο μάλιστα είχε προτείνει όπως ο σχεδιασμός αναθεωρείται κάθε 25 χρόνια. Τώρα, σχεδόν 50 χρόνια μετά, η αναθεώρηση θα γίνει στα ίδια όμως αχνάρια. Δεν θα υπάρξουν μεγάλες αλλαγές στην εμφάνιση της δομής αλλά θα επανεξεταστούν οι χρήσεις και η αξιοποίηση χώρων που ήταν απρόσιτοι για το κοινό. «Η ιδέα είναι να αυξηθεί το άνοιγμα στην πόλη και η διαφάνεια». Όπως ήταν, με άλλα λόγια, το 1977 όταν άνοιξε, αλλά στη συνέχεια –για λόγους ασφαλείας- μπήκαν φραγμοί. Η κυλιόμενη σκάλα, για παράδειγμα, που κάποτε ήταν από μόνη της ένα δωρεάν δημόσιο θέαμα τέθηκε πίσω από φραγμούς ασφαλείας και οι εσωτερικοί χώροι έγιναν σταδιακά λιγότερο ανοιχτοί. «Η εξωτερική πλατεία θα γίνει πιο προσιτή, αντικαθιστώντας τα σκαλοπάτια με μια ράμπα, ενώ τα συμπαγή πάνελ στην πρόσοψη (τα οποία προορίζονταν στα αρχικά σχέδια να είναι γυάλινα αλλά έγιναν συμπαγή) γίνονται πιο διαφανή χρησιμοποιώντας νέο πυρίμαχο γυαλί που δεν ήταν διαθέσιμο στη δεκαετία του 1970», εξηγεί ο Moreau.

Η πιο δραστική αλλαγή είναι η αξιοποίηση χώρων του υπογείου που ήταν εργαστήρια ή αποθήκες, οι οποίοι θα μετατραπούν σε χώρους παραστάσεων, γκαλερί και αίθουσες προβολών. Συνολικά, θα ανοίξουν για το κοινό 6.600 επιπλέον τετραγωνικά μέτρα. «Υπάρχει ένας κόσμος κάτω από το κτίριο, σαν μια πόλη κάτω από την πόλη» προσθέτει ο Moreau. «Υπήρχε μέχρι και σήραγγα που κατασκευάστηκε για να μεταφέρονται τα έργα τέχνης, αλλά δεν ήταν αρκετά φαρδιά για τα φορτηγά, οπότε δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ».

Στο πρώτο επίπεδο, θα δημιουργηθεί ένα «κέντρο νέας γενιάς» στη βόρεια πλευρά, ενώ ένα μεγάλο εστιατόριο θα ανοίξει στη νότια πλευρά, αντικαθιστώντας εκθεσιακές γκαλερί. Η Δημόσια Βιβλιοθήκη Πληροφοριών (Bibliothèque Publique d’Information) θα παραμείνει στη θέση της σε τρία επίπεδα. Το Musée national d’art moderne θα παραμείνει σε δύο επίπεδα (τέσσερα και πέντε ) αλλά θα ανακαινιστεί πλήρως, στεγάζοντας το εργαστήριο Brancusi. Ο χώρος που φιλοξενεί αντίγραφο του ατελιέ του Constantin Brancusi θα στεγάζει πλέον την τεράστια συλλογή αρχείων καλλιτεχνών του κέντρου και θα αποτελεί χώρο έρευνας. Μια βεράντα 1.500 τ.μ., που προσφέρει «μια από τις πιο όμορφες απόψεις του δυτικού Παρισιού», σύμφωνα με τον διευθυντή του Ιδρύματος, θα είναι ανοιχτή για το κοινό στο έβδομο επίπεδο.

Η αναδιάρθρωση των επιπέδων του δαπέδου θα ενισχύσει τη ροή παρέχοντας μια νέα κύρια πρόσβαση στο επίπεδο του δρόμου, μια ράμπα πρόσβασης σε χώρους εργασίας στο επίπεδο του κήπου και ένα επιπλέον χαμηλότερο επίπεδο γραφείων. Ο κήπος θα επεκταθεί βορειοανατολικά στη θέση της παλιάς σκάλας, ενώ η νότια πρόσοψη θα ανοίξει στην πλατεία με ένα σύστημα κουρτινών.

Το νέο σχεδιασμό επικρότησε κι ο Ρέντζο Πιάνο ο οποίος είπε: «Το έργο είναι απόλυτα σύμφωνο με την αρχιτεκτονική του κτηρίου, ενώ ταυτόχρονα αφήνει χώρο για μελλοντική ανανέωση χωρίς να αλλοιώνει τη φυσιογνωμία του».
Οι εργασίες θα ξεκινήσουν στις αρχές του 2026 με στόχο να ολοκληρωθούν το 2030. Για τα 50 χρόνα του, που θα είναι το 2027, θα είναι κλειστό, αλλά θα συνεργαστεί με άλλα μουσεία της πόλης, συμπεριλαμβανομένου και του Λούβρου, για σειρά εκδηλώσεων.